Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γλυκερία Μπασδέκη: «Σύρε καλέ την άλυσον»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ποί­η­ση της Γλυ­κε­ρί­ας Μπασ­δέ­κη παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως ή του­λά­χι­στον εκεί­νο το μέρος της όπως εκφρά­ζε­ται μέσα από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή  «Σύρε καλέ την άλυ­σον» (Ενδυ­μί­ων, 2012/Bibliotheque, 2014 στη σει­ρά Ποί­η­ση Γυμνή).

Ποι­ή­μα­τα ολι­γό­στι­χα συνα­ντά­με εδώ, με λιτή αλλά όχι απέ­ριτ­τη γλώσ­σα που απο­τε­λεί πλή­ρη εφαρ­μο­γή του παλιού γνω­μι­κού “η γλώσ­σα κόκ­κα­λα δεν έχει αλλά κόκ­κα­λα τσα­κί­ζει”. Ταξι­δεύ­εις με τα ποι­ή­μα­τα της Μπασ­δέ­κη, θυμά­σαι παλιές ιστο­ρί­ες που μπο­ρεί να απο­τε­λούν κάποια μακρι­νή, ξεθω­ρια­σμέ­νη ανά­μνη­ση σου ή ιστο­ρί­ες από εκεί­νες τις βαθειά προ­σω­πι­κές, που δεν τολ­μούν ούτε οι φίλοι να ομο­λο­γή­σουν στους φίλους τους. Είναι συναι­σθη­μα­τι­κή η ποί­η­ση της Μπασ­δέ­κη, συναι­σθη­μα­τι­κή όμως με την παλιά, σχε­δόν ξεχα­σμέ­νη ‑και στη ζωή και στην ποί­η­ση- έννοια της λέξης, δηλα­δή το να υπάρ­χει κατα­νό­η­ση σχε­τι­κά με το συναί­σθμα ή την κατά­στα­ση κάποιου και κυρί­ως της ίδιας της ποι­ή­τριας (από τον εαυ­τό της, κυρί­ως) χωρίς να το αλλοιώ­νει, χωρίς να το εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται. Ο φόβος είναι φόβος, η από­γνω­ση είναι από­γνω­ση αλλά κι ο χλευα­σμός κάθε ανό­η­της, κοι­νω­νι­κής βεβαιό­τη­τας, είναι απλά χλευα­σμός ή αν θέλε­τε ειρω­νεία. Και γι’ αυτό ακρι­βώς δεν χαϊ­δεύ­ει κανέ­ναν, δεν παρου­σιά­ζε­ται ως κάτι περισ­σό­τε­το από αυτό που είναι, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας απλές, τολ­μη­ρές φρά­σεις κι εκφρά­σεις, μιλώ­ντας με ευθύ­τη­τα και θάρ­ρος, ξορ­κί­ζο­ντας τη χυδαιό­τη­τα της καθημερινότητας.

Η Γλυ­κε­ρία Μπασ­δέ­κη γεν­νή­θη­κε στη Λάρισ­σα το 1969 και ζει στην Ξάν­θη. Σπού­δα­σε Ιστο­ρία και Ελλη­νι­κή Φιλο­λο­γία. Εργά­ζε­ται ως φιλό­λο­γος στη Δημό­σια εκπαί­δευ­ση. Έχει εκδώ­σει τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές “Είναι επι­κίν­δυ­νο να ανοί­γεις την πόρ­τα σου σε άγνω­στες μικρές” (Πλέ­θρον, 1989) και “Σύρε καλέ την άλυ­σον” (Ενδυ­μί­ων, 2012/Bibliotheque, 2014 στη σει­ρά Ποί­η­ση Γυμνή). Διη­γή­μα­τα της συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε συλ­λο­γι­κές εκδό­σεις και δια­τη­ρεί το blog “Crying Game” (lifo.gr) και αρθρο­γρα­φεί στον ηλε­κτρο­νι­κό και έντυ­πο τύπο. Στο θέα­τρο έχουν παρου­σια­στεί τα έργα της “Στέλ­λα travel/η γη της απαγ­γε­λί­ας” (σκην. Bijoux de kant/Γ. Σκουρ­λέ­της, Ίδρυ­μα Μ. Κακο­γιάν­νης, 2013), “Ραμό­να travel/η γη της καλο­σύ­νης” (σκην. Bijoux de kant/Γ. Σκουρ­λέ­της, Φεστι­βάλ Αθη­νών, 2014) και “Donna abbandonata ή Πολύ με στε­να­χω­ρή­σα­τε κύριε Γιώρ­γο μου” (σκην. Θ. Γκό­νης, Φεστι­βάλ Φιλίπ­πων, 2014).

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΤΡΙΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

είμαι εννιά
πάω Τρίτη

δεν πέθα­νε η μάνα μου,
στο σπί­τι μένουν ζωντανοί
( ακόμα )

έχω τετρά­δια, κόλ­λες γλα­σέ, μ’ αρέσει
ο Δημή­τρης απ’ την
Πέμ­πτηεν θα γερά­σω σύντομα-θα
πάρει
χρόνια

θα βγά­λω λύκειο, σχολές,
χριστούγεννα

θα βγά­λω γλώσ­σα, ρούχα,
επετείους
μα τώρα είμαι εννιά-
δεν φτά­σα­με στα κλάσματα
( ακόμα )

 

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΑΕΙ
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΩΙ

θεί­ες ιπτάμενες
θεί­ες Γκαγκάριν
θεί­ες να σε φυλάει
ο Μεγαλοδύναμος

στην τρί­χα
οι άτιμες-
σαν ζωντανές
σας λέω

σμή­νη
ομογάλακτα
με σκά­φαν­δρα εντατικής,
με τις ρενάρ του
γάμου

βαθειά μέσα στο ποίημα
να γελάνε

Η ΜΑΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΑ

ω, ναι ‑η μαμά είναι
σπου­δαία ποιήτρια

όλη τη μέρα μαγει­ρεύ­ει κόμματα,
σκου­πί­ζει χρό­νους, σιδερώνει
πτώσεις

αντί να δει Δευ­τέ­ρα βλέ­πει Τρίτη

λέει το πλυ­ντή­ριο ωκεανό,
τη χύτρα υπερωκεάνειο

 

DON’T SMOKE IN BED

εννιά Μαρ­τί­ου

πέθα­νες

κανο­νι­κά

με έμφραγ­μα,

εντα­τι­κή,

νεκρώ­σι­μα,

σαρά­ντα

απ’ τη Μαρί το έμαθα

πάει ο Πανού­λης, κλαίγαμε ,

πέφταν σακού­λες, σαμπουάν,

χαρ­τιά υγείας

έβγαι­να, βλέ­πεις, απ’ τον Μαρινόπουλο

– ώρα που βρήκα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο