Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιαννάκης Δαμίγος, ένας μικρός καπετάνιος

"Τ' αετόπουλά μας στο Βόλο παρουσιάζουν όπλα".

“Τ’ αετό­που­λά μας στο Βόλο παρου­σιά­ζουν όπλα”.

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στις 12 Οκτώ­βρη του 1944, πριν καλά-καλά οι Γερ­μα­νοί ναζή­δες απαλ­λά­ξουν την Αθή­να από τη βρω­με­ρή παρου­σία τους, ποτά­μια λαού ξεχύ­νο­νται στους δρό­μους της πόλης. Γυναί­κες και άντρες κάθε ηλι­κί­ας, μαζί με τη νέα γενιά, κρα­τώ­ντας γαλα­νό­λευ­κες και κόκ­κι­νες σημαί­ες και πλα­κάτ του ΕΑΜ και του ΚΚΕ τρα­γου­δούν τρα­γού­δια της λευ­τε­ριάς και βρο­ντο­φω­νά­ζουν συν­θή­μα­τα για μια νέα Ελλά­δα με λαο­κρα­τία και προ­κο­πή. Στο βρά­χο της Ακρό­πο­λης ΕΛΑ­Σί­τες μαχη­τές κατε­βά­ζουν τη γερ­μα­νι­κή σημαία και υψώ­νουν στη θέση της την γαλα­νό­λευ­κη. Η Αθή­να γιορ­τά­ζει τη Λευτεριά.

Χιλιά­δες αγω­νι­στές μάτω­σαν γι’ αυτή τη Λευ­τε­ριά· σκο­τώ­θη­καν στη μάχη, εκτε­λέ­στη­καν από τους κατα­χτη­τές και τους ντό­πιους συνερ­γά­τες τους, σακα­τεύ­τη­καν και σημα­δεύ­τη­καν για πάντα στο κορ­μί και στην ψυχή. Χιλιά­δες μεγά­λοι και μικρό­τε­ροι σε ηλι­κία ―ανά­με­σά τους και μικρά παι­διά― ήρω­ες πότι­σαν με το αίμα τους το δέντρο της Λευτεριάς.

Σε ένα από αυτά τα αμού­στα­κα παλι­κά­ρια του λαού μας, τον «μικρό» καπε­τά­νιο της Αντί­στα­σης Γιαν­νά­κη Δαμί­γο ανα­φέ­ρε­ται η ιστο­ρία που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα και δια­δρα­μα­τί­ζε­ται τις μέρες που οι Γερ­μα­νοί εγκα­τέ­λει­παν ηττη­μέ­νοι και ντρο­πια­σμέ­νοι την Αθήνα.

Ο μικρός Γιαν­νά­κης Δαμί­γος, μικρός στα χρό­νια και στο δέμας μα με γιγά­ντια ψυχή, ήταν ένα από τα χιλιά­δες Αετό­που­λα που δίπλα στην ΕΠΟΝ βοή­θη­σαν με τις δυνά­μεις και τον ενθου­σια­σμό της παι­δι­κής τους ηλι­κί­ας στον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να και δεν ήταν λίγες οι φορές που έγρα­ψαν με τη δρά­ση τους ηρω­ι­κές σελί­δες στο βιβλίο της Λευτεριάς.

Το ―ανυ­πό­γρα­φο― κεί­με­νο μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο από το περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» (αρ. φύλ­λου 47, 25/3/1945, έκδο­ση της Σύγ­χρο­νης Επο­χής για τα 90χρονα του ΚΚΕ)), δια­τη­ρώ­ντας την ορθο­γρα­φία του πρωτοτύπου.

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Τι ’ναι αυτοί οι αντάρ­τες μας! Σεμνοί σαν κοπέλ­λες και σιω­πη­λοί σαν το θάνα­το. Λέξη δε λένε για τον εαυ­τό τους. Τα κατορ­θώ­μα­τά τους μόνο απ’ άλλους μπο­ρείς να τα μάθεις. Για­τί αλή­θεια για τις παλ­λη­κα­ριές των συνα­γω­νι­στών τους δεν έχουν τελειω­μό. Μόνο σαν είνε να φέρου­νε λίγο, σα δε μπο­ρεί να γίνει αλλοιώς, και τη δική τους κου­βέ­ντα, γίνου­ντε παπαρούνες.

Την ιστο­ρία του Γιαν­νά­κη μου τη διη­γή­θη­κε ένα βρά­δυ ο Δημή­τρης ο Ελασίτης.

«Καθό­ταν στη γει­το­νιά μου στα Πετρά­λω­να. Γιαν­νά­κη Δαμί­γο τον λέγα­νε. Ο πατέ­ρας του που­λού­σε μπα­χα­ρι­κά. Ένα βρά­δυ ήρθε και με βρή­κε. Πιτσι­ρί­κος 12 χρονών.

― Δημή­τρη, διά­βα­σα στους τοί­χους πως όλοι οι τίμιοι Έλλη­νες πρέ­πει να μπουν στο ΕΑΜ, να παλέ­ψου­νε για τη λευ­τε­ριά μας. Έμα­θα πως ανα­κα­τεύ­ε­σαι κι εσύ. Γρά­ψε με κι εμένα.

Σαν του ’πα πως είναι μικρός διαμαρτυρήθηκε.

― Του χρό­νου μου ’πε ο πατέ­ρας μου πως θα βάλω μακριά πανταλόνια.

Και βιά­στη­κε να προ­στέ­σει σχε­δόν θυμωμένος:

― Τι, μόνο εσείς μπο­ρεί­τε να γρά­φε­τε στους τοί­χους; Εγώ έφε­ρα βουρτσάκι.

Είχε πάρει απ’ τον πατέ­ρα του το βουρ­τσά­κι που ξυριζόταν.

Έγρα­ψα το Γιαν­νά­κη στην ΕΠΟΝ κι ο Γιαν­νά­κης άρχι­σε τη δρά­ση του. Έγρα­φε στους τοί­χους, μοί­ρα­ζε προ­κη­ρύ­ξεις, κου­βα­λού­σε υλι­κό, έβγα­ζε χωνί, πήγαι­νε μηνύ­μα­τα. Ήταν το δεξί χέρι των μεγά­λων. Τα μαντά­τα του τα μάθαι­να πια από άλλα παλ­λη­κά­ρια της γει­το­νιάς μας που ερχό­ντου­σαν στην ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα να κατα­τα­χτούν στον ΕΛΑΣ.

Μια μέρα είδα μπρο­στά μου και το Γιαννάκη.

― Ήρθα σε σένα πάλι Δημη­τρά­κη, να με βοη­θή­σεις. Θέλω να γίνω αντάρτης.

― Για­τί έφυ­γες απ’ την Αθή­να Γιαννάκη;

― Με κυνη­γού­σε ο Μπι­τού­νης, ο υπα­στυ­νό­μος της γει­το­νιάς κι ανα­γκά­στη­κα να βγω στην παρα­νο­μία. Δού­λε­ψα σ’ άλλες γει­το­νιές μα τώρα… θέλω να γίνω αντάρτης.

Πήγα να πω πάλι πως ήταν μικρός, μα σαν πρό­σε­ξα καλ­λί­τε­ρα το Γιαν­νά­κη είδα πως θα ’λεγα ψέμα­τα, είχε μεγα­λώ­σει. Μπο­ρεί να μην είχε κλεί­σει τα 14 χρό­νια, μα στην όψη του διά­βα­ζες την ώρι­μη σκέ­ψη και τη γιγά­ντια ψυχή. Τ’ αετό­που­λο ήταν άντρας πια. Τον μεγά­λω­σε ο αγώνας.

Κι ο Γιαν­νά­κης μπή­κε στο λόχο, μάζε­ψε κι άλλους εννιά μικρούς, λίγο μεγα­λύ­τε­ρούς του, κι έφτια­σε μια πρω­τό­τυ­πη παι­δι­κή ανταρ­το­ο­μά­δα. Τον κάνα­με καπε­τά­νιο της.

Ε, τότε πια να τον έβλε­πες το Γιαν­νά­κη. Είχε βαλ­θεί να κάμει τ’ αετό­που­λά του ξεφτέ­ρια στη μόρ­φω­ση και στη δρά­ση. Τους έκα­νε 3–4 συνε­δριά­σεις τη μέρα, τους ξηγού­σε τον τύπο, τις δια­τα­γές, τους μάθαι­νε πει­θαρ­χία. Και όταν δεν είχαν άλλη δου­λειά τους έβα­ζε να γυα­λί­ζουν τα όπλα τους, να μπα­λώ­νου­νται, να πλέ­νου­νται, να μαθαί­νουν τρα­γού­δια. Ήθε­λε την ομά­δα του πρό­τυ­πο στο λόχο. Κι είναι τρα­νή αλή­θεια πως το κατάφερε.

Όμως στο κέφι έμε­νε πάντα παι­δί ο Γιαν­νά­κης. Γέμι­ζε με την παρου­σία του το λόχο.

Είχε πάρει μέρος σε πολ­λές μάχες κι η ομά­δα του στά­θη­κε πρό­τυ­πο στη λεβεντιά.

Τις τελευ­ταί­ες μέρες που οι Γερ­μα­νοί έφευ­γαν από την Αθή­να, ο λόχος μας κινή­θη­κε κι έπια­σε θέσεις ανά­με­σα στη Μαλα­κά­σα και στο Κακο­σά­λε­σι. Οι Γερ­μα­νοί έπε­σαν στην ενέ­δρα και τα ομα­δι­κά μας πυρά ξεκα­θά­ρι­σαν τους μισούς. Καλέ­σα­με τους άλλους να παρα­δο­θούν. Μα αυτοί ταμπου­ρώ­θη­καν κι άρχι­σε η μάχη. Ο Γιαν­νά­κης κάλυ­ψε με την ομά­δα του τ’ αρι­στε­ρά μας. Την ακρο­βό­λι­σε κανο­νι­κά μέσα στη μικρή χαρά­δρα. Η επί­θε­ση τέλειω­σε. Είχα­με πιά­σει 28 αιχ­μα­λώ­τους και 200 είχαν πέσει νεκροί. Γύρι­σα μα δεν είδα που­θε­νά το Γιαν­νά­κη. Άξαφ­να, κάτω απ’ τη γέφυ­ρα της χαρά­δρας είδα να προ­χω­ρούν κατά πάνω μας ένας ένας εφτά μαντρά­χα­λοι Γερ­μα­νοί με τα χέρια ψηλά.

― Που βρε­θή­κα­νε τούτοι;

Τελευ­ταί­ος ξεπρό­βα­λε ο Γιαν­νά­κης. Κρα­τού­σε στην αγκα­λιά του τα εφτά όπλα των αιχ­μα­λώ­των και με την αρα­βί­δα του στο δεξί χέρι τους ξολαλούσε.

Μεί­να­με όλοι εκστα­τι­κοί. Ρίχτη­κα στο Γιαν­νά­κη και τον φίλησα.

― Πώς τα κατά­φε­ρες να ξαρ­μα­τώ­σεις εφτά Γερμανούς;

― Τους πήρε το μάτι μου να σέρ­νο­νται με την κοι­λιά πίσω από κάτι πουρνάρια.

― Αλτ καμα­ράντ! φώνα­ξα. Αυτοί τα ’χασαν και σήκω­σαν ψηλά τα χέρια πετώ­ντας τα όπλα τους. Τα μάζε­ψα και τους έφε­ρα. Τι, σπου­δαίο είναι;

Και βέβαια δεν ήταν σπου­δαίο. Για τ’ αλη­θι­νό παλ­λη­κά­ρι όλα είναι απλά, φυσι­κά, σαν τη ζωή».

Κι ο Δημή­τρης τέλειω­σε συγκινημένος.

«Ύστε­ρα πήρα­με άδειες, κατε­βή­κα­με στην Αθή­να και τον έχα­σα το Γιαν­νά­κη. Μεσο­λά­βη­σε ο αγώ­νας του Δεκέμ­βρη. Να ζει τάχα τ’ αετό­που­λό μου;»

Ελπί­ζου­με να ζει ο Γιαν­νά­κης και να δια­βά­σει την ιστο­ρία του στη «Νέα Γενιά», που ’ναι περή­φα­νη για τα ηρω­ι­κά παι­διά της ΕΠΟΝ, τ’ αετό­που­λά μας.

 

Η φωτο­γρα­φία (με τη λεζά­ντα)  συνό­δευε το  πρω­τό­τυ­πο κείμενο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο