Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Από την εκμετάλλευση στην «αξιοπρέπεια» και στην «αναγνώριση»: Το κοινωνικό υποκείμενο με όρους ηθικής και εξουσίας

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Όλο και συχνό­τε­ρα τον τελευ­ταίο και­ρό το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα προ­σλαμ­βά­νε­ται με ηθι(κιστι)κούς όρους: με όρους αξιο­πρέ­πειας, ανα­γνώ­ρι­σης, τιμιό­τη­τας, δια­φθο­ράς κ.λπ. Το γεγο­νός αυτό εμφα­νί­ζει τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις ως προ­σω­πι­κές σχέ­σεις με ηθι­κό υπό­βα­θρο. Εφό­σον τα άτο­μα­α­πο­δε­χτούν τις ενδε­δειγ­μέ­νες προ­σω­πι­κές (ηθι­κές) στά­σεις όλα δύνα­νται να επι­τευ­χθούν. Στο βαθ­μό που η κοι­νω­νία ορί­ζε­ται ως άθροι­σμα ατό­μων και όχι ως σύστη­μα σχέ­σε­ων, η ηθι­κή των ατό­μων μπο­ρεί να κάνει και τον καπι­τα­λι­σμό καλύ­τε­ρο και ηθι­κό. Παρό­λο που αυτοί οι ηθι­κές διδα­χέ­ςξε­κι­νούν με την εκστρα­τεία ηθι­κο­ποί­η­σης των «επι­κίν­δυ­νων τάξε­ων» (τέλη 19ου αι.), δηλα­δή της εργα­τι­κής τάξης και είναι μέρος ενός συνο­λι­κού εγχει­ρή­μα­τος κοι­νω­νι­κής πει­θάρ­χη­σης του πλη­θυ­σμού, με την κρί­ση του κρά­τους πρό­νοιας και την συνα­κό­λου­θη ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση του κοι­νω­νι­κού δεσμού (εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση δημό­σιων αγα­θών) επα­νέρ­χε­ται εκ νέου ένας ηθι­κός λόγος που συνο­δεύ­ε­ται όμως από την έντα­ση κοι­νω­νι­κο­ποι­η­τι­κών (κατη­χη­τι­κών) πρα­κτι­κών και πρα­κτι­κών ελέγ­χου του κοι­νω­νι­κού σώμα­τος. Ο λόγος αυτός δια­φο­ρο­ποιεί­ται ανά­λο­γα με τη θέση των κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των που τον εκφέ­ρουν στον κοι­νω­νι­κό κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας. Αν ο λόγος των νέων κοι­νω­νι­κών κινη­μά­των που εκφρά­ζουν τον «ριζο­σπα­στι­σμό» μεσο­α­στι­κών στρω­μά­των, τόσο εξαι­τί­ας της κατα­να­λω­τι­κής συν­θή­κης (νεω­τε­ρι­στι­κοί τρό­ποι ζωής κ.λπ.)όσο και εξαι­τί­ας της επα­πει­λού­με­νης κοι­νω­νι­κής έκπτω­σης διαν­θί­ζε­ται με στοι­χεία αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού ρομα­ντι­σμού (αντι-παγκο­σμιο­ποί­η­ση, littleisbeautiful, «βιω­μα­τι­κή» λογο­τε­χνία, ethnic-μου­σι­κή, «επι­στρο­φή στις ρίζες», οικο­λο­γι­κός ρομα­ντι­σμός, κ.λπ.) ο λόγος ακρο­δε­ξιών και φασι­στι­κών κομ­μά­των που εκφρά­ζουν τα παρα­δο­σια­κά μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα και τους «νοι­κο­κυ­ραί­ους» και απει­λού­νται με προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση, διαν­θί­ζε­ται με στοι­χεία ενός αντι­δρα­στι­κού ρομαντισμού.

Σε μεγά­λο βαθ­μό η εννοιο­λό­γη­ση του κοι­νω­νι­κού ζητή­μα­τος με όρους προ­σω­πι­κής αξιο­πρέ­πειας, και προ­σω­πι­κής «ανα­γνώ­ρι­σης» (όπως A. Honneth κ.ά.) ανα­φέ­ρε­ται στις αξί­ες της προ­κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νό­τη­τας όπου οι άνθρω­ποι καθώς ήλεγ­χαν την εξέ­λι­ξη των πραγ­μά­των εμφα­νί­ζο­νταν ως πρό­σω­πα (τίμιοι, ειλι­κρι­νείς, αξιο­πρε­πείς κ.λπ.). Στις προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές συσ­σω­μα­τώ­σεις οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις δεν είχαν αυτο­νο­μη­θεί πλή­ρως από τα πρό­σω­πα και συνι­στού­σαν περισ­σό­τε­ρο αυτο­σκο­πό και λιγό­τε­ρο μέσον. Ωστό­σο ο ορι­σμός του κοι­νω­νι­κού ζητή­μα­τος σήμε­ρα με ανα­φο­ρά την κοι­νό­τη­τα (Community) και το αξια­κό της σύστη­μα λει­τουρ­γεί ιδε­ο­λο­γι­κά (αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κός ρομα­ντι­σμός), επει­δή ως δια­κύ­βευ­μα ανα­δει­κνύ­ε­ται η απο­κα­τά­στα­ση των ατό­μων ως προ­σώ­πων στο πλαί­σιο ενός παρω­χη­μέ­νου συστή­μα­τος σχέ­σε­ων και όχι η κατάρ­γη­ση της εκμετάλλευσης.

Η κοι­νω­νία ως «ηθι­κή κοι­νό­τη­τα» (E. Durkheim) που συνέ­χε­ται από «συλ­λο­γι­κές ανα­πα­ρα­στά­σεις» (ιδέ­ες, θρη­σκευ­τι­κά συστή­μα­τα, βιώ­μα­τα κ.λπ.) (ιδε­α­λι­σμός), υπο­δη­λώ­νει επί­σης ότι η διάρ­ρη­ξη του κοι­νω­νι­κού δεσμού (ανο­μία) μπο­ρεί να αρθεί αν ενι­σχυ­θούν οι ηθι­κοί δεσμοί και εντα­θούν οι κοι­νω­νι­κο­ποι­η­τι­κές πρα­κτι­κές. Από την στιγ­μή που η εργα­σία λόγω της μαζι­κής ανερ­γί­ας δεν δια­σφα­λί­ζει την κοι­νω­νι­κή έντα­ξη μένει μόνο η κατή­χη­ση και οι «κατά φαντα­σία ειδι­κό­τη­τες» (Β.Bernstein) για κατάρ­τι­ση, κυρί­ως των νέων (ΙΕΚ, μετα­πτυ­χια­κά κ.λπ.), καθώς θεω­ρεί­ται πως το πρό­βλη­μα βρί­σκε­ται στην πλευ­ρά της προ­σφο­ράς (εργα­τι­κής δύνα­μης) και όχι στην πλευ­ρά της ζήτη­σης. Ωστό­σο δου­λειές δεν υπάρ­χουν εξαι­τί­ας της οικο­νο­μι­κής κρί­σης, παρό­λο που η χώρα δια­θέ­τει ένα πολυ­ει­δι­κευ­μέ­νο εργα­τι­κό δυνα­μι­κό. Συνε­πώς το πρό­βλη­μα βρί­σκε­ται στην πλευ­ρά της ζήτη­σης. Σε αυτό απο­σκο­πούν στις μέρες μας τα προ­γράμ­μα­τα «δια βίου μάθη­σης» και τα σεμι­νά­ρια αυτο­πα­ρου­σί­α­σης όπου ο εργα­ζό­με­νος καλεί­ται να σκη­νο­θε­τή­σει τον εαυ­τό του και να μετα­τρα­πεί σε επι­χει­ρη­μα­τία της εργα­τι­κής του δύνα­μης (βλ. «θεω­ρία του ανθρω­πί­νου κεφα­λαί­ου»). Στην εμπέ­δω­ση μιας νέας εργα­σια­κής ηθι­κής απο­βλέ­πουν επί­σης και τα «προ­γράμ­μα­τα κοι­νω­φε­λούς εργα­σί­ας». Εδώ το ζητού­με­νο δεν είναι η εργα­σία και η απο­κα­τά­στα­σή των ατό­μων ως παρα­γω­γών, απο­κα­τά­στα­ση που προ­σκρού­ει στην ίδια την καπι­τα­λι­στι­κή οργά­νω­ση της εργα­σί­ας, αλλά η απο­κα­τά­στα­ση των εργα­ζο­μέ­νων ως προ­σώ­πων δια μέσου πατερ­να­λι­στι­κών (πελα­τεια­κών) πρα­κτι­κών. Στο συγκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κό πλαί­σιο η εργα­σία έχει εκπέ­σει σε απα­σχό­λη­ση (ευκαι­ρια­κή) που­πλή­ρως έχει εξα­το­μι­κευ­τεί. Σημα­ντι­κό στοι­χείο των κατ’ επί­φα­ση «καλών πρακτικών»για την απα­σχό­λη­ση και την ανερ­γία είναι ο διεμ­βο­λι­σμός μιας πρό­τε­ρης εργα­σια­κής βιο­γρα­φί­ας και εμπει­ρί­ας ζωής των ατό­μων και η παρα­μο­νή τους στη λογι­κή της αγο­ράς. Κατ’ αυτόν τρό­πο δια­μορ­φώ­νε­ται ένα μοντέ­λο ευέ­λι­κτου εργα­ζο­μέ­νου χωρίς δικαιώ­μα­τα αλλά ιδιω­τι­κο­ποιεί­ται κιό­λας ο κοι­νω­νι­κός δεσμός, καθώς η «προ­ώ­θη­ση» γίνε­ται μέσω των ΜΚΟ. Σε ένα άλλο επί­πε­δο η κατα­νό­η­ση της εργα­σί­ας ως μέσου αυτο­πραγ­μά­τω­σης και ατο­μι­κής ενδυ­νά­μω­σης, ‑το άτο­μο ως «επι­χει­ρη­μα­τί­ας του εαυ­τού του»(self-development/self-management)- απο­κό­βει τα άτο­μα από την εργα­σια­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα, ιδιω­τι­κο­ποιώ­ντας μια σχέ­ση στην οποία τα άτο­μα εμπλέ­κο­νται ως παρα­γω­γοί. Στη νέα εργα­σια­κή ηθι­κή το άτο­μο εμφα­νί­ζε­ται «σαν αφε­ντι­κό του εαυ­τού του» με την εργα­σία να έχει απε­λευ­θε­ρω­θεί από τις εργα­λεια­κές-βιο­πο­ρι­στι­κές πλευ­ρές της (βλ. P. duGay).Με ανά­γλυ­φο τρό­πο αυτό το εργα­σια­κό ήθος και αυτές οι εργα­σια­κές σχέ­σεις απο­τυ­πώ­νο­νται στον εργα­ζό­με­νο («αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νο»), στον «εργα­ζό­με­νο με μπλο­κά­κι» του ΤΕΒΕ.

Μολα­ταύ­τα στην αστι­κή-καπι­τα­λι­στι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ατο­μι­κή «αξιο­πρέ­πεια» μπο­ρούν να έχουν όσοι/όσες δια­θέ­τουν κύρος (απόρ­ροια της κοι­νω­νι­κής θέσης ή, της εργα­σια­κής κατά­στα­σης), ιδιο­κτη­σία και πόρους (οικο­νο­μι­κούς και συμ­βο­λι­κούς) ή, απο­ζη­τούν εξαι­τί­ας αυτών ανα­γνώ­ρι­ση και θετι­κή διά­κρι­ση. Και αυτό παρό­λο που όλες οι μορ­φές εργα­σί­ας (ως μέρος του συλ­λο­γι­κού εργά­τη), ανε­ξάρ­τη­τα από το περιε­χό­με­νο και την μορ­φή τους είναι εξί­σου ανα­γκαί­ες για την δια­τή­ρη­ση και την ανα­πα­ρα­γω­γή της κοι­νω­νί­ας. Εν πρώ­τοις, λοι­πόν, οι έννοιες της αξιο­πρέ­πειας και της ανα­γνώ­ρι­σης φαί­νε­ται να αφο­ρούν τα (μεσο)αστικά στρώ­μα­τα. Σε ένα βαθ­μό αυτό αφο­ρά και τα παρα­δο­σια­κά μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα (αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νοι, βιο­τέ­χνες, έμπο­ροι κ.ά.) που έχουν μικρή ιδιο­κτη­σία και απο­δέ­χο­νται τις αξια­κούς κώδι­κες της αστι­κής κοι­νω­νί­ας. Αντί­θε­τα η εργα­σία των εργα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των ως εξαρ­τη­μέ­νη και εκτε­λε­στι­κή (χει­ρω­να­κτι­κή) απα­ξιώ­νε­ται και υπο­βαθ­μί­ζε­ται κοι­νω­νι­κά ώστε να νομι­μο­ποιεί­ται η υπο­πλη­ρω­μή της.Εδώ δεν υπάρ­χει επο­μέ­νως ούτε η ανά­γκη αλλά ούτε η επι­θυ­μία για επί­δει­ξη και ανα­γνώ­ρι­ση. Τι να επι­δεί­ξει κανείς; Το σπί­τι «με εφτά νομά σε ένα δωμά»; «Τα μου­τζου­ρω­μέ­να χέρια»; Την υπα­κοή στον εργο­δό­τη; Τις ενδε­είς συν­θή­κες ζωής; Ούτε πάλι οι τρό­ποι ζωής τους (κατοι­κείν, αισθη­τι­κές προ­τι­μή­σεις, κατα­να­λω­τι­κές συνή­θειες κ.λπ.) δια­κρί­νο­νται για την ιδιαι­τε­ρό­τη­τά τους (exclusivity) ώστε να συγκρο­τούν, όπως το θέτει ο M. Weber, δια­κρι­τή κοι­νω­νι­κή τάξη.Αντίθετα τα αστι­κά και μεσαία στρώ­μα­τα μπο­ρούν να επι­δεί­ξουν την ανα­βαθ­μι­σμέ­νη (σχεδιαστική/διευθυντική) εργα­σία τους που σε μεγά­λο βαθ­μό ελέγ­χει την εργα­σία άλλων, την εργα­σια­κή τους αυτο­νο­μία, την απλο­χω­ριά του σπι­τιού που τους επι­τρέ­πει να ανα­πτύ­ξουν μια ιδιω­τι­κό­τη­τα και να επι­κοι­νω­νή­σουν δια­λο­γι­κά με τον εαυ­τό τους. Να για­τί αυτά τα στρώ­μα­τα απο­δί­δουν τόση σημα­σία στην αυτο­νο­μί­α­και στην αυτο­πραγ­μά­τω­ση. Σε τελι­κή ανά­λυ­ση η κοι­νω­νι­κή ανα­γνώ­ρι­ση με τις υλι­κές και συμ­βο­λι­κές αμοι­βές που τη συνο­δεύ­ουν, επι­βε­βαιώ­νει και νομι­μο­ποιεί αυτά τα στρώ­μα­τα, πόσο μάλ­λον όταν αυτά απο­σπούν από το κοι­νω­νι­κό πλε­ό­να­σμα, ‑και εξαι­τί­ας του ελεγ­κτι­κού χαρα­κτή­ρα της εργα­σί­ας τους-αρκε­τά παρα­πά­νω από το κόστος της βιο­λο­γι­κής και κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής της εργα­τι­κής τους δύναμης.

Η αντί­λη­ψη της κοι­νω­νί­ας ως ηθι­κής κοι­νό­τη­τας πάει σύμ­φω­να με τον E.P.Thompson (TheMakingofEnglishWorkingClass) πίσω στην περί­ο­δο της MoralEconomy (δίκαιοι μισθοί/δίκαιες τιμές κ.λπ.). Τα ηθι­κά-εθι­μι­κά στοι­χεία της MoralEconomy δια­περ­νούν σύμ­φω­να με τον ίδιο το αξια­κό σύστη­μα της αγγλι­κής εργα­τι­κής τάξης στη δια­δι­κα­σία συγκρό­τη­σής της (18ος-19ος αιώ­νας) και προσ­διο­ρί­ζουν σε μεγά­λο βαθ­μό την κοι­νω­νι­κή της δρά­ση. Τόσο η προ­σέγ­γι­ση του E.P.Thompson όσο και άλλων (F. Fanon, P. Freire) που έχουν ως μονά­δα ανά­λυ­σης τον (δι)υποκειμενικό κόσμο και τις συνει­δη­σια­κές του στρώ­σεις ( «βου­βή εμπει­ρία», «κουλ­τού­ρα της σιω­πής» «βίω­μα της κατα­πί­ε­σης» κ.λπ.) και μπο­ρεί να τις εντά­ξει κανείς στη φαι­νο­με­νο­λο­γία ή, στον ουμα­νι­στι­κό υπαρ­ξι­σμό, υπο­τι­μούν σε ένα βαθ­μό τη δομή, ‑στην περί­πτω­ση της αγγλι­κής εργα­τι­κής τάξης τη μισθω­τή εργασία‑, που επε­νέρ­γη­σε πάνω στη διϋ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τα και στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση και τις δια­μόρ­φω­σε. Ως γνω­στόν η φαι­νο­με­νο­λο­γία δια­τεί­νε­ται πως αφού τεθεί σε παρέν­θε­ση η ορθο­λο­γι­κή (επι­στη­μο­νι­κή) σκέ­ψη που αποι­κιο­ποιεί τους βιω­μέ­νους κόσμου­ςμπο­ρού­με να ακου­μπή­σου­με την καθα­ρή συνεί­δη­ση. Κατ’ αυτό τον τρό­πο μπο­ρεί να επέλ­θει η απο­πραγ­μο­ποί­η­ση (δηλα­δή η απο­τί­να­ξη εκεί­νων των στά­σε­ων που εκλαμ­βά­νο­νται ως «φυσι­κές»).

Εντού­τοις η απο­πραγ­μο­ποί­η­ση της συνεί­δη­σης χωρίς απο­πραγ­μο­ποί­η­ση (απο­δό­μη­ση) της ίδιας της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας δεν κάνει νόη­μα, πόσο μάλ­λον όταν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην φαι­νο­με­νο­λο­γία συνέ­χε­ται από νοή­μα­τα και «κατα­σκευά­ζε­ται» μέσα από τις ερμη­νεί­ες των ίδιων των υπο­κει­μέ­νων («ιθα­γε­νείς κατη­γο­ρί­ες»). Στο συγκε­κρι­μέ­νο Παρά­δειγ­μα δεν τίθε­ται καν ζήτη­μα αν τα άτο­μα βρί­σκο­νται σε πλά­νη (ιδε­ο­λο­γία) ή αν αυτά είναι εκτε­θει­μέ­να σε αλλό­τρια ως προς την συνεί­δη­σή τους συμ­φέ­ρο­ντα (ταξι­κά, αγο­ραία). Κατά τον ίδιο τρό­πο η απο­πραγ­μο­ποί­η­ση της συνεί­δη­σης και η από­κτη­ση μια κρι­τι­κής σκέ­ψης που υπό­σχε­ται η «κρι­τι­κή παι­δα­γω­γι­κή», παρα­χω­ρώ­ντας στο σχο­λι­κό θεσμό και στους παι­δα­γω­γούς «πρω­το­πο­ρια­κό» ρόλο, ‑όπως και ο πραγ­μα­τι­σμός του J. Dewey- υπο­νο­εί επί­σης ότι η κοι­νω­νία μπο­ρεί να αλλά­ξει αν αλλά­ξει η κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση. Εδώ όμως σε κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο δεν ανα­δει­κνύ­ο­νται οι παρα­γω­γοί του κοι­νω­νι­κού πλού­του, δηλα­δή η εργα­τι­κή τάξη, αλλά οι «κατα­πιε­σμέ­νοι», «οι κατα­φρο­νη­μέ­νοι», «οι αγα­να­κτι­σμέ­νοι» κ.ο.κ. Ωστό­σο η κατα­πί­ε­ση δεν είναι το ίδιο πράγ­μα με την εκμε­τάλ­λευ­ση. Ενώ στην εκμε­τάλ­λευ­ση υπάρ­χει ενσω­μα­τω­μέ­νη κατα­πί­ε­ση στην κατα­πί­ε­ση δεν υπάρ­χει οπωσ­δή­πο­τε εκμε­τάλ­λευ­ση. Όπως το θέτει ο αμε­ρι­κα­νός κοι­νω­νιο­λό­γος E. OWright: οι γονείς μπο­ρεί να κατα­πιέ­ζουν τα παι­διά, ωστό­σο δεν τα εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με την έμφυ­λη καταπίεση.

Είναι προ­φα­νές πως όταν το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα τίθε­ται με όρους εξου­σί­ας (καταπιεστές/καταπιεζόμενοι) τα κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να θα ανα­ζη­τη­θούν στη σφαί­ρα της εξου­σί­ας (M. Weber, M. Foucault κ.ά.). Με αυτή την έννοια θα αρκού­σε η κατά­λη­ψη της πολι­τι­κής εξου­σί­ας για να αρθεί η κατα­πί­ε­ση και να απο­κα­τα­στα­θεί η αδι­κία. Εφό­σον πάλι το ζήτη­μα τεθεί με όρους κύρους («κατα­φρο­νη­μέ­νοι») η ανα­γνώ­ρι­ση της ιδιό­τη­τας του πολί­τη, θα έπρε­πε επί­σης να άρει την αντί­θε­ση και να απο­κα­θι­στά την αξιο­πρέ­πεια. Εφό­σον πάλι το ζήτη­μα τεθεί με ηθι­κούς όρους (τίμιοι/διεφθαρμένοι, «αγα­να­κτι­σμέ­νοι») η αντι­κα­τά­στα­ση των πρώ­των από τους δεύ­τε­ρους θα αρκού­σε, όπως δια­τεί­νε­ται η θεω­ρία των ελιτ, που ενστερ­νί­ζε­ται επί­σης η Χρυ­σή Αυγή (αρι­στο­κρα­τία του έθνους και της φυλής), για να αντι­με­τω­πι­στεί η δια­φθο­ρά και να απο­κα­τα­στα­θεί η τίμια δια­χεί­ρι­ση. Εντού­τοις κοι­νή είναι η δια­πί­στω­ση ότι οι οποιεσ­δή­πο­τε αλλα­γές στα διά­φο­ρα πεδία αδυ­να­τούν να άρουν τις αιτί­ες αυτών των αντι­θέ­σε­ων. Επο­μέ­νως οι άνι­σες θέσεις, οι ασύμ­με­τρες σχέ­σεις, εφό­σον δεχτού­με μια κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση δύνα­μης, κύρους, ηθι­κής κ.ο.κ., είναι παρά­γω­γες της ταξι­κής συν­θή­κης. Αυτή είναι εν τέλει που δια­περ­νώ­ντας όλα τα επί­πε­δα του εποι­κο­δο­μή­μα­τος παρά­γει δευ­τε­ρο­γε­νείς αντι­θέ­σεις που απο­λή­γουν σε ασύμ­με­τρες σχέ­σεις και στις πολ­λα­πλές κατα­πιέ­σεις. Εκ των πραγ­μά­των λοι­πόν μόνο τα υπο­κεί­με­να που δομού­νται στη σφαί­ρα παρα­γω­γής και από­σπα­σης του κοι­νω­νι­κού πλού­του, δύνα­νται, θέτο­ντας το ζήτη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης, να θέσουν επί­σης το ζήτη­μα­κα­τάρ­γη­σης των επι­μέ­ρους κατα­πιέ­σε­ων. Βαθ­μί­δες εξου­σί­ας και κύρους, κατη­γο­ρί­ες ηθι­κής κ.λπ. αδυ­να­τούν να εξη­γή­σουν την πολ­λα­πλό­τη­τα των κατα­πιέ­σε­ων (εξου­σια­στι­κών, ηθι­κών, έμφυ­λων κ.ά.), καθώς δεν δια­θέ­τουν τους θεω­ρη­τι­κούς (μεθο­δο­λο­γι­κούς) συνειρ­μούς που ενυ­πάρ­χουν στην ανα­λυ­τι­κή κατη­γο­ρία της κοι­νω­νι­κής τάξης (η τάξη ως μορ­φή ενσω­μα­τω­μέ­νης εκμε­τάλ­λευ­σης) (G. Ε.Μ deSteCroix).Μόνο εφό­σον το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα τεθεί με όρους εκμε­τάλ­λευ­σης και όχι με όρους μιας «ταυ­το­χρο­νί­α­ςκα­τα­πιέ­σε­ων», ‑με την κάθε μία από αυτές να εντο­πί­ζε­ται σε μια δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή κυριαρ­χί­ας (δύνα­μης, ηθι­κής, φυλής, φύλου κ.λπ.)-μπορούν να προσ­διο­ρι­στούν οι αιτί­ες των φαι­νο­μέ­νων και να ιεραρ­χη­θούν προ­τε­ραιό­τη­τες ώστε να η ανά­λυ­σή μας να απο­φύ­γει το τυχαίο και το αυθαίρετο.

*Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο