Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αγαπούλα μου ουαί κι αλίμονο

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Οι παλιές αγα­πού­λες πάνε στον παράδεισο.
Κι αν υπήρ­χε φυλα­κή στον παρά­δει­σο, ο Μάκης Ψωμιά­δης θα έβρι­σκε κι εκεί τις κατάλ­λη­λες δια­συν­δέ­σεις και κάποιο παρα­θυ­ρά­κι, νομι­κό ή κανο­νι­κό, για να το σκά­σει κι από εκεί και να στή­σει εμπό­ριο λαθραί­ων ειδών με την κόλαση.

Εξάλ­λου ήταν παπα­δο­παί­δι του κατη­χη­τι­κού, που προ­σαρ­μό­στη­κε γρή­γο­ρα στις συν­θή­κες και τα δεδο­μέ­να αυτού του ηθι­κού, αγγε­λι­κά πλα­σμέ­νου κόσμου και έδρα­σε ανα­λό­γως. Μπο­ρεί καμιά φορά να παρα­βί­α­ζε το γράμ­μα του επί­γειου νόμου και των εντο­λών του αλλά ήταν πάντα μέσα στο πνεύ­μα του. Χου­ντι­κός, απα­τε­ώ­νας και άνθρω­πος της νύχτας, με χρυ­σο­φό­ρες μπίζ­νες, δια­συν­δέ­σεις και δια­χρο­νι­κή ατι­μω­ρη­σία επί όλων των γαλα­ζο­πρά­σι­νων κυβερ­νή­σε­ων, εξέ­φρα­ζε ιδα­νι­κά το “ελλη­νι­κό όνει­ρο”, το επι­χει­ρη­μα­τι­κό δαι­μό­νιο του νεο­έλ­λη­να και το ιδα­νι­κός της θεά­ρε­στης κι αγα­στής ιδιω­τι­κής πρωτοβουλίας.

Χώρια που η αργκό του δρό­μου και το ιδιό­τυ­πο παρου­σια­στι­κό του με την που­ρά­κλα, τη μου­στά­κα και το κομπο­λόι τον καθι­στού­σαν μια σχε­δόνμ λαϊ­κή (και βασι­κά λού­μπεν) συμπα­θή μορ­φή, στα μάτια μιας μερί­δας κόσμου. Κι οπωσ­δή­πο­τε αρκε­τά γρα­φι­κή και φαι­δρή, για να χωρέ­σει ακό­μα και στους χαρα­κτή­ρες με τις χιου­μο­ρι­στι­κές μιμή­σεις του Μητσικώστα.

Σε αυτό το τελευ­ταίο συνέ­βα­λε ίσως κι η σύγκρι­ση με τους κατη­γό­ρους του, και η εντυ­πω­σια­κή απορ­ρό­φη­ση από το σύστη­μα ενός ειδώ­λου, όπως ο Ντέ­μης, που ως παί­κτης πρω­τα­γω­νί­στη­σε σε μια σύγκρου­ση με τον τότε πρό­ε­δρο της ΑΕΚ και ενσάρ­κω­σε την πιο ισχυ­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση στις μαφιό­ζι­κες μεθό­δου­ςτου, προ­τού απο­κτή­σει ενερ­γό ανά­μει­ξη ο ίδιος με τα διοι­κη­τι­κά του δικεφάλου.
Όταν ο κόσμος βλέ­πει το ποιόν και τις προ­θέ­σεις όσων στη­λι­τεύ­ουν τον Ψωμιά­δη με το δημό­σιο λόγο τους (για να κάνουν πολ­λές φορές τα ίδια και χει­ρό­τε­ρα στις ιδιω­τι­κές πρά­ξεις τους), κατα­λή­γει να απε­νο­χο­ποιεί μέσα του τον τελευ­ταίο, με την ίδια λογι­κή που κάποιοι νομι­μο­ποιούν υπο­συ­νεί­δη­τα τους Χρυσαυγίτες

Αν ο Ψωμιά­δης ήταν απλώς ένα κατα­κά­θι της κοι­νω­νί­ας, αλλά ανα­δεί­χτη­κε στον αφρό της για τρεις και πλέ­ον δεκα­ε­τί­ες,  αυτό λέει πολ­λά και για τη δική μας κοι­νω­νία, τις αξί­ες και τα ιδα­νι­κά που επικρατούν.

Παρε­μπι­πτό­ντως, δεν είναι τυχαίο που ο Ψωμιά­δης, όπως και πάρα πολ­λοί άλλοι “ευυ­πό­λη­πτοι επι­χει­ρη­μα­τί­ες, προ­ε­ξάρ­χο­ντος του Κοσκω­τά, δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε ως παρά­γο­ντας στο χώρο του αθλη­τι­σμού, που πρσο­φέ­ρε­ται για ξέπλυ­μα μαύ­ρου χρή­μα­τος και ύπο­πτων ονο­μά­των, που απο­κτούν όμως δημο­φι­λία, εμπλε­κό­με­να με κάποια ομά­δα, επει­δή κατα­φέρ­νουν πχ να κερ­δί­σουν με τον παρά τους και τη μαγκιά τους, με κάθε θεμι­τό ή παρα­σκη­νια­κό μέσο. Ενώ στη δια­δρο­μή, μπο­ρεί να τους κάτσει να γίνουν και τοπι­κοί άρχο­ντες, σε κάποιο δήμο της χώρας, με βάση τη λαϊ­κή, οπα­δι­κή ετυμηγορία.
Η αστι­κή δημο­κρα­τία στα καλύ­τε­ρά της και στα χέρια των πιο άξιων εκπρο­σώ­πων της.

Σε κάθε περί­πτω­ση, όσο μακά­βριο ακού­γε­ται αυτό για το “Μάκα­ρο” και με δεδο­μέ­νο ότι ο ιστός του νόμου πιά­νει μόνο τα μικρά έντο­μα και αφή­νει τα μεγά­λα να περ­νά­νε ανε­νό­χλη­τα, η τσι­μπί­δα του Χάρου ήταν πιθα­νό­τα­τα η μόνη που μπο­ρού­σε να τον πιά­σει και να τον κρα­τή­σει. Αλλά αν η επι­κύ­ρω­σή του εξαρ­τά­ται από τις ελλη­νι­κές αρχές, είναι πολύ πιθα­νό να απο­δει­χτεί μια απλή περί­πτω­ση νεκρο­φά­νειας, και να βρει τρό­πο να το σκά­σει ο Μάκης μέσα από την κάσα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο