Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Γληνός «Δάσκαλος. Αναμορφωτής. Αγωνιστής»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα το 1882 γεν­νή­θη­κε στη Σμύρ­νη ο κομ­μου­νι­στής δάσκα­λος Δημή­τρης Γλη­νός, μια από τις σημα­ντι­κό­τε­ρες μορ­φές του νεο­ελ­λη­νι­κού πολι­τι­σμού. Η παρου­σία του σφρά­γι­σε την εκπαί­δευ­ση αλλά και το προ­ο­δευ­τι­κό και κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα. Υπό­δειγ­μα δια­νο­ού­με­νου, αρνή­θη­κε τιμές και αξιώ­μα­τα του αστι­κού κρά­τους και σε πεί­σμα των και­ρών και των συν­θη­κών ακο­λου­θεί μια πορεία  «από τον Μιστριώ­τη στον Λένιν» (από υπέρ­μα­χος της καθα­ρεύ­ου­σας και της Μεγά­λης Ιδέ­ας στις γραμ­μές του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμματος) .

Αντί άλλου αφιε­ρώ­μα­τος ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με ένα παό τα κεί­με­να που έγρα­ψε ο Κώστας Βάρ­να­λης για τον Δημή­τρη Γλη­νό και το οποίο θεω­ρού­με από τα πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κά για τον Δημή­τρη Γληνό.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ

 ΣΤΙΣ 23 του Δεκέμ­βρη του 1943 πέθα­νε ο Δημή­τρης ο Γλη­νός. Πολ­λοί νεό­τε­ροι δια­νο­ού­με­νοι κάνα­νε το φιλό­σο­φο στην αρχαία χώρα της Φιλο­σο­φί­ας. Μα ο στο­χα­σμός τους πέθα­νε μαζί τους ή σωστό­τε­ρα πριν απ’ αυτούς. Για­τί τανε κ’ οι ίδιοι άν­θρωποι νεκροί (αντι­δρα­στι­κοί) κι ο στο­χα­σμός τους στο­χα­σμός του αέρος.

Μα ο στο­χα­σμός του Γλη­νού ζει και συνε­χί­ζε­ται — και θα ζει και θα συνε­χί­ζε­ται, όσο θα υπάρ­χου­νε ζωή και νόμοι και μέλ­λον. Για­τί τανε στο­χα­σμός που βγαί­νε από το είναι, από την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κι ο ίδιος είταν άνθρω­πος ζων­τανός: κατα­νο­ού­σε το είναι κ’ έπρατ­τε ό,τι τούτ’ η γνώ­ση επέβαλλε.

Είναι, νοείν, πράτ­τειν. Αυτήν την υπο­θή­κη έδω­σε στους νέους φοι­τη­τές του ακα­δη­μαϊ­κού ομί­λου της φιλο­σο­φι­κής σχο­λής, όταν πριν από πολ­λά χρό­νια, τονε ρωτή­σα­νε: «ποιοι είναι: οι  δρό­μοι, που ανοί­γο­νται μπρο­στά μας».

Ο,τι συμ­βού­λευε στους άλλους, το ίδιο έκα­νε κι αυτός — «έτσι είχε το δικαί­ω­μα να συμ­βου­λεύ­ει. Αυτή η υπο­θή­κη στέ­κει σα φωτει­νός οδη­γός για μια  ζωή λυτρω­μέ­νη, τίμια και δημιουρ­γι­κή. Αυτό είναι το ιδα­νι­κό ενός τέλειου και ολό­πλευ­ρα ολο­κλη­ρω­μέ­νου ανθρώπου.

Μέσα στην πνευ­μα­τι­κή λάσπη, που έχουν απλώ­σει παντού οι σημε­ρι­νοί καμπο­τί­νοι του πνεύ­μα­τος, η υπο­θή­κη του Γλη­νού υψώ­νε­ται σα μια  στή­λη πυρός, που οδη­γεί στο δρό­μο της λευ­τε­τε­ριάς και της Ιστο­ρι­κής δικαί­ω­σης τα προ­ο­δευ­τι­κά στοι­χεία του τόπου :

«Το είναι, το νοείν και το πράτ­τειν είναι αλλη­λέν­δε­τα και αλλη­λο­ε­ξαρ­τη­μέ­να. Το είναι δηλ. οι Αντι­κει­με­νι­κοί όροι της ζωής, καθο­ρί­ζου­νε τη γνώ­ση (το νοείν) κι αυτή οδη­γεί στην πρά­ξη (το πράτ­τειν) που από την άλλη μεριά αυτή είναι κάθε φορά το κίνη­τρο και το κρι­τή­ριο της γνώ­σης. Κ’ η πρά­ξη πάλι με τη γνώ­ση μαζί επι­δρούν απά­νου στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τη μεταβάλλουν».

Αυτό έκα­νε ο Γλη­νός. Ενώ οι μισε­ροί άνθρω­ποι άλλα πι­στεύουν, άλλα λένε κι άλλα πράττουν.

Στους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύ­λου ό Άγγε­λος πάνου από το κάστρο δεί­χνει στον κλε­φτο­βα­σι­λιά τον Ετε­ο­κλή κάτου στον κάμπο τους αρχη­γούς των «εχθρών». Και του ξη­γάει ποιος και τι ναι ο καθέ­νας τους. Για τον Αμφιά­ραο λέγει :

Ου δοκείν δίκαιος, αλλ’ είναι θέλει,
Βαθεί­αν άλο­κα διά φρε­νός καρπούμενος,
όθεν τα κεδνά βλα­στά­νει βουλεύματα.

ήτοι

για­τί δε θέλει
να φαί­νε­ται ξεχω­ρι­στός μα να ναι αλήθεια
βαθύ καρ­πο­λο­γώ­ντας μεσ’ στο νου του αυλάκι
Απ’ όθε οι καλο­στό­χα­στες βου­λές βλασταίνουν.

Όταν αυτούς τους στί­χους (μας πλη­ρο­φο­ρεί ο Πλούταρ­χος) τους απάγ­γει­λε στο θέα­τρο ο υπο­κρι­τής, όλ’ οι θεα­τές γυρί­σα­νε και κοι­τά­ζα­νε τον Αρι­στεί­δη. Σ’ αυτόν ται­ριά­ζαν: είτα­νε δίκιος· είχε μυα­λό βαθιά καλ­λιερ­γη­μέ­νο κι απ’ αυτό το μυα­λό βλα­σταί­να­νε οι γεν­ναί­ες απο­φά­σεις και πράξεις.

Αυτοί οι στί­χοι ται­ριά­ζου­νε και στο Γλη­νό. Στά­θη­κε άν­τρας στη σκέ­ψη, στο ήθος, στην πρά­ξη —  σε μιαν επο­χή, που το ευκο­λό­τε­ρο επάγ­γελ­μα είταν η ψευ­τιά κι ο παλιανθρωπισμός.

Μα δεν είναι μονα­χά ένας μεγά­λος ποι­η­τής (ο Αισχύ­λος) που βρή­κε τον ανώ­τε­ρο τύπο του άντρα. Τον ξέρα­νε κ’ οι απλοί άνθρω­ποι του και­ρού εκεί­νου. Είτα­νε παροι­μια­κή η έκφρα­ση: «καλός καγα­θός», που θα πει «άντρας οργα­νι­κά άρτιος κ’ ηθι­κά τέλειος». Κ’ επει­δής η ηθι­κό­τη­τα δεν είναι απλή διά­θε­ση παρά βού­λη­ση και πρά­ξη, ο «καλός καγα­θός» είναι ο άντρας που πράτ­τει σωστά και για να πράτ­τει σωστά πρέ­πει και να νοεί σωστά.

Σε περιό­δους παρακ­μής κι αντί­δρα­σης το να νοείς και να πράτ­τεις σωστά είν’ επι­κίν­δυ­νο. Ο Γλη­νός εννο­ού­σε, δίδα­σκε κ’ έπρατ­τε σωστά κι απά­νου σ’ αυτόν τον αγώ­να του δοκί­μα­σε τις εξο­ρί­ες, τις Ακρο­ναυ­πλί­ες, τη θανα­τε­ρή αρρώ­στια και το θάνα­το. Η δύνα­μη της ηθι­κό­τη­τας, της αλή­θειας και της πίστης μετριέ­ται μέσα μας, λέγει ο Σίλ­λερ, με το βαθ­μό των θυσιών, που μπο­ρού­με να κάνου­με για να σώσου­με την «ελευ­θε­ρία» μας. Ο Γλη­νός έδω­σε τη ζωή του. Για­τί, όπως λέγει πάλι ο Αισχύ­λος για έναν άλλον αρχη­γό από τους Εφτά  (για τον Αμφί­ο­να) «ελθών δ’ έοι­κεν ου καπη­λεύ­σειν μάχην», δηλ. δεν ήρθε εδώ για να βάλει τους άλλους να σκο­τώ­νο­νται γι’ αυτόν (όπως κά­νουν όλων των επο­χών οι πολε­μο­κά­πη­λοι κ’ οι  ιδε­ο­κά­πη­λοι) παρά για να σκο­τω­θεί ο ίδιος.

Αλή­θεια ο Γλη­νός στην ιστο­ρία του νεο­ελ­λη­νι­κού πολιτι­σμού κρα­τά­ει μιαν από τις πρώ­τες θέσεις. Μυα­λό τετρα­γω­νι­κό και τετρά­βα­θο· λόγος προ­φο­ρι­κός γεμά­τος το πάθος της αλή­θειας, γοη­τευ­τι­κός κι αξε­πέ­ρα­στος· λόγος γρα­φτός από τους λί­γους — ό,τι έγρα­ψε δεν έχει μονα­χά αξία ουσια­στι­κή παρά κ’ εκφραστική.

Δάσκα­λος. Ανα­μορ­φω­τής. Αγω­νι­στής. Σα δάσκα­λος είταν ο πιο φωτι­σμέ­νος, που γνώ­ρι­σε ίσα­με τώρα η ελλη­νι­κή παι­δεία. Σαν ανα­μορ­φω­τής έβα­λε σκο­πό της ζωής του να μπά­σει σ’ όλα τα σκο­λειά, από το δημο­τι­κό ίσα­με το πανε­πι­στή­μιο, τη γλώσ­σα του λαού και τη νεο­ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα κατά­φε­ρε για τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα χρό­νια του δημο­τι­κού. Εκεί σκά­λωσε η περί­φη­μη «εκπαι­δευ­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση». Το« σατα­νι­κό του έργο» δεν μπο­ρού­σε να το υπο­φέ­ρει η αστι­κο­τσι­φλι­κά­δι­κη Αντί­δρα­ση. Όσο που τώρα, με το και­νούρ­γιο δυνά­μω­μα της Αντί­δρα­σης, η γλώσ­σα του λαού διώ­χτη­κε, ουσια­στι­κά, Απ’ όλη την παι­δεία του λαού.

Ο Γλη­νός δεν άργη­σε να το κατα­λά­βει, πως η πνευ­μα­τι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του λαού δεν μπο­ρού­σε να γίνει «εκ των άνω». Ο ίδιος ο Βενι­ζέ­λος, που υιο­θέ­τη­σε αυτήν τη μεταρ­ρύθ­μι­ση, τη σαμπο­τά­ρι­σε βάζο­ντας υπουρ­γό της Παι­δεί­ας ένα φανα­τι­κό κα­θαρευουσιάνο. Κατά­λα­βε, λοι­πόν, πως η πνευ­μα­τι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του λαού θα γίνει από τον ίδιο το λαό, «κάτω­θεν». Πρέ­πει, δηλα­δή, πρώ­τα να πάρει ο λαός την εξου­σία στα χέρια του, να λευ­τε­ρω­θεί κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά, για να μπο­ρέ­σει να λευτε­ρωθεί και πνευματικά.

Έτσι ο Γλη­νός μπή­κε στον Αγώ­να. Έγι­νε ένας από τους ηγέ­τες του λαού έδω­σε τα πάντα: μυα­λό, σοφία, ήθος, λόγο, πρά­ξη — και τη θέση του, το ψωμί του, τη ζωή του.

Αλλ’ αν χάθη­κε ο άνθρω­πος απά­νου στην ωρι­μό­τη­τα του, μένει το έργο του: ο Λόγος του. Είναι ό,τι πολυ­τι­μό­τε­ρο, αλη­θι­νό­τε­ρο και λυτρω­τι­κό­τε­ρο μπο­ρεί να δια­βά­σει η ελλη­νι­κή νεο­λαία για να κατα­λα­βαί­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα («νοείν το είναι») και για ν’ αγω­νί­ζε­ται για τη νίκη της αλή­θειας («πράτ­τειν»).

(Κώστας Βάρ­να­λης Αισθη­τι­κά Κρι­τι­κά Σολω­μι­κά, εκδό­σεις Κέδρος)

Στις φωτο­γρα­φί­ες:
Αριστ. : Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καστρινός, αρθρογράφος του «Ριζο­σπά­στη» και Δημή­τρης Γληνός.
Δεξ. : Δ. Γληνός, Ν. Καστρινός, Κ. Βάρναλης

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο