Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΪΤΗΣ, ένας μεγάλος, τραγικά επίκαιρος εικαστικός: ’’Φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε’’!

Γρά­φει η Ελέ­νη Μαρ­κά­κη //

 ‘’Οι άνθρω­ποι, τα Ανθρω­πά­κια που λέω,
το κατε­στη­μέ­νο, έφτα­σε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει
άλλο να πάει πιο μακριά (…)
γίνα­νε ένα νού­με­ρο και τίπο­τα παραπάνω.
Εδώ εγώ κάνω μια μαρ­τυ­ρία και σας λέω:
Φρο­ντί­στε να σωθεί­τε, να σωθούμε.
Δεν μπο­ρού­σα να κάνω τίπο­τα άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία’’.

gaitis1

O Γιάν­νης Γαΐ­της, με τα ριγέ του «ανθρω­πά­κια», που καταγ­γέλ­λουν την ομοιο­μορ­φία, τη στει­ρό­τη­τα, την ισο­πέ­δω­ση, την παθη­τι­κό­τη­τα, την από­λυ­τη υπο­τα­γή του σύγ­χρο­νου μαζι­κού τρό­που ζωής, έχει μια εντε­λώς ξεχω­ρι­στή παρου­σία στη σύγ­χρο­νη εικα­στι­κή ιστο­ρία της Ελλά­δας αλλά και της Ευρώ­πης. Ένας ταλα­ντού­χος καλ­λι­τέ­χνης με βαθιές ανη­συ­χί­ες, ένας πραγ­μα­τι­κός δια­νο­ού­με­νος, που έζη­σε έντο­να την επο­χή του, που επη­ρε­ά­στη­κε από τους άλλους και τους επη­ρέ­α­σε και ο ίδιος, καθώς βρι­σκό­ταν πάντο­τε στο κέντρο του καλ­λι­τε­χνι­κού γίγνε­σθαι τόσο στην Αθή­να όσο και στο Παρί­σι. Το καυ­στι­κό του χιού­μορ, η κρι­τι­κή του και η βαθιά πολι­τι­κή του στά­ση έδο­σαν νέα πνοή στην τέχνη της επο­χής του και όξυ­ναν τους τρό­πους με τους οποί­ους η τέχνη έρχε­ται αντι­μέ­τω­πη με την πραγματικότητα.

Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να, στις 4 Μαρ­τί­ου το 1923, με κατα­γω­γή από την Τήνο.Από μικρός είχε εκδη­λώ­σει το ενδια­φέ­ρον του στη ζωγρα­φι­κή, ο πατέ­ρας του όμως –σαν τυπι­κός γονιός ‑ήθε­λε πρώ­τα να σπου­δά­σει νομι­κή και ‘’μετά ας κάνει ότι θέλει’’. Εισά­γε­ται λοι­πόν στη Νομι­κή το 1940, όπου  φοί­τη­σε ελά­χι­στα εξ΄ αιτί­ας του πολέ­μου που έφε­ρε τα πάνω κάτω.

Το 1942 έκα­νε την εγγρα­φή του στη Σχο­λή Καλών Τεχνών, όπου φοί­τη­σε κοντά στον Κ..Παρθένη. Η επα­φή του όμως με τη σχο­λή ήταν ελά­χι­στη, αφού τελι­κά πεί­στη­κε ότι η διδα­σκα­λία μάλ­λον εξου­δε­τε­ρώ­νει παρά ελευ­θε­ρώ­νει τις δημιουρ­γι­κές δυνά­μεις του καλ­λι­τέ­χνη και έτσι δεν την τελεί­ω­σε ποτέ.

gaitis2

Παράλ­λη­λα με τη Σχο­λή Καλών Τεχνών εντά­χθη­κε στην ΕΠΟΝ μαζί με πολ­λούς συμ­φοι­τη­τές και φίλους του. Ο αγώ­νας των ΕΠΟ­Νι­τών καλ­λι­τε­χνών ήταν πολυ­ποί­κι­λος. Ήταν αγώ­νας για την επι­βί­ω­ση, τα συσ­σί­τια, τις σπου­δές, για να κρα­τη­θεί η Σχο­λή ανοι­χτή και από την άλλη η καλ­λι­τε­χνι­κή δου­λειά με αφί­σες, πλα­κάτ, τρικ (φέιγ — βολάν), για τη δια­φώ­τι­ση και την εμψύ­χω­ση του λαού.

Κάνει την πρώ­τη του ατο­μι­κή έκθε­ση  το 1944 στο ατε­λιέ του, στο σπί­τι του με την παρου­σία λίγων φίλων του καλ­λι­τε­χνών και ποι­η­τών. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι στα πρώ­τα του αυτά έργα είχε επη­ρε­α­στεί από τον εξπρε­σιο­νι­σμό. Τα χρώ­μα­τα του είναι πολύ τολ­μη­ρά και οι φόρ­μες εξαι­ρε­τι­κά ελεύ­θε­ρες , στοι­χεία από τα οποία προ­οιω­νί­ζε­ται η μετέ­πει­τα εξέ­λι­ξή του.

gaitis3

Επί  τρεις συνε­χό­με­νες χρο­νιές εκθέ­τει στον λογο­τε­χνι­κό όμι­λο Παρ­νασ­σός, ώσπου το 1947, οι 34 πίνα­κές του σαφώς επη­ρε­α­σμέ­νοι από τον κυβι­σμό και τον υπερ­ρε­α­λι­σμό δημιουρ­γούν μεγά­λο σκάν­δα­λο και την καθο­λι­κή απόρ­ρι­ψη του κοι­νού. Ένας πολύ γνω­στός άνθρω­πος της τέχνης έγρα­ψε τότε ότι η ‘’σπλη­να­ντε­ρο­γρα­φία του κ. Γαΐ­τη είναι για μένα κινέ­ζι­κα’’. Από τους λίγους που τον στή­ρι­ξαν τότε ήταν ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της μέσα από την αρθρο­γρα­φία του στις εφη­με­ρί­δες: ‘’ Ο κόσμος του Γιάν­νη Γαΐ­τη είναι ακρι­βώς ο κόσμος που παλεύ­ει και αγω­νιά για να βρει μέσα από τις ταρα­χές των ημε­ρών μας την έκφρα­ση και τη μορ­φή που του ται­ριά­ζουν. Η πάλη είναι σκλη­ρή, μα ο καλ­λι­τέ­χνης δου­λεύ­ει ακα­τά­παυ­στα και δε φοβά­ται το άγνωστο’’…

Οι λόγοι του σκαν­δά­λου είναι πολ­λα­πλοί: Ο Γαΐ­της δεν είχε τελειώ­σει την Καλών Τεχνών. Δεν είχε την προ­στα­σία ή την ανα­γνώ­ρι­ση κάποιου δασκά­λου  και επί­σης είχε μεί­νει έγκλει­στος σε ψυχια­τρι­κές μονά­δες στρα­τιω­τι­κών νοσο­κο­μεί­ων ‑είχε φτά­σει μέχρι το Δρο­μο­κα­ΐ­τειο- προ­φα­σι­ζό­με­νος τον ψυχι­κά άρρω­στο για να απο­φύ­γει να υπη­ρε­τή­σει στο.κυβερνητικό στρα­τό όταν εκλή­θη το 1947 να υπη­ρε­τή­σει τη στρα­τιω­τι­κή του θητεία.

gaitis4

Η εγκα­τά­στα­ση του στο Παρί­σι το 1954 τον φέρ­νει σε επα­φή με καλ­λι­τέ­χνες της λυρι­κής αφαί­ρε­σης και γενι­κά με έργα αφη­ρη­μέ­νης τεχνοτροπίας.’’Στην Ελλά­δα ήμουν είκο­σι χρό­νια μπρο­στά, εδώ είμαι είκο­σι χρό­νια πίσω’’ γρά­φει, τότε. στους φίλους του στην πατρίδα…

Γύρω στα 1960 είναι πια ένας ώρι­μος καλ­λι­τέ­χνης και  η ζωγρα­φι­κή του χωρίς να έχει απο­βάλ­λει το εξπρε­σιο­νι­στι­κό ύφος, πλη­σιά­ζει όλο και πιο πολύ το χώρο της φαντα­σί­ας, δημιουρ­γώ­ντας λυρι­κές συν­θέ­σεις με πλού­σια χρώ­μα­τα και αυθόρ­μη­τη έκφρα­ση. Ορι­σμέ­νες εικό­νες του θυμί­ζουν  τα πολύ­γραμ­μα έργα του Καντίν­σκι της δεκα­ε­τί­ας του ’20, αλλά ως προς το πνεύ­μα η ζωγρα­φι­κή του βρί­σκε­ται πιο κοντά στη ‘’Σχο­λή του Παρι­σιού’’ Για ένα διά­στη­μα συν­δέ­θη­κε και με διά­φο­ρες εικα­στι­κές ομά­δες όπως με τη Nouvelle Figuration.

Στα­δια­κά  στρέ­φε­ται στο γεω­με­τρι­κό του κόσμο και το 1967 στο έργο του ‘’Μια ιστο­ρία’’ πρω­τα­γω­νι­στεί το ανώ­νυ­μο ανθρω­πά­κι, με το οποίο καθιε­ρώ­νε­ται στο ευρύ κοι­νό. Συμπιε­σμέ­να σε σαρ­δε­λο­κού­τια, καθι­σμέ­να σε καρέ­κλες, άλλoτε να εμφα­νί­ζο­νται σε ανώ­νυ­μα πλή­θη, σε κηδεί­ες, δια­λέ­ξεις, ποδο­σφαι­ρι­κούς αγώ­νες, ομοιό­μορ­φα και ανώ­νυ­μα, τα ανθρω­πά­κια του εκφρά­ζουν την υπαρ­ξια­κή μονα­ξιά των ανθρώ­πων που οφεί­λε­ται στον κατα­να­λω­τι­σμό και τη μαζι­κο­ποί­η­ση της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας. Είναι συμ­βο­λι­κές μορ­φές, απρό­σω­πες και ανώ­νυ­μες που παρου­σιά­ζο­νται μόνες ή μέσα στο ομοιό­μορ­φο πλή­θος και έχουν μια παι­δι­κή αφέ­λεια με την οποία ειρω­νεύ­ο­νται τη σοβα­ρο­φά­νεια και γελοιο­ποιούν μια άκρι­τη και απρο­βλη­μά­τι­στη κοινωνία.

Tο ύφος τους είναι έντο­να εξπρε­σιο­νι­στι­κό ενώ οι φόρ­μες επί­πε­δες και γεω­με­τρι­κές, που στα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας θα χρη­σι­μο­ποι­η­θούν ως μοτί­βα με πολι­τι­κές προ­ε­κτά­σεις. Το ‘’ανθρω­πά­κι’’ είναι ένα εφυ­ές εικο­νο­γρα­φι­κό εύρη­μα που ο Γαΐ­της θα το μετα­χει­ρι­στεί ποι­κι­λο­τρό­πως: ως ζωγρα­φι­σμέ­νη μορ­φή, ως γλυ­πτό, ως στοι­χείο χάπε­νινγκ, ως κατα­σκευή. Μέσα από αυτό θα μετα­φέ­ρει ένα πλού­σιο κόσμο νοη­μά­των αλλά ταυ­τό­χρο­να θα του επι­τρέ­ψει να δεί­ξει τις ανα­νε­ω­τι­κές του τάσεις.

gaitis5

Το έργο του μόνο φαι­νο­με­νι­κά είναι pop (popular). Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­μυ­θο­ποιεί με τρό­πο καυ­στι­κό και ειρω­νι­κό την κατα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία και γελοιο­γρα­φεί τις λει­τουρ­γί­ες, τους θεσμούς και τα σύμ­βο­λά της. Η τυπο­ποι­η­μέ­νη, επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη και στυ­λι­ζα­ρι­σμέ­νη του μορ­φή εμπνέ­ε­ται, αλλά ταυ­τό­χρο­να δια­κω­μω­δεί, την προ­γο­νο­λα­τρεία, τους ήρω­ες και τους θεούς μιας παρελ­θού­σης ακα­δη­μαϊ­κής Ελλη­νι­κής σκη­νής και σε αντί­θε­ση με τους καλ­λι­τέ­χνες της γενιάς του ’30 βάζει τέλος στη νοσταλ­γία του παρελθόντος.

Σε μια συνέ­ντευ­ξη του στον Άρη Δικαίο, ο ίδιος διη­γεί­ται με απλό και σαφή τρό­πο την εικα­στι­κή του πορεία: ‘’Πέρα­σα από την παρα­στα­τι­κή, τον εξπρε­σιο­νι­σμό, τον σου­ρε­α­λι­σμό, την αφη­ρη­μέ­νη, τον κυβι­σμό, τη χει­ρο­νο­μια­κή, μέχρι να βρω αυτό που λέγε­ται “ανθρω­πά­κι”. “Το ανθρω­πά­κι” είναι ο σημε­ρι­νός άνθρω­πος, ο άνθρω­πος μόνος του μεσ’ την κοι­νω­νία, είναι αν θέλε­τε από την παρα­γω­γή στην κατα­νά­λω­ση, είναι το ανώ­νυ­μο πλήθος’’.

gaitis6

Όταν το 1967 εγκα­θι­δρύ­ε­ται η δικτα­το­ρία, εκτε­λεί το ‘’Tiens’’, στο οποίο ένας μοτο­σι­κλε­τι­στής κοι­τά­ζει ένα λευ­κό περι­στέ­ρι που κεί­ται στη γη, και το «Η δολο­φο­νία της ελευ­θε­ρί­ας», όπου μια ομά­δα στρα­τιω­τι­κών πυρο­βο­λούν ένα περι­στέ­ρι: Τα ανθρω­πά­κια εν τη γενέ­σει τους…

Τα πρώ­τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά απρό­σω­πα ανθρω­πά­κια, με το καπέ­λο,. τα ριγέ κοστού­μια, τη μαύ­ρη γρα­βά­τα, στοι­χι­σμέ­να ασά­λευ­τα σε γραμ­μές, κάνουν την εμφά­νι­σή τους στη Ρώμη το ’68. Έναν χρό­νο αργό­τε­ρα δίνουν το «παρών» στο Ινστι­τού­το Γκαί­τε της οδού Ομή­ρου στην Αθή­να. Πιό­νια μιας πολι­τεί­ας που θέλει τα πλή­θη σε ομοιο­γέ­νεια, ομοιο­μορ­φία, από­λυ­τη υπα­κοή. Αλλά σύντο­μα τα ανθρω­πά­κια ταξι­δεύ­ουν στα πέρα­τα του κόσμου, κοι­νω­νοί της παθη­τι­κό­τη­τας και της ανω­νυ­μί­ας μιας συγ­χυ­σμέ­νης επο­χής που ανα­δύ­ε­ται μέσα από την περι­παι­κτι­κή μεν, αλλά καυ­στι­κή κρι­τι­κή του δημιουρ­γού τους. Εκθέ­σεις ανά τον κόσμο, βγαί­νουν στους δρό­μους, στις πλα­τεί­ες, στα πάρ­κα, ζωντα­νά ανδρεί­κε­λα με καπέ­λα και ριγέ κοστου­μά­κια, ταξι­δεύ­ουν στα Ευρω­πά­λια στις Βρυ­ξέλ­λες, φωτο­γρα­φί­ζο­νται μπρο­στά στο Cafe Flores. Δια­κω­μω­δώ­ντας την αρχαιο­λα­τρία, γίνο­νται Οδυσ­σέ­ας, Οιδί­πο­δας, Σφίγ­γα, Ερμής, αμφο­ρέ­ας, πολε­μι­στές, φτε­ρω­τοί άγγε­λοι, κολό­νες σε αρχαί­ους ναούς, Καρυάτιδες.

Δεν παρέ­λει­πε ποτέ να δια­κω­μω­δεί από τον απλό λαϊ­κό άνθρω­πο μέχρι τους πολι­τι­κούς και τους θεσμούς, το ίδιο το σύστη­μα τελι­κά, σε πίνα­κες, γλυ­πτά, εγκα­τα­στά­σεις, χάπε­νινγκ, προ­σπα­θώ­ντας να ταρά­ξει τα νερά, να τρα­βή­ξει την προ­σο­χή, να αφυ­πνί­σει, να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει στο τι σημαί­νει ο θάνα­τος του Τσε, η Χιλή του Αλιέ­ντε, ο πόλε­μος του Βιετ­νάμ, η ‘’Κηδεία της ζωγρα­φι­κής’’, η χού­ντα της Ελλά­δας… Με πίνα­κες στους οποί­ους συμ­με­τέ­χουν απα­θείς συνο­δοι­πό­ροι, οι άνδρες-ανδρεί­κε­λα με τα μαύ­ρα καπέ­λα και τα ριγέ κοστού­μια που θυμί­ζoυν τις στο­λές των φυλακισμένων.

gaitis7

Μετά την πτώ­ση της χού­ντας, εγκα­τα­λεί­πει το Παρί­σι, έπει­τα από εικο­σα­ε­τή παρα­μο­νή και επα­νέρ­χε­ται στην Ελλά­δα, παγκό­σμια πλέ­ον ανα­γνω­ρι­σμέ­νος και με πλή­θος εκθέ­σε­ων στο ενερ­γη­τι­κό του. Στην Αθή­να που θα εγκα­τα­στα­θεί το ατε­λιέ του στη Μαυ­ρο­μα­ταί­ων, είναι χώρος φιλό­ξε­νος και ανοι­χτός σε όλους, ακό­μα και σε περα­στι­κούς. Εν τω μετα­ξύ δου­λεύ­ει ακα­τά­παυ­στα, εξε­λίσ­σο­ντας ολο­έ­να τα ανθρω­πά­κια του και διορ­γα­νώ­νο­ντας εκθέ­σεις σε όλο τον κόσμο.

Ο Γιάν­νης Γαΐ­της ήταν πρω­το­πό­ρος καλ­λι­τέ­χνης διε­θνούς ανα­στή­μα­τος. Ο πρώ­τος που ήλθε προ­φη­τι­κά αντι­μέ­τω­πος με τη μετα­τρο­πή του ανθρώ­που σε τυπο­ποι­η­μέ­νο ανώ­νυ­μο πλα­κέ ανθρω­πά­κι, στό­χο, νού­με­ρο. Στό­χος του ήταν να αφυ­πνί­σει την ανά­γκη να δια­φυ­λα­χθεί η ανθρώ­πι­νη οντό­τη­τα, δεί­χνο­ντας και δια­κω­μω­δώ­ντας την κατάντια.

‘’Έφυ­γε’’ το 1984,  στα 61 του μόλις χρό­νια, έξι ημέ­ρες μετά τα εγκαί­νια της ανα­δρο­μι­κής του έκθε­σης στην Εθνι­κή Πινακοθήκη

gaitis8

Ο ίδιος δήλω­νε για το έργο του:  ”Θέλω πάρα πολύ να εξη­γή­σω τη δου­λειά μου (…) υπάρ­χουν ειδι­κοί που μπο­ρούν να κάνουν αυτήν τη δου­λειά (…) αλλά εγώ νομί­ζω έχω πιο πολύ δικαί­ω­μα να μιλή­σω για τα Ανθρω­πά­κια, αυτά τα οποία είναι ξύλι­να βέβαια, αλλά αλη­θι­νά Ανθρω­πά­κια. Δηλα­δή είναι τα Ανθρω­πά­κια τού σήμε­ρα, είναι το κατε­στη­μέ­νο και το ίδιο το Ανθρω­πά­κι αυτό αντι­δρά στο κατεστημένο.

Σήμε­ρα κάνω το ανθρω­πά­κι. Δεν έχω τη δύνα­μη να το αλλά­ξω, για­τί το ανθρω­πά­κι με αντι­προ­σω­πεύ­ει από­λυ­τα… Τώρα, αν αυτά τα έργα μου αρέ­σουν ή δεν αρέ­σουν, αυτό είναι άλλη παρά­γρα­φος. Για­τί ο κόσμος δεν θέλει να βλέ­πει τον εαυ­τό του ανθρω­πά­κι. Για­τί σου λέει: εγώ δεν είμαι αυτός… Και όμως είναι’’…

 

 

Πηγές

— ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ — ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ Μιλτ.  Παπαιω­άν­νου,  Εκδό­σεις ΑΔΑΜ

—ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΙΤΗΣ, Ντέ­νης Ζαχαρόπουλος

— «Μονό­γραμ­μα» ΕΡΤ2, Γιάν­νης Γαΐ­της, Νοέμ­βριος 1984

— Ελέ­νη Αθα­να­σί­ου, από την παρου­σί­α­ση της έκθε­σης του Γιάν­νη Γαΐ­τη με τίτλο Ένας Ασυμ­βί­βα­στος Δαν­δής’’, 2015

— μαρ­τυ­ρία του Γιάν­νη Στε­φα­νί­δη για την ΕΠΟΝ και τη Σχο­λή Καλών Τεχνών στα χρό­νια της Κατοχής

—Τα ανθρω­πά­κια του Γαΐ­τη είναι παντο­τι­νά, Χρή­στος Παρίδης

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο