Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αχ… Αλήθεια κι αχ!  (Περί «τιμητικών» Συντάξεων)

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //
Συγγραφέας

 

Μάνα για­τί στε­νά­ζεις; Αλή­θεια κι άχ!
Ελλά­δα για­τί στενάζεις;
Κακό­πε­σα σε χέρια ανά­ξια. Αγύρ­τες και ταξι­κοί εκμεταλλευτές.
Λαβω­μέ­νοι οι κλώ­νοι μου, στα­γό­νες στα­γό­νες, δάκρυ πικρό ο φλοιός μου στάζει.
Κι αντι νερά­κι καθά­ριο και δρο­σε­ρό, ποτί­ζουν με φαρ­μά­κι τις ρίζες μου και σπει­ρί-σπει­ρί τρώ­νε τα σωθι­κά μου.
Κι είναι-όπως μου λες- να μην στενάζω;αν κρυ­φο­λιώ­νω να μην ματώνομαι;
Νιο­γέ­νη­τοι οι κλώ­νοι μου γέρ­νουν να σκορ­πί­σουν και να χαθούν, χωρίς σπο­ρά, χωρίς καρ­πό, χωρίς όνειρα.
Ό,τι και να κάνω ό,τι και ν’ αγγί­ξω, βρω­μο­κο­πά­ει σαπί­λα και σκο­τει­νιά χωρίς κανέ­να φώς στην άκρη του τούνελ.
Από πού να πια­στείς κι από πού ν’ αρχίσεις;
Με ποια σπα­θιά να τρυ­πη­θείς, χωρίς να πονέ­σεις, χωρίς να τρέ­ξει αίμα, χωρίς η πλη­γή να κακο­φορ­μί­σει από το δηλητήριο;

***

Βρέ οι αθε­ό­φο­βοι. Ούτε ακό­μα κι αυτούς σεβά­στη­καν. Ντρο­πή και πάλι ντρο­πή τους!

Τα εξα­θλιω­μέ­να γερο­ντά­κια τα θέλου­νε σκυ­φτά και ταπει­νω­μέ­να με το τασά­κι στο χέρι να ζητια­νεύ­ουν έξω από το κατώ­φλι της εκκλησιάς.

Το απλω­μέ­νο χέρι του καλ­λι­τέ­χνη, του εικα­στι­κού που έκα­νε κάπο­τε- χωρίς καμιά αντα­πό­κρι­ση- το πινέ­λο να βγά­ζει κραυ­γές και φθόγ­γους τέχνης πάνω στο κανιβάτσο.

***

Άνθρω­ποι που μάτω­σαν την σκέ­ψη και την πένα τους πάνω στο άδειο χαρ­τί από­γο­νοι του Ελύ­τη, του Σεφέ­ρη, του Βάρ­να­λη, του Ρίτσου, του γέρο­ντα Παπαδιαμάντη.

***

Μου­σι­κοί, τρα­γου­δο­ποιοί, τρα­γου­δι­στές, συν­θέ­τες τέκνα του Μίκη και του Μάνου.

Ηθο­ποιοί, σκηνοθέτες,σκηνογράφοι τεχνι­κοί με τις μυρου­διές ακό­μα πάνω τους της Κατί­νας Παξι­νού, της Κυβέ­λης, της Μαρί­κας κ.ά.

Έφα­γαν τα νιά­τα τους για ένα ξερο­κόμ­μα­το πάνω σε πέτρι­να μονο­πά­τια, σε κατσά­βρα­χα, στους καφε­νέ­δες των χωριών

Αργο­πα­τώ­ντας και Αργοβαδίζοντας

***

Τώρα έρμοι και μονα­χοί βαρια­να­σαί­νουν πάνω στα γερα­σμέ­να χνά­ρια τους.

Τι πέτυ­χαν; Τάχα μια «τιμη­τι­κή» σύντα­ξη ¨τερά­στιο» έπα­θλο της προ­σφο­ράς τους.

Και όχι για όλους. Οι πιο λίγοι, οι πιο τυχεροί!

Μια τιμη­τι­κή σύντα­ξη που κρε­ουρ­γή­θη­κε. Που κατα­κρε­ουρ­γή­θη­κε μια και δυο και 5 φορές.

Άντε του , «τετρα­πέ­ρα­του» ποντικού;!

***

Και τώρα οι θεο­μπαί­κτες ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ πως πρό­σφε­ραν το κάτι παρα­πά­νω, το κάτι που τους πέφτει πολύ και δεν το αξίζουν.

Ζητά­νε ‑Αλή­θεια κι αχ- να τους επι­στρα­φεί, να τα ξανα­γυ­ρί­σουν πίσω. Ποιο; Αυτό που αυτοί νομί­ζουν ότι είναι το παρα­πά­νω, το επι­πλέ­ον, το περίσευμα.

Ζητά­νε λίγο-πολύ το κάθε εξα­θλιω­μέ­νο γερο­ντά­κι να επι­στρέ­ψει γύρω στις 10.000 ευρώ, απ’ αυτά που δεν έχει, απ’ αυτά που δεν υπάρ­χουν, απ’ αυτά που όχι μόνο δεν περι­σεύ­ουν αλλά και δεν φτά­νουν για να ζήσει μια και οι υπο­χρε­ώ­σεις του μεγαλώνουν.

Ούτε στο Μπα­γκλα­ντές, ούτε στην Ουγκά­ντα δεν γίνο­νται αυτά.

Αλή­θεια κι Αχ! Και συ Μάνα και Πατρί­δα στε­νά­ζεις όπως πάντα αδικαίωτη…!!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο