Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντρέας Κολλιαράκης: «Οι εποχές της βίας»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Σήμε­ρα στο Ατέ­χνως παρου­σιά­ζου­με τον Αντρέα Κολ­λια­ρά­κη, ένα νέο ποι­η­τή με έντο­νες υπαρ­ξια­κές, κοι­νω­νι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές ανη­συ­χί­ες κι ένα άνθρω­πο που ανα­ζη­τά την ομορ­φιά μέσα στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Δημιουρ­γός με βαθύ ερευ­νη­τι­κό πνεύ­μα και με αγά­πη στον άνθρω­πο προ­σπα­θεί μέσα από διά­φο­ρες καλ­λι­τε­χνι­κές ανα­ζη­τή­σεις να εκφρά­σει την επο­χή μας σε συνάρ­τη­ση με τον εαυ­τό του και το κοι­νω­νι­κό περιβάλλον.

Γεν­νή­θη­κε το 1982 στην Αθή­να και μένει στη Βού­λα. Σπού­δα­σε Τεχνι­κός Συντή­ρη­σης Έργων Ζωγρα­φι­κής αλλά και Koliarakis2Δημο­σιο­γρα­φία. Αρθρο­γρά­φος από το 2000 στο περιο­δι­κό ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ (ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ & ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΩΝ) και σε έντυ­πα οικο­λο­γι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος. Συνερ­γά­της των εκδό­σε­ων ΣΠΑΝΟΣ και του παλαιο­βι­βλιο­πω­λεί­ου ΣΠΑΝΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΠΑΝΟΣ. Συνερ­γά­της σε δημο­πρα­σί­ες παλαιών και σπα­νί­ων βιβλί­ων, χαρα­κτι­κών και χει­ρο­γρά­φων και επι­με­λή­θη­κε τους κατα­λό­γους της 27ης Γιορ­τής Βιβλί­ου (ΣΕΒΑ). Επί­σης, είχε την επι­μέ­λεια και την επί­βλε­ψη της έκθε­σης «ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΩΝ 1929–2004». Μέλος της Φιλαρ­μο­νι­κής Μπά­ντας του Δήμου Βού­λας, παί­ζο­ντας τού­μπα, με συμ­με­το­χή και στο Πανελ­λή­νιο Φεστι­βάλ Φιλαρ­μο­νι­κών. Εργα­ζό­με­νος στο χώρο του βιβλί­ου από διά­φο­ρες θέσεις, μέχρι το 2011. Ερα­σι­τέ­χνης στιχουργός.

Καθα­ρά σεντόνια

   Τα “Καθα­ρά Σεντό­νια” απο­τε­λούν την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, η οποία εκδό­θη­κε ιδιω­τι­κά λίγο πριν το τέλος του 2014 με τη συν­δρο­μή και τη βοή­θεια φίλων του. Είναι ένα λιτό βιβλίο. Αλλά μόνο στη μορ­φή (15 ποι­ή­μα­τα κι ολι­γο­σέ­λι­δο) κι όχι στο περιε­χό­με­νο. Η υπαρ­ξια­κή αγω­νία του ποι­η­τή, η μελαγ­χο­λία του ως απο­τέ­λε­σμα μιας δύσκο­λης έως και βίαι­ης καθη­με­ρι­νό­τη­τας, έχουν τον πρώ­το λόγο στο συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο και στην ποί­η­ση του. Δεν λεί­πουν ποι­ή­μα­τα που εκφρά­ζουν το βαθύ ιδε­ο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο του δημιουρ­γού, τις κοι­νω­νι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές ανη­συ­χί­ες του. Με μια πρώ­τη ματιά στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής αλλά και σε αυτά που δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα, ο ανα­γνώ­στης ίσως να συμπε­ρά­νει ότι έχου­με να κάνου­με με ένα κλει­στό άνθρω­πο που τον οδη­γεί μόνο η προ­σω­πι­κή του αγω­νία. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ποί­η­ση του Αντρέα Κολ­λια­ρά­κη κι ιδιαί­τε­ρα τα ποι­ή­μα­τα μικρού σχή­μα­τος, απο­τε­λούν μικρές βόμ­βες οργής αλλά και μπα­λό­νια δημιουρ­γί­ας και χαράς. Πίσω από κάθε λέξη και στί­χο κρύ­βε­ται και εμφα­νί­ζε­ται μια φωτιά ικα­νή να κάψει τα σκου­πί­δια της κοι­νω­νι­κής αναλ­γη­σί­ας, μια πνοή ικα­νή να σαρώ­σει όλες τις κοι­νω­νι­κές αβεβαιότητες.

Koliarakis1Ο έρω­τας έχει βασι­κό ρόλο στην ποί­η­ση του, επί­σης. Ο έρω­τας και κυρί­ως η ερω­τι­κή μονα­ξιά και απου­σία. Απέ­να­ντι σε αυτό το βαθύ κοι­νω­νι­κό πρό­βλη­μα ο ποι­η­τής διεκ­δι­κεί να αγα­πή­σει ξανά και να τον αγα­πή­σουν, καί­γε­ται από τη φλό­γα της πλη­γής, φλερ­τά­ρει με κρί­σεις πανι­κού, θυσιά­ζε­ται (κομ­μά­τια­σε με να μπο­ρώ να αγα­πάω) και έρχε­ται ξανά μπρο­στά μας για να επι­κοι­νω­νή­σει μαζί και για να μας χαρί­σει τις ιστο­ρί­ες του σε καθα­ρά σεντό­νια, δηλα­δή με το βιβλίο της ψυχής του ανοι­χτό, αγνό, χωρίς να στα­μα­τά μπρο­στά σε εμπό­δια και σε προκαταλήψεις.

Σε ερώ­τη­ση που του έκα­νε το Ατέ­χνως σχε­τι­κά με την ποί­η­ση του αλλά και για τον ρόλο της ποί­η­σης σήμε­ρα δήλω­σε ότι:

«Προ­σω­πι­κά, τα ποι­ή­μα­τα και τους στί­χους μου, τα περι­γρά­φω σαν “ημε­ρο­λό­γιο συναι­σθη­μά­των”. Ο ρόλος της ποί­η­σης σε κάθε επο­χή, είναι μέσα από λίγες λέξεις να κατα­φέ­ρει εκφρά­σει όλα εκεί­να τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της επο­χής στην οποία ανα­φέ­ρε­ται και να κοι­τά­ξει λίγο πιο βαθιά και πιο μακριά από αυτήν. Πάντα μέσα από την υπο­κει­με­νι­κή άπο­ψη του ποι­η­τή, φτά­νει από μια από­λυ­τα μονα­χι­κή μορ­φή τέχνης, να αγκα­λιά­σει μικρές ή μεγά­λες κοι­νω­νι­κές, ερω­τι­κές και πολι­τι­κές ανα­φο­ρές. Σήμε­ρα, σε μια επο­χή ρευ­στή διε­θνώς, κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά, η ποί­η­ση και οι ποι­η­τές, προ­σπα­θούν να βρουν τη χαμέ­νη εικό­να του τώρα. Η ποί­η­ση είναι από τη φύση της επα­να­στα­τι­κή τέχνη. Το να χωράς σε δυο λέξεις έννοιες υπερ­βα­τι­κές, το να χει­ρί­ζε­σαι κάθε γνω­στή και άγνω­στη λέξη, χωρίς να την κου­ρά­ζεις και να την υπο­τι­μάς, είναι πρά­ξη καθα­ρά επα­να­στα­τι­κή».

Ακο­λου­θεί μία σει­ρά τεσ­σά­ρων αδη­μο­σί­ευ­των ποι­η­μά­των του καθώς κι ένα από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Καθα­ρά Σεντόνια”.

 

Ποι­ή­μα­τα

προ­σευ­χή

μεθώ απ’ το άρω­μα μιας ύπο­πτης σιγής
δίπλα στη θάλασ­σα κι από­ψε ξενυχτάω
ακό­μη καί­γο­μαι απ’ τη φλό­γα της πληγής
κομ­μά­τια­σε με να μπο­ρώ να αγαπάω
λόγια ανεί­πω­τα ξερ­νά ο ουρανός
κι οι ακρο­βά­τες οδη­γούν τα βήμα­τα μας
σε τόπους άυλους που κυβερ­νά το φως
ζεσταί­νο­ντας μες στο κενό τη μονα­ξιά μας
1999

 

δεν έχω πια μυστικά

γρά­φω τις ίδιες λέξεις κάθε μέρα
τις ίδιες λέξεις
ο αέρας που μας δρό­σι­σε χτες, άνα­ψε φωτιές να μας κάψει
είδα τα πόδια σου γυμνά στον ύπνο μου και τα φίλησα
τα γόνα­τα σο
σαν ένα ποί­η­μα δίχως λέξεις
21/7/2015

κλαυθ­μώ­νος

σαβ­βά­το βρά­δυ με απου­σί­ες θεσμικές
γκρί­ζα πολύ­χρω­μα φώτα
συμπλη­ρώ­νω τα κενά με λέξεις
ένας κιτς εσταυ­ρω­μέ­νος ανά­σκε­λα στο ηρώδειο
με απωθεί
παρά­στα­ση ρηχή
θα βρε­θού­με κάπου απόψε;
ουρά­νιο τόξο η κλαυθμώνος
μια κλού­βα απέ­να­ντι από τη στά­ση μου
φλερ­τά­ρω κρί­σεις πανι­κού και τις ρίχνω
13/6/2015

επο­χές

οι επο­χές της βίας
του σπίρ­του μου φωτιά
νεκρά, μικρά, γατιά
και λέξεις σε βιβλία
οι επο­χές στη βία
του γέλιου μου η ηχώ
σε φρέ­αρ πια ρηχό
του γάτου μου η λεία
οι επο­χές της βίας
φθαρ­μέ­νες αγκαλιές
του ονεί­ρου μου φωλιές
μαμές της ιστορίας
7/12/2014

Βλέ­φα­ρα

Μετα­νά­στης στη μέσα μου γη.
Τα χνώ­τα που βαστώ εντός μου, θάνατος.
Σκιές και μυρω­διές από παλιά.
Ρού­χα και στο­λί­δια, ψεύ­τι­κα χαμόγελα.
Άγνω­στες, μα οικεί­ες φωνές που με καλούν.
Βρώ­μι­κες θάλασ­σες, σκέ­ψεις μετανιωμένες.
Μετα­νά­στης στη μέσα μου γη.
Βλέ­φα­ρα που σφάλισαν.
(Καθα­ρά σεντό­νια) 2013

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο