Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Έλλη Αλεξίου …μια βασιλική δρυς

Eπι­μέ­λεια ofisofi //

Η Έλλη Αλε­ξί­ου γεν­νή­θη­κε στις 22 Μαΐ­ου του 1894 στο Ηρά­κλειο της Κρή­της. Η ζωή της συν­δέ­θη­κε με την εκπαί­δευ­ση , την παι­δεία, τη λογο­τε­χνία και τους αγώ­νες . Διώ­χθη­κε για τις ιδέ­ες της και την στα­θε­ρή προ­σή­λω­σή της στις σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες μέσα από τις γραμ­μές του ΚΚΕ.

Δεν ήταν εκπαι­δευ­τι­κός, ήταν ΔΑΣΚΑΛΑ. .

Η Έλλη Αλε­ξί­ου έγρα­ψε ένα χρο­νι­κό της εκπαί­δευ­σης με τον τιμη­τι­κό για τους εκπαι­δευ­τι­κούς τίτλο « Βασι­λι­κή Δρυς».

« …Ανα­με­τρώ­ντας τώρα την αλυ­σί­δα των προ­σπα­θειών , αγκα­λιά­ζο­ντας με το μάτι το τερά­στιο πεδίο της μάχης τους το στρω­μέ­νο με τα κορ­μιά τους, το ποτι­σμέ­νο με το αίμα τους, το γεμά­το πλη­γές και βογγητά…λέω πως η

« Βασι­λι­κή Δρυς», η « σιδε­ρό­κορ­μη» και « ουρα­νό­φτα­στη» και « στην καρ­διά της γης ριζο­δε­μέ­νη», που τη λέει και ο Δρο­σί­νης, δε θα προ­σβλη­θεί που δώσα­με τ’ όνο­μά της στους εκπαιδευτικούς…Αν αυτή γνώ­ρι­ζε τις θύελ­λες και τις καται­γί­δες των δασκά­λων , αν είχε δεχτεί στο κεφά­λι της τ’ αστρο­πε­λέ­κια που δέχτη­καν και δέχου­νται αυτοί, δε θα τα’ βγα­ζε πέρα τόσο παλια­κρί­σια, όπως εκείνοι»

Το βιβλίο αυτό άρχι­σε να το γρά­φει στο Βου­κου­ρέ­στι το 1961 με στό­χο να δια­σώ­σει « πολύ­τι­μα περι­στα­τι­κά, σχε­τι­κά με την ελλη­νι­κή εκπαί­δευ­ση και τη δρά­ση των εκπαι­δευ­τι­κών» . Κυρί­ως ήθε­λε να γρά­ψει την ιστο­ρία και την δρά­ση των εκπαι­δευ­τι­κών στο προ­ο­δευ­τι­κό κίνημα.

Το Μάη του 1948 ιδρύ­ε­ται από την ΚΕ του ΚΚΕ η Επι­τρο­πή Βοή­θειας στο παι­δί (ΕΒΟΠ) με πρό­ε­δρο τον Πέτρο Κόκ­κα­λη . Μέσα στη δίνη του εμφυ­λί­ου πολέ­μου η Επι­τρο­πή αυτή ανέ­λα­βε την ευθύ­νη για τη μετα­φο­ρά , εγκα­τά­στα­ση και οργά­νω­ση της ζωής των παι­διών στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες . Ανά­με­σα στα μέλη της επι­τρο­πής σημα­ντι­κή θέση κατεί­χε η Έλλη Αλε­ξί­ου, η οποία με στε­ρη­μέ­νη την ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια αυτο­ε­ξο­ρί­ζε­ται στη Ρου­μα­νία και συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στην εκπαί­δευ­ση των παι­διών και στην επι­μόρ­φω­ση των δασκά­λων τους.

Το ιστο­ρι­κό αυτών των προ­σπα­θειών το δια­σώ­ζει η Έλλη Αλε­ξί­ου στη Βασι­λι­κή Δρυ.

« …Τον και­ρό του εμφυ­λί­ου πολέ­μου 1946 – 1949, κι αργό­τε­ρα, που τα κυνη­γη­τά των ανθρώ­πων της Αντί­στα­σης γενι­κεύ­τη­καν και γίνη­καν τακτι­κή της δοσί­λο­γης δεξιάς, τότε, μαζί με τον άλλο κόσμο, πέρα­σαν τα σύνο­ρα μεγά­λος αριθ­μός εκπαι­δευ­τι­κών. Τότε ακό­μη στην αρχή κανείς δεν θα μπο­ρού­σε να φαντα­στεί πόσο η παρου­σία τους θα απο­δει­χνό­τα­νε απα­ραί­τη­τη και πολύ­τι­μη. Κοντά με τους μεγά­λους , πέρα­σαν τα σύνο­ρα χιλιά­δες και χιλιά­δες παι­διά. Τα χωριά των συνό­ρων είχαν καεί. Ρημα­χτεί. Όλη η βόρεια Ελλά­δα άδεια­σε, ερη­μώ­θη­κε. Έφευ­γε ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Έφευ­γαν και τα παι­διά‘ έφευ­γαν και οι γέροι. Αυτό το ομα­δι­κό φευ­γιό, οι διά­φο­ρες κυβερ­νή­σεις το ονό­μα­σαν « παι­δο­μά­ζω­μα»… Κι εγώ έλε­γα, για­τί το ονό­μα­σαν «παι­δο­μά­ζω­μα» και δεν το ονό­μα­σαν «γερο­ντο­μά­ζω­μα»; Οι γέροι ήταν το μεγά­λο δρά­μα. Τι να τους κάμεις…Αυτοί περ­νού­σαν τα σύνο­ρα, για να γλι­τώ­σουν βέβαια το θανα­τι­κό, όπως και όλοι οι άλλοι, μα φτά­νο­ντας στις γει­το­νι­κές χώρες δεν μπο­ρού­σαν σε τίπο­τε να βοη­θή­σουν. Δίνα­νε μόνο βάρος. Να τους ντύ­σεις, να τους ταΐ­σεις, να τους περιθάλψεις.…Μα για τους γέρους λόγο δεν κάνουν. Ανα­φέ­ρουν μόνο τα παι­διά, για να δώσουν στο φευ­γιό των παι­διών αντε­θνι­κό περιε­χό­με­νο. Πως τα παίρ­να­νε τάχα­μου οι αντάρ­τες , για να τα «κάμουν Σλαύους»…άλλη έγνοια δεν είχαν…Οι αντάρ­τες δεν είχαν μια φέτα ψωμί κι ένα ρού­χο να ρίξουν επά­νω τους, και τα παι­διά θα παίρνανε…κι αυτοί πήγαι­ναν τότε στην αρχή στο άγνω­στο κι ούτε μπο­ρού­σαν να προ­βλέ­ψουν τα επακόλουθα.

Τα παι­διά που είχαν σχο­λι­κή ηλι­κία ξεπερ­νού­σαν τις 30000. Μα ήσαν και παι­διά μεγά­λα, δεκα­πέ­ντε και δεκα­έ­ξι και δεκα­ο­χτώ χρο­νών, τελεί­ως αγράμ­μα­τα, που έπρε­πε να απο­κτή­σουν τις απα­ραί­τη­τες βάσεις, τα απα­ραί­τη­τα προ­σό­ντα, που δίχως αυτά δεν τα δέχο­νταν ούτε για ανει­δί­κευ­τους εργά­τες στα εργο­στά­σια. Ο νόμος στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες απαι­τεί για όλο τον πλη­θυ­σμό το χαρ­τί του­λά­χι­στο του Δημο­τι­κού. Έπρε­πε λοι­πόν απα­ραι­τή­τως να μορ­φω­θούν τα παι­διά κι έπρε­πε απα­ραι­τή­τως να βρε­θού­νε δασκά­λοι. Κι ήσαν , τόσο οι δασκά­λοι όσο και τα παι­διά, αλλό­κο­τοι. Από τους πολύ­χρο­νους σκλη­ρούς αγώ­νες είχαν σχε­δόν αλλά­ξει όψη και υπό­στα­ση. Εξα­ντλη­μέ­νοι από τις κακου­χί­ες, τραυ­μα­τί­ες με σοβα­ρά κι απα­νω­τά τραύ­μα­τα, άντρες και γυναί­κες, ή γέροι, στην ηλι­κία της σύνταξης…μα άφη­σαν κατά μέρος και τα τραύ­μα­τα και τα γερα­τιά και στά­θη­καν δίπλα στα παι­διά. Που κι αυτά δεν ήσαν τα παι­διά που ξέρα­με. Μει­νε­μέ­να αγράμ­μα­τα, από τον και­ρό του κατα­κτη­τή, είχαν γίνει βοσκά­κια στους λόγ­γους. Άλλα είχαν χάσει τους γονιούς τους στον πόλε­μο , άλλων παι­διών οι γονείς είχαν απο­μεί­νει στην πατρί­δα, οι γονείς που ήσαν μαχη­τές, δεν μπο­ρού­σες να ξέρεις πού βρίσκονταν…με το τέλος του ένο­πλου αγώ­να, άλλοι τρά­βη­ξαν δώθε κι άλλοι κεί­θε. Τα παι­διά στην ολό­πρω­τη αρχή δεν είχαν μόνο ανά­γκη εκπαί­δευ­σης , μα γενι­κό­τε­ρης περί­θαλ­ψης. Έτσι τα σκο­λειά της πρώ­της περιό­δου ήσαν καθαυ­τό πολυ­με­λείς οικο­γέ­νειες. Και οι εκπα­τρι­σμέ­νοι εκπαι­δευ­τι­κοί, αν και πάμπολ­λοι, πέφτα­νε λίγοι. Δεν επαρ­κού­σαν ούτε για τον τόσο αριθ­μό των παι­διών, ούτε για τις τόσες ανά­γκες. Η δου­λιά μέσα σ’ αυτές τις πολυ­με­λείς οικο­γέ­νειες ήταν βαρειά και πολύπλευρη.

Από βιβλία δεν υπήρ­χε απο­λύ­τως τίπο­τε. Ούτε και τα στοι­χειώ­δη υλι­κά. Η εκπαί­δευ­ση των παι­διών οργα­νώ­θη­κε από το μηδέν και επί άλλων εντε­λώς βάσε­ων. Ο εκπαι­δευ­τι­κός μηχα­νι­σμός λει­τούρ­γη­σε πάνω σε και­νούρ­γιες αρχές. Μα αν ήταν να ανα­τυ­πώ­σου­με τα ανα­γνω­στι­κά λόγου χάρη της Ελλά­δας, το πρά­μα θα ήτα­νε εύκο­λο και απλό. Μα αυτό δεν μπο­ρού­σε να γίνει με κανέ­ναν τρό­πο. Δεν μπο­ρού­σαν να μετα­φερ­θούν εδώ ούτε οι παπα­δί­στι­κοι τύποι, η θρη­σκευ­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση και οι ποι­κί­λες δεισιδαιμονίες…ούτε η εσκεμ­μέ­νη απο­σιώ­πη­ση των λαϊ­κών αγώ­νων κατά των ανθρω­πο­φά­γων χιτλε­ρι­κών, ούτε η προ­βο­λή του «αμε­ρι­κά­νι­κου ενδιαφέροντος» (…) 

Και πού ήσαν οι ελλη­νι­κοί γεωρ­γι­κοί χάρ­τες, πού οι γεω­γρα­φί­ες, πού οι γραμ­μα­τι­κές, τα εξω­σχο­λι­κά βιβλία, το νηπια­κό υλι­κό, τα παι­δι­κά περιο­δι­κά, οι παι­δι­κές εκπο­μπές για τα ράδια, λεί­πα­νε τα υλι­κά της χει­ρο­τε­χνί­ας για τόσο μεγά­λο αριθ­μό παι­διών: καρ­τό­νια, χρώ­μα­τα, ετα­μίν, ψαλί­δια, κόλ­λες, χάντρες…Και οι ίδιες οι χώρες που μας φιλο­ξε­νού­σαν δεν είχαν ακό­μη απο­κτή­σει επάρ­κεια για τις δικές τους ανά­γκες. Του πολέ­μου οι πλη­γές δεν είχαν επουλωθεί(…)

Έπρε­πε λοι­πόν να συντά­ξου­με βιβλία από την αρχή. Αλλά μήπως και η εξεύ­ρε­ση προ­ο­δευ­τι­κών κει­μέ­νων των καλών συγ­γρα­φέ­ων μας ήταν εύκο­λο έργο; Οι προ­ο­δευ­τι­κοί μας συγ­γρα­φείς, και οι επι­στή­μο­νες και οι ιστο­ρι­κοί αντι­με­τώ­πι­ζαν ανέ­κα­θεν την μήνι του κρά­τους. Στη χώρα μας επι­πλέ­ουν και στον πνευ­μα­τι­κό τομέα οι συντη­ρη­τι­κοί, οι αντι­δρα­στι­κοί, οι κάθε φορά φίλοι των κρατούντων…αυτοί προ­βάλ­λο­νται, υπο­στη­ρί­ζο­νται, βρα­βεύ­ο­νται, εκδίδονται…Τους προ­ο­δευ­τι­κούς συγ­γρα­φείς δεν θα τους βρεις ούτε στα κρα­τι­κά ανα­γνω­στι­κά ούτε στα κρα­τι­κά «Νεο­ελ­λη­νι­κά Αναγνώσματα»…μα ούτε και στις εγκυ­κλο­παί­δειες, τις ανθο­λο­γί­ες, ακό­μη και στις Ιστο­ρί­ες της λογο­τε­χνί­ας , ή δεν υπάρ­χουν καθό­λου ή ανα­γρά­φο­νται με σύντο­μα σημειώματα(..)

Τι να πρω­το­κά­μεις κι από πού ν’ αρχίσεις…Όμως όλα γίνα­νε και γίνα­νε καλά, για­τί όλους μάς θέρ­μαι­νε η αγά­πη. Σήμε­ρα, 13 Ιού­νη του 1962, εύκο­λο είναι να αρα­διά­σεις μπρο­στά σου τις εκδό­σεις και να τις καταγράψεις(…)

Για­τί πολύς θόρυ­βος γίνη­κε και κακο­ή­θης συκο­φα­ντι­κός σάλος σηκώ­θη­κε γύρω από τον εκπα­τρι­σμό μας. Και κυρί­ως γύρω από τα εκπα­τρι­σμέ­να παι­διά. Απο­βλέ­πα­με , λέει, στον εκσλαυ­ϊ­σμό τους…Η αλή­θεια είναι πως μοχθή­σα­με υπε­ράν­θρω­πα για να τα κρα­τή­σου­με πιστά στις παρα­δό­σεις μας, στην ιστο­ρία μας, στη γλώσ­σα. Και το κατα­φέ­ρα­με. Δυστυ­χώς το επί­ση­μο κρά­τος δε φέρ­θη­κε σαν κι εμάς. Αδια­φό­ρη­σε. Δεν επέ­τρε­ψε , κι μέχρι σήμε­ρο, τον επα­να­πα­τρι­σμό τους, με απο­τέ­λε­σμα να βρί­σκου­νται χιλιά­δες ελλη­νι­κός πλη­θυ­σμός για πάντα χαμέ­νος για την πατρίδα (…)

Όπως φανε­ρώ­νει ο όγκος των βιβλί­ων, για τη σύντα­ξη τους, την επι­μέ­λεια, τη θεώ­ρη­ση εργά­στη­καν εντα­τι­κά ένας αριθ­μός εκπαι­δευ­τι­κών, που, ανά­λα­βαν το βαρύ αυτό έργο με ευσυ­νει­δη­σία και αγά­πη. Όλους τους θέρ­μαι­νε η συναί­σθη­ση του χρέ­ους, που είχαν απέ­να­ντι σ’ ένα μεγά­λο αριθ­μό κατα­τρεγ­μέ­νων και εκπα­τρι­σμέ­νων ελλη­νό­που­λων, να τα εφο­διά­σουν με το απα­ραί­τη­το διδα­κτι­κό υλι­κό. Και εργά­στη­καν για τα βιβλία αυτά και αντα­πο­κρί­θη­καν στο ακέ­ραιο, μέσα στα πλαί­σια της καθη­με­ρι­νής δου­λιάς τους, χωρίς φυσι­κά ιδιαί­τε­ρη αμοι­βή και εντε­λώς ανώνυμα(…)

Μορ­φώ­θη­καν οι χιλιά­δες τα παι­διά κεί­νης της πρώ­της εσο­δεί­ας. Οι φοβε­ρές δυσκο­λί­ες του πρώ­του και­ρού ξεπε­ρά­στη­καν : Να’ ναι ένας μεγά­λος αριθ­μός παι­διών με λογιών λογιών αρρώστιες…Η χει­ρό­τε­ρη τα τραχώματα…Πολλά προ­φυ­μα­τι­κά. Πολ­λά με ρευ­μα­τι­σμούς και καρδιοπάθειες…Οι προ­σπά­θειες στρέ­φο­νταν προς πολ­λές κατευ­θύν­σεις. Να μην ξέρουν την γλώσ­σα της χώρας και να πρέ­πει να φοι­τή­σουν σε ανώ­τε­ρες σχολές…Να υπάρ­χουν νεο­λαί­οι 14 και 16 και 18 χρο­νώ! Να μην μπο­ρούν να δου­λέ­ψουν μήτε στα εργο­στά­σια, για­τί δεν ήξε­ραν γράμματα…Ιδιαίτερα ολωσ­διό­λου μέτρα πάρ­θη­καν γι’ αυτούς τους μεγά­λους. Για να μπο­ρέ­σουν να πηδή­ξουν τις τάξεις…Σήμερο και το έργο της εκπαί­δευ­σης τρα­βά­ει απρό­σκο­πτα το δρό­μο του. Δυσκο­λί­ες δεν αντι­με­τω­πί­ζει. Φτά­νει να’ χουν όρε­ξη τα παι­διά, και στο χέρι τους είναι να γίνουν ό,τι θέλουν. Και γίνο­νται. Ούτε ξέρω πόσους έχο­με βγά­λει καθη­γη­τές σε ινστι­τού­τα. Διευ­θυ­ντές βιβλιο­θη­κών. Χημι­κούς, γεω­πό­νους, για­τρούς, μηχα­νι­κούς, ερευ­νη­τές σε επι­στη­μο­νι­κά κέντρα(…)

Ανέ­βαι­νε η στάθ­μη των παι­διών, ανέ­βαι­νε και των δασκά­λων. Έπα­ψαν να’ ναι τα δασκα­λά­κια των επαρ­χιών, να σου λένε τον Θεο­το­κά Θεο­το­κό­που­λο, και τι είναι η Μυρ­τιώ­τισ­σα, κι αν ζει… Ξεσκό­λι­σαν τα τελευ­ταία παι­δα­γω­γι­κά συστή­μα­τα. Τη λει­τουρ­γία των μαθη­τι­κών οργα­νώ­σε­ων. Τη γλώσ­σα της χώρας και πολ­λοί, κοντά σ’ αυτή τη γλώσ­σα, μάθα­νε και τα ρού­σι­κα. Πήγα­νε στην όπε­ρα και στο θέα­τρο. Στο μπα­λέ­το και στη συμφωνική…Τα παι­διά τους σήμε­ρο καλ­λιερ­γούν στις ειδι­κές σχο­λές τα ταλέ­ντα τους…Σου συζη­τούν και σου κρί­νουν την ποιό­τη­τα των έργων του Σολό­χωφ και του Κότσετοφ…Σου λένε με τον πιο φυσι­κό τρόπο…ναι, ανή­κω στο λογο­τε­χνι­κό κύκλο…ή στον κύκλο της σύντα­ξης των αναγνωστικών…Όπως ζητά το πει­να­σμέ­νο στο­μά­χι το φαΐ, ζητά και το πει­να­σμέ­νο μυα­λό. Ταΐ­ζεις το κορ­μί, θρέ­φε­ται και απο­δί­δει. Ταΐ­ζεις και το μυα­λό; Απο­δί­δει και κείνο(…) 

Πέρα­σαν οι παρα­πά­νω τα σύνο­ρα, για­τί το μπό­ρε­σαν. Τους βόλευε το γει­τό­νε­μά τους με τις σοσια­λι­στι­κές χώρες. Οι χιλιά­δες που κλεί­στη­καν στην Πλα­στη­ρι­κή, στην Παπα­γι­κή, στην Καρα­μαν­λι­κή παγά­να τρά­βη­ξαν, κι ακό­μη τρα­βούν, τα πάθη του ήλιου και του λιναριού…Πείνασαν, εξο­ρί­στη­καν, φυλα­κί­στη­καν, και το χει­ρό­τε­ρο εξευτελίστηκαν…»

alexiou2Τα απο­σπά­σμα­τα περιέ­χο­νται στο δεύ­τε­ρο τόμο του βιβλί­ου της Έλλης Αλε­ξί­ου Βασι­λι­κή Δρυς, Το χρο­νι­κό της Εκπαί­δευ­σης, Εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη, Αθή­να 1983

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο