Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Κοτζιούλας «Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ, με απόλυτη ειλικρίνεια»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας έγρα­ψε τις ανα­μνή­σεις του για τον Άρη Βελου­χιώ­τη στο βιβλίο του Όταν Sofi 1ήμουν με τον Άρη. Στον πρό­λο­γο εξη­γεί τους λόγους που τον ώθη­σαν να μιλή­σει για τον « πρω­το­στά­τη της ανταρ­το­σύ­νης» ένα χρό­νο μετά το θάνα­τό του.

«Γρά­φο­ντας τα παρα­κά­τω εκπλη­ρώ­νω μια υπο­χρέ­ω­ση, ένα μνη­μό­συ­νο για το χτε­σι­νό μας αρχη­γό, για το μεγά­λο μου φίλο» σημειώ­νει ο Κοτζιούλας.

Παρα­τί­θε­νται ο πρό­λο­γος και το πρώ­το κεφάλαιο:

«Κοντεύ­ει να κλεί­σει πια ένας χρό­νος από τότε που μαθεύ­τη­κε ο σκο­τω­μός του Άρη.

Στην αρχή κανέ­νας δε θέλη­σε να πιστέ­ψει το απαί­σιο μαντά­το. Για βδο­μά­δες και μήνες έλε­γαν πως θα ήταν ψέμα, θα είχε γίνει λάθος‘ ίσως επί­τη­δες το έγρα­ψαν οι φημε­ρί­δες για να κρύ­ψουν τη δια­φυ­γή του στο εξω­τε­ρι­κό ή κάτι τέτοιο. Ήταν των αδυ­νά­των αδύ­να­το να σκο­τω­θεί ο Άρης, ο πρω­το­στά­της της ανταρ­το­σύ­νης. Τόσο πολύ τον είχε πιστέ­ψει ο λαός, είχε συν­δέ­σει τ’ όνο­μά του με την ιδέα της παλι­κα­ριάς, με το μεγα­λείο του αγώνα.

Και όμως το φρι­χτό μήνυ­μα επι­βε­βαιώ­θη­κε με τον και­ρό. Ήταν αλή­θεια: ο Άρης είχε σκο­τω­θεί! Το είπαν άνθρω­ποι που πολέ­μη­σαν ως τα τελευ­ταία μαζί του. Άλλοι είχαν ιδεί με τα μάτια τους το κομ­μέ­νο κεφά­λι του. Και όλοι πια άρχι­σαν να δέχο­νται το θάνα­τό του σαν ένα γεγο­νός. Μονά­χα λίγοι πιστοί, φανα­τι­κοί λάτρες του, που τον γνώ­ρι­σαν από κοντά, ή τον άκου­γαν από μακρυά, μόνο αυτοί δεν εννο­ούν ακό­μα να το παρα­δε­χτούν. Γι’ αυτούς ο Άρης ζει ακό­μα. Οι ήρω­ες, οι υπε­ράν­θρω­ποι δεν πεθαί­νουν σαν τους άλλους ανθρώπους.

Στο μετα­ξύ, γύρω από το πρό­σω­πο του σκο­τω­μέ­νου αρχη­γού άνα­ψε μια φοβε­ρή πολε­μι­κή από μέρος της αντί­δρα­σης που, για να πού­με το σωστό, πάντα τον είχε καρ­φί στο μάτι της τον Άρη. Πόσα δεν έγρα­ψαν με φαρ­μα­κε­ρό μελά­νι, πόσα δεν αλύ­χτη­σαν γι’ αυτόν οι εχτροί του, κι όταν ακό­μα ζού­σε κι ύστε­ρα απ’ το θάνα­το του. Συγκε­ντρώ­νουν απά­νω του τα πυρά, για­τί ξέρουν πως αυτός αντι­προ­σώ­πευε την επα­νά­στα­ση καλύ­τε­ρα από κάθε άλλον, σαν αρχη­γός του λαϊ­κού στρα­τού μας στα βουνά.

Οι φίλοι τον λατρεύ­ουν. Οι αντί­πα­λοι τον ανα­θε­μα­τί­ζουν. Τ’ όνο­μά του απλώ­θη­κε σε όλη την Ελλά­δα και δεν πρό­κει­ται να σβή­σει ποτέ. Τον ξέρουν γέροι και παι­διά, έγι­νε το θιά­μα­σμα των γυναι­κών. Έκα­νε τόσους ανθρώ­πους να δακρύ­σουν, από χαρά, από συγκί­νη­ση, από περη­φά­νια. Και οι αντί­θε­τοι τον παρου­σιά­ζουν σαν άσπλα­χνο κακούρ­γο, σαν έναν ματο­βαμ­μέ­νο αρχι­λη­στή. Το μίσος κ’ η χολή τους δεν ξεθύ­μα­ναν ούτε με το θάνα­τό του.

Τι νάταν απ’ όλ’ αυτά ο Άρης Βελουχιώτης;

Πώς φερ­νό­ταν σαν άνθρω­πος, τι γνω­ρί­σμα­τα είχε; Αξί­ζει πραγ­μα­τι­κά να γίνε­ται τόσος λόγος γι’ αυτόν; Πώς δικαιο­λο­γεί­ται ο φωτο­στέ­φα­νος, ο θρύ­λος που τον τύλι­ξε από τόσο νωρίς;

Στα παρα­πά­νω ρωτή­μα­τα αισθάν­θη­κα πως είχα χρέ­ος ν’ απα­ντή­σω κι εγώ, αφού μου δόθη­κε η σπά­νια τύχη να τον γνω­ρί­σω από σιμά και μάλι­στα να συν­δε­θώ μαζί του. Το κάνω και για τους φίλους που θέλουν ν’ απα­θα­να­τι­στεί μια τέτια φυσιο­γνω­μία, μα, και για όσους δεν απο­κρυ­στάλ­λω­σαν αντί­λη­ψη γι’ αυτόν, με το να τον ξέρουν μόνο από δια­δό­σεις κι αφηγήσεις.

Γρά­φο­ντας τα παρα­κά­τω εκπλη­ρώ­νω μια υπο­χρέ­ω­ση, ένα μνη­μό­συ­νο για το χτε­σι­νό μας αρχη­γό, για το μεγά­λο μου φίλο. Μα απ’ την άλλη μεριά έχω τη συναί­σθη­ση πως προ­σφέ­ρω και μερι­κά στοι­χεία για την αυρια­νή του ιστορία.

Δεν πρό­κει­ται να μιλή­σω για τη στρα­τιω­τι­κή του δρά­ση ούτε για την πολι­τι­κή πλευ­ρά του. Αυτά δε με αφο­ρούν. Άλλοι τα κατέ­χουν καλύ­τε­ρα. Εγώ θα διη­γη­θώ ανα­μνή­σεις μου, καθη­με­ρι­νά επει­σό­δια ή συνο­μι­λί­ες, όπως μούρ­χο­νται στο νου. Θα προ­σπα­θή­σω να δώσω μια εικό­να του ανθρώ­που , όσο γίνε­ται πιστή.

Σ’ αυτό δε θα παρα­συρ­θώ ούτε απ’ το σύν­δε­σμό μου μ’ εκεί­νον ούτε απ’ τις πολι­τι­κές μου πεποι­θή­σεις. Φρο­νώ πως η αλή­θεια, όταν λέγε­ται καθα­ρή, ποτέ δε ζημιώ­νει. Αν το γρα­φτό μου δεν έχει άλλη αξία, κανέ­νας ας μην του αρνη­θεί του­λά­χι­στον την αξιοπιστία.

Θα μιλή­σω για τον Άρη όπως τον γνώ­ρι­σα εγώ, με από­λυ­τη ειλικρίνεια.

ΠΩΣ ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΗΚΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

Εκεί απά­νου στ’ από­κε­ντρα Τζου­μέρ­κα, όπου βρέ­θη­κα κι εγώ απο­κλει­σμέ­νος το δεύ­τε­ρο χει­μώ­να της σκλα­βιάς, δεν είχα­με επι­κοι­νω­νία ταχτι­κή με τις πόλεις ούτ’ ερχό­ταν ακό­μα παρά­νο­μος τύπος για να μαθαί­νου­με τι γίνε­ται και παραπέρα.

Τ’ όνο­μα του Άρη το πρω­τα­κού­σα­με Πρω­το­χρο­νιά του 42.

Sofi3Τότε βγή­κε η πρώ­τη αντάρ­τι­κη ομά­δα της περιο­χής μας, οι πρώ­τοι Ελα­σί­τες με τον καπε­τάν Τζα­βέ­λα. Την παρα­μο­νή του νέου χρό­νου σκό­τω­σαν έναν προ­δό­τη από γει­το­νι­κό χωριό, που κατα­τυ­ραν­νού­σε την περι­φέ­ρεια και τον μισού­σαν όλοι εκεί γύρω. Γι’ αυτό οι αντάρ­τες έγι­ναν δεχτοί με ανυ­πό­κρι­το ενθου­σια­σμό απ’ τους χωριά­τες, επει­δή [τους] γλύ­τω­σαν από έναν πρά­χτο­ρα των Ιτα­λών που η παρου­σία του ήταν ένας εφιάλ­της για όλους.

Στην αυθόρ­μη­τη συγκέ­ντρω­ση που έγι­νε με το πέρα­σμα των ανταρ­τών, ο αρχη­γός μάς μίλη­σε στο μεσο­χώ­ρι για τους σκο­πούς του ΕΑΜ ( τότε τ’ άκου­γαν κι αυτό οι περ­σό­τε­ροι, εξόν από μας τους λίγους, τους μυη­μέ­νους να πού­με). Θέλο­ντας έπει­τα να δεί­ξει πως η κίνη­ση αυτή δεν είχε περιο­ρι­σμέ­νο χαρα­κτή­ρα, παρά απλω­νό­ταν σε όλη τη σκλα­βω­μέ­νη χώρα, προ­πά­ντων στ’ απρο­σκύ­νη­τα βου­νά, είπε τα εξής:

- Ολού­θε ξεπρό­βα­λαν αντάρ­τες. Τα γεν­ναία Ελλη­νό­που­λα, οι από­γο­νοι του Εικο­σιέ­να, βγή­καν πάλι στο κλα­ρί. Νέα κλε­φτου­ριά σχη­μα­τί­ζε­ται, αλλά με και­νούρ­γιες βάσεις, με οργά­νω­ση και πει­θαρ­χία. Από τα βου­νά του Ραντο­βι­ζιού ως πέρα στ’ Άγρα­φα και στη Γκιώ­να κι ακό­μα μακρύ­τε­ρα, δημιουρ­γεί­ται ο και­νούρ­γιος στρα­τός μας, όλο από εθε­λο­ντές. Άνα­ψε πάλι το ντου­φέ­κι, ξανα­ζεί το κλέ­φτι­κο των προ­γό­νων μας. Ο Άρης στον Παρ­νασ­σό, ο Ερμής στο Καρπενήσι…

Αυτοί είχαν πρω­το­βγεί ως τότε απ’ τη Ρού­με­λη την ανταρ­το­μά­να. Ο Όλυ­μπος , η Μακε­δο­νία ήταν πολύ μακριά από μας και δε μπο­ρού­σα­με να ξέρου­με τι γίνε­ται κει­πέ­ρα. Γι’ αυτό κι ο καπε­τά­νιος μας ανά­φε­ρε μόνο δυο γνω­στά του ονό­μα­τα, που είχαν προη­γη­θεί απ’ αυτόν στην κοι­νή δράση,

Η εύη­χη δισύλ­λα­βη ονο­μα­σία δεν άργη­σε ν’ ακου­στεί και πάλι στα βου­νά μας, λίγο αργό­τε­ρα, με το κατόρ­θω­μα του Γορ­γο­πό­τα­μου. Είναι γνω­στό πως η επι­χεί­ρη­ση αυτή, που έγι­νε σε από­λυ­τη τότε συνερ­γα­σία με τους Άγγλους αξιω­μα­τι­κούς, οφεί­λε­ται κατά το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της στην παρου­σία του Άρη και των γεν­ναί­ων συντρό­φων του.

Και η φήμη άρχι­σε από τότε να τον παίρ­νει στα φτε­ρά της:

- Σπου­δαί­ος θάναι αυτός ο Άρης! λέγαν οι χωριά­τες ο ένας με τον άλλον.

Και οι αντάρ­τες καμάρωναν:

- Τέτια παλι­κά­ρια βγά­ζει ο λαός.

Αλλά κανέ­νας δεν ήξε­ρε ακό­μα την ταυ­τό­τη­τά του.

- Άκου­σα πως είναι ταγ­μα­τάρ­χης, έλε­γε ο ένας.

- Μου φαί­νε­ται πως σπού­δα­σε στη Μόσχα πρό­σθε­τε ο άλλος.

Τους άρε­σε να τον φαντά­ζο­νται για σπου­δαίο επα­να­στά­τη, μα και γι’ άνθρω­πο των όπλων. Το ένο­πλο κίνη­μα ζητού­σε τον ηγέ­τη του, οι αντάρ­τες ήθε­λαν τον αρχη­γό τους.

Πέρα­σε η άνοι­ξη, έμπαι­νε το καλο­καί­ρι. Δεν είχε σχη­μα­τι­στεί ακό­μα η Μεραρ­χία Ηπεί­ρου. Ήταν ένα μεγά­λο συγκρό­τη­μα με έδρα Πρά­μα­ντα – Μελισ­σουρ­γούς. Τότε έγι­νε στα βου­νά της Πίν­δου και το Α’ Παν­θεσ­σα­λι­κό Συνέ­δριο. Από τους δικούς μας είχε πάει εκεί ο στρα­τη­γός Ν.

Γύρι­σε από το συνέ­δριο ενθου­σια­σμέ­νος. Μου διη­γό­ταν τις εντυ­πώ­σεις του για τον Ιωα­κείμ Κοζά­νης, για τα στε­λέ­χη των αρχη­γεί­ων μας, για τους ξένους αντιπροσώπους.

- Κρί­μα που δεν ήσουν κι εσύ. Πέρα­σα νύχτα από δω, αλλιώς θα σ’ έπαιρ­να μαζί μου…

Εντύ­πω­ση προ­πά­ντων του είχε κάμει ο Καρα­γιώρ­γης, που οργά­νω­νε τότε το αντάρ­τι­κο της Θεσσαλίας.

- Και ο Άρης; τον ρώτησα

Ο στρα­τη­γός σκέ­φτη­κε λίγο:

- Από ρητο­ρι­κή δε δια­κρί­νε­ται και τόσο. Αλλά έχει θέλη­ση, πυγ­μή. Φαί­νε­ται άνθρω­πος επι­βο­λής. Θ’ αξί­ζει για να τον έχουν εκεί…

Εννο­ού­σε το Γενι­κό Στρα­τη­γείο, όπου ο Άρης είχε το αξί­ω­μα του καπε­τά­νιου. Αλλά κι ο ίδιος δεν ήξε­ρε ακό­μα με ποιον είχε να κάμει.

- Από στρα­τιω­τι­κά που μιλή­σα­με, κατα­λα­βαί­νει καλά. Φαί­νε­ται γι’ ανώ­τε­ρος αξιω­μα­τι­κός, ίσως του πυροβολικού.

Άλλοι έλε­γαν πως είχε λάβει μέρος στον ισπα­νι­κό πόλε­μο. Μα θα είχε λόγους να κρύ­βει ακό­μα τ’ όνο­μά του.

Στο μετα­ξύ από στό­μα σε στό­μα δια­δό­θη­κε ως τα χωριά μας κι ένα περι­στα­τι­κό που έδει­χνε καλά τι ήταν ο Άρης.

Όταν το χει­μώ­να του 42 κατέ­βη­κε ο Άρης απ’ τη Ρού­με­λη για να σμί­ξει το Ζέρ­βα που είχε στή­σει το λημέ­ρι του στα χωριά του Ραντο­βι­ζιού κι ο δεύ­τε­ρος καλού κακού, υπο­χω­ρώ­ντας στρα­τη­γι­κά, έφτα­σε στο μονα­στή­ρι της Ρου­βέ­λι­στας, δίπλα απ’ το Βελεν­τζι­κό, (πέρα­σα αργό­τε­ρα κι ο ίδιος από κει), όπου περί­με­νε οχυ­ρω­μέ­νος τον – ανά­λο­γα με τα σημά­δια – συνερ­γά­τη ή αντί­πα­λό του, ο Άρης, λέμε, είχε τότε μαζί του καμιά τετρα­κο­σα­ριά οπλο­φό­ρους. Τον είχαν ακο­λου­θή­σει αυθόρ­μη­τα. Μα οι περ­σό­τε­ροι απ’ αυτούς ήταν ξυπό­λυ­τοι και πει­να­σμέ­νοι. Το αντάρ­τι­κο δεν είχε ακό­μα πόρους, βρι­σκό­ταν στα πρώ­τα του βήματα.

Εκεί λοι­πόν που περ­νού­σαν από τα χωριά, κάποιος απ’ αυτούς τους ξενη­στι­κω­μέ­νους πήρε μια κότα από ένα χωριά­τη και την έφα­γε μονα­χός του, χωρίς να ρωτή­σει κανέ­ναν. Αντάρ­της δεν ήταν; Πει­νού­σε, τι νάκα­νε! Ποτέ του δε φαντα­ζό­ταν πως θα γίνει ζήτη­μα για ένα κοτό­που­λο, ένα τσιροπούλι.

Και όμως η πρά­ξη του αυτή μαθεύ­τη­κε , δεν ξέρω πώς. Ο χωριά­της κάπου το ανά­φε­ρε, ίσως να παρα­πο­νέ­θη­κε, αλλά χωρίς να φαντά­ζε­ται τις συνέ­πειες. Μόλις το έμα­θε ο Άρης , κάλε­σε το χωριά­τη μπρο­στά του.

- Τον γνω­ρί­ζεις, του λέει, αυτόν που σού­κλε­ψε την κότα;

- Άμα τον ιδώ, καπε­τά­νιε μ’…

- Εγώ θα φέρω όλους τους αντάρ­τες εδώ και θα τους κοι­τά­ξεις έναν έναν. Πρό­σε­ξε όμως. Αν μου πεις ψέμα­τα, θα το πλη­ρώ­σεις με το κεφά­λι σου.

Ο χωριά­της τα χρειά­στη­κε, μα τι να κάμει. Είχε εκτε­θεί πια.

Ο Άρης αρά­δια­σε τους οπα­δούς του κι ο ένο­χος βρέθηκε.

- Τι τον έκα­με; θα ρωτήστε.

Την απά­ντη­ση θα σας τη δώσω με το στό­μα ενός καθο­δη­γη­τή μας εκεί πέρα, που άμα έβλε­πε καμιά μικρο­πα­ρά­βα­ση από νεο­σύλ­λε­χτο, μεγα­λο­ποιώ­ντας το φταί­ξι­μό του, ακού­γο­νταν να φοβερίζει:

- Τι να σας κάμω! Έπρε­πε νάχου­με δω τον Άρη. Αυτός ξέρει και τιμω­ρεί. Για μια κότα, μωρέ,- κατα­λα­βαί­νεις; για μια κότα έσφα­ξε άνθρω­πο, και μάλι­στα πει­να­σμέ­νο. Τού­κο­ψε το λαρύγ­γι και σπαρ­τα­ρού­σε κατα­γής, μπρο­στά στους άλλους…

Ίσως αυτό να μην έγι­νε έτσι, απο­κλεί­ε­ται πάντως να τον σκό­τω­σε ιδιό­χει­ρα ο Άρης, μα η σκλη­ρή τιμω­ρία δια­δό­θη­κε παντού κι ανα­φε­ρό­ταν πια σαν παράδειγμα.

Όχι, ο Άρης δε χαρι­ζό­ταν σε κανέ­ναν, ούτε σ’ εχτρό, ούτε σε φίλο.

Οι αντάρ­τες δεν είχαν δικαί­ω­μα ν’ απλώ­νουν το χέρι τους εδώ κι εκεί με το έτσι θέλω.

Ο λαός έπρε­πε να το νιώ­σει μια για πάντα πως οι αντάρ­τες είχαν βγει για να τον ξεσκλα­βώ­σουν, να του βγά­λουν τα δεσμά, όχι να του αρπά­ξουν κι εκεί­νο το λίγο που όριζε.

Αυτή την έννοια είχε η κατα­δί­κη του άμυα­λου αντάρ­τη και μ’ αυτό το πνεύ­μα τη δέχο­νταν, την επι­δο­κί­μα­ζαν όλοι, όσο σκλη­ρή κι αν φαι­νό­ταν στην αρχή.

Οι Ελα­σί­τες έπρε­πε να συνη­θί­σουν στην πει­θαρ­χία, ν’ αφή­σουν τα παλιά τους. Η ασυ­δο­σία, το ρεμπε­λιό, ήταν για τους άλλους. Εμείς έπρε­πε να γίνου­με υπό­δειγ­μα στρα­τού, στή­ριγ­μα και καμά­ρι του λαού, όχι μπου­λού­κι από ντα­ή­δες, μάστι­γες της υπαίθρου.

Έτσι έμα­θαν ν’ ακούν οι αντάρ­τες τον Άρη. Τον σέβο­νταν από μακριά και μαζί τον φοβού­νταν, χωρίς να τον έχουν ιδεί. Χωρίς αυτή την επι­βο­λή δε μπο­ρού­σε να στα­θεί ούτε μια μέρα επι­κε­φα­λής ατί­θα­σων στοιχείων.

« Αρχή σοφί­ας φόβος Κυρίου…»

 

(έχει δια­τη­ρη­θεί η ορθο­γρα­φία και η σύντα­ξη του συγγραφέα)

Γ. Κοτζιού­λα, Όταν ήμουν με τον Άρη, ανα­μνή­σεις. Επι­μέ­λεια κει­μέ­νου Κώστας Κου­λου­φά­κος, Θεμέ­λιο 1974, 2η έκδοση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο