Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ – ΤΕΧΝΗ – ΗΘΙΚΗ. Μια μαρξιστική προσέγγιση (Πρώτο μέρος)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Τι είναι η αισθητική;

Στο ερώ­τη­μα αυτό έχουν δοθεί στη διάρ­κεια των αιώ­νων και των πολι­τι­σμών πολ­λές και διά­φο­ρες απα­ντή­σεις από φιλό­σο­φους και στο­χα­στές. Σε λεξι­κά δια­βά­ζου­με ότι η αισθη­τι­κή είναι η αντί­λη­ψη για το ωραίο, είναι η επι­στή­μη ή ακό­μα και η φιλο­σο­φία της τέχνης. Τα αισθη­τι­κά αισθή­μα­τα είναι η συγκι­νη­σια­κή κατά­στα­ση που δημιουρ­γεί­ται όταν έχου­με αισθη­τι­κές παρα­στά­σεις από φαι­νό­με­να στην αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή από τα έργα τέχνης. Είναι βίω­μα του ωραί­ου, του υψη­λού, αλλά και του κωμι­κού ή του τρα­γι­κού. Πρό­κει­ται λοι­πόν για μια σχέ­ση πνευ­μα­τι­κή και συγκι­νη­σια­κή μαζί που φέρ­νουν ευχα­ρί­στη­ση στον άνθρωπο.

Τα έργα τέχνης υλο­ποιούν τα αισθη­τι­κά συναι­σθή­μα­τα, τα κάνουν εικό­νες και γι’ αυτό το λόγο τα έργα αυτά είναι τόσο κατάλ­λη­λα για την αισθη­τι­κή καλ­λιέρ­γεια, για την αισθη­τι­κή αγω­γή του ανθρώ­που. Επο­μέ­νως τα έργα τέχνης είναι πηγή έμπνευ­σης για τον άνθρω­πο. Βέβαια, οι δυνα­τό­τη­τες έμπνευ­σης έχουν στε­νή σχέ­ση με την ταξι­κή προ­έ­λευ­ση του κάθε ανθρώ­που, με τη θέση του στην κοι­νω­νία, στην όλη δια­δι­κα­σία της παρα­γω­γής, τη μόρ­φω­ση και την αισθη­τι­κή του καλ­λιέρ­γεια. Επο­μέ­νως, το λεγό­με­νο  «γού­στο» δεν είναι κάτι άσχε­το από τη γενι­κό­τε­ρη καλ­λιέρ­γεια του ανθρώ­που, παρ’ όλο την πολ­λα­πλά δια­δε­δο­μέ­νη άπο­ψη ότι πρό­κει­ται για κάτι το τυχαίο ατομικό.

Η ιδε­α­λι­στι­κή ατα­ξι­κή αισθητική

Η αισθη­τι­κή σαν επι­στή­μη ερευ­νά τις νομο­τέ­λειες της αισθη­τι­κής θεώ­ρη­σης του κόσμου. Εξε­τά­ζει την ουσία, αλλά και τις μορ­φές των έργων τέχνης κι αυτό, μάλι­στα, σύμ­φω­να με τους νόμους του ωραί­ου. Ίσως ακού­γε­ται λίγο περί­ερ­γο. Οι «νόμοι του ωραί­ου;» Δηλα­δή και το ωραίο υπα­κού­ει σε νόμους; Στις καπι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες δεν μας παρου­σιά­ζουν έτσι τα πράγ­μα­τα, ούτε στα σχο­λεία, ούτε στα ευρύ­τε­ρα δημο­σιεύ­μα­τα σχε­τι­κά με το θέμα. Γενι­κά, η αισθη­τι­κή παρου­σιά­ζε­ται σαν κάτι το οποίο υπάρ­χει στον άνθρω­πο αυθόρ­μη­τα, οφεί­λε­ται στην προ­σω­πι­κή του κλί­ση να συλ­λαμ­βά­νει αισθη­τι­κά μηνύ­μα­τα. Η αντί­λη­ψη αυτή θέλει να μας πεί­σει για άλλη μια φορά, ότι η ικα­νό­τη­τα αισθη­τι­κής συγκί­νη­σης φωλιά­ζει στη φύση του ανθρώ­που. Μ’ άλλα λόγια, από τη φύση των πραγ­μά­των άλλοι είναι πιο κοντά στα ζώα, άλλοι είναι πιο εκλε­πτυ­σμέ­νοι, πιο ανε­βα­σμέ­νοι. Ανά­με­σα στους τελευ­ταί­ους ξεχω­ρί­ζει πάλι ο καλ­λι­τέ­χνης που δεν μοι­ρά­ζε­ται τις ευθύ­νες του κοι­νω­νι­κού γίγνε­σθαι και που σύμ­φω­να με τις αστι­κές αντι­λή­ψεις δημιουρ­γεί «από το μηδέν», από μια –θεία και μη – έμπνευ­ση ανε­ξάρ­τη­τος από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Του­λά­χι­στον αυτή η ιδέα καλ­λιερ­γεί­ται πότε εντο­νό­τε­ρα, πότε ασθε­νέ­στε­ρα, πάντως σε διά­φο­ρες παραλ­λα­γές και δια­βαθ­μί­σεις. Η εικό­να του καλ­λι­τέ­χνη που έχει καλ­λιερ­γη­θεί κατ’ εξο­χήν στον ανα­πτυγ­μέ­νο (καπι­τα­λι­στι­κό) κόσμο είναι η εικό­να του ανθρώ­που πάνω και έξω από τον κόσμο, αρκε­τά απο­ξε­νω­μέ­νου από την (χυδαία) πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύρω του. Οι κοι­νω­νι­κές και ψυχο­λο­γι­κές κατα­στά­σεις και δια­θέ­σεις δεν θεω­ρού­νται γέν­νη­μα συγκε­κρι­μέ­νων κοι­νω­νι­κών και οικο­νο­μι­κών συν­θη­κών, αλλά πηγά­ζουν γενι­κά και αόρι­στα από τη φύση του ανθρώ­που. Σύμ­φω­να με αυτές τις αντι­λή­ψεις, ο καλ­λι­τέ­χνης αισθά­νε­ται ένας μονα­χι­κός, ξεχω­ρι­στός στην ανω­τε­ρό­τη­τά του απέ­να­ντι στη χυδαία καθη­με­ρι­νό­τη­τα της κοι­νω­νί­ας και των κατώ­τε­ρων πλα­σμά­των που την κατοι­κούν δημιουρ­γώ­ντας ολο­μό­να­χος «το ωραίο» σε αντι­πα­ρά­θε­ση με την πεζή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυτό το όμορ­φο που δημιουρ­γεί απευ­θύ­νε­ται σε κάποιες λίγες εκλε­κτές ψυχές με ξεχω­ρι­στή ευαι­σθη­σία, εκλε­πτυ­σμέ­νοι δέκτες του από­λυ­του ωραί­ου, ανε­βα­σμέ­νοι πάνω από τον όχλο που είναι πολύ χοντρο­κομ­μέ­νος για να συλ­λά­βει ανώ­τε­ρα αισθη­τι­κά μηνύ­μα­τα. Ο δια­χω­ρι­σμός αυτός σε μάζα και ελίτ είναι πιο επε­ξερ­γα­σμέ­νη στις ανα­πτυγ­μέ­νες καπι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες, προ­σπα­θώ­ντας να αντι­κα­τα­στή­σει τον ταξι­κό δια­χω­ρι­σμό και να τον κάνει πιο ανώ­δυ­νο. Η τέχνη αυτο­νο­μεί­ται κατά κάποιο τρό­πο, ανορ­θο­λο­γι­κο­ποιεί­ται σαν αντί­δρα­ση του ορθο­λο­γι­σμού μιας «τεχνο­κρα­τι­κής» κοι­νω­νί­ας. Η αντί­λη­ψη αυτή έχει προ­χω­ρή­σει τα τελευ­ταία χρό­νια και στην Ελλά­δα όπου ήταν πολύ πιο περιο­ρι­σμέ­νη κι αυτό οφεί­λε­ται στην ύπαρ­ξη ενός ισχυ­ρού λαϊ­κού προ­ο­δευ­τι­κού κινή­μα­τος, σε μια ισχυ­ρή κλη­ρο­νο­μιά από το ΕΑΜ, καθώς και σε μια εν μέρει ξενό­φερ­τη και ετε­ρό­φω­τη αστι­κή τάξη που δεν μπο­ρού­σε να ήταν ο φορέ­ας ενός δικού της πολι­τι­σμού όπως η αστι­κή τάξη στις μητρο­πό­λεις του καπι­τα­λι­σμού, την οποία αντέ­γρα­φε. Ωστό­σο, οι προ­σπά­θειες αστι­κο­ποί­η­σης της κουλ­τού­ρας, των αντι­λή­ψε­ων γύρω από την τέχνη και την αισθη­τι­κή, οι προ­σπά­θειες ενός αστι­κού «εκπο­λι­τι­σμού» από μια ετε­ρό­φω­τη αστι­κή τάξη, άφη­σαν τα σημά­δια τους και ενι­σχύ­θη­καν από το ανή­κειν σε μια Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση («ανή­κου­με στη Δύση!») που μέσα από μια μονο­πω­λιο­ποί­η­ση της τέχνης προ­σπα­θεί να ομο­γε­νειο­ποι­ή­σει «τα προ­ϊ­ό­ντα» της τέχνης.

Πότε εμφα­νί­στη­κε η αισθητική;

Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στην αρχαία Ανα­το­λή, αλλά ανα­πτύ­χθη­κε σε μεγά­λο και επι­στη­μο­νι­κό βαθ­μό στην ελλη­νι­κή Αρχαιό­τη­τα. Στον Μεσαί­ω­να επι­κρά­τη­σε η ιδέα του «θεί­ου κάλ­λους», ενώ στην Ανα­γέν­νη­ση βλέ­που­με μια ανά­πτυ­ξη των ουμα­νι­στι­κών, ρεα­λι­στι­κών τάσε­ων όχι άσχε­τη από τις νέες δυνά­μεις στην εξου­σία. Στη Γερ­μα­νία αργό­τε­ρα οι ποι­η­τές-στο­χα­στές Σίλ­λερ (1759–1805) και  Γκαί­τε (1749–1832) ξεκα­θά­ρι­σαν με την αντι­δρα­στι­κή, αρι­στο­κρα­τι­κή αισθη­τι­κή υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι τέχνη και κοι­νω­νι­κή ζωή έχουν στε­νή σχέ­ση μετα­ξύ τους. Η κλα­σι­κή γερ­μα­νι­κή φιλο­σο­φία έπαι­ξε μεγά­λο ρόλο στην ανά­πτυ­ξη της αισθη­τι­κής σαν επι­στή­μη. Έτσι ο φιλό­σο­φος Χέγκελ (1770–1831) έφε­ρε τον ιστο­ρι­σμό στη μελέ­τη της τέχνης, τη δια­λε­κτι­κή ανά­λυ­ση των μορ­φών και των κατη­γο­ριών της, καθώς και την αντί­λη­ψη ότι η σχέ­ση ανά­με­σα στη ζωή και την τέχνη είναι ουσια­στι­κή. Ωστό­σο, η αισθη­τι­κή των κλα­σι­κών Γερ­μα­νών παρέ­μει­νε βασι­κά ιδε­α­λι­στι­κή. Δηλα­δή, το καθο­ρι­στι­κό στοι­χείο παρέ­μει­νε το πνεύ­μα και δεύ­τε­ρο ερχό­ταν η αντι­κει­με­νι­κή, υλι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Επο­μέ­νως και τα αισθη­τι­κά φαι­νό­με­να θεω­ρού­νταν καρ­πός  του πνεύ­μα­τος. Επο­μέ­νως και στην αισθη­τι­κή βρί­σκου­με την πανάρ­χαια δια­πά­λη του υλι­σμού  με τον ιδε­α­λι­σμό. Δηλα­δή, δια­πά­λη για το ποιο είναι το πρω­ταρ­χι­κό, η υλι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ή το πνεύ­μα, η συνεί­δη­ση; Που σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση είναι έκφρα­ση της πάλης των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων, όπως θα δού­με παρα­κά­τω. Κάποια παρα­δείγ­μα­τα στο πέρα­σμα των χρό­νων: ο Πλά­τω­νας (428/27 ή 424/23 – 384/47 πΧ) θεω­ρού­σε το ωραίο μια από­λυ­τη, αιώ­νια, υπε­ραι­σθη­τή ιδέα, στο Μεσαί­ω­να θεω­ρού­σαν το Θεό πηγή του κάθε ωραί­ου, το ωραίο ήταν η ενσάρ­κω­ση του θεού, ενώ ο Γερ­μα­νός φιλό­σο­φος Καντ (1724–1804) θεω­ρού­σε την αισθη­τι­κή κρί­ση «ανι­διο­τε­λή».

Όλες αυτές οι από­ψεις συγκλί­νουν σε μία: η αισθη­τι­κή είναι αφη­ρη­μέ­νη, δεν συν­δέ­ε­ται με συγκε­κρι­μέ­νες κατα­στά­σεις. Αυτή η στά­ση οδή­γη­σε σε αντι­νο­μί­ες που στην ουσία δεν είναι αντι­νο­μί­ες. Αντι­πα­ρα­τί­θε­ται το ωραίο με το ωφέ­λι­μο, τη μορ­φή με το περιε­χό­με­νο. Δηλα­δή τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα μιας  αισθη­τι­κής που έχει χωρί­σει τη μορ­φή από το περιε­χό­με­νο, τη φορ­μα­λι­στι­κή αισθητική.

Συνε­χί­ζε­ται.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο