Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για την ιστοριογραφία του ελληνικού εργατικού κινήματος

Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ τον Νοέμβριο του 1918 στον Πειραιά

Το ιδρυ­τι­κό συνέ­δριο του ΣΕΚΕ τον Νοέμ­βριο του 1918 στον Πειραιά

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Με αφορ­μή τον γιορ­τα­σμό της Εργα­τι­κής Πρω­το­μα­γιάς σε λίγες μέρες, ένα από­σπα­σμα από την εξαι­ρε­τι­κή μελέ­τη του Ανα­στά­ση Ι. Γκί­κα “Ρήξη και ενσω­μά­τω­ση. Συμ­βο­λή στην Ιστο­ρία του εργα­τι­κού – κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος του Μεσο­πο­λέ­μου (1918 – 1936)”. Το κεί­με­νο είναι από το εισα­γω­γι­κό μέρος του βιβλί­ου και ανα­φέ­ρε­ται στην ιστο­ριο­γρα­φία τη σχε­τι­κή με το ελλη­νι­κό εργα­τι­κό κίνη­μα. Θέμα όχι ιδιαί­τε­ρα ανα­πτυγ­μέ­νο ούτε και ευρύ­τε­ρα γνω­στό, αλλά πολύ σημα­ντι­κό που βοη­θά­ει στην κατα­νό­η­ση και των γενι­κό­τε­ρων ιστο­ρι­κών φαι­νο­μέ­νων και το ρόλο τους στο μετα­σχη­μα­τι­σμό της ελλη­νι­κής κοινωνίας.

Γύρω από την ιστο­ριο­γρα­φία του ελλη­νι­κού εργα­τι­κού κινήματος

Όπως επα­νει­λημ­μέ­να έχει ειπω­θεί από πολ­λούς μελε­τη­τές στο παρελ­θόν, η παρα­γω­γή ιστο­ρι­κής γνώ­σης γύρω από το εργα­τι­κό κίνη­μα (στη μεσο­πο­λε­μι­κή Ελλά­δα, αλλά και γενι­κό­τε­ρα) είναι είτε «σχε­δόν ανύ­παρ­κτη» είτε βρί­σκε­ται ακό­μη «σε εμβρυα­κό στά­διο». Απο­τε­λεί, με άλλα λόγια, μια σχε­τι­κά «παρα­με­λη­μέ­νη ενό­τη­τα στην ιστο­ριο­γρα­φία της σύγ­χρο­νης Ελλάδας».

Ορι­σμέ­νοι εντο­πί­ζουν τις ρίζες του προ­βλή­μα­τος στο ότι «το ελλη­νι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα για λόγους οικο­νο­μι­κούς, κοι­νω­νι­κούς και πολι­τι­κούς δεν ενσω­μα­τώ­θη­κε στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία. Μένο­ντας στο περι­θώ­ριο και μην έχο­ντας τη δυνα­τό­τη­τα να εκφρα­στεί με τρό­πο βίαιο, με συνέ­πεια τη συνε­χή κρα­τι­κή παρέμ­βα­ση για την ανα­χαί­τι­σή του. Αυτές οι αντι­δρά­σεις και αυτή η μετα­χεί­ρι­ση είχαν σαν απο­τέ­λε­σμα να θεω­ρεί­ται αυτή η «ύλη» σαν κατ’ εξο­χήν εκρη­κτι­κή και σαν μη ενδε­δειγ­μέ­νο αντι­κεί­με­νο ακα­δη­μαϊ­κής έρευ­νας στην Ελλά­δα». Το πρό­βλη­μα, όμως, της ενσω­μά­τω­σης δεν έχει να κάνει με την «ελλη­νι­κή κοι­νω­νία» γενι­κά και αόρι­στα, αλλά πολύ συγκε­κρι­μέ­να με το αστι­κό κρά­τος και την αστι­κή νομιμότητα.

Το εργα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα στην Ελλά­δα δεν έδρα­σε στο περι­θώ­ριο αλλά στο επί­κε­ντρο των ιστο­ρι­κών εξε­λί­ξε­ων. Βεβαί­ως δεν υπήρ­ξε ενιαίο: Υπήρ­ξε ο κρα­τι­κά ενσω­μα­τω­μέ­νος και ο ταξι­κά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος συν­δι­κα­λι­σμός, «δύο γραμ­μές σε διαρ­κή αντι­πα­ρά­θε­ση» όπως πολύ εύστο­χα υπο­γράμ­μι­σε ο Γ. Μαυ­ρί­κος σε σχε­τι­κή μελέτη […].

Στο σημείο, ωστό­σο, στο οποίο συμ­φω­νού­με εν μέρει με την παρα­πά­νω δια­τυ­πω­θεί­σα θέση είναι ότι όντως, λόγω της μη ενσω­μά­τω­σής του στο αστι­κό καθε­στώς και ακρι­βώς εξ αιτί­ας της ταύ­τι­σής του με ένα συγκε­κρι­μέ­νο ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό χώρο – δύνα­μη (δηλα­δή το ΚΚΕ ), το εργα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα στην Ελλά­δα απο­τέ­λε­σε δια­χρο­νι­κά «εκρη­κτι­κή ύλη» για το ελλη­νι­κό ακα­δη­μαϊ­κό κατεστημένο.

Από την άλλη μεριά, υπάρ­χουν και αντι­κει­με­νι­κές δυσκο­λί­ες στην ιστο­ριο­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, που εντο­πί­ζο­νται κυρί­ως στην έλλει­ψη αξιό­πι­στων στα­τι­στι­κών στοι­χεί­ων και γενι­κό­τε­ρα πρω­το­γε­νών πηγών για την περί­ο­δο και το θέμα που μας ενδιαφέρει.[…] 

Μέσα από μια στοι­χειώ­δη επι­σκό­πη­ση της υπάρ­χου­σας εργα­τι­κής – κομ­μου­νι­στι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας, μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με μια σει­ρά αντι­λή­ψεις και από­ψεις γύρω από τους παρά­γο­ντες που καθό­ρι­σαν ή επη­ρέ­α­σαν κατα­λυ­τι­κά: α) Την οργά­νω­ση (τους λόγους έντα­ξης σε συλ­λο­γι­κά – οργα­νω­μέ­να σχή­μα­τα πάλης, τις μορ­φές οργά­νω­σης κ.λ.π),

β) τον ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό και, κατά προ­έ­κτα­ση, γ) τις τακτι­κές επι­λο­γές του ελλη­νι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος στα πρώ­τα του βήμα­τα. Ορι­σμέ­νες εξ αυτών έχουν πλέ­ον επι­κρα­τή­σει ως ευρύ­τε­ρα απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νες παρα­δο­χές που, στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό, ανα­πα­ρά­γο­νται από το σύνο­λο της σχε­τι­κής βιβλιο­γρα­φί­ας. Η εισα­γω­γή αυτή θα απο­τε­λέ­σει το εφαλ­τή­ριο για μια εν συνε­χεία δια­φο­ρε­τι­κή και, ελπί­ζου­με, εποι­κο­δο­μη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση στη μελέ­τη του κινή­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης.

Οι πρώ­τες προ­σπά­θειες κατα­γρα­φής της ιστο­ρί­ας του ελλη­νι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά (όπως του Γ. Κορ­δά­του ή του Α. Μπε­να­ρό­για) απο­τε­λούν χρή­σι­μες βιβλιο­γρα­φι­κές πηγές για το μελε­τη­τή – ιστο­ρι­κό, παρά τις όποιες ελλεί­ψεις ή αδυ­να­μί­ες. Η μαρ­ξι­στι­κή μέθο­δος έχει κατη­γο­ρη­θεί συχνά από πολ­λούς ως ανα­λυ­τι­κά προ­βλη­μα­τι­κή, δογ­μα­τι­κή και στεί­ρα‘ πως δήθεν περιο­ρί­ζει περι­γρα­φι­κά το κίνη­μα της εργα­τι­κής τάξης ως μια απλή «παρε­νέρ­γεια» της ανό­δου ή παρακ­μής της υλι­κής κατά­στα­σης των εργα­ζο­μέ­νων. Πρό­κει­ται για μια δια­στρέ­βλω­ση της μαρ­ξι­στι­κής μεθό­δου που προ­κύ­πτει είτε ως προ­ϊ­όν πολε­μι­κής (στο πλαί­σιο της πάλης των ιδε­ών που είναι σύμ­φυ­τη της ταξι­κής πάλης) είτε λόγω άγνοιας των έργων των «κλα­σι­κών» — του­λά­χι­στον – του μαρ­ξι­σμού (Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν) είτε ως απο­τέ­λε­σμα μιας άκρι­της ανα­πα­ρα­γω­γής συγκε­κρι­μέ­νων στε­ρε­ό­τυ­πων που έχουν καθιε­ρω­θεί στην αστι­κή ακα­δη­μαϊ­κή σκέ­ψη. Στοι­χεία αυτής της πολε­μι­κής μπο­ρεί ενδε­χο­μέ­νως να «πατούν» σε πραγ­μα­τι­κές αδυ­να­μί­ες μαρ­ξι­στών ιστο­ρι­κών που είναι μεν υπαρ­κτές (αν και πολ­λές φορές υπερ­βάλ­λο­νται), δεν μπο­ρούν όμως να ανά­γο­νται αυθαί­ρε­τα σε «αδυ­να­μί­ες» του μαρ­ξι­σμού γενικά.

Ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός δεν απο­τε­λεί κάποια μηχα­νι­στι­κή, στα­τι­κή ή οικο­νο­μι­κή μέθο­δο ανά­λυ­σης. Ούτε ένα προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νο σχή­μα, μια συλ­λο­γή «αόρι­στων» ‘η «αφη­ρη­μέ­νων» δια­τυ­πώ­σε­ων. Του­να­ντί­ον, πρό­κει­ται για μια ιδιαί­τε­ρα ζωντα­νή, δημιουρ­γι­κή και διαρ­κώς ανα­πτυσ­σό­με­νη θεω­ρία που αντι­με­τω­πί­ζει την ιστο­ρία ως επιστήμη.

Εξε­τά­ζει την ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη της κοι­νω­νί­ας στην κίνη­σή της και όχι φωτο­γρα­φι­κά ως στιγ­μιαί­ες απο­τυ­πώ­σεις του παρελ­θό­ντος. Ανα­ζη­τά τους δεσμούς που συν­δέ­ουν τις επι­μέ­ρους πτυ­χές της κοι­νω­νι­κής ζωής, που δια­τρέ­χουν τη φαι­νο­με­νι­κά χαο­τι­κή εναλ­λα­γή των ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των. Μελε­τά τη φύση και το χαρα­κτή­ρα αυτών των δεσμών. Προ­χω­ρά­ει πέρα από την καθιε­ρω­μέ­νη προ­σέγ­γι­ση της ιστο­ρί­ας ως μιας απλής απα­ρίθ­μη­σης γεγο­νό­των, ημε­ρο­μη­νιών και προ­σώ­πων (κατά κύριο λόγο ηγε­τι­κών). Ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός διεισ­δύ­ει στην ουσία των φαι­νο­μέ­νων ανα­ζη­τώ­ντας τα γενε­σιουρ­γά τους αίτια, τους νόμους που διέ­πουν την εσω­τε­ρι­κή τους λει­τουρ­γία, τις αντι­θέ­σεις που περι­κλεί­ουν, τις συν­θέ­σεις που προ­κύ­πτουν κ.λ.π. Στο επί­κε­ντρο της ανά­λυ­σής του βρί­σκε­ται το στοι­χείο της ταξι­κής πάλης και οι κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις που πρω­τα­γω­νι­στούν σε αυτή.

Καπνεργατική συνδιάσκεψη Σερρών - Δράμας - Καβάλας 1934

Καπνερ­γα­τι­κή συν­διά­σκε­ψη Σερ­ρών — Δρά­μας — Καβά­λας 1934

Σχε­τι­κά με την υπό­λοι­πη ιστο­ριο­γρα­φία: Συχνά συνα­ντά­με την τάση η εργα­τι­κή τάξη να ταυ­τί­ζε­ται συνο­λι­κά με ένα μικρό­τε­ρο αριθ­μη­τι­κά, αλλά περισ­σό­τε­ρο οργα­νω­μέ­νο τμή­μα της. Αντί­στοι­χα, οι ανα­φο­ρές στο εργα­τι­κό κίνη­μα περιο­ρί­ζο­νται συνή­θως στους ηγε­τι­κούς εκπρο­σώ­πους – φορείς του. Ωστό­σο, μια προ­σέγ­γι­ση που ξεκι­νά με αφε­τη­ρία τις ανώ­τε­ρες βαθ­μί­δες των οργα­νω­τι­κών εκφρά­σε­ων και δομών του εργα­τι­κού κινή­μα­τος (και που σπα­νί­ως εκτεί­νε­ται παρα­πέ­ρα) δε δύνα­ται να καλύ­ψει ανα­λυ­τι­κά ή να κατα­λή­ξει σε σύν­θε­ση του συνό­λου των διερ­γα­σιών και των ζυμώ­σε­ων που χαρα­κτή­ρι­σαν το κίνη­μα, που έθε­σαν τους όρους και τα όρια της πολι­τι­κής του συμπε­ρι­φο­ράς ή της κοι­νω­νι­κής του συνεί­δη­σης σε επί­πε­δο βάσης.

Μερί­δα της βιβλιο­γρα­φί­ας περι­στρέ­φε­ται γύρω από μια κατά βάση «ανθρω­πο­λο­γι­κή» αντί­λη­ψη της πολι­τι­κής και συν­δι­κα­λι­στι­κής δρά­σης στην Ελλά­δα. Στις ανα­λύ­σεις αυτές, κεντρι­κό ρόλο στον καθο­ρι­σμό των πολι­τι­κών πεποι­θή­σε­ων των εργα­ζο­μέ­νων παί­ζουν, π.χ. οι δεσμοί οικο­γέ­νειας και κατα­γω­γής, οι πελα­τεια­κές σχέ­σεις, η δήθεν ιδιαί­τε­ρη «φύση» ή «ψυχο­σύν­θε­ση» του Έλλη­να κ.α. Η έντα­ξη και συμ­με­το­χή σε συλ­λο­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως το προ­ϊ­όν στε­νά ατο­μι­κών – συμ­φε­ρο­ντο­λο­γι­κών κρι­τη­ρί­ων, τα οποία ορί­ζο­νται στο πλαί­σιο ορι­ζό­ντιων ή κάθε­των μηχα­νι­σμών ενσωμάτωσης.

Με το κέντρο βάρους να μετα­το­πί­ζε­ται στα στοι­χεία της χει­ρα­γώ­γη­σης και του ελέγ­χου, οι ιστο­ριο­γρα­φι­κές αυτές προ­σεγ­γί­σεις τεί­νουν να επι­κε­ντρώ­νο­νται σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στον «επί­ση­μο» συν­δι­κα­λι­σμό, εκεί­νο δηλα­δή που απο­λάμ­βα­νε της έγκρι­σης κρά­τους και κεφαλαίου.

Ωστό­σο, ήταν ο «ανε­πί­ση­μος» συν­δι­κα­λι­σμός, εκεί­νος που «ακρο­βα­τού­σε» στα όρια της παρα­νο­μί­ας (ή καλύ­τε­ρα στα όρια της αστι­κής νομι­μό­τη­τας τα οποία συχνά ξεπερ­νού­σε), ο οποί­ος κατά­φε­ρε στην πορεία να ανα­πτύ­ξει σημα­ντι­κό, αυτό­νο­μο από την αστι­κή πολι­τι­κή, πλαί­σιο θεω­ρί­ας και πρά­ξης. Επε­ξη­γη­μα­τι­κά μοντέ­λα που εξε­τά­ζουν το εργα­τι­κό κίνη­μα από τη σκο­πιά των «επί­ση­μων» εκπρο­σώ­πων του δε δια­θέ­τουν τα ανα­λυ­τι­κά εργα­λεία που απαι­τού­νται για την επε­ξή­γη­ση κινη­μά­των τα οποία δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­καν μακριά και έξω από τα επί­ση­μα κανά­λια και τις δομές της εξου­σί­ας. Ακο­λού­θως, το κίνη­μα της εργα­τι­κής τάξης, που πρό­βαλ­λε αντί­στα­ση και στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό αμφι­σβή­τη­σε την ηγε­μο­νία του κυρί­αρ­χου κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού καθε­στώ­τος, αντι­με­τω­πί­ζε­ται πολ­λά­κις ως δευ­τε­ρεύ­ον, περι­θω­ρια­κό, ακό­μη και ως μη υπαρκτό.

Πολ­λοί ισχυ­ρί­στη­καν ότι, μέσα από την ενσω­μά­τω­ση του στον κρα­τι­κό μηχα­νι­σμό, την οικο­νο­μι­κή του εξάρ­τη­ση και τη χει­ρα­γώ­γη­ση της ηγε­σί­ας του, το εργα­τι­κό κίνη­μα στην Ελλά­δα μετα­τρά­πη­κε ουσια­στι­κά σε προ­έ­κτα­ση της κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, συμ­βάλ­λο­ντας σημα­ντι­κά στη δια­τή­ρη­ση του status quo είτε άμε­σα (μέσω της υιο­θέ­τη­σης και προ­ώ­θη­σης της άρχου­σας πολι­τι­κής) είτε έμμε­σα (αμβλύ­νο­ντας τις δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές μέσα στο κίνη­μα). Γι’ αυτό και η ενσω­μά­τω­ση προ­βάλ­λε­ται κατά κανό­να ως ο βασι­κός παρά­γο­ντας πίσω από τη δήθεν «απο­τυ­χία» των Ελλή­νων εργα­ζο­μέ­νων να οργα­νώ­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους ως τάξη αδέ­σμευ­τα και ανε­ξάρ­τη­τα από πελα­τεια­κά, κομ­μα­τι­κά δίκτυα (αστι­κών κομ­μά­των εξου­σί­ας) και κυβερ­νη­τι­κές πολιτικές.

Ωστό­σο, για ακό­μη μια φορά, η δια­πί­στω­ση αυτή δεν αφο­ρά το σύνο­λο του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, αλλά ένα συγκε­κρι­μέ­νο κομ­μά­τι του, αυτό του «επί­ση­μου» συνδικαλισμού.

Το εργα­τι­κό κίνη­μα εμφα­νί­ζε­ται λίγο – πολύ ως μια στιγ­μιαία εκδή­λω­ση αυθορ­μη­τι­σμού, ως μια προ­σω­ρι­νή σύμ­πτω­ση επι­μέ­ρους ατο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων και όχι ως συνει­δη­τή επι­λο­γή για συλ­λο­γι­κή δρά­ση στη βάση της ταξι­κής συνει­δη­το­ποί­η­σης. Οι εργα­ζό­με­νοι αντι­με­τω­πί­ζο­νται γενι­κά (και ατα­ξι­κά) ως «πολί­τες» με ατο­μι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και ανη­συ­χί­ες. Όχι ως μέλη μιας συγκε­κρι­μέ­νης τάξης με συγκε­κρι­μέ­να ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και αντί­στοι­χους προ­βλη­μα­τι­σμούς. Σύμ­φω­να με αυτήν τη λογι­κή, ο περι­βό­η­τος «ατο­μι­σμός» του Έλλη­να εργα­ζό­με­νου, θεσμο­θε­τη­μέ­νος ή όχι, τον «απέ­τρε­ψε» από το να συγκρο­τή­σει ταξι­κούς φορείς διεκ­δί­κη­σης, να δια­μορ­φώ­σει ταξι­κή συνεί­δη­ση ή να ανα­πτύ­ξει ταξι­κούς δεσμούς αλλη­λεγ­γύ­ης με τους συνα­δέλ­φους του.

Συχνά, προς «από­δει­ξη» του βαθ­μού ενσω­μά­τω­σης του ελλη­νι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος παρα­τί­θε­νται γεγο­νό­τα και αριθ­μοί, όπως, π.χ. το «πέρα­σμα» της Γενι­κής Συνο­μο­σπον­δί­ας Εργα­τών (ΓΣΕΕ) στα χέρια των ρεφορ­μι­στών συν­δι­κα­λι­στών την περί­ο­δο 1926 – 1927, τα χαμη­λά ποσο­στά των οργα­νω­μέ­νων εργα­τών στα σωμα­τεία, η μικρή αριθ­μη­τι­κή δύνα­μη του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος κ.α.[…]

Αναμ­φι­σβή­τη­τα, η εξέ­τα­ση των μεθό­δων ενσω­μά­τω­σης της εργα­τι­κής τάξης στην αστι­κή πολι­τι­κή απο­τε­λεί απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για οποια­δή­πο­τε ιστο­ριο­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση του εργα­τι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος. Ταυ­τό­χρο­να όμως, δε γίνε­ται να αγνο­ού­νται οι παρά­γο­ντες που συνη­γό­ρη­σαν στη ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σή της. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι όροι και οι προ­ο­πτι­κές δια­μόρ­φω­σης μιας ταξι­κής πολι­τι­κής από τη μεριά της εργα­τι­κής τάξης υπο­τι­μώ­νται, περι­θω­ριο­ποιού­νται ή απο­σιω­πώ­νται παντελώς.

Επί­σης, η βιβλιο­γρα­φία που επι­κε­ντρώ­νε­ται στον παρά­γο­ντα ενσω­μά­τω­ση απο­τυγ­χά­νει στην πλειο­ψη­φία της να ανα­δεί­ξει (σκο­πί­μως;) πτυ­χές της που έχουν να κάνουν με την αστι­κή βία, με τη συγκρό­τη­ση και ευρεία χρή­ση κατα­σταλ­τι­κών μηχα­νι­σμών όπως η αστυ­νο­μία, τα Σώμα­τα Ασφα­λεί­ας ή ο στρα­τός, με στό­χο τη συστη­μα­τι­κή δίω­ξη και κατα­πί­ε­ση των ριζο­σπα­στι­κών τμη­μά­των της εργα­τι­κής τάξης. Η κατα­στο­λή έλα­βε πολ­λές μορ­φές. Εκφρά­στη­κε, π.χ., με άμε­σες ή έμμε­σες παρεμ­βά­σεις στην οργά­νω­ση και λει­τουρ­γία των εργα­τι­κών ενώ­σε­ων. Με αλλοί­ω­ση των αντι­προ­σω­πευ­τι­κών οργά­νων του συν­δι­κα­λι­στι­κού κινή­μα­τος. Με συλ­λή­ψεις και εκτο­πί­σεις εργα­τών ή συν­δι­κα­λι­στών που ανή­καν ή δρα­στη­ριο­ποιού­νταν στα ταξι­κά συν­δι­κά­τα, που ήταν μέλη ή απλά πρό­σκει­ντο στο ΚΚΕ. Με τη φανε­ρή ή κρυ­φή παρα­κο­λού­θη­ση των συνε­λεύ­σε­ων των σωμα­τεί­ων, των εργα­τι­κών κέντρων κ.λ.π. Πρό­κει­ται για στοι­χεία που συνο­δεύ­ουν την ιστο­ρι­κή πορεία του εργα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κινή­μα­τος της χώρας μας εν πολ­λοίς και μέχρι σήμε­ρα. Πρέ­πει, επο­μέ­νως, να συνυ­πο­λο­γί­ζο­νται σε κάθε σχε­τι­κή έρευνα.

Όπου και όπο­τε συνα­ντά­με ανα­φο­ρά στην κρα­τι­κή παρεμ­βα­τι­κό­τη­τα, περιο­ρί­ζε­ται συνή­θως στον έλεγ­χο δια­φό­ρων σωμα­τεί­ων και εργα­τι­κών στε­λε­χών μέσω των πελα­τεια­κών σχέ­σε­ων και δικτύ­ων. Παράλ­λη­λα, μια σει­ρά οργα­νι­σμοί που συστά­θη­καν με πρω­το­βου­λία των Αρχών, όπως για παρά­δειγ­μα η Εργα­τι­κή Εστία, η Επι­θε­ώ­ρη­ση Εργα­σί­ας κ.α. αγνο­ού­νται εν πολ­λοίς ως προς το ρόλο που δια­δρα­μά­τι­σαν στην οικο­νο­μι­κή και διοι­κη­τι­κή ενσω­μά­τω­ση του συν­δι­κα­λι­στι­κού κινήματος.

Η αυτό­μα­τη σύν­δε­ση αιτί­ας και απο­τε­λέ­σμα­τος, που συχνά επι­χει­ρεί­ται ή λαμ­βά­νε­ται ως δεδο­μέ­νη μετα­ξύ της ύφε­σης ή της σχε­τι­κής στα­θε­ρο­ποί­η­σης της οικο­νο­μί­ας (ντό­πιας και διε­θνούς) από τη μια και της τάσης ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης ή συντη­ρη­τι­κο­ποί­η­σης της εργα­τι­κής τάξης από την άλλη αντί­στοι­χα, απο­τε­λεί μια μάλ­λον υπε­ρα­πλου­στευ­μέ­νη, μηχα­νι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση του όλου ζητή­μα­τος. Και όμως, δεν είναι λίγοι εκεί­νοι που αρκού­νται στην υιο­θέ­τη­ση μιας υπο­θε­τι­κής φόρ­μου­λας του τύπου «οικο­νο­μι­κή κρί­ση + εργα­τι­κή τάξη = κομ­μου­νι­σμός» ως βάσης για την παρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη της προ­βλη­μα­τι­κής τους. Τέτοιες υπο­θέ­σεις δεν επι­τρέ­πουν την εμβά­θυν­ση στην ουσία των διερ­γα­σιών που συντέ­λε­σαν στις όποιες ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές μετα­το­πί­σεις στις γραμ­μές του εργα­τι­κού κινήματος.

Πολ­λές έρευ­νες επι­κε­ντρώ­νο­νται υπερ­βο­λι­κά στη μελέ­τη δομών και θεσμών, σε πρό­σω­πα – κλει­διά ή ομά­δες που αντα­γω­νί­ζο­νται μετα­ξύ τους για την εξου­σία (ή που διεκ­δι­κούν έστω ορι­σμέ­νο μερί­διο και ρόλο στη δια­χεί­ρι­σή της.) Κατά συνέ­πεια εκτο­πί­ζουν από το ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο το λαϊ­κό παρά­γο­ντα. Υπο­βαθ­μί­ζουν ή δια­γρά­φουν εντε­λώς τις ανερ­χό­με­νες κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις ως ιστο­ρι­κά υπο­κεί­με­να. Θέτουν εκτός «εικό­νας» τις συν­θή­κες εκεί­νες υπό τις οποί­ες οι εργα­ζό­με­νοι οδη­γή­θη­καν – ατο­μι­κά ή συλ­λο­γι­κά – στη συνει­δη­το­ποί­η­ση της δύνα­μής τους, θέτο­ντας προ­ο­δευ­τι­κά ζητή­μα­τα ανα­τρο­πής της κυρί­αρ­χης εξου­σί­ας και μετα­σχη­μα­τι­σμού της κοινωνίας.

Μηδα­μι­νή ανα­φο­ρά γίνε­ται συνή­θως στην εμπει­ρία της παρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας, στις ζυμώ­σεις που έλα­βαν χώρα εκεί όπου οι εργά­τες ζού­σαν και εργά­ζο­νταν, ως συστα­τι­κά στοι­χεία μιας ανα­δυό­με­νης ταξι­κής ταυ­τό­τη­τας. Ως «πρώ­τες ύλες» στη δημιουρ­γία δεσμών αλλη­λεγ­γύ­ης στις γραμ­μές της εργα­τι­κής τάξης. Πρό­κει­ται για παρά­γο­ντες που συνέ­δρα­μαν σημα­ντι­κά στη δια­μόρ­φω­ση της πολι­τι­κής σκέ­ψης και συμπε­ρι­φο­ράς των εργα­ζο­μέ­νων, που σημά­δε­ψαν τις διερ­γα­σί­ες στο εσω­τε­ρι­κό του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, καθώς αυτό προ­σπα­θού­σε να αυτο­προσ­διο­ρι­στεί ως τάξη και ως πολι­τι­κό υποκείμενο.

Τέλος, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές παρα­κα­τα­θή­κες της μετεμ­φυ­λια­κής Ελλά­δας και του λεγό­με­νου «Ψυχρού Πολέ­μου», δηλα­δή με την εξέ­λι­ξη της ταξι­κής πάλης στη χώρα μας αλλά και διε­θνώς, ο αντι­κομ­μου­νι­σμός – άλλο­τε χυδαί­ος, άλλο­τε πιο «εκλε­πτυ­σμέ­νος» — υπήρ­ξε ανα­πό­σπα­στο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της σχε­τι­κής βιβλιο­πα­ρα­γω­γής. Η προ­σπά­θεια δαι­μο­νο­ποί­η­σης του εργα­τι­κού και κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος στην αστι­κή ιστο­ριο­γρα­φία δεν απο­τε­λεί, βεβαί­ως, έκπλη­ξη. Σε περιό­δους όξυν­σης της ταξι­κής πάλης, η αντι­πα­ρά­θε­ση στο επί­πε­δο των ιδε­ών λαμ­βά­νει σαφώς μεγα­λύ­τε­ρες διαστάσεις.

Σε γενι­κές γραμ­μές, η κρα­τού­σα ιστο­ριο­γρα­φία α) περιο­ρί­στη­κε σε μια απλή ανα­πα­ρα­γω­γή («επι­βε­βαί­ω­ση») μιας σει­ράς προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νων συμπε­ρα­σμά­των που βρί­σκο­νταν σε από­λυ­τη σύμπνοια με την κυρί­αρ­χη εκδο­χή του παρελ­θό­ντος, β) στά­θη­κε μερο­λη­πτι­κά ενά­ντια στο ταξι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα, αντι­με­τω­πί­ζο­ντάς το ως «περι­θω­ρια­κό» ή «ακραίο», προ­ϊ­όν της «μιζέ­ριας» ή της «άγνοιας» της εργα­τι­κής τάξης κ.λ.π., γ) δια­στρέ­βλω­σε το χαρα­κτή­ρα, τη δρά­ση και τους σκο­πούς του, δ) άντλη­σε μονο­με­ρώς τις πηγές της, μην αξιο­λο­γώ­ντας την ταξι­κή προ­έ­λευ­ση ή σκο­πι­μό­τη­τα της εκά­στο­τε πλη­ρο­φο­ρί­ας, απα­ξιώ­νο­ντας τις ανα­λύ­σεις , τη γρα­πτή και προ­φο­ρι­κή παρά­δο­ση της «άλλης πλευράς».

Δεν είναι λίγοι εκεί­νοι οι αστοί ιστο­ριο­γρά­φοι που έφτα­σαν στο σημείο να αρνού­νται ακό­μα και την ύπαρ­ξη ενός ριζο­σπα­στι­κού εργα­τι­κού κινή­μα­τος στην Ελλά­δα του Μεσοπολέμου.

Επο­μέ­νως, ο μελε­τη­τής ιστο­ρι­κός – ιδιαί­τε­ρα της πολι­τι­κής ιστο­ρί­ας ή της ιστο­ρί­ας του εργα­τι­κού κινή­μα­τος – δεν πρέ­πει να λησμο­νά το γεγο­νός ότι η παρα­γω­γή γνώ­σης απο­τε­λεί, σε μεγά­λο βαθ­μό, προ­ϊ­όν των κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κών αντι­θέ­σε­ων και συγκρού­σε­ων της επο­χής όπου συντε­λεί­ται. (σελ. 21 – 30)

gikas3Ανα­στά­σης Ι. Γκί­κας, Ρήξη και Ενσω­μά­τω­ση. Συμ­βο­λή στην Ιστο­ρία του εργα­τι­κού – κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος του Μεσο­πο­λέ­μου (1918 – 1936). Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2010

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο