Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αη Στράτης 1941–42: Ο Γιάννης Λίππας θυμάται…

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Η μετα­ξι­κή φασι­στι­κή δικτα­το­ρία στιγ­μα­τί­στη­κε στη συνεί­δη­ση του ελλη­νι­κού λαού ως απάν­θρω­πη και εγκλη­μα­τι­κή. Τα όργα­νά της χρη­σι­μο­ποί­η­σαν βάρ­βα­ρες μεθό­δους για να υπο­τά­ξουν κάθε αντί­στα­ση του λαού και… όπως είναι φυσι­κό, οι κομ­μου­νι­στές ήταν οι πρώ­τοι που τις «δοκί­μα­σαν». Τρο­με­ρά βασα­νι­στή­ρια  όπως το ρετσι­νό­λα­δο, η στή­λη πάγου και το πετά­λω­μα των αγω­νι­στών ήταν το «σήμα κατα­τε­θέν» της. Στην περί­πτω­ση των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων στον Αη Στρά­τη, τον χει­μώ­να του 1941–42, εν μέσω γερ­μα­νι­κής κατο­χής, η βαρ­βα­ρό­τη­τα ξεπέ­ρα­σε ακό­μα… και τον εαυ­τό της.

Οι έλλη­νες δεσμο­φύ­λα­κες απο­μο­νώ­νουν τους εξό­ρι­στους σε ένα κτί­ριο και τους εξα­να­γκά­ζουν να πεθά­νουν από την ασι­τία, εκτός κι αν υπο­γρά­ψουν «δήλω­ση μετα­νοί­ας». Οι κομ­μου­νι­στές εξό­ρι­στοι παλεύ­ουν κυριο­λε­κτι­κά με το χάρο, χάνουν 33 συντρό­φους τους, δεν λυγί­ζουν, ώσπου στο τέλος βγαί­νουν νικητές.

kostas bosisΣτα πλαί­σια του αφιε­ρώ­μα­τος του περιο­δι­κού μας στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), εν όψει της εκδή­λω­σης προς τιμή του στις 23 Γενά­ρη  (το ΑΤΕΧΝΩΣ συμ­με­τέ­χει ως συν­διορ­γα­νω­τής) δημο­σιεύ­ου­με ανα­μνή­σεις του παλαί­μα­χου κομ­μου­νι­στή Γιάν­νη Λίπ­πα, από το ξερο­νή­σι του θανά­του. Πρό­κει­ται για δυο περι­στα­τι­κά στα οποία γίνε­ται ονο­μα­στι­κή ανα­φο­ρά στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) που βρι­σκό­ταν  εκεί εξό­ρι­στος την ίδια περί­ο­δο (δεί­τε εδώ σχε­τι­κή ανάρ­τη­ση του αφιε­ρώ­μα­τός μας).

Το πρώ­το περι­στα­τι­κό το διη­γή­θη­κε ο Γιάν­νης Λίπ­πας στον παλαί­μα­χο αντι­στα­σια­κό Χρή­στο Ντα­βαν­τζή και κατα­γρά­φε­ται στο υπό έκδο­ση βιβλίο του δεύ­τε­ρου «Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη – Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής». Δεί­χνει την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα εκεί­νων των ανθρώ­πων που πολέ­μη­σαν με το θάνα­το υπε­ρα­σπι­ζό­με­νοι τις ιδέ­ες τους. Μας το παρα­χώ­ρη­σε (τον ευχα­ρι­στού­με πολύ) ο συγ­γρα­φέ­ας του βιβλί­ου μαζί με τη φωτο­γρα­φία του ίδιου παρέα με τον Γιάν­νη Λίπ­πα, που (προ)δημοσιεύουμε επίσης.

Γιάννης Λίππας (με το καπέλο) και Χρήστος Νταβαντζής (Πηγή φωτογραφίας το υπό έκδοση βιβλίο του Χρ. Νταβαντζή "Όσα επέζησαν στη μνήμη - Οδοιπορικό μιας ζωής"

Γιάν­νης Λίπ­πας (με το καπέ­λο) και Χρή­στος Ντα­βαν­τζής
(Πηγή φωτο­γρα­φί­ας το υπό έκδο­ση βιβλίο του Χρ. Ντα­βαν­τζή “Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη — Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής”

«Μετα­φέ­ρα­με ένα νεκρό από την πεί­να συντρο­φό μας, εγώ και ο Κώστας Πουρ­να­ράς. Τον πηγαί­να­με στο λόφο όπου ήταν το εκκλη­σά­κι του Αη Μηνά και το νεκρο­τα­φείο. Κατα­βά­λα­με υπερ­προ­σπά­θεια για να φτά­σου­με μέχρι εκεί, νηστι­κοί κι εμείς, με δυνά­μεις που όλο λιγό­στευαν. Κάποια στιγ­μή λέω του Κώστα: εμείς μπο­ρού­με ακό­μα και κου­βα­λά­με τους νεκρούς συντρό­φους μας, εμάς όμως ποιος θα μας κου­βα­λή­σει; Με θάρ­ρος και φωνή που δεν σήκω­νε αμφι­σβή­τη­ση, ο Κώστας μου απά­ντη­σε: Εμάς δεν θα χρεια­στεί να μας κου­βα­λή­σουν!». Ήθε­λε να πει θα αντέ­ξου­με, δεν θα λυγί­σου­με, θα νική­σου­με τον θάνα­το. Και νίκησαν!

Ο Γιάν­νης Λίπ­πας γεν­νή­θη­κε στον Πει­ραιά το 1907. Παι­δί εργα­τών μπή­κε στη βιο­πά­λη από τα 8 του χρό­νια. «Επάγ­γελ­μα: Σιδη­ρο­χύ­της. Οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση: Δεν έχω απο­λύ­τως τίπο­τα. Γραμ­μα­τι­κές γνώ­σεις: Δεν πήγα σχο­λείο». Όμως, γράμ­μα­τα και πλού­σιες γνώ­σεις απέ­κτη­σε μέσα στις φυλα­κές και στις εξο­ρί­ες. Υπήρ­ξε ιδρυ­τι­κό μέλος του σωμα­τεί­ου σιδη­ρο­χυ­τών Πει­ραιά — Αθή­νας και το 1937 πρό­ε­δρος του σωμα­τεί­ου. Αυτός ο σιδη­ρο­χύ­της, όμως, ήταν ταυ­τό­χρο­να κι ένας αυτο­δί­δα­κτος ζωγρά­φος, που απει­κό­νι­ζε στο χαρ­τί ή σε μικρές καρ­τού­λες τη σκλη­ρή πραγματικότητα.

lippasΤο 1937, με εντο­λή του ΚΚΕ, πηγαί­νει στο Βόλο και λίγο αργό­τε­ρα στον Πει­ραιά. Το 1938 στέλ­νε­ται εξο­ρία στον Αη Στρά­τη. Είναι ένας από τους δρα­πέ­τες του Αη Στρά­τη, το 1943, που σώθη­καν από θάνα­το λόγω πεί­νας. Μετά τη δρα­πέ­τευ­σή του πηγαί­νει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και από εκεί στη Νότια Εύβοια. Το 1948 πάλι στην εξο­ρία, στη Μακρό­νη­σο. Το 1950 ξανά Αη Στρά­τη. Το 1953 απο­λύ­ε­ται και τρία χρό­νια αργό­τε­ρα συλ­λαμ­βά­νε­ται. Δικά­ζε­ται ισό­βια. Απο­φυ­λα­κί­ζε­ται το 1966. Το 1969 κατα­δι­κά­ζε­ται με το Ν. 509 σε ισό­βια. Το 1974, με τη μετα­πο­λί­τευ­ση, απο­λύ­ε­ται. Εζη­σε στις φυλα­κές και στις εξο­ρί­ες 30 χρό­νια. Δρα­πέ­τευ­σε δύο φορές. Παρέ­μει­νε εργά­της στις γραμ­μές του ΚΚΕ μέχρι το τέλος της ζωής του ενώ ακό­μα και μετά τα 90 του χρό­νια έπαιρ­νε μέρος σε όλη τη δια­δρο­μή της Μαρα­θώ­νιας Πορεί­ας ειρή­νης. Έφυ­γε από τη ζωή στα 97 του χρόνια.

Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί δημο­σιεύ­τη­κε στον Ριζο­σπά­στη στις 19 Νοέμ­βρη του 1978, στα πλαί­σια αφιε­ρώ­μα­τος της εφη­με­ρί­δας στα 60χρονα του ΚΚΕ.

Αφη­γεί­ται ο Γιάν­νης Λίππας:

«26 Απρί­λη 1941. Δυο μέρες πριν οι Γερ­μα­νοί φασί­στες απο­βι­βα­στούν στο νησί, οι «Έλλη­νες» δεσμο­φύ­λα­κές μας αρνή­θη­καν να μας αφή­σουν να φύγου­με για να μην πέσου­με  στα χέρια των κατα­χτη­τών. Αντί­θε­τα, πήραν όλα τα μέτρα για να μας παρα­δώ­σουν όλους στα και­νούρ­για αφε­ντι­κά τους, δια­πράτ­το­ντας ένα στυ­γε­ρό έγκλη­μα που ποτέ δεν πρό­κει­ται να ξεχά­σει ο ελλη­νι­κός λαός.

Για να δεί­ξουν την πίστη και την αφο­σί­ω­σή τους στους χιτλε­ρο­φα­σί­στες κατα­χτη­τές, οι «Έλλη­νες» φρου­ροί του στρα­το­πέ­δου πυρο­βό­λη­σαν αναί­τια στο ψαχνό κατά των εξό­ρι­στων κομ­μου­νι­στών και σκό­τω­σαν τους αξέ­χα­στους συντρό­φους μας Παπα­δά­το, Πέπ­πα και Σκυ­τού­δη. Ύστε­ρα από το απο­τρό­παιο αυτό έγκλη­μα οι χωρο­φύ­λα­κες με επι­κε­φα­λής τον ματο­βαμ­μέ­νο φασί­στα Βου­δι­κλά­ρη, που ήταν διοι­κη­τής  χωρο­φυ­λα­κής του Αη Στρά­τη, μας έκλει­σαν  όλους τους εξό­ρι­στους σ’ ένα μεγά­λο θάλα­μο και απα­γό­ρευ­σαν την έξο­δό μας. Μας είπαν ρητά ότι όποιος τολ­μή­σει να βγει έξω θα του­φε­κι­στεί χωρίς καμιά άλλη διαδικασία!

Ο "κεντρικός θάλαμος" στον Αη Στράτη. Εδώ οι πολιτικοί κρατούμενοι έδωσαν μάχη με την πείνα

Ο “κεντρι­κός θάλα­μος” στον Αη Στρά­τη. Εδώ οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι έδω­σαν μάχη με την πείνα

Ο εγκλει­σμός μας έγι­νε για να μη δρα­πε­τεύ­σου­με  και να μας παρα­δώ­σουν στους Γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές! Πραγ­μα­τι­κά ο φασί­στας Βου­δι­κλά­ρης μας παρά­δω­σε όμη­ρους στους χιτλε­ρο­φα­σί­στες. Για το έγκλη­μα αυτό αντί να λογο­δο­τή­σει, το μετα­βαρ­κι­ζια­νό καθε­στώς της Δεξιάς τον τίμη­σε, τον έκα­νε ανώ­τα­το αξιω­μα­τι­κό, τον θεω­ρεί «ήρωα» και μέγα εθνικόφρονα!

Οι χιτλε­ρο­φα­σί­στες κατα­χτη­τές και οι ελλη­νό­φω­νοι συνερ­γά­τες τους έβα­λαν σε εφαρ­μο­γή ένα σατα­νι­κό σχέ­διο για τη φυσι­κή εξό­ντω­ση των κρα­του­μέ­νων. Μας στέ­ρη­σαν κάθε μέσο δια­βί­ω­σης για να πεθά­νου­με από την πεί­να. Πραγ­μα­τι­κά, η πεί­να άρχι­σε να θερί­ζει σε λίγο τον έναν μετά τον άλλο τους συντρό­φους μας. Η κατά­στα­ση ήταν φοβε­ρή. Όλοι είμα­σταν κατά­κοι­τοι από την εξά­ντλη­ση και την απε­ρί­γρα­πτη δοκι­μα­σία. Ήταν μια φοβε­ρή κόλα­ση που δεν τη συνα­ντάς ούτε στις περι­γρα­φές του Δάντη.

Ο χει­μώ­νας του 1941–42 λες και ήθε­λε να ολο­κλη­ρώ­σει το κακό. Παγω­νιά και ατέ­λειω­τες χιο­νο­θύ­ελ­λες σάρω­ναν τα πάντα. Η θάλασ­σα αγκο­μα­χού­σε δαρ­μέ­νη απ’ τους άγριους αγέ­ρες και τις τρι­κυ­μί­ες. Όλοι οι κομ­μου­νι­στές κρα­τού­με­νοι είμα­σταν απο­φα­σι­σμέ­νοι να μην υπο­κύ­ψου­με μέχρι την τελευ­ταία μας πνοή.

Όσοι από τους συντρό­φους μας στέ­κο­νταν ακό­μα στα πόδια, φρό­ντι­ζαν για ολό­κλη­ρη την ομά­δα. Μάζευαν χόρ­τα, που ήταν το μονα­δι­κό μας φαγη­τό, έφερ­ναν λίγα ξύλα για τη φωτιά, περι­ποιού­νταν τους κατά­κοι­τους, θάβα­νε τους νεκρούς.

Θα μου μεί­νει αξέ­χα­στο, ανά­με­σα στα άλλα, κι ένα περι­στα­τι­κό που συνέ­βη­κε τον Γενά­ρη του 1942. Ήταν πρωί. Χιό­νι­ζε και έκα­νε φοβε­ρό κρύο. Δυο μικρές ομά­δες, η μια απο­τε­λού­με­νη από τους συντρό­φους Παπα­δο­μι­χε­λά­κη, Λίπα και Δρο­σό­που­λο και η άλλη από τους συντρό­φους Πουρ­να­ρά και Παπα­δό­που­λο, πήγα­με να μάσου­με χόρ­τα σε δια­φο­ρε­τι­κά μέρη. Δεν κάνα­με διά­κρι­ση, χόρ­το να ήταν και αμέ­σως το μαζεύ­α­με για φαγητό!

Ενώ ψάχνα­με να βρού­με κάτω απ’ το παγε­ρό χιό­νι τα πολυ­πό­θη­τα χόρ­τα, τη μόνη τρο­φή που μας κρα­τού­σε στη ζωή, πέρα­σε από κοντά μας ο αγρο­φύ­λα­κας Γαρυ­φάλ­λου. Πήγε και ειδο­ποί­η­σε αμέ­σως τη χωρο­φυ­λα­κή. Σε λίγο βλέ­που­με να έρχο­νται δυο χωρο­φύ­λα­κες με τα πιστό­λια στα χέρια. όρμη­σαν σαν αφη­νια­σμέ­νοι απά­νω μας, πέτα­ξαν τα χόρ­τα και τα πάτη­σαν με μανία και μας οδή­γη­σαν με σπρω­ξιές και ακα­το­νό­μα­στες βρι­σιές στη χωρο­φυ­λα­κή. Εκεί μας περί­με­νε ο εγκλη­μα­τί­ας Βου­δι­κλά­ρης, ο οποί­ος μόλις με είδε μου είπε σαρκαστικά:

― Ώστε ζεις ακόμη!

― Ναι ζω! του απά­ντη­σα. Είμαι κομ­μου­νι­στής και οι κομ­μου­νι­στές έχουν ακλό­νη­τη πίστη στις ιδέ­ες τους γι’ αυτό και δεν πεθαί­νουν εύκολα!

Έκα­νε έναν απει­λη­τι­κό μορ­φα­σμό και διέ­τα­ξε να μας κλεί­σουν σ’ ένα σκο­τει­νό μπου­ντρού­μι. Εκεί έφε­ραν αργό­τε­ρα και τους συντρό­φους Πουρ­να­ρά και Παπαδόπουλο.

Οι προ­κλή­σεις των «Ελλή­νων» χωρο­φυ­λά­κων ενα­ντί­ον μας ήταν ατέ­λειω­τες. Είχαν περά­σει στη δού­λε­ψη του κατα­χτη­τή και αμεί­βο­νταν γεν­ναιό­δω­ρα για τις υπη­ρε­σί­ες τους. Έτσι, όταν μια μέρα ο χωρο­φύ­λα­κας Ρεγκού­τας συνά­ντη­σε τον κρα­τού­με­νο Σκορ­δού­λη, χωρίς καν να ανταλ­λά­ξουν κου­βέ­ντα, ο χωρο­φύ­λα­κας του λέει:

― Για­τί μ’ έβρι­σες ρε;

Ήταν καθα­ρή προ­βο­κά­τσια. Αμέ­σως τον πήρε και τον πήγε στη χωρο­φυ­λα­κή, μπρο­στά στον Βου­δι­κλά­ρη, ο οποί­ος αφού τον χαστού­κι­σε τον ρώτησε:

― Για­τί ρε έβρι­σες τη χωρο­φυ­λα­κή και τους Γερ­μα­νούς; Θα σε λιώ­σου­με ρε κάθαρ­μα, πάρ’ το χαμπάρι!

Χωρίς ντρο­πή έρι­ξαν κάτω τον σκε­λε­τω­μέ­νο σύντρο­φό μας και άρχι­σαν και οι δυο τους, Βου­δι­κλά­ρης και Ρεγκού­τας, να τον χτυ­πούν με τους υπο­κό­πα­νους. Δεν άντε­ξε ο εξου­θε­νω­μέ­νος απ’ την πεί­να και τις κακου­χί­ες σ. Σκορ­δού­λης. Λιπο­θύ­μη­σε. Άρχι­σαν να τον κατα­βρέ­χουν με νερό κι όταν άνοι­ξε τα μάτια του πρό­τει­ναν να κάνει δήλω­ση υπο­τα­γής στους Γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές. Ο σύντρο­φός μας αρνή­θη­κε περήφανα…

…Πέθα­νε και ο σ. Ζώνος. Αγέ­ρω­χος και πιστός μέχρι την ύστα­τη στιγ­μή. Μας άφη­σε για πάντα και ο αξέ­χα­στος σ. Γρί­βας. Και πόσοι άλλοι ακρι­βοί και αξέ­χα­στοι σύντρο­φοι δεν έσβη­σαν εδώ σ’ αυτό το ξερο­νή­σι, όπου τους παρά­δω­σε σιδη­ρο­δέ­σμιους στους Γερ­μα­νο­φα­σί­στες κατα­χτη­τές το καθε­στώς του δικτά­το­ρα Μετα­ξά προς αιώ­νια δόξα της εθνι­κο­φρο­σύ­νης και των πατριδοκάπηλων.

Σχε­τι­κά θέματα:

«Ούτε σε ξερο­νή­σια, ούτε σε φυλα­κές…» – Προ­σκύ­νη­μα στον Αη Στράτη

Αη Στρά­της, βρά­χος εξο­ρί­ας – σφυ­ρί κι αμό­νι της ταξι­κής πάλης

«Άμα ζήσεις να γρά­ψεις δυο λέξεις για τον Άη Στράτη…»

«Όποιος δεν είναι έτοι­μος να πεθά­νει σήμε­ρα ούτε αύριο θα ’ναι…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο