Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ανέκδοτα και αθησαύριστα χρονογραφήματα του Αγώνα από το αρχείο του Γ. Κοτζιούλα ― 1. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Φωτο­γρα­φία: Κώστας Μπαλάφας

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας υπήρ­ξε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους και πολυ­γρα­φό­τε­ρους Έλλη­νες συγ­γρα­φείς. Ασχο­λή­θη­κε με επι­τυ­χία με όλα τα είδη της λογο­τε­χνί­ας, αν και στο ευρύ κοι­νό είναι, ακό­μα, περισ­σό­τε­ρο γνω­στός ως ποι­η­τής. Στο μεγά­λο σε όγκο και αξία έργο του περι­λαμ­βά­νο­νται και κεί­με­νά του (χρο­νο­γρα­φή­μα­τα, επι­φυλ­λί­δες, κρι­τι­κές κ.α.) που δημο­σιεύ­τη­καν σε έναν μεγά­λο –επί­σης- αριθ­μό εντύ­πων που κυκλο­φο­ρού­σαν σε διά­φο­ρες περιο­χές της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας, άλλο­τε με την υπο­γρα­φή του και άλλο­τε με ψευ­δώ­νυ­μο που, συχνά και αυτό, από έντυ­πο σε έντυ­πο, ήταν διαφορετικό.

Τα κεί­με­να που από σήμε­ρα θα δημο­σιεύ­ου­με στο ΑΤΕΧΝΩΣ, κάτω από τον γενι­κό τίτλο «Ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα» γρά­φτη­καν την περί­ο­δο της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και μετά την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας μετα­φέ­ρει στο χαρ­τί εικό­νες μιας σκλη­ρής επο­χής, περι­γρά­φει στιγ­μές ηρω­ι­σμού, αλλά και σκη­νές τρα­γι­κές, από αυτές που ακο­λού­θη­σαν την παρά­δο­ση των τιμη­μέ­νων όπλων του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος συμ­με­τεί­χε στην Αντί­στα­ση ενά­ντια στους ιτα­λούς-γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές, βγή­κε στο βου­νό και έμει­νε για πολύ και­ρό δίπλα στον πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, ενώ ήταν ο δημιουρ­γός και η «ψυχή» της Λαϊ­κής Σκη­νής (θέα­τρο στα βου­νά) της 8ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ.

Τα ανέκ­δο­τα και αθη­σαύ­ρι­στα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα του Αγώ­να, από το αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα, μας παρα­χώ­ρη­σε ευγε­νι­κά ο γιος του Κώστας Κοτζιού­λας, που έχει και την επι­μέ­λεια του αρχεί­ου. Το κεί­με­νο με το οποίο ξεκι­νά η σει­ρά έχει τίτλο ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ και δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Αλλη­λεγ­γύη Λάρι­σας (αρ. φ. 36), στις 9 Δεκέμ­βρη του 1945.

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Φωτο­γρα­φία: Κώστας Μπαλάφας

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΕΙΝΟΥΝ

Τις προ­άλ­λες είχα βγει στην Τσα­ρί­τσα­νη, το καμ­μέ­νο χωριό με τους φιλό­ξε­νους ανθρώ­πους που τόσοι δεσμοί μ’ ενώ­νουν μαζί τους. Εκεί που μιλού­σα με τους γνω­στούς μου, ανά­με­σα στ’ άλλα τους ρώτη­σα και για τα παιδιά.
― Παίρ­νουν συσ­σί­τιο ακόμα;
― Όχι, το κόψαν.
Από­ρε­σα γι’ αυτό. Ήμουν συνη­θι­σμέ­νος να τα βλέ­πω απ’ την περα­σμέ­νη άνοι­ξη να περ­νού­νε τους δρό­μους ξυπό­λη­τα, κακο­ντυ­μέ­να, χαρού­με­να όμως, για­τί βαστού­σαν στα χέρια τους από ένα κατσα­ρό­λι ή πιά­το ή κου­τί με το λιγο­στό τους φαγά­κι, που τους έφτα­νε μολα­ταύ­τα όσο για να μην πει­νούν. Είχαν όρε­ξη κιό­λας και τραγουδούσαν.
Αλλά οι μεγά­λοι, οι κακοί άνθρω­ποι που ζηλεύ­ουν τη χαρά των παι­διών, θέλη­σαν να τα τιμω­ρή­σουν γι’ αυτό και τους έκο­ψαν τα τρα­γού­δια. Απα­γο­ρεύ­τη­καν τα «επα­να­στα­τι­κά άσμα­τα» για να μη θυμί­ζουν τίπο­τε απ’ τον ένδο­ξό μας αγώ­να. Οι μικροί ωστό­σο δεν τα ξεχά­σαν. Τα λεν κρυ­φά, μονα­χοί τους όπως οι πρό­γο­νοί μας του κρυ­φού σκολιού.
Φαγί όμως εξα­κο­λου­θού­σαν να τους δίνουν όσο ήμουν έξω εγώ.
― Και για­τί τα κόψαν; ρώτη­σα τώρα.
― Δεν κατα­λα­βαί­νεις, συνα­γω­νι­στή; Να, είμα­στε κόκ­κι­νοι λέει.
Δεν θέλη­σα να το πιστέ­ψω. Μου φάνη­κε τερα­τω­δία. Γι’ αυτό πολε­μού­σα­με τόσα χρό­νια, για να μας ελέγ­χουν τώρα τη συνεί­δη­σή μας; Με ποιο δικαί­ω­μα το κάνουν αυτό; Επι­τέ­λους είναι προ­τι­μό­τε­ρο, κατά τη γνώ­μη μου, νάναι κανείς κόκ­κι­νος παρά μαύρος!
Μα το να κατα­δι­κά­ζουν τα παι­διά σε ασι­τία επει­δή οι πατε­ρά­δες ή οι μανά­δες τους έχουν ένα φρό­νη­μα που δεν αρέ­σει σ’ αυτούς τους κυρί­ους, τού­το του φαί­νε­ται καθα­ρή απαν­θρω­πιά. Μονά­χα φασί­στες θα μπο­ρού­σαν να το κάνουν.
Αλλά στη χώρα μας, όπου δεν ξερι­ζώ­θη­κε ο φασι­σμός, υπάρ­χουν αρκε­τοί οπα­δοί του. Αυτοί δε διστά­ζουν μπρο­στά σε τίπο­τε προ­κει­μέ­νου να ικα­νο­ποι­ή­σουν τα ταπει­νά ένστι­χτά τους, τη λύσ­σα τους κατά του λαού. Είναι οι ίδιοι που σέρ­νουν τους τίμιους δασκά­λους σε απο­λο­γία, για να κλεί­σουν ολό­τε­λα τα σχο­λεία. Είναι οι ίδιοι που δηλη­τη­ριά­ζουν τα παι­διά μας πνευ­μα­τι­κά δια­τη­ρώ­ντας τα βιβλία της 4ης Αυγού­στου. Είναι οι ίδιοι που αφού τους στε­ρή­σαν ή τους νοθέ­ψαν τη μόρ­φω­ση, τους κόβουν τώρα και το ψωμί.
Η ευθύ­νη των ανθρώ­πων αυτών είναι μεγά­λη. Τα παι­διά είναι τα βλα­στά­ρια της φυλής μας, χρειά­ζο­νται περι­ποί­η­ση, στορ­γή. Εγκλη­μα­τού­με κατά του έθνους όταν δε φρο­ντί­ζου­με για τις νέες υπάρ­ξεις. Και η κατά­ρα, η κατα­δί­κη τους θα πέσει μεθαύ­ριο απά­νω στους ενό­χους βαρειά.

Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ

Ακό­μα και σήμε­ρα, μισό σχε­δόν αιώ­να μετά το θάνα­τό του, το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του σημα­ντι­κού και πολυ­διά­στα­του έργου του Γ. Κοτζιού­λα παρα­μέ­νει ανέκ­δο­το. Αξί­ζει όμως να σημειω­θεί ότι τα τελευ­ταία χρό­νια, με την ακά­μα­τη προ­σπά­θεια και συμ­βο­λή της οικο­γέ­νειας του γιου του Κώστα, επα­να­κυ­κλο­φο­ρούν παλαιό­τε­ρα έργα, άλλα βλέ­πουν το φως της δημο­σιό­τη­τας για πρώ­τη φορά, ενώ στα σχέ­δια βρί­σκο­νται νέες εκδό­σεις. Έτσι, αξιο­ποιεί­ται με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο το πλού­σιο αρχείο του Γ. Κοτζιού­λα: το έργο του δημιουρ­γού φτά­νει στο λαό, απ’ τον οποίο προ­έρ­χε­ται και για τον οποίο αγω­νί­στη­κε ο Γιώρ­γος Κοτζιούλας.

Εργο­βιο­γρα­φία του Γιώρ­γου Κοτζιούλα

kotzioulas31Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας γεν­νή­θη­κε στις 23 Απρί­λη 1909 στην Πλα­τα­νού­σα των Τζου­μέρ­κων. Ήταν ο πρω­τό­το­κος γιος της οικο­γέ­νειας του Κώστα και της Ευαγ­γε­λί­ας, που είχε άλλο ένα γιο και δυο κόρες. Ο πατέ­ρας του τον ώθη­σε στα γράμ­μα­τα. Έτσι, μετά το δημο­τι­κό, τον έστει­λε στο σχο­λαρ­χείο, στο κοντι­νό Καλέν­τζι, Ιωαν­νί­νων (1920–22) κι ύστε­ρα στο γυμνά­σιο, στην Άρτα, μέχρι το 1926, οπό­τε έρχε­ται για εργα­σία και σπου­δές στην Αθή­να. Εγγρά­φε­ται το 1927 στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή, παίρ­νο­ντας αργό­τε­ρα το πτυ­χίο. Εργά­ζε­ται  σε περιο­δι­κά κι εφη­με­ρί­δες ως μετα­φρα­στής, διορ­θω­τής και γρά­φει ποι­ή­μα­τα, πεζά, επι­φυλ­λί­δες, κρι­τι­κές κ.α. Το 1931 τυπώ­νει στην Αθή­να την πρώ­τη του μελέ­τη: «Ο Στρα­τής Μυρι­βή­λης κ’  η πολε­μι­κή  λογο­τε­χνία» και το 1932 την πρώ­τη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή: «Εφή­με­ρα». Μένει σε υγρές και κρύ­ες παρά­γκες με κακή δια­τρο­φή και η υγεία του κλο­νί­ζε­ται. Το 1932–33 επι­στρέ­φει στο χωριό του για να συνέλ­θει και συγκε­ντρώ­νει πλού­σιο λαο­γρα­φι­κό υλι­κό. Επι­στρέ­φει στην Αθή­να, όπου συνε­χί­ζει τις συνερ­γα­σί­ες του με περιο­δι­κά. Δημο­σιεύ­ει διη­γή­μα­τα, κρι­τι­κές ποι­ή­μα­τα, άρθρα και μελέ­τες, μετα­φρά­ζει ξένα δοκί­μια, τα μυθι­στο­ρή­μα­τα «Μανόν Λεσκώ» και «Η κυρία με τας καμε­λί­ας» (με το ψευ­δώ­νυ­μο Γ. Ανέ­μης), Οικο­γέ­νεια-Μπου­κέ­το, 1935, καθώς και  Επι­γράμ­μα­τα  από την Παλα­τι­νή Ανθο­λο­γία, το 1ο βιβλίο του Θου­κυ­δί­δη, από το  5ο και  όλο το 8ο  του Ηρο­δό­του, τον «Αλκι­βιά­δη» του Πλου­τάρ­χου, την «Βιο­γρα­φία του Μπέρ­ναρ Σω», του Χάρ­ρις, τους «Κιβδη­λο­ποιούς» του Ζιντ  και  τη συνέ­χεια της μετά­φρα­σης του έργου «Στα Καπνο­τό­πια» του Κόλ­ντ­γου­ελ. Υπη­ρε­τεί το στρα­τιω­τι­κό του. Η κακή δια­βί­ω­ση και η σκλη­ρή εργα­σία θα τον οδη­γή­σουν στη φυμα­τί­ω­ση. Θα βρε­θεί σε σανα­τό­ρια και εξο­χές της Αττι­κής για να αναρ­ρώ­σει. Το 1938–39 εκδί­δει τρεις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και μία με πεζά: «Σιγα­νή φωτιά», «Δεύ­τε­ρη Ζωή», «Γρί­φος» και «Το κακό συνα­πά­ντη­μα και άλλα διη­γή­μα­τα», αντί­στοι­χα. Παράλ­λη­λα εκδί­δε­ται στις εκδό­σεις Ζαχα­ρό­που­λου η μετά­φρα­σή του με σχό­λια στην «Αθη­ναί­ων Πολι­τεία» του Αρι­στο­τέ­λη, ενώ παρα­δί­δει για έκδο­ση και τα «Αισώ­που Μύθοι», «Πύρ­ρος-Μάριος», «Αλκι­βιά­δης-Κοριο­λα­νός» στις ίδιες εκδό­σεις. Κατο­χή στην Αθή­να. Το φθι­νό­πω­ρο του ’41 επι­στρέ­φει στο χωριό του. Μετα­φρά­ζει Αρχαί­ους και Λατί­νους κλα­σι­κούς. Κρα­τά  ημε­ρο­λό­για ( 1941- 1948). Το 1943 εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Ανα­λαμ­βά­νει την καλ­λι­τε­χνι­κή διεύ­θυν­ση της 8ης Μεραρ­χί­ας, ιδρύ­ει τη «Λαϊ­κή Σκη­νή» και γρά­φει θεα­τρι­κά έργα  για την ψυχα­γω­γία των ανταρ­τών και των χωρι­κών. Ακο­λου­θεί  τον Άρη Βελου­χιώ­τη. Γρά­φει ποι­ή­μα­τα και χρο­νι­κά. Το 1945 στη Λάρι­σα  τυπώ­νει το πεζό «Θεσ­σα­λι­κό παζά­ρι», ενώ το 1946 στην Αθή­να εκδί­δει τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: «Τρία ποι­ή­μα­τα προ­πο­λε­μι­κά», «Ο Άρης» και «Οι πρώ­τοι του Αγώ­να». Το 1948 συλ­λαμ­βά­νε­ται. Νέες δυσκο­λί­ες και βιο­τι­κά προ­βλή­μα­τα. Το 1950 παντρεύ­ε­ται την Ευμορ­φία Κηπου­ρού και εκδί­δει το δοκί­μιο «Πού τρα­βά­ει η ποί­η­ση;». Το 1951 γεν­νιέ­ται ο γιος τους, ενώ το  1952 και 1954 εκδί­δο­νται οι ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές: «Φυγή στη Φύση» και «Ηπει­ρώ­τι­κα» και δημο­σιεύ­ει  τις μετα­φρά­σεις του 1ου βιβλί­ου του Φιν­λαν­δι­κού έπους «Καλε­βά­λα», στην Ηπει­ρω­τι­κή Εστία και τη Λογο­τε­χνι­κή Γωνιά (1955) και των έργων: «Οι Άθλιοι», «Η Πανα­γία των Παρι­σί­ων», «Μαρία Στιού­αρτ», «Μεγά­λες Προσ­δο­κί­ες», «Μπεν Χουρ», «Οι τρεις σωμα­το­φύ­λα­κες», «Μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία του Σαρ­λώ», «Οι γυναί­κες στον έρω­τα», «Τα Πανε­πι­στή­μιά μου», «Η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά», «Ζαν Κερ­μόρ», «Το παι­δί του ελέ­φα­ντα».  Όμως η υγεία του έχει κλο­νι­σθεί. Πεθαί­νει από κρί­ση δια­βή­τη και καρ­δια­κή προ­σβο­λή στις 29 Αυγού­στου 1956.

Μετά το θάνα­τό του θα εκδο­θούν: «Άπα­ντα», τόμος 1ος  1956, ποί­η­ση, τόμος 2ος 1957, πεζά, τόμος 3ος 1959, ποί­η­ση από τις εκδό­σεις Δίφρος,  β΄ έκδο­ση το 2013, «Όταν ήμουν με τον Άρη», 1965, και «Θέα­τρο στα βου­νά», 1976, από τις εκδό­σεις Θεμέ­λιο και η β΄ έκδο­ση από τις εκδό­σεις Δρό­μων, 2014, «Ανέκ­δο­τα Γράμ­μα­τα», 1980, (με τον Ε.Χ. Γονα­τά) από τις εκδό­σεις Κεί­με­να, «Μνή­μη Γιώρ­γου Κοτζιού­λα και ανέκ­δο­τα κεί­με­νά του», 1981, από τη Θεσ­σα­λι­κή Εστία, (παρου­σί­α­ση και επι­μέ­λεια Μιχά­λη Στα­φυ­λά), «Μαρ­τυ­ρί­ες του Γιώρ­γου Κοτζιού­λα από την περί­ο­δο του εμφυ­λί­ου», από τις εκδό­σεις Δωδώ­νη, 1993 ( παρου­σί­α­ση και επι­μέ­λεια Νίκου Κοσμά), «Αγα­πη­τέ Κοτζιού­λα», 1994, (επι­λο­γή αλλη­λο­γρα­φί­ας με λογο­τέ­χνες, επι­μέ­λεια Ν. Μπάλ­τα) από τις εκδό­σεις Οδυσ­σέ­ας και «Αγα­πη­τέ Στρα­τή…» (αλλη­λο­γρα­φία  του Κοτζιού­λα κ.α. με το Μυρι­βή­λη, επι­μέ­λεια Νίκης Λυκούρ­γου) 2013, από τις εκδό­σεις Εστία. Το 2014 εκδί­δο­νται το «Πικρή Ζωή και άλλα πεζο­γρα­φή­μα­τα», με εξώ­φυλ­λο του Α. Φασια­νού, εκδό­σεις Νηρέ­ας και το «Γ. Κοτζιού­λας: Ποι­ή­μα­τα, με χαρα­κτι­κά του Αλέ­κου Φασια­νού», εκδό­σεις Μίμνερ­μος. Το 2015 εκδί­δε­ται από τις εκδό­σεις Οδυσ­σέας το «Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας μετα­φρά­ζει και σχο­λιά­ζει Αρχαί­ους Έλλη­νες ποι­η­τές», ενώ εκδί­δε­ται και η πλή­ρης έκδο­ση του «Όταν ήμουν με τον Άρη», καθώς και το “Αφιέ­ρω­μα στο Γιώρ­γο Κοτζιού­λα”, εκδό­σεις Δρό­μων. Πολ­λά από τα έργα του έχουν μετα­φρα­στεί και εκδο­θεί στα Αγγλι­κά, στα Γαλ­λι­κά, στα Ρωσι­κά, στα Γερ­μα­νι­κά, στα Πολω­νι­κά, στα Ουγγρικά.

Για την ευγε­νι­κή παρα­χώ­ρη­ση του κει­μέ­νου και της εργο­βιο­γρα­φί­ας ευχα­ρι­στού­με θερ­μά τον Κώστα Κοτζιούλα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο