Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απορίες ενός χοντροκέφαλου

cogito

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Δεν πρω­το­τύ­πη­σε ο ανα­πλη­ρω­τής υπουρ­γός οικο­νο­μι­κών Δημή­τρης Μάρ­δας όταν είπε πως στο τέλος του μήνα μπο­ρεί να λεί­ψουν καμ­μιά τετρα­κο­σα­ριά εκα­τομ­μύ­ρια για να πλη­ρω­θούν μισθοί και συντά­ξεις. Τα ίδια έλε­γαν και οι προ­κά­το­χοί του και όχι μόνον αυτοί. Θυμη­θεί­τε πόσες φορές ακού­σα­με από τους απο­λο­γη­τές των αντι­λαϊ­κών μέτρων πως, αν δεν υπο­γρά­φα­με τα μνη­μό­νια, δεν θα είχα­με λεφτά για μισθούς και συντάξεις.

Φαί­νε­ται, όμως, πως είμαι χοντρο­κέ­φα­λος για­τί υπάρ­χει κάτι που, τόσα χρό­νια, δεν μπο­ρώ να το κατα­λά­βω: πώς διά­βο­λο γίνε­ται και, όταν λεί­πουν λεφτά, λεί­πουν πάντο­τε από την μισθο­δο­σία του δημο­σί­ου; Μεσ’ στον Απρί­λιο, ας πού­με, το κρά­τος έχει υπο­χρε­ώ­σεις 4,9 δισ. ευρώ και δια­θέ­σι­μα 4,5 δισ. ευρώ. Για­τί πρέ­πει τα 400 εκα­τομ­μύ­ρια που λεί­πουν να αφο­ρούν μισθούς και συντά­ξεις κι όχι π.χ. την δόση του ΔΝΤ, το τοκο­χρε­ω­λύ­σιο της ΕΚΤ ή τις επι­δο­τή­σεις των μεγα­λο­ερ­γο­λά­βων; Μυστή­ρια πράγ­μα­τα… Πολύ θά ‘θελα να μου έλυ­νε ο κύριος Μάρ­δας αυτή την χρό­νια απορία.

Βεβαί­ως, δεν περι­μέ­νω απά­ντη­ση από τον ανα­πλη­ρω­τή υπουρ­γό οικο­νο­μι­κών. Αν όμως, παρ’ ελπί­δα, ευα­ρε­στη­θεί να μου απα­ντή­σει, τον παρα­κα­λώ να αδρά­ξει την ευκαι­ρία και, συμπα­θώ­ντας την χοντρο­κε­φα­λιά μου, να μου λύσει μερι­κές ακό­μη απο­ρί­ες. Λόγου χάρη:

1) Εκεί, στο υπουρ­γείο οικο­νο­μι­κών, υπάρ­χει μια λίστα με τα δάνεια που έχει πάρει η χώρα και τα οποία δεσμευ­τή­κα­με με τα μνη­μό­νια ότι θα ξοφλή­σου­με μέχρι δεκά­ρα. Πάνω-πάνω σ’ αυτή την λίστα υπάρ­χει ένα δάνειο του 1929. Με το δεδο­μέ­νο ότι η χώρα είχε κηρύ­ξει πτώ­χευ­ση το 1932, αυτό το γαμη­μέ­νο το δάνειο πώς γίνε­ται και το χρω­στά­με ακό­μη; Δεν το πήρε σβάρ­να εκεί­νη η πτώχευση;

2) Ενώ στον περί­φη­μο μηχα­νι­σμό στή­ρι­ξης συνει­σφέ­ρουν όλες οι χώρες με τα κρα­τι­κά τους ταμεία, η Γερ­μα­νία δεν συνει­σφέ­ρει απ’ ευθεί­ας ως κρά­τος αλλά πλα­γί­ως, μέσω της κεντρι­κής της τρά­πε­ζας. Προς τί αυτή η ντρί­πλα; Μήπως για να μη μπο­ρεί η Ελλά­δα να ισχυ­ρι­στεί κάπο­τε ότι δεν θα επι­στρέ­ψει τα γερ­μα­νι­κά δανει­κά αλλά θα τα συμ­ψη­φί­σει με τις απαι­τή­σεις της από εκεί­νο το ρημα­δια­σμέ­νο το κατο­χι­κό δάνειο, που είχαν πάρει με τσα­μπου­κά οι γερμανοί;

3) Χρό­νια τώρα, ακού­με από τους καλο­θε­λη­τά­δες πως, δίχως τα μνη­μό­νια, δεν θα είχε λεφτά το κρά­τος ούτε για να πλη­ρώ­σει μισθούς και συντά­ξεις ούτε για να κάνει κοι­νω­νι­κή πολι­τι­κή. Από την άλλη, όμως, οι λογα­ρια­σμοί τού κρά­τους λένε ότι το 97% των δανεί­ων που πάρ­θη­καν την περα­σμέ­νη δεκα­ε­τία, διο­χε­τεύ­τη­καν στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση παλιό­τε­ρων δανεί­ων. Σε τού­τη την δεκα­ε­τία πάλι, υπο­γρά­ψα­με ότι τα μνη­μο­νια­κά δάνεια θα πήγαι­ναν απο­κλει­στι­κά στην πλη­ρω­μή των δανει­στών μας. Δηλα­δή, τί θα γίνει αν δεν ξανα­πά­ρου­με δάνειο; Δεν θα έχου­με να πλη­ρώ­σου­με τους δανει­στές μας; Ε, και; Σε τι ωφε­λού­μαι εγώ, ο απλός πολί­της, από την αέναη συνέ­χι­ση αυτού του χαζού παι­χνι­διού που λέγε­ται «πλη­ρώ­νω τον δανει­στή μου ώστε να μου ξανα­δώ­σει δανει­κά για να έχω να τον ξαναπληρώσω»;

4) Αν έχω κατα­λά­βει καλά, έχου­με να πάρου­με δανει­κά από τους «συνε­ταί­ρους» και τους «σωτή­ρες» μας από πέρυ­σι τον Αύγου­στο. Σωστά; Σωστά. Άρα, τους τελευ­ταί­ους 8 μήνες πλη­ρώ­νου­με τα τοκο­χρε­ω­λύ­σιά μας κανο­νι­κά, βγά­ζο­ντας λεφτά από το πορ­το­φό­λι μας. Σωστά; Σωστά και πάλι. Και τώρα στί­βου­με τις ήδη στιμ­μέ­νες λεμο­νό­κου­πες, προ­κει­μέ­νου ν’ απο­δεί­ξου­με ότι είμα­στε καλά παι­διά κι εν τάξει στις δεσμεύ­σεις μας, ώστε να μας ξανα­δώ­σουν δανει­κά οι «συνέ­ται­ροι» και «σωτή­ρες» μας, για να ‘χου­με να τους πλη­ρώ­νου­με και αργό­τε­ρα. Σωστά; Ξανά σωστά. Κι όμως, κατά βάθος, κάπου υπάρ­χει λάθος. Πού όμως;

cogito27

5) Ας πού­με ότι μέχρι τώρα όλα έγι­ναν καλώς, το ξεμά­τω­μα του ελλη­νι­κού λαού φέρ­νει απο­τέ­λε­σμα και η χώρα μπαί­νει σε τρο­χιά ανά­πτυ­ξης. Ποιά θα είναι η ωφέ­λεια αυτού που ξεμά­τω­σε; Απ’ όσα θυμά­μαι, η χώρα κατέ­γρα­φε υψη­λούς ρυθ­μούς ανά­πτυ­ξης ίσα­με το 2008 αλλά αυτός ο δόλιος ο λαός δεν κέρ­δι­σε τίπο­τε. Τώρα, όταν έρθει αυτή η που­τά­να η ανά­πτυ­ξη, ποιος ακρι­βώς θα ανα­πτυ­χθεί; Το μερο­κά­μα­το του μαστρο-Νίκου κι η σύντα­ξη του μπαρ­μπα-Μήτσου ή το ενερ­γη­τι­κό τής Γιού­ρο­μπανκ και της Μότορ-Όιλ;

6) Απ’ όσα λένε οι «ειδι­κοί», από τους βιο­μή­χα­νους ως την κυρα-Λαγκάρντ, για να δού­με άσπρη μέρα πρέ­πει να πέσουν οι μισθοί κι οι συντά­ξεις σε επί­πε­δα Κρο­α­τί­ας, Βουλ­γα­ρί­ας, Ζαν­ζι­βά­ρης κλπ. Αν συμ­φω­νού­σα­με μ’ όλους αυτούς, στις πρό­σφα­τες εκλο­γές θα ξανα­βγά­ζα­με στην εξου­σία τον Σαμα­ρά και την συμ­μω­ρία του, που ξέρουν και την δου­λειά. Για να ψηφί­σου­με πρώ­τη φορά αρι­στε­ρά, όμως, πάει να πει ότι όχι απλώς δεν συμ­φω­νού­με αλλά κι ότι δεν έχου­με καμ­μιά όρε­ξη να πιά­σου­με ψιλο­κου­βέ­ντα με τους βιο­μή­χα­νους για το αν και πότε θα ξανα­πά­νε οι μισθοί εκεί όπου βρί­σκο­νταν προ πεντα­ε­τί­ας. Τι δεν κατα­λα­βαί­νε­τε, κύριε ανα­πλη­ρω­τά υπουργέ;

7) Κάπο­τε φοβό­μουν πως αν έρθουν οι κομ­μου­νι­στές, θα μου πάρουν την μία από τις δυο γιδού­λες που είχα στην αυλή μου. Όταν το κρά­τος μού πήρε και τις δυο γιδού­λες, είπα να κάνω υπο­μο­νή και περιο­ρί­στη­κα στο να στρί­ψω λίγο αρι­στε­ρά. Σήμε­ρα που η αρι­στε­ρά όχι μόνο δεν μου επι­στρέ­φει τις γιδού­λες μου αλλά δεν μου δίνει ούτε ένα ποτή­ρι γάλα, για­τί θα πρέ­πει να συνε­χί­σω να φοβά­μαι τον κομμουνισμό;

Έχω κι άλλες απο­ρί­ες αλλά ας μεί­νω σ’ αυτές. Κι αν κάποιοι γελά­νε με τις ηλί­θιες ερω­τή­σεις που έκα­να, ας με συμπα­θά­νε. Είπα­με, είμαι χοντροκέφαλος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο