Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γυναικείος ανθρωπισμός

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί είναι η ομι­λία του Δημή­τρη Γλη­νού στον Παρ­νασ­σό στις 11 Οκτω­βρί­ου 1921 με την ευκαι­ρία της έναρ­ξης των μαθη­μά­των της Ανω­τέ­ρας Γυναι­κεί­ας Σχο­λής* Σε αυτό παρου­σιά­ζει το γυναι­κείο ζήτη­μα σε ευρω­παϊ­κό και ελλη­νι­κό επί­πε­δο με τη μορ­φή που είχε στην επο­χή του.

Μιλά­ει για το ιδα­νι­κό του γυναι­κεί­ου ανθρω­πι­σμού σε συν­δυα­σμό με την αλη­θι­νή και δημιουρ­γι­κή μόρ­φω­ση και δίνει τους σκο­πούς της Ανω­τέ­ρας Γυναι­κεί­ας Σχολής.

glinos8b

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ
(Ένας λόγος για την αρχή ενός έργου)

Κυρί­ες και Κύριοι

Αν ήθε­λα ν’ ακο­λου­θή­σω τη μέθο­δο των σιγη­λών εκεί­νων σοφών της Ανα­το­λής, που μ’ ένα νεύ­μα τους ή με μια λέξη τους εκφρά­ζουν  κόσμους ολό­κλη­ρους στο­χα­σμών, θα μπο­ρού­σα ίσως σήμε­ρα να σας παρα­στή­σω αρκε­τά  εκφρα­στι­κά το σκο­πό της «Ανω­τέ­ρας Γυναι­κεί­ας Σχο­λής» χωρίς να πω ούτε λέξη.

Θα ήταν ίσως αρκε­τό νανε­βώ στο βήμα και να σας δεί­ξω με φωτει­νά, αν ήταν δυνα­τό, γράμ­μα­τα όχι το πρό­γραμ­μα και τα μαθή­μα­τα, που θα διδα­χθούν εκεί, όχι καν τα ονό­μα­τα εκεί­νων, που θα διδά­ξουν, παρά μόνο τις κατα­λή­ξεις των ονο­μά­των των.

Τότε θα βλέ­πα­τε, ότι μέσα στα δώδε­κα πρό­σω­πα τα έντε­κα είναι άνδρες. Και η αντι­νο­μία θα σας ήταν ολοφάνερη.

Να λοι­πόν ο σκο­πός της «Ανω­τέ­ρας Γυναι­κεί­ας Σχο­λής» εικο­νι­κά εκφρα­σμέ­νος. Να λεί­ψη και αυτή και κάθε αντι­νο­μία. Ν α  π ά ρ η  η  γ υ ν α ί κα  τ η  θ έ σ η  τ η ς, τ η ν  α ν τ ί σ τ ο ι χ η  μ ε  τ η ν  α ξ ί α  τ η ς   θ έ σ η, σ τ ι ς  α ν ώ τ ε ρ ε ς  ε κ δ η λ ώ σ ε ι ς  τ η ς  κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς  ζ ω ή ς.

glinos8a

Μα η μέθο­δος των σιγη­λών σοφών, που θα ήταν τόσο ευχά­ρι­στη και σε μένα και σε σας, δεν είναι στην προ­κει­μέ­νη περί­στα­ση αρκε­τά πρακτική.

Για­τί πολύ φοβού­μαι, ότι το πρό­βλη­μα είναι ακό­μη πολύ σκο­τει­νό στην Ελλη­νι­κή κοι­νω­νία και ότι το αξί­ω­μα αυτό « να πάρη η γυναί­κα τη θέση, που της αξί­ζει, στις ανώ­τε­ρες εκδη­λώ­σεις της κοι­νω­νι­κής ζωής» αντί να έχη την επι­βο­λή και το κύρος μιας απο­δειγ­μέ­νης ολο­φά­νε­ρης αλή­θειας, είναι μάλ­λον ένα αίτη­μα εν μέρει ακα­τα­νό­η­το, εν μέρει ύποπτο.

Γι’ αυτό αξί­ζει να το εξε­τά­σω­με ή μάλ­λον είμα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να το εξε­τά­σω­με το αίτη­μα αυτό. Για­τί βέβαια τη στιγ­μή, που προ­βάλ­λο­με στην κοι­νω­νία ένα νέο ιδα­νι­κό, τη στιγ­μή που ζητού­με την εμπι­στο­σύ­νη της και τον ενθου­σια­σμό της για έναν νέο έργο, έχο­με χρέ­ος να της δεί­ξω­με την αξία του και να την πεί­σω­με, πως ό,τι ζητού­με είναι μέσα στη γραμ­μή του συμ­φέ­ρο­ντός της, πως προ­σπα­θού­με να της πλου­τί­σω­με, και να της τονώ σωμε τις ικα­νό­τη­τες για μιαν αδιά­κο­πη ανύ­ψω­ση της ζωής, να της αυξή­σω­με την ψυχι­κή της δυνα­μι­κό­τη­τα, να της στε­ρε­ώ­σω­με τους συνε­κτι­κούς αρμούς, να την κάμω­με υγιέ­στε­ρη, δημιουρ­γι­κώ­τε­ρη και ευτυχέστερη.

Κ α ι  α λ η θ ι ν ά  π ρ ο β ά λ λ ο μ ε  έ ν α  ν έ ο  ι δ α ν ι κ ό  π α ι δ ε ί α ς  γ ι α  τ η  γ υ ν α ί κ α,  β γ α λ μ έ ν ο  α π ό  έ ν α  ν έ ο  ι δ α ν ι κ ό  ζ ω ή ς.

Πού έχει το λόγο της υπάρ­ξε­ώς του, πού έχει την πηγή του το νέο ιδα­νι­κό; Είναι νερό καθά­ριο βου­νή­σιας πηγής ανε­βα­σμέ­νο  από τα βάθη της μητέ­ρας γης  ή είναι μεθυ­στι­κό πιο­τό, μάγισ­σας παρα­σκεύ­α­σμα, για να μας πλα­νέ­ση; Ποιες βαθύ­τε­ρες ανά­γκες της ζωής μας το γέν­νη­σαν, ποια στέ­ρη­ση πρό­κει­ται να πλη­ρώ­ση, ποιες ορμές να ικα­νο­ποι­ή­ση, ποια δίψα να σβή­ση, ποιες δυνά­μεις να ξυπνήση;

Μήπως το δημιούρ­γη­σαν άρα γε περα­στι­κοί πόθοι, νεω­τε­ρι­στι­κές δια­θέ­σεις χωρίς βαθύ­τε­ρη αιτία; Και, προ­κει­μέ­νου για την Ελλά­δα, μήπως είναι ένας απλός αντι­κα­το­πτρι­σμός από ξένες αντι­λή­ψεις, κάτι ξενό­τρο­πο και αστή­ρι­χτο, ασυμ­βί­βα­στο με τη ζωή μας;

Να τι πρέ­πει να ξεδια­λυ­θή. Ας αντι­κρύ­σω­με λοι­πόν καθα­ρά το ζήτη­μά μας.

Π ρ ώ τ ο. Βγαί­νει αλη­θι­νά από τη σημε­ρι­νή κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση, σαν ανα­πό­τρε­πτη ανα­γκαιό­τη­τα της ζωής, το ιδα­νι­κό μιας ανώ­τε­ρης παι­δεί­ας, που πρέ­πει να πάρη η γυναί­κα για ωφέ­λεια αυτής της κοινωνίας;

Δ ε ύ τ ε ρ ο. Αν αυτό είναι αλη­θι­νό για τις πολι­τι­σμέ­νες κοι­νω­νί­ες του Δυτι­κού Κόσμου, ισχύ­ει και για την Ελλά­δα; Και ισχύ­ει και για τη σημε­ρι­νή Ελλά­δα ή είναι κάτι πρό­ω­ρο και περιτ­τό ή και βλαβερό;

Τ ρ ί τ ο. Τι μορ­φή πρέ­πει νάχη η παι­δεία αυτή στην Ελλά­δα για να ικα­νο­ποι­ή­ση την ανά­γκη, που τη δημιουργή;

Απα­ντώ­ντας στα τρία αυτά ερω­τή­μα­τα, αντι­με­τω­πί­ζο­με νομί­ζω το ζήτη­μά μας σόλο το βάθος και το πλά­τος του.

***

Βέβαια δεν είναι έργο δικό μου από­ψε ούτε να σας ζωγρα­φί­σω σόλη του την έκτα­ση το μεγά­λο κοι­νω­νι­κό κίνη­μα, που με τόνο­μα χει­ρα­φέ­τη­ση της γυναί­κας ή φεμι­νι­σμός απλώ­νε­ται γορ­γά από τη μια στην άλλη χώρα όλου του πολι­τι­σμέ­νου κόσμου, ούτε νανα­λύ­σω λεπτο­με­ρώς τα γενε­σιουρ­γά του αίτια.

Μα το νέο ιδα­νι­κό της γυναι­κεί­ας παι­δεί­ας, που μας ενδια­φέ­ρει, βρί­σκε­ται σε τόσο στε­νή σχέ­ση με την κίνη­ση, που έχει σκο­πό την ανύ­ψω­ση της γυναί­κας, ώστε δεν είναι δυνα­τό να ερευ­νή­σω­με τις ρίζες του χωρίς να κοι­τά­ξω­με το μεγά­λο αγώ­να, που τεί­νει ναλ­λά­ξη τη μορ­φή της κοινωνίας.

Είναι αλή­θεια, ότι στον τόπο μας υπάρ­χει ακό­μα ένα πολύ μεγά­λο πλή­θος ανθρώ­πων και ανά­με­σα σεκέι­νους, που έχουν την αξί­ω­ση να οδη­γούν την κοι­νω­νία, που ή βυθι­σμέ­νοι σε μια νιρ­βά­να αυτα­ρέ­σκειας μισο­α­νοί­γουν τα χεί­λη σένα ειρω­νι­κό μει­δί­α­μα, όταν ακούν να γίνεται8 λόγος για τα μεγά­λα σύγ­χρο­να κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα ή κλει­σμέ­νοι μέσα στα όστρα­κα ιδε­ών, με τις οποί­ες είδαν μια φορά τον κόσμο αυτοί, ή δε θέλουν πια να ιδούν τίπο­τε άλλο ή θυμώ­νουν άμα ιδούν ή και αγω­νί­ζο­νται να κλεί­σουν και όλους τους άλλους μέσα σε όστρα­κα ιδε­ών ανά­λο­γα με τα δικά τους.

Μα ο αιμα­τη­ρός σει­σμός της παγκό­σμιας πάλης είμαι βέβαιος, πως ράγι­σε τα οπου­δή­πο­τε σινι­κά τείχη.

Και ακού­με πια μέσα από τις ραγι­σμα­τιές τον κολοσ­σιαίο ανα­βρα­σμό της ανθρώ­πι­νης ψυχής, που παλαί­ει την αγω­νία του θανά­του, την αγω­νία της ζωής. Και οι κοι­νω­νί­ες και τα έθνη, που δε θέλουν να χώσουν το κεφά­λι μέσα στην άμμο για να μην ιδούν τον κίν­δυ­νο του θανά­του, έχουν χρέ­ος να ιδούν, ναντι­κρύ­σουν με ορθά­νοι­χτα τα μάτια, να κερ­δί­σουν τη ζωή.

Την πάλη των εθνών και την είδα­με και τη ζήσα­με και τη ζού­με, για­τί μας ήταν αδύ­να­το να κάμω­με αλλοιώς. Μα πόσοι άλλοι αγώ­νες μέσα στις κοι­νω­νί­ες αν όχι τόσο αιμα­τη­ροί το ίδιο σκλη­ροί! Πάλη των τάξε­ων, πάλη των αδι­κη­μέ­νων, πάλη της γυναί­κας γι’ απο­λύ­τρω­ση, πάλη του παι­διού για υγεία και χαρά και αυτενέργεια!

Όλες οι σκλα­βιές αισθη­τές, όλα τα όνει­ρα της λευ­τε­ριάς ζωντα­νε­μέ­να, όλες οι πίκρες στα χεί­λη, όλ’ οι καϊ­μοί καυ­τε­ροί, όλες οι καρ­διές σε αγω­νία. Βαριά τα δεσμά της ζωής για τον άνθρω­πο, μικρή και στε­νό­χω­ρη τού έγι­νε η γη.

Κι ΄εκτός από τους λίγους, που ο κόρος ο υλι­κός τους κάνει άτο­νη, άβα­θη και στε­γνή την ψυχή, όλ’ οι άλλοι αγω­νι­στές, είτε αμύ­νο­νται στα κάστρα των καθιε­ρω­μέ­νων, είτε ορμούν να γκρε­μί­σουν τους παλιούς και να χτί­σουν τους δικούς των νέους πύρ­γους, προς την ανθρώ­πι­νη ψ υ χ ι κ ό τ η τ α  στρέ­φο­νται, εκεί ζητούν την πηγή της δυνά­με­ως, την κιβω­τό της σωτη­ρί­ας, έν’ ακλό­νη­το στή­ριγ­μα μέσα στο συγκλο­νι­στι­κό σεισμό.

Άλλοι γυρί­ζουν στις σκο­τει­νές πηγές του συναι­σθή­μα­τος, στην ακα­θό­ρι­στη πίστη και το μυστι­κι­σμό, άλλοι νοιώ­θουν μέσα τους θερ­μή και ζωντα­νή τη θρη­σκευ­τι­κή συγκί­νη­ση και άλλοι ατε­νί­ζουν στο ψυχρό, μ’ ακοί­μη­το και ατά­ρα­χο και αμεί­λι­κτο της επι­στή­μης και του λόγου φως. Ολο­έ­να φως και περισ­σό­τε­ρο φως! Ποτέ δεν ήταν πιο στα­θε­ρή, και πιο μεγα­λό­στο­μη η επί­κλη­ση, ποτέ δεν ήταν πιο ακό­ρε­στη η δίψα του φωτός.

Ο Δημήτρης Γληνός

Ο Δημή­τρης Γληνός

Να οπλι­σθή ο νους με τη γνώ­ση των νόμων του φυσι­κού και του ζωϊ­κού κόσμου για να κυριαρ­χή σκο­πι­μώ­τε­ρα απά­νω στις πολυ­ποί­κι­λες δυνά­μεις, που διέ­πο­νται από τους νόμους αυτούς‘ να διε­ρευ­νη­θούν οι νόμοι της εξε­λί­ξε­ως των κοι­νω­νιών για να ρυθ­μί­ζε­ται η ενέρ­γεια των ατό­μων και των ομά­δων ασφα­λέ­στε­ρα, για να πετυ­χαί­νη ωρι­σμέ­νους σκο­πούς‘ να γίνη βαθύ­τε­ρο, εντο­νώ­τε­ρο, λεπτό­τε­ρο και πολυ­με­ρέ­στε­ρο το συναί­σθη­μα, το μαγι­κό ελα­τή­ριο των πόθων και των ορμών‘να χαλυ­βδω­θούν οι βου­λή­σεις με την άσκη­ση, με την αυτε­νέρ­γεια, με την υπεύ­θυ­νη δρά­ση‘ να δυνα­μώ­σουν, να σφυ­ρη­λα­τη­θούν, να ανα­πτυ­χθούν όλες οι ψυχι­κές ικα­νό­τη­τες‘ να κινη­θούν οι ψυχές προς νέα ιδα­νι­κά ή να στρα­φούν νοσταλ­γι­κές προς τα παλιά‘ και πίσω απ’ όλες αυτές τις τάσεις οι κοι­νω­νι­κές ομά­δες, που παλαί­ουν, οι ενθου­σια­σμοί και οι παρορ­μή­σεις, οι απο­γοη­τεύ­σεις και οι θρή­νοι, οι εξορ­κι­σμοί των κακών πνευ­μά­των και οι λατρεί­ες των νέων θεών. Να ποια είναι η πολύ­τρο­πη π α ι δ α γ ω γ ι κ ή, στην πλα­τύ­τε­ρη σημα­σία της λέξε­ως και  ψ υ χ ο π λ α σ τ ι κ ή  εργα­σία, που γίνε­ται σήμε­ρα σόλους τους ζωντα­νούς λαούς. Περισ­σό­τε­ρη ψυχι­κό­τη­τα! το σύν­θη­μα από παντού. Ο θεί­ος σπιν­θή­ρες να γίνη φλό­γα και φως σταθερό.

***

Προ­σπά­θη­σα, κυρί­ες και κύριοι, να δώσω σε πολύ γενι­κές γραμ­μές την εικό­να την ψυχι­κή του σύγ­χρο­νου κόσμου. Μα πρέ­πει τώρα να ξεχω­ρί­σω μέσα σαυ­τόν τον κόσμο τον αγώ­να της γυναί­κας και νανα­ζη­τή­σω προ­πά­ντων τη μορ­φή, που παίρ­νουν οι πόθοι της για μιαν ανώ­τε­ρη ψυχι­κό­τη­τα δική της, για μιαν ολο­κλή­ρω­ση της ατο­μι­κό­τη­τάς της, για μια πλη­ρέ­στε­ρη, ουσια­στι­κώ­τε­ρη, πλου­σιώ­τε­ρη και ικα­νο­ποι­η­τι­κώ­τε­ρη του είναι της. Ο πόθος της γυναί­κας για­πο­λύ­τρω­ση ή χει­ρα­φέ­τη­ση και ανύ­ψω­ση δε γεν­νή­θη­κε σήμε­ρα. Έχει τις ρίζες του πολύ βαθιά. Ποτέ δεν έλει­ψε το αόρι­στο συναί­σθη­μα  για τη μειο­νε­κτι­κή της θέση. Στον Ευρι­πί­δη κι’ όλας η Μήδεια μάς ζωγρα­φί­ζει χτυ­πη­τά την άθλια ζωή της και τον ελατ­τω­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα, που της δημιουρ­γεί αυτή η ζωή. Και ο ουτο­πι­κός σοσια­λι­σμός από την επο­χή του Πλά­τω­νος την τοπο­θε­τεί σε μία θέση ισο­τι­μί­ας με τον άνδρα.

Μα οι κοι­νω­νι­κοί όροι για μιαν αλλα­γή ζωής μόνο στους νεω­τέ­ρους χρό­νους δημιουργήθηκαν.

Η κοι­νω­νι­κή οικο­νο­μία και η μητρό­τη­τα έτα­ξαν τη γυναί­κα βασί­λισ­σα τ ο υ  π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ο ύ  σ π ι τ ι ο ύ. Οικο­δέ­σποι­να, μητέ­ρα, κόρη , θερά­παι­να ή δού­λη, ο ορί­ζο­ντας για τη δρά­ση της και ο ορί­ζο­ντας για τη ψυχή της κλεί­νε­ται μέσα στους τοί­χους του σπι­τιού αυτού. Όλες οι ανώ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές λει­τουρ­γί­ες δεν είναι γι’ αυτή. Της είναι κλει­στή η δημιουρ­γι­κή δια­νό­η­ση και η ελεύ­θε­ρη και υπεύ­θυ­νη πάλη, που δημιουρ­γεί τον άνθρω­πο. Οικο­νο­μι­κά εξαρ­τη­μέ­νη από τον άνδρα, τον πατέ­ρα ή τον αδελ­φό δεν έχει ατο­μι­κό­τη­τα. Οι συναι­σθη­μα­τι­κοί μόνο κόσμοι είναι δικοί της. Ανε­ξά­ντλη­τη, πλού­σια, ορμη­τι­κή πηγή συναι­σθη­μά­των η μητρό­τη­τα, η αδελ­φι­κή στορ­γή, η συζυ­γι­κή αγά­πη και πίστη. Το στέ­νε­μα της ζωής της ανοί­γει το βάθος. Η σκλα­βιά της γίνε­ται  η αρε­τή της. Και η αρε­τή έχει το θέλ­γη­τρο της αδιά­κο­πης θυσί­ας. Η Πηνε­λό­πη και η Ναυ­σι­κά! Να οι ιδα­νι­κές γυναί­κες του πατριαρ­χι­κού σπιτιού.

Το ιδα­νι­κό της Πηνε­λό­πης και της Ναυ­σι­κάς είναι για αιώ­νες πολ­λούς το μόνο ιδα­νι­κό της γυναι­κεί­ας ζωής. Η κοι­νω­νία στη­ρί­ζε­ται απά­νω στο σπί­τι το πατριαρ­χι­κό. Και η γυναί­κα μεγα­λώ­νει και ανα­τρέ­φε­ται για να είναι η Εστιά­δα του σπι­τιού. Ανα­τρέ­φε­ται και μορ­φώ­νε­ται μ έ σ α  σ τ ο  σ π ί τ ι. Οι τέχνες οι οικια­κές και η οικια­κή οικο­νο­μία είναι κεί­νο, που προ πάντων και μόνο της χρειά­ζε­ται. Το χέρι της είναι η ευλο­γία του σπι­τιού. Το χέρι, που ντύ­νει, που τρέ­φει, που λού­ει, που χαϊ­δεύ­ει. Η διά­νοιά της, το συναί­σθη­μα της υπάρ­χουν κυρί­ως για να ζωντα­νεύ­ουν και να οδη­γούν αυτό το χέρι το ευερ­γε­τι­κό. Και για να μορ­φω­θή το χέρι και όλες οι παθη­τι­κές αρε­τές της γυναί­κας τ ο  κ α λ ύ τ ε ρ ο  σ χ ο λ ε ί ο  ε ί ν α ι  τ ο  σ π ί τ ι. Δεν υπάρ­χει ζήτη­μα γυναι­κεί­ας μορ­φώ­σε­ως και γυναι­κεί­ας παι­δεί­ας. Η Πηνε­λό­πη είναι η παι­δα­γω­γός της Ναυ­σι­κάς, η πνευ­μα­τι­κή και η ηθι­κή της μητέ­ρα. Και για αιώ­νες είναι υπεραρκετή.

Μα ούτε ο άνδρας με τις πατριαρ­χι­κές ακό­μη ιδέ­ες ικα­νο­ποιεί­ται από­λυ­τα με τη γυναί­κα Πηνε­λό­πη, ούτε η ίδια η γυναί­κα δέχε­ται πάντα μ’ εγκαρ­τέ­ρη­ση τη μοί­ρα της Εστιά­δας του σπι­τιού. Υπάρ­χει μέσα της ένα στοι­χείο εξ ίσου γυναι­κείο, ένα στοι­χείο ανα­πό­σπα­στο από το φυσι­κό προ­ο­ρι­σμό της. Η ανά­γκη ναρέ­ση. Ναρέ­ση στον άνδρα. Δεν είνε η Ήρα η μόνη εφέ­στια θεά της, την παρα­στέ­κει αιώ­νια και η Αφρο­δί­τη και της ζητεί τη λατρεία της. Κι’ έτσι όπου η βιω­τι­κή ευμά­ρεια ή η κοι­νω­νι­κή ανταρ­σία απο­λυ­τρώ­ση τη γυναί­κα από τη χει­ρω­να­ξία, από την απο­κλει­στι­κή αφο­σί­ω­ση στη μητρό­τη­τα, από την έγνοια του σπι­τιού, έχου­με έναν τύπο γυναι­κεί­ας ζωής που δεν είναι πια η ζωή της Πηνε­λό­πης. Και ο τύπος αυτός βρί­σκε­ται παντού και πάντα, μα σε ωρι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές κατα­στά­σεις σε ωρι­σμέ­νες στιγ­μές κορε­σμού πολι­τι­σμών γίνε­ται κυριαρ­χι­κός και φανε­ρώ­νε­ται με την αχτι­νο­βο­λία και την έλξη ενός γοη­τευ­τι­κού ιδα­νι­κού. Να η Ασπα­σία και να η Φρύ­νη! Να η dame elegante  και η courtisane των χρό­νων της βασι­λι­κής ακμής στη Γαλ­λία και να η γυναί­κα κού­κλα του σημε­ρι­νού αστι­κού πολι­τι­σμού, η femme chic, η παρι­σι­νή Femina. Λεπτό­μι­σχο, μυρο­βό­λο λου­λού­δι, ανά­λα­φρη πετα­λού­δα, λαμπε­ρό­χρω­μη, ψυχή χαρι­τω­μέ­νη και ανά­βα­θη. Και τότε έρχε­ται ένας  Rousseau και βάζει τη σφρα­γί­δα της αιω­νιό­τη­τας σαυ­τό τον τύπο.

«La femme est faite specialement pour plaire a l’ homme».

Ιδού ο προ­ο­ρι­σμός της γυναί­κας. Δια­κο­σμη­τι­κό στοι­χείο της ζωής με δευ­τε­ρεύ­ο­ντα ρόλο τη μητρό­τη­τα. Όπως ένας άλλος φιλό­σο­φος έβα­λε με κάποια περι­φρό­νη­ση της σφρα­γί­δα της αιω­νιό­τη­τας στον άλλο τύπο της γυναί­κας μητέ­ρας. « Η γυναί­κα είναι αίνιγ­μα, που η λύση του λέγε­ται μητρό­τη­τα» είπεν ο Νίτσε και ο ίδιος αλλού ερω­τά‘ « Η γυναί­κα; Μια γάτα, ένα που­λί, στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση, μια παραμάνα».

Και είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό, ότι μόνο με το ιδα­νι­κό της dame elegante γεν­νιέ­ται η ανά­γκη για μια μόρ­φω­ση γυναι­κεία με κάποια έκτα­ση, με κάποιο πρό­γραμ­μα και έξω από το σπί­τι. Τέτοια μόρ­φω­ση βλέ­πο­με να δίνουν στα τέλη του μεσαί­ω­να στα κορί­τσια της αρι­στο­κρα­τί­ας τα μονα­στή­ρια των Βενε­δι­κτί­νων, συν­δυα­σμέ­νη πάντα με τη θρη­σκευ­τι­κή εκπαίδευση.

Η μητέ­ρα δίδα­σκε στην κόρη τις τέχνες του σπι­τιού, όσο χρειά­ζε­ται φυσι­κά να τις ξέρη μιαν αρχό­ντισ­σα. Το μονα­στή­ρι καλ­λιερ­γού­σε τη θρη­σκευ­τι­κή συνεί­δη­ση και τις άλλες γυναι­κεί­ες αρε­τές του συναι­σθή­μα­τος , μα και συνά­μα προ­σπα­θού­σε να τους δώσει ό,τι χρειά­ζε­ται για να παρου­σια­στή μια γυναί­κα στον ανώ­τε­ρο κόσμο, την αγά­πη των γραμ­μά­των και των καλών τεχνών και ιδιαί­τε­ρα της μου­σι­κής. Αργό­τε­ρα στην επο­χή των Λου­δο­βί­κων η μόρ­φω­ση αυτή παίρ­νει ακό­μη κοσμι­κώ­τε­ρο χαρα­χτή­ρα. Εκεί λοι­πόν έχει την αρχή του το ιδα­νι­κό της δια­κο­σμη­τι­κής γυναι­κεί­ας αγω­γής, με την εκμά­θη­ση των καλών εξω­τε­ρι­κών τρό­πων, με λίγη ποί­η­ση, λίγη μου­σι­κή, λίγη καλ­λι­τε­χνι­κή χει­ρο­τε­χνία( κέντη­μα, πυρο­γρα­φία, κ.τ.λ) Αυτό το ίδιο, που ενι­σχυ­μέ­νο αργό­τε­ρα και με τη σπου­δή  ξένων γλωσ­σών και προ πάντων της αρι­στο­κρα­τι­κής γαλ­λι­κής και με την εκμά­θη­ση του χορού, το βλέ­που­με να φτά­νη ως τις μέρες μας και να κυριαρ­χή σένα ωρι­σμέ­νο μέρος της κοινωνίας.

Ώστε μέσα στην πατριαρ­χι­κή, την αρι­στο­κρα­τι­κή, τη φεου­δαρ­χι­κή κοι­νω­νία μάς παρου­σιά­ζε­ται κυριώ­τα­τος ιδα­νι­κός τύπος η γυναί­κα Ναυ­σι­κά – Πηνε­λό­πη με παραλ­λα­γή προς τα κάτω τη γυναί­κα σκλά­βα και προς τα πάνω την dame elegante ή τη Φρύ­νη, που στην καλύ­τε­ρη εμφά­νι­σή της λέγε­ται Ασπα­σία. Η οικια­κή χει­ρο­τε­χνία και οικο­νο­μία και τα καθή­κο­ντα της οικο­δέ­σποι­νας  μαθαί­νο­νται στο σπί­τι, τα δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεία της ανα­τρο­φής τα παίρ­νουν οι γυναί­κες του κ α λ ο ύ  κ ό σ μ ο υ  ή στο σπί­τι με οικο­δι­δα­σκά­λους ή σε σχο­λεία, που αλλού μεν είναι μονα­στη­ρια­κά ιδρύ­μα­τα, αλλού δε είναι ανώ­τε­ρα αρι­στο­κρα­τι­κά Παρ­θε­να­γω­γεία και οικο­τρο­φεία. Αυτά κλη­ρο­δο­τη­μέ­να στην ανώ­τε­ρη αστι­κή τάξη ακμά­ζουν ως σήμερα.

Ο αγώ­νας και το ανέ­βα­σμα της αστι­κής τάξε­ως, της bourgeoisie, που αρχί­ζει από το δέκα­το πέμ­πτο αιώ­να και έχει τελειω­τι­κό σκλη­ρόν επί­λο­γο τη γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση και η κυριαρ­χία της αστι­κής τάξε­ως που εξα­κο­λου­θεί από τότε ως σήμε­ρα, φέρ­νει βαθύ­τα­τες αλλα­γές στην οικο­νο­μι­κή βάση, στη σύστα­ση και οργά­νω­ση, στη δια­νοη­τι­κή επί­δο­ση και την ηθι­κή δια­μόρ­φω­ση της κοι­νω­νί­ας. Τον αγώ­να βέβαια τον έκα­ναν οι άνδρες, την αλλα­γή την πέτυ­χαν οι άνδρες, φορείς λοι­πόν και του νέου αστι­κού πολι­τι­σμού έγι­ναν οι άνδρες. Αυτοί πήραν πρώ­τοι και τα νέα δικαιώ­μα­τα. Όλα τα βάρη και όλα τα αγα­θά. Στη γυναί­κα έμει­ναν τα πατρο­πα­ρά­δο­τα  βάρη, η έγνοια του σπι­τιού και η μητρό­τη­τα και τα πατρο­πα­ρά­δο­τα αγα­θά, η ζωι­κή και ψυχι­κή ραστώ­νη, η περιο­ρι­σμέ­νη ατο­μι­κό­τη­τα και άλλα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του παρα­σι­τι­σμού. Αυτή η  γυναί­κα ατε­νί­ζο­ντας ο Νίτσε έλε­γε: « Η γυναί­κα κατε­βά­ζει στη μικρό­τη­τά της,  ό,τι εγγίζει».

Το αστι­κό σπί­τι μένει ουσια­στι­κά το ίδιο με το πατριαρ­χι­κό, ο ρόλος της γυναί­κας δεν αλλά­ζει, ο τύπος της γυναί­κας Ναυ­σι­κάς – Πηνε­λό­πης παρα­μέ­νει ιδα­νι­κός. Στα κατώ­τε­ρα στρώ­μα­τα πλη­σιά­ζει περισ­σό­τε­ρο στη σκλά­βα, στα­νώ­τε­ρα στρώ­μα­τα ανθεί το μαγι­κό και μυρω­μέ­νο λου­λού­δι, η λαμπε­ρό­χρω­μη πετα­λού­δα, η γυναί­κα του καλού κόσμου.

Στην πρώ­τη της ανα­τρε­πτι­κή ακό­μη ορμή η αστι­κή τάξη θεω­ρώ­ντας την παι­δεία και τη μόρ­φω­ση  γενι­κά σαν ένα μέσο κυριαρ­χί­ας( ein Machtmittel όπως λέν οι Γερ­μα­νοί) παρα­με­λεί ολό­τε­λα τη μόρ­φω­ση της γυναί­κας και χτυ­πά­ει μάλι­στα τ’ αρι­στο­κρα­τι­κά οικο­τρο­φεία των κορι­τσιών είτε κλη­ρι­κά είτε κοσμι­κά. Αργό­τε­ρα το αστι­κό κρά­τος φρο­ντί­ζει μόνο για την απα­ραί­τη­τη στοι­χειώ­δη μόρ­φω­ση της γυναί­κας και έτσι έχο­με σ’ όλο σχε­δόν το δέκα­το  ένα­το αιώ­να και σ’ όλη την Ευρώ­πη μόνο δημο­τι­κά σχο­λεία κορι­τσιών δημό­σια και τίπο­τε άλλο. Κάθε ανώ­τε­ρη μόρ­φω­ση της γυναί­κας πέρα από το δημο­τι­κό σχο­λείο θεω­ρεί­ται ιδιω­τι­κή υπόθεση.

Μα στο μετα­ξύ μέσα στην ίδια την αστι­κή κοι­νω­νία συντε­λεί­ται μια μεγά­λη μεταβολή.

***

Πρώ­τα πρώ­τα η ατο­μι­κή ελευ­θε­ρία και η καλή μόρ­φω­ση, που απλώ­θη­κε στον ανδρι­κό κόσμο σε βαθ­μό, που ποτέ πριν δεν υπήρ­ξε στη γη, δεν άφη­σαν ανε­πη­ρέ­α­στη τη γυναί­κα. Άρχι­σε και αυτή ολο­έ­να περισ­σό­τε­ρο να ζη και νανα­πνέη μέσα στον ήλιο της ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας, που ζού­σαν και ταδέλ­φια της, οι συγ­γε­νείς της και ο άνδρας της. Ολο­έ­να γινό­ταν δυσκο­λό­τε­ρο και στους πιο συντη­ρη­τι­κούς και αυταρ­χι­κούς άνδρες να κρα­τούν τη γυναί­κα κλει­στή σαν τη βασι­λο­πού­λα του παρα­μυ­θιού μέσα στον ωραίο πύρ­γο, που έχει όλα τα καλά, μα μαραί­νε­ται από ψυχι­κή ερη­μιά. Η ψυχι­κή μόνω­ση της γυναί­κας άρχι­σε να χαλα­ρώ­νε­ται. Το βιβλίο μπή­κε στο σπί­τι, η δια­κο­σμη­τι­κή μόρ­φω­ση πού και πού πλου­τί­ζε­ται με κάποια στοι­χεία ουσια­στι­κό­τε­ρα, τα δυνα­τώ­τε­ρα γυναι­κεία άτο­μα αρχί­ζουν να ζητάν τα δικαιώ­μα­τά τους.

Μα όλ’ αυτά θα μένα­νε στη χώρα των ουτο­πι­κών προ­σπα­θειών, αν η γυναί­κα δεν κατα­κτού­σε τον αλη­θι­νό στυ­λο­βά­τη της ηθι­κής ελευ­θε­ρί­ας, αν δεν γινό­ταν ανε­ξάρ­τη­τος παρά­γο­ντας δημιουρ­γι­κής εργα­σί­ας. Και εδώ έγι­νε η σημα­ντι­κώ­τα­τη αλλαγή.

Πολ­λά περι­στα­τι­κά, μεγά­λοι πόλε­μοι, που τρα­βού­σαν τους άνδρες σε μεγά­λες μάζες έξω από τις δου­λιές των και δημιουρ­γού­σαν κενά στην κοι­νω­νι­κή οικο­νο­μία‘ ο βιο­μη­χα­νι­σμός, που ήθε­λε πολ­λά και φτη­νά χέρια‘ το κεφα­λαιο­κρα­τι­κό γενι­κά σύστη­μα, που έσπα­σε την οικο­τε­χνία και τη μικρή κλει­στή βιο­τε­χνία και ανά­γκα­σε και τις γυναί­κες που κέρ­δι­ζαν πριν κάτι στο σπί­τι, να το κερ­δί­ζουν τώρα έξω και προ­σφέ­ρο­ντας έτοι­μα τα περισ­σό­τε­ρα οικια­κά προ­ϊ­ό­ντα άφη­σεν ελεύ­θε­ρο πολύν και­ρό στη γυναί­κα και συνά­μα έκα­με πολύ ευκο­λό­τε­ρο το κέρ­δος με την ανά­λη­ψη μισθω­τής εργα­σί­ας‘ η οικο­νο­μι­κή αδυ­να­μία του μικρο­α­στι­κού σπι­τιού, που δε μπο­ρού­σε πια να δια­τρέ­φη μέξο­δα του πατέ­ρα ή του αδελ­φού ενή­λι­κα γερά κορί­τσια, που μαραί­νο­νταν δια­νοη­τι­κά και ηθι­κά περι­μέ­νο­ντας τον ουρα­νό­σταλ­το λυτρω­τή‘ όλοι αυτοί και άλλοι συντε­λε­στές, που δεν είναι έργο μου να τους ανα­πτύ­ξω από­ψε , έφε­ραν μεγά­λο αριθ­μό γυναι­κών έξω από το σπί­τι των και δημιούρ­γη­σαν τη βάση για την ηθι­κή αυτο­τέ­λεια και την κατά­κτη­ση όλων των ανθρω­πί­νων δικαιω­μά­των. Το φαι­νό­με­νο είναι γενι­κό σόλες τις χώρες, που ζουν λίγο ή πολύ μέσα στο αστι­κό καθεστώς.

Και τότε ξέσπα­σε σόλες τις χώρες αυτές ο αγώ­νας της γυναί­κας για τον εξαν­θρω­πι­σμό της. Από σκο­τει­νές διαι­σθή­σεις και απλούς πόθους προ­βαί­νο­ντας ολο­έ­να σε πιο φωτει­νή και καθα­ρή και πραγ­μα­τι­κώ­τε­ρη αντί­λη­ψη των σκο­πών του, ο αγώ­νας αυτός έκα­με μεγά­λες προ­ό­δους σόλο τον δέκα­το ένα­το και εικο­στόν αιώνα.

Δεν πρό­κει­ται για ε ξ α ν δ ρ ι σ μ ό  της γυναί­κας, όπως τόσο συχνά παρε­ξη­γή­θη­κε και παρα­στά­θη­κε το κίνη­μα. Αυτό θα ήταν η πιο αφύ­σι­κη παρα­πλά­νη­ση. Δεν πρό­κει­ται μόνο για την από­κτη­ση μερι­κών δικαιω­μά­των, για τα οποία γίνε­ται μεγά­λος θόρυ­βος, έτσι που πολ­λοί να νομί­ζουν, ότι αυτό είναι όλο το ζήτη­μα, εν ω μόνα τους αυτά καθ’ εαυ­τά δεν έχουν τη σημα­σία, που τους απο­δί­δε­ται. Δεν πρό­κει­ται μόνο για το περί­φη­μο ζήτη­μα της ψήφου, που έφτα­σε σχε­δόν μόνο αυτό και στον τόπο μας. Όλα αυτά είναι εξω­τε­ρι­κά. Μόνα τους δεν έχουν παρά λίγη σημα­σία. Ούτε η Ελλη­νί­δα ούτε η Ελλη­νι­κή κοι­νω­νία θα κέρ­δι­ζε τίπο­τε, αν δινό­ταν ψήφος στις γυναί­κες και οι γυναί­κες έμε­ναν στη δια­νοη­τι­κή και ψυχι­κή κατά­στα­ση, που βρί­σκο­νται σήμερα.

Ο Γ υ ν α ι κ ε ί ο ς  Α ν θ ρ ω π ι σ μ ό ς  είναι ένα ιδα­νι­κό ζωής πολύ βαθύ­τε­ρο και περιε­κτι­κώ­τε­ρο απ’ όλ’ αυτά. Δεν πρό­κει­ται ναλ­λά­ξη τη φύση της η γυναί­κα ή να καταρ­γή­ση τον προ­ο­ρι­σμό της, δεν πρό­κει­ται ναντι­κα­τα­στή­ση την ψυχή της με την ανδρι­κή ψυχή ούτε νασχο­λη­θή σε ό,τι ακρι­βώς  ασχο­λεί­ται ο άνδρας στην ίδια έκτα­ση και με τον ίδιο τρό­πο, πολύ δε λιγώ­τε­ρο να μιμη­θή και την εξω­τε­ρι­κή του εμφά­νι­ση, τα φερ­σί­μα­τά του, τους τρό­πους του και τις καλές ή κακές συνή­θειες. Πρό­κει­ται να μεί­νη γυναί­κα, ιδιό­τυ­πο πλά­σμα, δια­φο­ρε­τι­κό από τον άνδρα και εξω­τε­ρι­κά και εσω­τε­ρι­κά, μα συνά­μα να γίνη ά ν θ ρ ω π ο ς  τ έ λ ε ι ο ς. Όχι ε ξ α ν δ ρ ι σ μ ό ς  μα ε ξ α ν θ ρ ω π ι σ μ ό ς της γυναί­κας είνε το ιδα­νι­κό τέρ­μα του αγώ­να της, όπως παρα­μέ­νει και το ιδα­νι­κό τέρ­μα για τον άνδρα.

Το ανθρώ­πι­νο είναι της, τη θεία μοί­ρα της την έχει μέσα της, είναι δικαί­ω­μά της. « Ουκ ένι άρρεν, ουκ ένι θήλυ».

Με βάση την π α ρ α γ ω γ ι κ ή  ε ρ γ α σ ί α, που της εξα­σφα­λί­ζει την οικο­νο­μι­κή αυτο­τέ­λεια και την τοπο­θε­τεί στο ίδιο επί­πε­δο δυνα­τό­τη­τας για τη ζωή με τον άνδρα, της ανοί­γε­ται ο δρό­μος για κάθε τελειο­ποί­η­ση. Η ανε­ξάρ­τη­τη και υπεύ­θυ­νη δρά­ση στην κοι­νω­νία της δίνει το σπου­δαιό­τε­ρο στοι­χείο για νανα­πτυ­χθή σε ηθι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα. Η καλ­λιέρ­γεια του πνεύ­μα­τος και όλων των ικα­νο­τή­των της την προ­ε­τοι­μά­ζει για τη δημιουρ­γι­κή εργα­σία – ανά­λο­γη πάντα με την ψυχι­κή ιδιο­συ­στα­σία της – σε όλους τους κύκλους της ζωής  από τον κατώ­τα­το ως τον ανώ­τα­το. Χει­ρο­τε­χνία κάθε μορ­φής, βιο­μη­χα­νία, εμπό­ριο, υπαλ­λη­λία, καλές τέχνες, επι­στή­με­ες, κοι­νω­νι­κή πρό­νοια, κοι­νο­τι­κές και δημό­σιες λει­τουρ­γί­ες και η ρύθ­μι­ση της πολι­τεια­κής λει­τουρ­γί­ας, όλοι οι κύκλοι, αρκεί νάχη τη θέλη­ση, την ικα­νό­τη­τα και την ιδιο­φυ­ΐα, της ανοί­γο­νται μπρο­στά της. Έχει την ελευ­θε­ρία και το δικαί­ω­μα να εργα­σθή δημιουρ­γι­κά η γυναί­κα. Και τη στιγ­μή που θαπο­κτή­ση την ηθι­κή της αυτο­τέ­λεια και την επί­γνω­ση του εγώ της, των δικαιω­μά­των της μα και των υπο­χρε­ώ­σε­ων της απέ­να­ντι στο σύνο­λο σαν τέλειος άνθρω­πος, τότε και αυτή της ζωής η υπέρ­τα­τη λει­τουρ­γία, που η γυναί­κα είναι ιέρειά της, η μητρό­τη­τα, θα της δίνει την αλη­θι­νή χαρά της δημιουρ­γί­ας. Το σπί­τι θα υψω­θή για­τί θα λεί­ψη από μέσα κει η σκλα­βιά, η ψυχι­κή ανα­πη­ρία, ο παρα­σι­τι­σμός. Και η εργα­σία της γυναί­κας μέσα στο σπί­τι, που και τώρα έχει τόση δημιουρ­γι­κό­τη­τα και τόσες ευθύ­νες, μα είναι τόσο παρα­γνω­ρι­σμέ­νη από τις οικο­νο­μι­κές και ηθι­κές συν­θή­κες, θα πάρη την αξία της για­τί θα έχη συγκρι­τι­κό μέτρο την άλλη της εργασία.

Η γυναί­κα απο­λυ­τρω­μέ­νη, εξαν­θρω­πι­σμέ­νη και σαν μητέ­ρα και σαν πολί­της και σαν κοι­νω­νι­κός παρά­γο­ντας θα είναι πολύ πιο καλύ­τε­ρη από σήμε­ρα. Θα τινά­ξη από πάνω της την ψυχι­κή «ραστώ­νη», θα νοιώ­ση τη σοβα­ρό­τη­τα της ζωής. Και τότε μόνο θα αισθαν­θή και μέσα στο σπί­τι την αλη­θι­νή ευδαι­μο­νία, την υπέρ­τα­τη χαρά της ενέργειας.

Κοι­τά­ξε­τε πόσο αυτό­μα­τα ωχριά δίπλα σ’ αυτό το ιδα­νι­κό, το όρα­μα της γυναί­κας, που ζη με απο­κλει­στι­κό της ζωής της σκο­πό να περι­φέ­ρη  την ανία της, την ελα­φρό­τη­τά της, τον παπα­γα­λι­σμό της, την ψυχι­κή της κενό­τη­τα ψιμ­μυ­θιω­μέ­νη, δια­κο­σμη­μέ­νη από πολύ­χρω­μα υφά­σμα­τα και αρω­μα­τι­σμέ­νη από πολύ­ω­νυ­μες μυρω­διές. Δεν πρό­κει­ται και δεν πρέ­πει να λεί­ψη η ομορ­φιά από τον κόσμο, μα να μπη στη θέση της ψεύ­τι­κης ομορ­φιάς η αλη­θι­νή, η μόνη άξια να μαγεύη τις ψυχές.

Και τότε η κοι­νω­νία θα αισθαν­θή διπλα­σια­σμέ­νες τις δημιουρ­γι­κές της δυνά­μεις. Ένα κύμα υγεί­ας και ισορ­ρο­πί­ας ζωϊ­κής και ψυχι­κής θα χυθή ορμη­τι­κά μέσα στην ανθρώ­πι­νη ζωή. Πόσες γάγ­γραι­νες αλη­θι­νές της σημε­ρι­νής ζωής μας, πόσες κακο­μοι­ριές, που δε θέλω να εξε­τά­σω από­ψε δε θα βρουν ίσως τη ριζι­κή τους θερα­πεία με τη νέα κοι­νω­νι­κή μορφή!

Και το ιδα­νι­κό αυτό, που μας παρου­σιά­ζε­ται δημιουρ­γη­μέ­νο από την κοι­νω­νι­κή κίνη­ση και που φυσι­κά δεν περι­μέ­νου­με  να το ιδού­με τέλεια ενσαρ­κω­μέ­νο από τη μια στιγ­μή στην άλλη, για­τί ούτε θαύ­μα­τα ούτε άλμα­τα γίνο­νται στην κοι­νω­νι­κή ζωή, ολο­έ­να γίνε­ται εντο­νώ­τε­ρο και προ­βαί­νει σιγά σιγά θετι­κώ­τε­ρα πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νο στις χώρες που βαδί­ζουν επί κεφα­λής του σύγ­χρο­νου πολι­τι­σμού. Πολυ­ποί­κι­λα είναι τα φανε­ρώ­μα­τα του. Μια για να ιδού­με εκεί­νο, που ιδιαί­τε­ρα μας ενδια­φέ­ρει από­ψε, δεν έχου­με παρά να προ­σέ­ξου­με στις μεγά­λες αλλα­γές, που έγι­ναν στ ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ά  ι δ ε ώ δ η  κ α ι  τ α  μ ο ρ φ ω τ ι κ ά  σ υ σ τ ή μ α τ α  τ η ς  γ υ ν α ί κ α ς  τα τελευ­ταία χρό­νια και που είναι απο­τέ­λε­σμα του νέου ιδα­νι­κού της ζωής της.

***

Η γυναι­κεία εκπαί­δευ­ση είχε δια­μορ­φω­θή προ πάντων με την επί­δρα­ση του δια­κο­σμη­τι­κού ιδα­νι­κού της ζωής της. Τα νεώ­τε­ρα κρά­τη, τα αστι­κά, είχαν θεω­ρή­σει τη μόρ­φω­ση της γυναί­κας πέραν από το δημο­τι­κό σχο­λείο για υπό­θε­ση ιδιω­τι­κή. Η κατά­στα­ση αυτή αρχί­ζει ν’ αλλά­ζη από­το­μα στα τέλη του δέκα­του ένα­του αιώ­νος. Στην Αμε­ρι­κή, στη Γαλ­λία, Αγγλία, Γερ­μα­νία δια­τυ­πώ­νο­νται με μιας και σε διά­φο­ρες παραλ­λα­γές και δια­βαθ­μί­σεις αρχί­ζουν να εφαρ­μό­ζο­νται τα νέα αιτή­μα­τα της γυναι­κεί­ας παι­δεί­ας. Όχι πια εκπαί­δευ­ση χωρίς σοβα­ρό σκο­πό, μ’ ένα μωσαϊ­κό από γνώ­σεις, ένα λίγο απ’ όλα για επί­δει­ξη, μια προ­σποί­η­ση  καλ­λι­τε­χνι­κών δια­θέ­σε­ων και φιλο­λο­γι­κών κλί­σε­ων, μ’ έναν παπα­γα­λι­σμό ξένων γλωσ­σών και το πολύ πολύ και λίγα εργό­χει­ρα και οικια­κή οικο­νο­μία για δόση τάχα πρα­χτι­κό­τη­τας, σαν προ­ε­τοι­μα­σία τάχα για τα έργα της οικο­δέ­σποι­νας και μητέ­ρας. Τώρα χρειά­ζε­ται εκπαί­δευ­ση με σοβα­ρό τέρ­μα, ανά­λο­γη ή όμοια ή και απα­ράλ­λα­χτη όπως η ανδρι­κή, με σχο­λεία μέσης εκπαι­δεύ­σε­ως  ισο­δύ­να­μα, με δικαιώ­μα­τα στο τέλος των σπου­δών τα ίδια με των ανδρών, με επαγ­γελ­μα­τι­κά σχο­λεία σοβα­ρά παρό­μοια με τα ανδρι­κά ή και με τη ριζι­κώ­τε­ρη ακό­μη λύση της συνεκ­παι­δεύ­σε­ως ( coeducation) σ΄ όλους  τους βαθ­μούς των σχο­λεί­ων. Κι ΄αυτά τα οικια­κά έργα, η επι­στή­μη του σπι­τιού, παίρ­νουν ξεχω­ρι­στή σοβα­ρώ­τα­τη θέση στο συνο­λι­κό σύστη­μα της γυναι­κεί­ας ανα­τρο­φής. Ειδι­κά σχο­λεία προ­ε­τοι­μά­ζουν το κατάλ­λη­λο προ­σω­πι­κό, ειδι­κά σχο­λεία μορ­φώ­νουν κορί­τσια όλων των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων και σ΄όλα τάλ­λα σχο­λεία τα μαθή­μα­τα αυτά γίνο­νται ουσια­στι­κώ­τε­ρα και πλου­τί­ζο­νται και με άλλα σχε­τι­κά με τα καθή­κο­ντα της μητρό­τη­τας (παι­δο­κο­μία, υγιει­νή κτλ.). Κι΄έτσι δεί­χνε­ται ολο­φά­νε­ρα , ότι η νέα κίνη­ση αυτή να είναι εχθρι­κή προς την οικο­γέ­νεια όπως κατη­γο­ρεί­ται, του­να­ντί­ον προ­σπα­θεί να προετοιμα΄ση τη γυναί­κα πολύ αλη­θι­νώ­τε­ρα και σοβα­ρώ­τε­ρα από πριν για τα καθή­κο­ντά της ως μητέ­ρας και οικοδέσποινας.

Και τέλος μπαί­νει η γυναί­κα ορμη­τι­κά στα­νώ­τα­τα εκπαι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα. Τα Πανε­πι­στή­μια και οι Σχο­λές των Καλών Τεχνών γεμί­ζουν από γυναί­κες, αρχί­ζουν και τα Πολυ­τε­χνεία να έχουν πολ­λές φοι­τή­τριες, καθώς και τάλ­λα τανώ­τε­ρα επαγ­γελ­μα­τι­κά σχο­λεία, ακό­μη και οι γεωρ­γι­κές σχολές,

Η γυναί­κα ζητά­ει την ανώ­τα­τη παι­δεία, που θα την εισα­γά­γη στον κύκλο της ανώ­τα­της δια­νοη­τι­κής και κοι­νω­νι­κής ενέρ­γειας, στην καλ­λιέρ­γεια των επι­στη­μών και των τεχνών, τη δημιουρ­γι­κή έρευ­να, την ελεύ­θε­ρη και υπεύ­θυ­νη δρά­ση μέσα στις πειο σημα­ντι­κές κοι­νω­νι­κές και πολι­τεια­κές λει­τουρ­γί­ες. Κι΄έτσι βλέ­που­με τη γυναί­κα να συναι­σθά­νε­ται βαθιά, πως η ελευ­θε­ρία με όλα τα παρε­πό­με­νά της, η ανύ­ψω­ση και η απο­λύ­τρω­ση δεν είναι τόσο δικαί­ω­μα , όσο καθή­κον. Βαρειά χρέη ηθι­κά παίρ­νει επά­νω της η γυναί­κα. Η ψυχή της πρέ­πει να καλ­λιερ­γη­θή και προς το δια­νοη­τι­κό και προς το συναι­σθη­μα­τι­κό και προς το ηθι­κό της  μέρος για να μπο­ρέ­ση να στα­θή άξια δίπλα στον άνδρα, να γίνη και αυτή ενερ­γη­τι­κός συντε­λε­στής του πολι­τι­σμού και να κάμη την κοι­νω­νία υγιέ­στε­ρη, δημιουρ­γι­κώ­τε­ρη, ευτυ­χέ­στε­ρη. Και για την κοι­νω­νία πάλι η μόνη εγγύ­η­ση πως η μοι­ραία και ανα­γκα­στι­κή απο­λύ­τρω­ση της γυναί­κας δεν θα της είναι πηγή αδυ­να­μί­ας και αναρ­χί­ας, χαλά­ρω­ση της συνο­χής της και κλο­νι­σμός, παρέ­χε­ται από ττη σοβα­ρή και ουσια­στι­κή εκπαί­δευ­ση της γυναί­κας. Το ξανα­λέω αυτό. Η σ ο β α ρ ή  κ α ι  β α θ ι ά  μ ό ρ φ ω σ η  τ η ς  γ υ ν α ί κ α ς α π ο τ ε λε ί  τ η ν  α σ φ α λ έ σ τ ε ρ η  ε γ γ ύ η σ η  γ ι α  τ ο  μ έ λ λ ο ν  τ η ς  κ ο ι ν ω ν ί α ς  σ χ ε τ ι κ ά  μ ε τ ο γ υ ν α ι κ ε ί ο  ζ ή τ η μ α.

***

Και τώρα ας έλθω­με στην Ελλά­δα. Θυμη­θή­τε το αρχι­κό μας ερώ­τη­μα. Και αν ακό­μη η ανά­γκη να πάρη ανώ­τε­ρη μόρ­φω­ση η γυναί­κα είναι αλη­θι­νή στις πολι­τι­σμέ­νες κοι­νω­νί­ες του Δυτι­κού Κόσμου, ισχύ­ει το ίδιο και για την Ελλάδα;

Το ερώ­τη­μα θα ήταν όλως διό­λου περιτ­τό, αν δεν είχεν ακό­μη για πολ­λούς έλλη­νες τόσο αυτο­νό­η­το κύρος η θεω­ρία, που πότε με τη μορ­φή του Ανα­το­λι­σμού, πότε με τη μορ­φή του ελλη­νο­κε­ντρι­σμού, πότε σαν αόρι­στη πίστη σε μιαν ιδιαί­τε­ρη απο­στο­λή του « περιού­σιου λαού», πότε σαν δόγ­μα με κάποια επι­στη­μο­φά­νεια , δια­τυ­πώ­νε­ται σε κάθε περί­στα­ση είτε για κοι­νω­νι­κά, είτε για πνευ­μα­τι­κά, είτε για καλ­λι­τε­χνι­κά, είτε και για οικο­νο­μι­κά ζητή­μα­τα πρό­κει­ται. Η Ελλά­δα κυμαί­νε­ται και κλο­νί­ζε­ται δυστυ­χώς μέσα σε δύο ακρό­τη­τες , την τυφλή ξενο­μα­νία από τη μια και τον από­λυ­το αυτο­χθο­νι­σμό από την άλλη. Ή αντι­γρά­φου­με στα τυφλά τους ξένους ή προ­σκολ­λιό­μα­στε σαν όστρα­κα στα πάτρια ή τα δήθεν πάτρια.

Δε δημιουρ­γού­με από εσω­τε­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα και με αυθόρ­μη­τη πρω­το­τυ­πία σύμ­φω­να με το αλη­θι­νό μας εγώ και με τους αντι­κει­με­νι­κούς όρους της ζωής μας.

Κατά τη θεω­ρία εκεί­νη του αυτο­χθο­νι­σμού η Ελλά­δα απο­τε­λεί κάτι ξεχω­ρι­στό, έξω από τους νόμους, που διέ­πουν τις άλλες ευρω­παϊ­κές κοι­νω­νί­ες, είναι ένας οργα­νι­σμός, που μπο­ρεί να βαδί­ζη δικό του δρό­μο, να στέ­κε­ται εκεί που οι άλλοι προ­χω­ρούν, να δια­τη­ρή μορ­φές, που στις άλλες κοι­νω­νί­ες γέρα­σαν, ξεφυ­λί­στη­καν και χάθη­καν ή και ν’ ανα­σταί­νη ακό­μη κόσμους πεθα­μέ­νους. Δεν είναι τόσο θεω­ρία θετι­κή όσο αρνη­τι­κή. Είναι άρνη­ση του ευρω­παϊ­σμού, άρνη­ση του σύγ­χρο­νου πνεύ­μα­τος. Είναι μια συντη­ρη­τι­κό­τη­τα, που προ­κα­λύ­πτε­ται με τον ελλη­νο­κε­ντρι­σμό, όπως η χελώ­να με το καβού­κι της. Είναι μια ψυχι­κή νάρ­κη και μια μοι­ρο­λα­τρία υψω­μέ­νη σε θεω­ρία. Είναι ακρι­βώς ένας ανα­το­λι­σμός με την κακή σημα­σία, φανέ­ρω­μα δηλα­δή ναρ­κω­μέ­νων μοι­ρο­λα­τρι­κών ψυχι­κών κατα­στά­σε­ων, αόρι­στη νοσταλ­γία χαμέ­νων αγα­θών. Η αρρώ­στεια ακρι­βώς, που κατέ­βα­σε όλο τον ανα­το­λι­κό κόσμο στα χαμη­λό­τε­ρα σκα­λο­πά­τια του πολι­τι­σμού και τον έκα­νε είλω­τα των Δυτι­κών λαών. Για­τί απλού­στα­τα και φυσι­κώ­τα­τα η σκλα­βιά είναι η μοί­ρα των ναρ­κω­μέ­νων ψυχών.

Στο θετι­κό της μέρος η θεω­ρία αυτή είναι δικαιο­λο­γη­μέ­νη ως ένα βαθ­μό, όσο υπο­στη­ρί­ζει πως πρέ­πει να δια­τη­ρη­θή η ιδιο­τυ­πία η ελλη­νι­κή στα δημιουρ­γή­μα­τα του νεώ­τε­ρου μας πολι­τι­σμού. Και χωρίς τη θεω­ρία η ιδιο­τυ­πία η Ελλη­νι­κή θα υπάρ­χη αν πρό­κει­ται για αλη­θι­νά δημιουρ­γή­μα­τα. Μα ίσα ίσα το χαρα­κτη­ρι­στι­κό της άρνη­σης και της στει­ρό­τη­τας, είναι πως η θεω­ρία αυτή δε μας έδω­κεν ως τώρα ούτε ένα πραγ­μα­τι­κό δημιούργηαμ.

Και τι έγι­νε και τι γίνε­ται στην πραγματικότητα;

Η Ελλά­δα δεν απο­τε­λεί φυσι­κά κανε­νός είδους εξαί­ρε­ση στους οικο­νο­μι­κούς ή τους κοι­νω­νι­κούς νόμους, που κυριαρ­χούν σ΄όλες τις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες. Η κ α θ υ σ τ έ ρ η σ η  δεν είναι ε ξ α ί ρ ε σ η. Είναι απλού­στα­τα κατώ­τε­ρος βαθ­μός ζωτι­κό­τη­τας. Ζού­με μέσα στο αστι­κό, στο κεφα­λαιο­κρα­τι­κό καθε­στώς και παρου­σιά­ζου­με όλα τα γνω­ρί­σμα­τα και τα συμ­πτώ­μα­τα του και τα καλά και τα κακά. Ίσως με κάποια δια­φο­ρά βαθ­μού στην έντα­ση ωρι­σμέ­νων εκδη­λώ­σε­ων , ίσως με κάποια δια­φο­ρά στη σχέ­ση δια­φό­ρων συντε­λε­στών του, μα πάντα μέσα στο γενι­κό πλαί­σιο της κοι­νω­νι­κής μορ­φής, που έχουν οι δυτι­κές κοι­νω­νί­ες. και σένα μόνο σημείο παρου­σιά­ζο­με φανε­ρώ­τα­τη, εξαι­ρε­τι­κή καθυ­στέ­ρη­ση. Στην πνευ­μα­τι­κή σύλ­λη­ψη, στη δια­νοη­τι­κή επε­ξερ­γα­σία των δεδο­μέ­νων της ζωής μας και στην καθο­δή­γη­ση της κοι­νω­νί­ας από τους δια­νο­ού­με­νους της. Πραγ­μα­τι­κή στέ­ρη­ση και στεί­ρω­ση και φτώ­χεια από επι­στη­μο­νι­κή και φιλο­σο­φι­κή ενα­τέ­νι­ση και ρύθ­μι­ση της ζωής μας. Εδώ υπάρ­χει το μεγα­λύ­τε­ρο χάσμα. Μετα­φέ­ρο­με, όπου το μετα­φέ­ρο­με, απλώς το γράμ­μα της ευρω­παϊ­κής επι­στή­μης, το σκε­λε­τώ­δι­κο περιε­χό­με­νο, μάς  ξεφεύ­γει η σκέ­ψη, ο ζωτι­κός χυμός. και ή περιο­ρι­ζό­μα­στε σαυ­τό το γράμ­μα και, ως προς την ανώ­τε­ρη σκέ­ψη, τη θεω­ρη­τι­κή πρω­τό­τυ­πη επε­ξερ­γα­σία, που μόνη δίνει σάρ­κα και ζωή στο σκε­λε­τό, μετα­βάλ­λο­με τον εγκέ­φα­λό μας σε παγω­μέ­νο βάτρα­χο, ή καλο­κα­θι­σμέ­νοι άνε­τα μέσα στα πάτρια παίρ­νο­με εχθρι­κή αρνη­τι­κή στά­ση σε κάθε τι, που έρχε­ται να μας υπεν­θυ­μί­σει τα δικαιώ­μα­τα της ζωής και να λειώ­ση τους δια­νοη­τι­κούς μας πάγους.

Και τι συμ­βαί­νει στην πραγματικότητα;

Το ρεύ­μα της ξένης ζωής εισβάλ­λει ορμη­τι­κό, ασυ­γκρά­τη­το, ανε­ξέ­λεγ­κτο και αρρύθ­μι­στο και η Ελλη­νι­κή κοι­νω­νία παρου­σιά­ζει πραγ­μα­τι­κά το φαι­νό­με­νο τυφλής και αλό­γι­στης ξενο­μα­νί­ας, τα οικτρά συμ­πτώ­μα­τα καθα­ρώ­τα­του πιθη­κι­σμού πέρα για πέρα ( ακό­μη και ο αρχαϊ­σμός, η προ­γο­νο­πλη­ξία, ο ψευ­το­κλα­σι­κι­σμός είναι μια μορ­φή αυτού του πιθηκισμού).

Αυτό είναι το θεμε­λιώ­δες έγκλη­μα των δια­νοη­τι­κών αρχη­γών απέ­να­ντι του λαού αυτού, προι­κι­σμέ­νου μόλα ταύ­τα από τη φύση με κάποια εξαι­ρε­τι­κά χαρί­σμα­τα. Και η κατά­στα­ση μάς παρου­σιά­ζε­ται φυσι­κά η ίδια και ως προς τη γυναί­κα και τα ζητή­μα­τά της. Ως χτες, ως σήμε­ρα ακό­μη εξο­φλού­με στην Ελλά­δα το ζωτι­κό­τα­το πρό­βλη­μα με αστειο­λο­γί­ες. Έχο­με αυτό το εξαι­ρε­τι­κό χάρι­σμα. Αντι­κα­θι­στού­με τα πάντα μένα αστείο, ένα καλα­μπού­ρι αξί­ζει μια φιλο­σο­φία ολόκληρη.

Και τι συμ­βαί­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα; Γυρί­στε γύρω σας να εξε­τά­σε­τε και να ιδή­τε, τι γίνε­ται το πατριαρ­χι­κό σπί­τι και οι περί­φη­μες «πατριαρ­χι­κές παρα­δό­σεις της ελλη­νι­κής οικο­γε­νεί­ας» που έτσι σαν μια ξερή και απο­λι­θω­μέ­νη φρά­ση απο­τε­λούν το άπα­ντο των κοι­νω­νιο­λο­γι­κών μας στο­χα­σμών απά­νω στο γυναι­κείο ζήτημα;

Νομί­ζω, ότι « κ ο ι μ ω μ έ ν ω ν  τ ω ν  δ ι α ν ο ο υ μ έ ν ω ν  κ α ι  τ ω ν  η θ ι κ ο λ ό  γ ω ν  μ α ς» οι παρα­δό­σεις και τα ήθη αυτά άρχι­σαν να εξα­τμί­ζω­νται στους τέσ­σε­ρις ανέ­μους χωρίς να μπαί­νη στη θέση τους τίπο­τε καλύτερο.

***

Ο ελλη­νι­κός μεσαί­ω­νας μάς κλη­ρο­δό­τη­σε πραγ­μα­τι­κά το πατριαρ­χι­κό σπί­τι. Η σκλα­βιά στον ξένο δεσπό­τη, η φτώ­χεια, η στέ­ρη­ση πολυ­κί­νη­της ατο­μι­κής ζωής είχαν σφυ­ρη­λα­τή­σει σφι­χτό­τε­ρους τους δεσμούς των μελών του. Η Ναυ­σι­κά – Πηνε­λό­πη ιδα­νι­κό της νέας ελλη­νί­δας γυναί­κας. Μα η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία εξε­λί­χτη­κε προς τον αστι­κό πολι­τι­σμό εκα­τό χρό­νια τώρα. Στην Αθή­να και τις μεγα­λύ­τε­ρες πόλεις, κέντρα του αστι­κού πολι­τι­σμού μας, τι εικό­να έχου­με σήμε­ρα; Μια μικρή κοι­νω­νι­κή ομά­δα στην αρχή, που έφτα­σε σε υλι­κή ευμά­ρεια και σ’ ελευ­θε­ρία κινή­σε­ων υπο­δου­λώ­θη­κε ολό­τε­λα στη μίμη­ση του « υψη­λού κόσμου» των ευρω­παϊ­κών πρω­τευου­σών. Το ιδα­νι­κό της γυναί­κας κού­κλας, αφ’ ου κατά­χτη­σε την ανώ­τε­ρη αστι­κή  μας τάξη έσπα­σε και τα κάστρα του μεσο­α­στι­κού σπι­τιού. Η Πηνε­λό­πη άρχι­σε να ωχριά μπρο­στά στο μοσχο­βο­λη­μέ­νο επι­πό­λαιο και πολύ­χρω­μο φιγου­ρί­νι. Η γυναί­κα Πηνε­λό­πη;! Θρύ­λος των καθυ­στε­ρη­μέ­νων για­γιά­δων! ω! η Femina η Παρι­σι­νή, η femme chic, η dame elegante, να το θελ­κτι­κό χρυ­σό­νει­ρο, που μέρα νύχτα γοη­τευ­τι­κά σαγη­νεύ­ει και πλα­νά­ει την ελλη­νί­δα κόρη και γυναί­κα και του καλού και του κακού κόσμου. Κι’ όλα τα ρέμα­τα στο ίδιο τρέ­χου­νε θολό ποτά­μι. Η παρα­πλα­νε­μέ­νη κόρη του προ­λε­τα­ριά­του, η παρα­πλα­νε­μέ­νη κόρη του μικρο­α­στι­κού σπι­τιού, η γυναί­κα του «καλού κόσμου» όλες θυσιά­ζουν το είναι τους, το πολυ­τι­μό­τε­ρό τους, την ψυχή τους στο ίδιο είδω­λο, στον « Χρυ­σούν μόσχον». Και η πολυ­θρύ­λη­τος Πηνε­λό­πη – όλως διό­λου demodee – ντρέ­πε­ται σχε­δόν να παρου­σια­στή στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία. Να η πραγματικότητα.

Μα δίπλα σαυ­τό το θολό ποτά­μι υπάρ­χει και το σιγα­νό ρεμα­τά­κι του διά­φα­νου νερού, το στοι­χείο της ψυχι­κής και κοι­νω­νι­κής υγεί­ας, η ε ρ γ α ζ ό μ ε ν η  γ υ ν α ί κ α.

Σιγά και δει­λά ξεβγή­κεν από το σπί­τι το φτω­χό κορί­τσι, που δε μπο­ρού­σε πια να περι­μέ­νη τα πάντα από το βιο­πα­λαι­στή πατέ­ρα ή αδελ­φό και  η φτω­χή γυναι­κού­λα, που δεν την  έσω­νε το μερο­κά­μα­το του ανδρός για να ζήση τη φαμί­λια και που η σπι­τι­κή ξενο­δου­λιά όσο κι αν έχυ­νε τα μάτια της για να την πολύ­νη, δεν τις ικα­νο­ποιού­σε ούτε τις πιο στοι­χειώ­δεις ανά­γκες. Έτσι μπή­κε η γυναί­κα στο εργο­στά­σιο και στο μοδι­στρά­δι­κο και στο κατά­στη­μα. Το μικρο­α­στι­κό κορί­τσι ξεβγή­κε  στην αρχή προς μια κατεύ­θυν­ση, τη δασκα­λω­σύ­νη. Έπει­τα όμως μπή­κε με θάρ­ρος και στο Υπουρ­γείο και στο γρα­φείο και στην Τρά­πε­ζα και παντού όπου της ανοί­γε­ται η πόρ­τα της τίμιας δου­λειάς. Και σήμε­ρα υπάρ­χει στην Ελλά­δα εργα­ζό­με­νη γυναί­κα. Κάθε μέρα πλη­θαί­νει γορ­γά ο αριθ­μός των και μαζί τους η ελπί­δα ενός καλύ­τε­ρου μέλ­λο­ντος και για την κοι­νω­νία και για την οικο­γέ­νεια. Για­τί βέβαια δε θα υπο­στη­ρί­ξει κανείς, πως υπάρ­χει οικτρό­τε­ρο πρά­μα από το σπί­τι το γεμά­το ψυχές απο­τελ­μα­τω­μέ­νες, που προσ­δο­κούν μέρα νύχτα μένα αρρω­στιά­ρι­κο ποθο­πλά­νταγ­μα το λυτρω­τή, ως γαμπρό ή και στην έσχα­τη ανά­γκη σαν απλό χορη­γό του πολύ­χρω­μου κου­ρε­λιού και της αρω­μα­τι­σμέ­νης δια­φθο­ράς. Η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα είναι ευλο­γία κοι­νω­νι­κή. Η δου­λειά η απο­λυ­τρω­τι­κή, η δου­λειά η ηθο­πλα­στι­κή, η δου­λειά, που δημιουρ­γεί τον άνθρω­πο, που δια­πλάτ­τει την προ­σω­πι­κό­τη­τα, η δου­λειά, που χαλυ­βδώ­νει τη θέλη­ση, α αγώ­νας, η πάλη, να η απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για τον εξαν­θρω­πι­σμό και της Ελληνίδας.

Αν έλει­πε και όσο έλει­πεν η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα, το ζήτη­μα του γυναι­κεί­ου ανθρω­πι­σμού θα ήταν στην Ελλά­δα φλυα­ρία μόνο αργό­σχο­λων και κενό­δο­ξων κυριών, που θα ήθε­λαν ένα μέσο για να δια­σκε­δά­σουν την ανία των και να επι­δεί­ξουν το πνεύ­μα των μαζί με τις νέες τουα­λέτ­τες των. Η εργα­ζό­με­νη γυναί­κα δημιουρ­γώ­ντας την απα­ραί­τη­τη στε­ρεή βάση για να υψω­θή το ιδα­νι­κό του γυναι­κεί­ου ανθρω­πι­σμού, επι­δρά εξυ­για­ντι­κά σόλο τον κοι­νω­νι­κόν οργα­νι­σμό ανα­βα­πτί­ζο­ντας και ξανα­στή­νο­ντας στο θρό­νο της και την άξια Πηνε­λό­πη με μια βαθύ­τε­ρη συνεί­δη­ση του προ­ο­ρι­σμού της και παρε­με­ρί­ζο­ντας τη γυναί­κα – κού­κλα, που μόνο τις πολύ επι­πό­λαιες και αδύ­να­τες ψυχές μπο­ρεί πια να ικανοποιή.

Ώστε το ιδα­νι­κό του γυναι­κεί­ου ανθρω­πι­σμού είναι και για την ελλη­νι­κή κοι­νω­νία στοι­χείο ανα­γεν­νη­τι­κό και ανα­πλα­στι­κό, κύμα υγεί­ας και ζωτι­κό­τη­τας, πέρα­σμα δημιουρ­γι­κής πνο­ής στη ζωή μας, με μια όμως προ­ϋ­πό­θε­ση. Πως αλη­θι­νά θα βρη την εκπρο­σώ­πη­σή του, πως θα γίνη η ελλη­νί­δα γυναί­κα ιερο­φά­ντης του, πως θα γίνη άξια να υψω­θή προς αυτό. Κι΄εδώ ξανα­φα­νε­ρώ­νε­ται μπρο­στά μας ο μεγά­λος κίν­δυ­νος, που είδα­με παρα­πά­νω. Η αδυ­να­μία να ταγκα­λιά­ση το ιδα­νι­κό αυτό η δια­νο­ού­με­νη τάξη, να το αφο­μοιώ­ση, να το εναρ­μο­νί­ση με την ψυχι­κό­τη­τά μας και με τα πνευ­μα­τι­κά και ηθι­κά δεδο­μέ­να της ζωής μας, να το επε­ξερ­γα­στή και να το σκορ­πί­ση σα χυμό ζωτι­κό μέσα στην ελλη­νι­κή ζωή.

Αν η Ελλη­νί­δα μπη στη νέα κοι­νω­νι­κή μορ­φή συρ­μέ­νη παθη­τι­κά από τις σκο­τει­νές οικο­νο­μι­κές ανά­γκες, που την έσυ­ραν έξω από το σπί­τι και μεί­νη ψυχι­κά προ­σκολ­λη­μέ­νη  και στον πιθη­κι­σμό, αν δεν υπερ­νι­κή­ση τα πλα­νε­ρά μάγια, που τη σαγη­νεύ­ουν προς την ηθι­κή αναρ­χία αντί για την αλη­θι­νή ηθι­κή ελευ­θε­ρία, που πρέ­πει να κατα­χτή­ση, αν δε καλ­λιερ­γή­ση το νου της για να γίνη άξια εργά­τρια δημιουρ­γι­κής δου­λειάς μέσα στην κοι­νω­νία, αν νομί­ση ότι ελευ­θε­ρία σημαί­νει χαλά­ρω­ση ηθι­κή και όχι έντα­ση, απαλ­λα­γή από υπο­χρε­ώ­σεις και όχι ανέ­βα­σμα σε υψη­λό­τε­ρα καθή­κο­ντα, αν τα δικαιώ­μα­τα που ζητεί τα θεω­ρή­ση σαν ένα ακό­μη παι­χνι­διά­ρι­κο στό­λι­σμα στη φιλα­ρέ­σκειά της, τότε βέβαια θάχω­με και στο μεγά­λο αυτό ζήτηαμ μία λύση εκτρω­μα­τι­κή στην Ελλά­δα, μια παρω­δία κοι­νω­νι­κής ανα­πλά­σε­ως κοντά σε τόσες άλλες. Και για ναντι­κρου­στή αυτός ο κίν­δυ­νος ένα και μόνο υπάρ­χει μέσο, η μόρ­φω­ση, το φως.

***

Και ιδού, κυρί­ες και κύριοι, φτά­σα­με σένα σημείο, όπου και η πιο επί­μο­νη και ακού­ρα­στη αισιο­δο­ξία θάπρε­πε να μας εγκαταλείψη.

Για­τί μόρ­φω­ση και φως σε μια κοι­νω­νία σημαί­νει φιλο­σο­φι­κή δια­νό­η­ση και επι­στη­μο­νι­κό δια­φω­τι­σμό, οργά­νω­ση παι­δεί­ας και ηθο­πλα­στι­κή ενέρ­γεια από πολ­λούς παρά­γο­ντες. Κι’ αν απ’ όλα αυτά προ­σέ­ξω­με στο πιο χει­ρο­πια­στό, την οργά­νω­ση της παι­δεί­ας και ιδιαί­τε­ρα της γυναι­κεί­ας, η αισιο­δο­ξία μας δε θάβρι­σκε πού να στηριχτή.

Οι Έλλη­νες που ως γνω­στόν δια­φω­νούν σόλα τα ζητή­μα­τα, σένα συμ­φω­νούν γενι­κά, στην αθλιό­τη­τα της ελλη­νι­κής παι­δεί­ας. Μα συνά­μα στο ίδιο ζήτη­μα δεί­χνουν όλη τους την οργα­νω­τι­κή αδυ­να­μία. Δε μπο­ρούν να διορ­θώ­σουν την παι­δεία, που όλοι τη βρί­σκουν ελεεινή.

Δεν θα εξε­τά­σω βέβαια από­ψε την ελλη­νι­κή εκπαι­δευ­τι­κή γάγγραινα.

Αν άλλοι λαοί στην παι­δεία τους είδαν τον κυριώ­τε­ρο μοχλό της προ­κο­πής των, για τον ελλη­νι­κό λαό και προς έπαι­νο της φυσι­κής του ιδιο­συ­στα­σί­ας θα μπο­ρού­σε  να ειπω­θή πως σε πολ­λά προ­ώ­δευ­σε στο πεί­σμα της παι­δεί­ας, που του έδι­ναν. Για τη γυναί­κα η γενι­κή εικό­να παρου­σιά­ζε­ται ακό­μη σκοτεινότερη.

Η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία όπως βγή­κε από την επα­νά­στα­ση του 21 ήταν δύσκο­λο να εννο­ή­ση πώς είναι ανά­γκη να μορ­φω­θή η γυναί­κα. Τι θα κάμη το κορί­τσι τα γράμ­μα­τα εφεύ­ρε­ση του διαβόλου;

Γι’ αυτό στη στα­τι­στι­κή του 1907 σε ωρι­σμέ­νες περι­φέ­ρειες της τότε Ελλά­δας βρέ­θη­καν ως 82% αναλ­φά­βη­τες γυναί­κες‘ και γι’ αυτό ο μέσος όρος του αναλ­φα­βη­τι­σμού της γυναί­κας στην Ελλά­δα ως σήμε­ρα φτά­νει στα 60% περί­που. Γι’ αυτό ακό­μη το ελλη­νι­κό κρά­τος πέραν από το άθλιο αυτό δημο­τι­κό σχο­λείο, όπου « οι χοί­ροι υΐζου­σι και τα χοι­ρί­δια κοΐ­ζου­σιν», δε σκέ­φτη­κε ποτέ, πως άξι­ζε τον κόπο να δώση στη γυναί­κα κάποια μόρ­φω­ση. Ογδό­ντα τόσα χρό­νια η ανώ­τε­ρη εκπαί­δευ­ση των κορι­τσιών ήταν έργο ιδιω­τι­κής φρο­ντί­δας. Και η Φιλεκ­παι­δευ­τι­κή Εται­ρία με τα τέσ­σε­ρα ανώ­τε­ρα Παρ­θε­να­γω­γεία και τα Διδα­σκα­λεία της, αν και κλει­σμέ­νη κι’ αυτή γενι­κώ­τε­ρα μέσα στον κύκλο των άλλων ελατ­τω­μά­των της ελλη­νι­κής παι­δεί­ας, ευερ­γέ­τη­σε πραγ­μα­τι­κά με τη δρά­ση της το ελλη­νι­κό έθνος και η ιστο­ρία της ελλη­νι­κής παι­δεί­ας θα της το ανα­γνω­ρί­ση αυτό.

Η ελλη­νί­δα λοι­πόν του αστι­κού σπι­τιού δεν είχε πού να μορ­φω­θή. Η ελλη­νί­δα του αρι­στο­κρα­τι­κού σπι­τιού για να στο­λι­στή με τα ψεύ­τι­κα φτε­ρά της  mondainite, είχε τις ξένες δασκά­λες, πολ­λές φορές από άγνω­στη πνευ­μα­τι­κή και ηθι­κή προ­έ­λευ­ση πλά­σμα­τα ή το ξένο παρ­θε­να­γω­γείο των καλο­γραιών, όπου θ’ απο­χτού­σε την περι­πό­θη­τη ικα­νό­τη­τα να ψελ­λί­ζη τη γαλ­λι­κή γλώσ­σα και να δια­βά­ζη τα γαλ­λι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα στο πρωτότυπο.

Κι΄όλα τα χρό­νια αυτά μόνη μορ­φω­μέ­νη γυναί­κα στην Ελλά­δα, μορ­φω­μέ­νη με κάποιο σοβα­ρό σκο­πό, εννοώ, αδιά­φο­ρο αν καλά ή κακά, και με κάποιο ιερό προ­ο­ρι­σμό ήταν η φτω­χού­λα η δασκά­λα, που είχε την ηθι­κή δύνα­μη ναντι­κρύ­ζη το σκλη­ρόν αγώ­να της ζωής και να σέρ­νη τη μαρ­τυ­ρι­κή πολ­λές φορές ύπαρ­ξή της μέσα στον άξε­νο αν όχι εχθρι­κό κόσμο της αμά­θειας και της πρό­λη­ψης. Κι’ όταν η κοι­νω­νι­κή εξέ­λι­ξη με την ακα­τα­νί­κη­τη επι­βο­λή της ξύπνη­σε μέσα στις ψυχές των γυναι­κών την ανά­γκη της παι­δεί­ας, εν ω το επί­ση­μο κρά­τος δεν έπαιρ­νε είδη­ση και δεν αντί­κρυ­ζε ούτε  σοβα­ρά ούτε μη σοβα­ρά το πρό­βλη­μα της γυναι­κεί­ας παι­δεί­ας, τα κορί­τσια έσπα­σαν τις πόρ­τες των αγο­ρί­στι­κων σχο­λεί­ων και μπή­καν μέσα. Και βρέ­θη­καν ξαφ­νι­κά χιλιά­δες κορί­τσια μέσα στα ελλη­νι­κά σχο­λεία και τα Γυμνά­σια του κρά­τους μαζί με ταγό­ρια και δόθη­κε η πιο ριζο­σπα­στι­κή, να πού­με, λύση στο πρό­βλη­μα της αγω­γής των κορι­τσιών χωρίς να μελε­τη­θή πριν κανέ­να σχε­τι­κό ζήτη­μα, χωρίς να έχη γίνει καμ­μιά εργα­σία για το πρό­γραμ­μα, ούτε να κανο­νι­στή η συμ­βί­ω­ση τέλος πάντων αγο­ριών και κορι­τσιών μέσα στα­θλιώ­τα­τα σταυ­λο­μά­γα­ζα, που λέγο­νται ελλη­νι­κά διδα­κτή­ρια, χωρίς να δοθή ούτε μια οδη­γία στο προ­σω­πι­κό, εντε­λώς φυσι­κά ανί­δεο από τα πολυ­ποί­κι­λα προ­βλή­μα­τα της  coeducation. Και μόνο στα 1917 το κρά­τος ίδρυ­σε στις μεγα­λύ­τε­ρες πόλεις ιδιαί­τε­ρα ελλη­νι­κά σχο­λεία και Γυμνά­σια κορι­τσιών, ανα­βάλ­λο­ντας και πάλι να λύση ριζι­κά το ζήτη­μα μαζί με την άλλη ανα­διορ­γά­νω­ση της παιδείας.

Και η Ελλη­νί­δα πλημ­μύ­ρι­σε τη μέση εκπαί­δευ­ση, πλημ­μύ­ρι­σε ακό­μη τις εμπο­ρι­κές σχο­λές και από χρό­νια βρί­σκε­ται στο Πανε­πι­στή­μιο σε όλες τις σχο­λές. Μέσα στην αδια­φο­ρία και την ανι­κα­νό­τη­τα του Κρά­τους για να ρυθ­μί­ση τα ζητή­μα­τα , ανοί­γει μόνη το δρό­μο της, ακο­λου­θώ­ντας φυσι­κά τη ρου­τί­να της αντρι­κής παι­δεί­ας. Τι άλλο μπο­ρού­σε να κάμη;

Μα τώρα είναι ακρι­βώς η κρί­σι­μη στιγμή.

Τώρα που ο μετα­πο­λε­μι­κός ανα­βρα­σμός της ανθρω­πό­τη­τας δημιουρ­γεί τον πόθο για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον και κρα­τά­ει ζωντα­νε­μέ­να  στις φωτει­νό­τε­ρες συνει­δή­σεις ταν­θρω­πι­στι­κά ιδα­νι­κά, τώρα που η γυναί­κα στον πολι­τι­σμέ­νο κόσμο βαδί­ζει ορι­στι­κώ­τε­ρα και ασφα­λέ­στε­ρα στην κατά­κτη­ση του ανθρω­πι­σμού της, τώρα που και στην Ελλά­δα υπάρ­χου­νοι μικρές μα γόνι­μες αρχές για μια νεά ζωή της γυναί­κας, τώρα που κάποια ανη­συ­χία εσω­τε­ρι­κή αρχί­ζει να ξυπνά ζωη­ρά σέναν κύκλο γυναι­κών έτσω και μικρό τη λαχτά­ρα ενός ανα­βα­πτι­σμού πνευ­μα­τι­κού και ηθι­κού, τώρα που η βαθ­μιαία μα στα­θε­ρά προ­ο­δευ­τι­κή απο­λύ­τρω­ση της Ελλη­νί­δας από το στεί­ρο παρα­σι­τι­σμό και την ψυχι­κή ανα­πη­ρία δημιουρ­γεί τους όρους για να μορ­φω­θούν γυναι­κεί­ες προ­σω­πι­κό­τη­τες και νανα­πλα­σθούν με τη δημιουρ­γι­κή δου­λειά μυριά­δες άγο­νες και σκλα­βω­μέ­νες ψυχές, τώρα που μετε­ω­ρι­σμέ­νες τόσες ακα­θό­ρι­στες δια­θέ­σεις ανα­ζη­τούν μαγω­νία το σωστό δρό­μο ανά­με­σα στα πολυ­ποί­κι­λα πλα­νε­ρά μονο­πά­τια, τώρα είναι η στιγ­μή για να κρα­τη­θή ψηλά από άξια χέρια ένα φως.

Τώρα εία­νι η στιγ­μή να δημιουρ­γη­θή μιαν αλη­θι­νή αρι­στο­κρα­τία γυναι­κών, μια elite, εμψυ­χω­μέ­νη από το υψη­λό ιδα­νι­κό του γυναι­κεί­ου ανθρω­πι­σμού. Τώρα είναι η στιγ­μή να μορ­φω­θούν οι εκλε­κτές ελλη­νί­δες, που με πλή­ρη συναί­σθη­ση της νέας των μοί­ρας και του ιερού προ­ο­ρι­σμού των μέσα στην κοι­νω­νία και με πλή­ρη επί­γνω­ση για τα δικαιώ­μα­τα μα προ πάντων για τα καθή­κο­ντά των, θα εμψυ­χώ­σουν, θα οδη­γή­σουν και θανα­πλά­σουν τις όμοιες των.

Να η ανά­γκη και να  η ιδέα , που γέν­νη­σε την Α ν ω τ έ ρ α  Γ υ ν α ι κ ε ί α

Σ χ ο λ ή. Δεν είναι σκο­πός της να ενι­σχύ­ση κανε­νός είδους ερα­σι­τε­χνι­σμό, δεν είναι σκο­πός της να προ­σθέ­ση μερι­κά πετρά­δια στο δια­κο­σμη­τι­κό μωσαϊ­κό της ελα­φράς γυναι­κεί­ας ανα­τρο­φής, δεν είναι σκο­πός της να καλ­λιερ­γή­ση τις επι­πό­λαιες και επι­δει­κτι­κές ψευ­δο­κλί­σεις για την Τέχνη, τη Φιλο­λο­γία ή και τη Φιλο­σο­φία, δεν είναι σκο­πός της να παρα­γε­μί­ση μερι­κούς εγκε­φά­λους με ονό­μα­τα προ­σώ­πων ή γεγο­νό­των και με λέξεις χτυ­πη­τές, που νασέρ­νω­νται σε κατάλ­λη­λη ευκαι­ρία προς ναρκισισμό.

Σκο­πός της είναι να δια­φω­τί­ση τις ψυχές με την αλη­θι­νή επι­στή­μη, με την επί­γνω­ση των δυνά­με­ων και ροπών, που ρυθ­μί­ζουν την πρό­ο­δο των λαών, με την γνώ­ση των ανω­τέ­ρων δημιουρ­γη­μά­των της ανθρώ­πι­νης ψυχής, με την επί­γνω­ση ακό­μη των στοι­χεί­ων του νεο­ελ­λη­νι­κού πολι­τι­σμού, για να μπο­ρούν να γίνουν δημιουρ­γι­κοί εργά­τες του.

Σκο­πός της είναι να καλ­λιερ­γή­ση τις δυνά­μεις τις εσω­τε­ρι­κές, που πλάτ­τουν την προ­σω­πι­κό­τη­τα, να μορ­φώ­ση άρτιες, γερές, ισορ­ρο­πη­μέ­νες ψυχές, που να κινού­νται στη ζωή των μ’ ελα­τή­ριο την αγά­πη του κοι­νού αγα­θού, με τέρ­μα την εξύ­ψω­ση της κοι­νω­νί­ας. Σκο­πός της είναι ν’ ανά­ψη την αγά­πη και τον ενθου­σια­σμό για το ιδα­νι­κό του γυναι­κεί­ου ανθρωπισμού.

Έργο υψη­λό, δύσκο­λο, βαρύ. Μα που αρχί­ζει μ’ένα εχέγ­γυο σοβα­ρό, την καθα­ρώ­τα­τη συνεί­δη­ση του σκοπού.

Αν ο σκο­πός αυτός γίνη νοη­τός γύρω μας, αν η κοι­νω­νία αισθαν­θή την ανά­γκη και την απο­στο­λή του έργου και το βοη­θή­ση, όπως έκα­με ήδη ο

« Σύν­δε­σμος Ελλη­νί­δων υπέρ των δικαιω­μά­των της Γυναι­κός», που το βρή­κε φυσι­κά σύμ­φω­νο με το πρό­γραμ­μά του και ο « Εκπαι­δευ­τι­κός Όμι­λος» που δεν είνε απλώς γλωσ­σι­κό σωμα­τείο, όπως νομί­ζουν πολ­λοί, μα θέλει να βοη­θή­ση την ανα­γέν­νη­ση της ελλη­νι­κής παι­δεί­ας, άρα και της γυναικείας

κ α ι  α ν  τ έ λ ο ς  ο ι ε ρ γ ά τ ε ς τ ο υ   έ ρ γ ο υ  φ α ν ο ύ ν  ά ξ ι ο ί  τ ο υ , τότε ασφα­λώς θ’ απο­χτή­ση η Ελλη­νι­κή κοι­νω­νία ένα ίδρυ­μα μεγά­λης κοι­νω­νι­κής σκοπιμότητας.

Δεν θα εξε­τά­σω από­ψε τα καθέ­κα­στα του προ­γράμ­μα­τος. Η σημα­σία εκά­στου μαθή­μα­τος και η σχέ­ση του με το γενι­κό σκο­πό της Σχο­λής θα εξε­τα­σθούν από κεί­νους, που θα το διδά­ξουν. Τα μορ­φω­τι­κά μέσα, που θα μετα­χει­ρι­σθή η Σχο­λή, η μέθο­δος για να ξυπνή­ση την αυτε­νέρ­γεια και την ευθύ­νη της προ­σω­πι­κής εργα­σί­ας θα δοκι­μα­σθούν πολύ γρή­γο­ρα στην πρά­ξη. Το σημα­ντι­κό είναι, πως η Ανω­τέ­ρα Γυναι­κεία Σχο­λή εμπνέ­ε­ται από μια γόνι­μη παι­δα­γω­γού­σα ψυχο­πλα­στι­κή αρχή, από ένα ιδα­νι­κό. Αυτός είναι ο σπιν­θή­ρας , που θανά­ψη το φως.

***

Προ­σπα­θή­σα­με ν’ ατε­νί­σω­με από­ψε το όρα­μα ενός νέου κόσμου.

Με των περα­σμέ­νων την ανα­σκό­πη­ση, με του παρό­ντος την εξέ­τα­ση και την ανά­λυ­ση προ­σπα­θή­σα­με να ξεδια­λύ­νω­με μερι­κές φωτει­νές γραμ­μές, που θα μας ωδη­γού­σαν στη στε­ρέ­ω­ση κάποιων ελπί­δων, στο δυνά­μω­μα κάποιων ενθου­σια­σμών και την αισιό­δο­ξη προσ­δο­κία για κάποιο καλύ­τε­ρο μέλ­λον. Και είδα­με πως οι γραμ­μές αυτές οι φωτει­νές φτά­νουν κι’ ως εδώ στην Ελλά­δα, τη χώρα των μοι­ρο­λα­τρι­κών νοσταλ­γιών χαμέ­νων κόσμων και των επι­πό­λαιων πιθηκισμών.

Σε σας ενα­πό­κει­ται, ελλη­νί­δες γυναί­κες, οι φωτει­νές αυτές γραμ­μές να μη σβή­σουν, σε σας ενα­πό­κει­ται να γίνε­τε εστιά­δες του νέου πυρός.

 

glinos8Δ. Α. Γλη­νού, Γυναι­κεί­ος  ανθρω­πι­σμός, Αθή­ναι 1921

Αφιε­ρω­μέ­νο στην Πηνε­λό­πη Σ. Δέλτα.

Έχει δια­τη­ρη­θεί η ορθο­γρα­φία και το τυπι­κό του πρω­τό­τυ­που κειμένου.

*« Η Ανω­τέ­ρα Γυναι­κεία Σχο­λή ιδρύ­θη­κε από τα στε­λέ­χη του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου Δημή­τρη Γλη­νό, Μυρ­σί­νη Κλε­άν­θους, Χαρά­λα­μπο Θεο­δω­ρί­δη και Κώστα Σωτη­ρί­ου, το Μάιο του 1921. Είχε σκο­πό να δώσει σε γυναί­κες αστι­κής προ­έ­λευ­σης «ιστο­ρι­κή, κοι­νω­νιο­λο­γι­κή, φιλο­σο­φι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή μόρ­φω­ση» σε δημο­τι­κή γλώσ­σα, «ώστε να κατα­νο­ούν τη σύγ­χρο­νη ζωή, να νιώ­θουν τα δικαιώ­μα­τα και τις υπο­χρε­ώ­σεις τους στην κοι­νω­νία και να μπο­ρούν να γίνουν συνει­δη­τά και άξια μέλη της». Την επί­βλε­ψη και προ­στα­σία της Σχο­λής ανέ­λα­βαν δύο προ­ο­δευ­τι­κά σωμα­τεία της επο­χής, ο Εκπαι­δευ­τι­κός Όμι­λος και Σύν­δε­σμος των Ελλη­νί­δων υπέρ των Δικαιω­μά­των της Γυναι­κός. Το πρό­γραμ­μα της Σχο­λής περιε­λάμ­βα­νε μαθή­μα­τα Φιλο­σο­φί­ας, Ψυχο­λο­γί­ας, Ιστο­ρί­ας του Πολι­τι­σμού, Ιστο­ρί­ας της Τέχνης και Αρχαί­ας Ελλη­νι­κής Λογο­τε­χνί­ας καθώς και φρο­ντι­στή­ρια και δια­λέ­ξεις πάνω σε διά­φο­ρα θέμα­τα όπως η πολι­τεια­κή αγω­γή, τα αστι­κά και πολι­τι­κά δικαιώ­μα­τα της γυναί­κας, η πολι­τι­κή οικο­νο­μία, οι σύγ­χρο­νες κοσμο­λο­γι­κές και βιο­λο­γι­κές θεω­ρί­ες, η Νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία. Λει­τούρ­γη­σε για δύο χρό­νια (1921–1923) με επι­τυ­χία καθώς κατά­φε­ρε να προ­σελ­κύ­σει αρκε­τά μεγά­λο αριθ­μό φοι­τη­τριών και να εξα­σφα­λί­σει τη συνερ­γα­σία δια­πρε­πών επι­στη­μό­νων και δια­νο­ου­μέ­νων» ( Ίδρυ­μα Γληνού).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο