Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Χριστοδούλου: «Αλλά, ευτυχώς, υπάρχει η ποίηση…»

Γρά­φει η ofisofi //

Ξημέ­ρω­νε Τρί­τη, 5 Μάρ­τη 1991. Το ρολόι έδει­χνε 3 το πρωί όταν  ο Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή. Άπο­ρος, χωρίς σύντα­ξη, χωρίς ιατρο­φαρ­μα­κευ­τι­κή περί­θαλ­ψη νοση­λευό­ταν σε ένα ράν­τζο στο Λαϊ­κό Νοσο­κο­μείο, απ’ όπου και μετα­φέρ­θη­κε σε ιδιω­τι­κή κλι­νι­κή μετά από παρέμ­βα­ση του Μίκη Θεοδωράκη.

Γεν­νή­θη­κε στο Μετα­ξουρ­γείο το 1924, δυο χρό­νια μετά τη Μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή σε μια περιο­χή που ζού­σαν πρό­σφυ­γες. Η οικο­γέ­νεια του ήταν  φτω­χή. Μεγά­λω­σε βλέ­πο­ντας και βιώ­νο­ντας τον ανθρώ­πι­νο πόνο γεγο­νός που του καλ­λιέρ­γη­σε την ανθρωπιά.

«Από τη μάνα μου έμα­θα να αγα­πάω. Οι πρό­σφυ­γες μού μάθα­νε τι να αγα­πάω, δηλα­δή πώς να δια­κρί­νω όχι μόνο τον ανθρώ­πι­νο πόνο αλλά και να αρχί­σω να υπο­ψιά­ζο­μαι πώς παρά­γε­ται πέρα από το φυσι­κό πόνο και ο κοι­νω­νι­κός πόνος. Αυτή είναι η πρώ­τη μεγά­λη διδα­σκα­λία. Το πρώ­το μέγα μάθημα…»

Από πολύ μικρός ανα­γκά­στη­κε να κάνει διά­φο­ρες δου­λειές για να επιβιώσει.

«Το πρωΐ έπρε­πε να δου­λεύω …και το βρά­δυ στο νυχτε­ρι­νό. Το ένστι­κτο με οδή­γη­σε να δου­λεύω σ’ ένα βιβλιο­πω­λείο. Το βιβλιο­πω­λείο ήταν μια βιβλιο­θή­κη γύρω μου…Από το Δημο­τι­κό στο Γυμνά­σιο η αγά­πη για το βιβλίο έχει μεγαλώσει…Είχα ανα­κα­λύ­ψει από τυχαί­ους δρό­μους τους χώρους της μονα­ξιάς, τους χώρους της ανά­γνω­σης, τους χώρους της τέχνης, τους χώρους της ποίησης…Η ποί­η­ση δεν παρά­γε­ται μόνο από την έμπνευ­ση αλλά και από τον κοι­νω­νι­κό περίγυρο…»

Πάνω που άρχι­ζε ο προ­βλη­μα­τι­σμός και η δρά­ση αρχί­ζει η Κατο­χή «πολύ σκλη­ρό σχο­λείο». Στην Κατο­χή οργα­νώ­θη­κε στο ΕΑΜ, συνε­λή­φθη από τους Γερ­μα­νούς  και βασανίστηκε.

«Ο μεγά­λος δρό­μος αρχί­ζει με την Αντίσταση…Για τον καλ­λι­τέ­χνη έμπαι­νε το ερώ­τη­μα τι είναι όλο αυτό που συμ­βαί­νει, για­τί αυτό το κακό…»

Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση συμ­με­τεί­χει στα Δεκεμ­βρια­νά. Μπρο­στά σ’ ένα οδό­φραγ­μα του ΕΛΑΣ τον συνέ­λα­βαν οι Βρε­τα­νοί και μαζί με χιλιά­δες άλλους μετα­φέρ­θη­κε ως όμη­ρος στο στρα­τό­πε­δο Ελ Ντά­μπα στην Αφρι­κή. Επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα μετά την υπο­γρα­φή της Συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας στις 12 Φεβρουα­ρί­ου 1945.

Έδω­σε εξε­τά­σεις και πέτυ­χε την εισα­γω­γή του στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου. Οι θεα­τρι­κές του σπου­δές δια­κό­πη­καν εξ αιτί­ας της στρά­τευ­σης του. Απο­λύ­θη­κε  μετά από έναν χρό­νο τραυ­μα­τι­σμέ­νος αλλά βρέ­θη­κε  αντι­μέ­τω­πος με την ποι­νή του θανά­του κατη­γο­ρού­με­νος για ανυ­πο­τα­ξία σε και­ρό πολέ­μου. Σώθη­κε λόγω του τραυ­μα­τι­σμού του.

Το 1952 παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα  Πολι­τι­κών Επι­στη­μών στην Πάντειο. Τη χρο­νιά αυτή δημο­σί­ευ­σε το ποί­η­μα του « Νυχτο­φύ­λα­κες» στο περιο­δι­κό «Μακε­δο­νι­κά Γράμ­μα­τα» και το 1954 τύπω­σε την πρώ­τη του ομώ­νυ­μη συλλογή.

Το 1959 εμφα­νί­στη­κε  ως ηθο­ποιός στη θρυ­λι­κή παρά­στα­ση « Όρνι­θες» σε σκη­νο­θε­σία Καρό­λου Κουν στα πλαί­σια του Φεστι­βάλ Αθη­νών στο Πεδίο του Άρε­ως. Τότε γνω­ρί­στη­κε  με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη και το καλο­καί­ρι του 1962 έγρα­ψε  τους στί­χους για τρία τρα­γού­δια στην επι­θε­ώ­ρη­ση « Όμορ­φη Πόλη». Έκτο­τε ο Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου συν­δέ­θη­κε στε­νά με τον Θεο­δω­ρά­κη , ο οποί­ος μελο­ποί­η­σε πάρα πολ­λούς στί­χους του. Τα τρα­γού­δια αυτά εντά­χθη­καν σε σημα­ντι­κούς δίσκους όπως  Αρχι­πέ­λα­γος (1959), Πολι­τεία (1961), Όμορ­φη Πόλη (1962), Πολι­τεία Β’ (1964), Οκτώ­βρης ’78 (1978).

Ξεχω­ρι­στή υπήρ­ξε η συνερ­γα­σία του με τον Γιώρ­γο Ζαμπέ­τα. Ξεκί­νη­σε το 1964 με το τρα­γού­δι Χάθη­κες (Δεν έχει δρό­μο να δια­βώ) το οποίο ερμή­νευ­σε ο Πάνος Τζα­νε­τής. Πάνω από 40 τρα­γού­δια άφη­σε πίσω της αυτή η συνερ­γα­σία και ανά­με­σά τους μερι­κά από τα πιο γνω­στά και όμορ­φα λαϊκά.

Με το βοριά σ’ ανα­ζη­τώ, Κι αν θα δια­βείς τον ουρα­νό, Μεσά­νυ­χτα πού να σε βρω κ.α

Τρα­γού­δια του ακού­γο­νται και σε ται­νί­ες όπως  το Έχει η νύχτα θάνα­το στην ται­νία Ψηλά τα χέρια Χίτλερ ( 1962), το Κου­ρά­στη­κα να σε κρα­τώ στην ται­νία Μια σφαί­ρα στην καρ­διά ( 1966), το Ποιος δρό­μος είναι ανοι­χτός στην ται­νία Οι αδί­στα­κτοι (1965), το Πού είσαι αυτή την άνοι­ξη στην ται­νία Διωγ­μός (1964) αφιε­ρω­μέ­νο στο Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη. Αλλά και στο χορό­δρα­μα Θησέ­ας σε μου­σι­κή Γιάν­νη Μαρκόπουλου.

Το 1967 ο Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου εξέ­δω­σε σε περιο­ρι­σμέ­νο αριθ­μό αντι­τύ­πων, ένα δίσκο όπου ο ίδιος δια­βά­ζει ποι­ή­μα­τά του από τις συλ­λο­γές «Νυχτο­φύ­λα­κες» (1954), «Πελ­τα­στές» (1956), «Εστί­ες αντι­στά­σε­ως» (1959) και «Μετά το Ανα­κλη­τι­κό» (1960).

Κατά τη διάρ­κεια της δικτα­το­ρί­ας αυτο­ε­ξο­ρί­στη­κε στη Γαλ­λία. Συμ­με­τεί­χε στο Μάη του ΄ 68 και σε εκδη­λώ­σεις ενα­ντί­ον της χού­ντας. Συγ­χρό­νως έδι­νε δια­λέ­ξεις και  έγρα­φε  ποι­ή­μα­τα που μετα­φρά­ζο­νταν στα γαλ­λι­κά και ακού­γο­νταν από το γαλ­λι­κό ραδιόφωνο.

Επέ­στρε­ψε  στην Ελλά­δα το 1972 και το 1973 συνερ­γά­στη­κε με τον Μίμη Πλέσ­σα στο δίσκο Για μια στα­γό­να αλάτι.

Το 1974 έδω­σε  στί­χους για εννέα τρα­γού­δια στον Μάνο Λοΐ­ζο. Τα τρα­γού­δια ακού­γο­νται στο δίσκο Καλη­μέ­ρα Ήλιε .

Συνε­χί­ζο­ντας τη συνερ­γα­σία με μεγά­λους δημιουρ­γούς δίνει στί­χους στο Λίνο Κόκ­κο­το . Απο­τέ­λε­σμα αυτής της συνερ­γα­σί­ας είναι τα Αντιπολεμικά.

Οι στί­χοι για τα τρα­γού­δια είναι πάρα πολ­λοί. Πλή­θος οι συνερ­γα­σί­ες με μου­σι­κούς όπως ο Χρή­στος Λεο­ντής ( Στου για­λού την άκρη), Σταύ­ρος Ξαρ­χά­κος ( Ωραί­ος που είσαι Αυγε­ρι­νέ), Ζωρζ Μου­στα­κί, Νίκος Μαμα­γκά­κης,  Νότης Μαυ­ρου­δής, Βασί­λης Δημη­τρί­ου κ.α

Πολ­λοί γνω­στοί τρα­γου­δι­στές ερμή­νευ­σαν τρα­γού­δια τους όπως ο Στέ­λιος Καζαν­τζί­δης, η Μαρι­νέλ­λα, η Μαί­ρη Λίντα, η Πόπη Αστε­ριά­δη, ο Γρη­γό­ρης Μπι­θι­κώ­τσης, ο Νίκος Ξυλού­ρης, ο Πάνος Τζα­νε­τής, ο Αντώ­νης Καλο­γιάν­νης, ο Γιάν­νης Που­λό­που­λος, η Βίκυ Μοσχο­λιού κ.α

Ποι­η­τής, στι­χουρ­γός, μυθι­στο­ριο­γρά­φος, θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας  και ηθο­ποιός έγι­νε κυρί­ως γνω­στός από τους μελο­ποι­η­μέ­νους στί­χους του. Οι στί­χοι του μιλούν για τη φτώ­χεια, την κοι­νω­νι­κή αδι­κία, τη μετα­νά­στευ­ση, τις πολι­τι­κές διώ­ξεις, αλλά και τον έρω­τα, την αγά­πη, την ελπί­δα, το όνει­ρο. Δια­κρί­νο­νται για το λυρι­σμό , την πυκνό­τη­τα και πολ­λές φορές την αλλη­γο­ρι­κή τους έκφραση.

christodoulou«Το τρα­γού­δι… Είναι μια ολό­κλη­ρη περίοδος.

Εκεί μπο­ρεί να πει κανείς ότι έδω­σα ένα πάρα πολύ μεγά­λο κομ­μά­τι του εαυ­τού μου. Έχω κάνει τόσα τρα­γού­δια… Νομί­ζω ότι είναι γύρω στα 400 ή 500. Με τον Θεο­δω­ρά­κη, με τον Μαρ­κό­που­λο, τον Ξαρ­χά­κο, τον Ζαμπέ­τα, τον Πλέσ­σα, τον Δημη­τρί­ου, τον Λεο­ντή… Λοϊζος…Δεν ξέρω αν λησμο­νώ κανέ­ναν. Θα έπρε­πε να απα­ριθ­μή­σω του­λά­χι­στον 30 ονό­μα­τα. Με όλη την αγά­πη και με όλη την ευγνω­μο­σύ­νη μου. Μια απέ­ρα­ντη και πολύ θερ­μή συνερ­γα­σία. Μια επο­χή πυρε­τού και ο κόσμος μαζί μας πάρα πολύ δυνα­τός, να δέχε­ται κάθε μας προ­σφο­ρά. Μπο­ρώ να πω ότι περά­σα­με με το τρα­γού­δι, πάνω από αυτή τη χώρα σαν την πιο λεπτή, την πιο ψιλή, την πιο ευγε­νι­κή βροχούλα.

Θυμά­μαι την περί­ο­δο Θεο­δω­ρά­κη, που γίνε­ται η έκρη­ξη. Το τρα­γού­δι αυτό δεν πέρα­σε έτσι τυχαία. Δηλαδή…όταν στις συναυ­λί­ες, μας πυρο­βο­λή­σα­νε, μας ρίξα­νε πέτρες… Υπάρ­χει ένα υπό­βα­θρο αγω­νι­στι­κό από κάτω. Δηλα­δή, φαί­νε­ται ότι τα σπου­δαία πράγ­μα­τα δεν περ­νά­νε μπρο­στά χωρίς αγώ­να. Έτσι, λοι­πόν, μπή­κα­με στη μεγά­λη λεω­φό­ρο του τρα­γου­διού. Το αγά­πη­σε ο λαός, ξεπέ­ρα­σε τις ανα­στο­λές του, έγι­νε πιο ελεύ­θε­ρος, έφτα­σε ακό­μα ακό­μα να τον συντρο­φεύ­σει και σε πολύ μεγά­λες στιγ­μές του αγώ­να του.

Δεν υπάρ­χει έλλη­νας συν­θέ­της που να μην έκα­να τρα­γού­δια μαζί του. Και φτά­νου­με σήμε­ρα πια, όπου το τρα­γού­δι του­λά­χι­στον αυτής της περιό­δου, έχει γίνει ένα κλασ­σι­κό είδος, που στη­ρί­ζει μια μελ­λο­ντι­κή ίσως εξόρ­μη­ση. Όμως τι κάνου­με σήμε­ρα; Υπάρ­χουν πάρα πολ­λά ερω­τή­μα­τα. Με ρωτά­νε εμέ­να προ­σω­πι­κά «για­τί δεν γρά­φεις τρα­γού­δια;», «που πάει το τρα­γού­δι;». Και εφη­με­ρί­δες, και φίλοι και χώροι ζεστοί της παρέ­ας. Για­τί το τρα­γού­δι έχει αυτούς τους δρό­μους; Η απά­ντη­ση είναι ότι το τρα­γού­δι δεν στα­μα­τά­ει. Το πρό­βλη­μα είναι ποιο τρα­γού­δι. Για­τί το τρα­γού­δι δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει… Το τρα­γού­δι θα παρά­γε­ται, το τρα­γού­δι θα τρα­γου­διέ­ται, το τρα­γού­δι θα γίνε­ται! Αλλά ποιο τρα­γού­δι… Κάθε περί­ο­δος έχει το τρα­γού­δι της. Η αγρο­τι­κή περί­ο­δος είχε το μεγά­λο δημο­τι­κό τρα­γού­δι. Η επα­να­στα­τι­κή περί­ο­δος έχει άλλο τρα­γού­δι. Η περί­ο­δος που θέλει να περά­σει από την μια φάση στην άλλη έχει το λεγό­με­νο μεγά­λο μετα­βα­τι­κό τρα­γού­δι. Τώρα έχου­με το τρα­γού­δι το επί­πε­δο. Δηλα­δή το τρα­γού­δι που περισ­σό­τε­ρο ψιθυ­ρί­ζε­ται παρά γίνε­ται έναυ­σμα για μεγα­λύ­τε­ρες, βαθύ­τε­ρες συγκι­νή­σεις και περισ­σό­τε­ρους προ­βλη­μα­τι­σμούς ή και ορα­μα­τι­σμούς. Είμα­στε θα λέγα­με στο υψί­πε­δο. Αφού ανε­βή­κα­με στην κορ­φή τώρα δια­νύ­ου­με το υψί­πε­δο. Δεν είμα­στε ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι. Θα θέλα­με καλ­λί­τε­ρα πράγ­μα­τα. Όμως η ζωή δεν κάνει ό,τι θέλου­με. Εμείς κάνου­με ό,τι θέλου­με στη ζωή. Συνε­πώς, δε μένει παρά σε εμάς, να ξανα­δού­με πού είναι η δρα­μα­τι­κή της διά­στα­ση, πού είναι ο πόνος της, σε ποιους χώρους αυτή τη στιγ­μή παλεύ­ει η ζωή να βρει ξανά το κανά­λι της εξό­δου της; Και εκεί θα ξανα­τρα­γου­δή­σου­με. Εννοώ σημαντικά.»

Τα τρα­γού­δια του σύμ­φω­να με το συγ­γρα­φέα Ανδρέα Φρα­γκιά «τρα­γου­δή­θη­καν και αγα­πή­θη­καν, τόσο που έγι­ναν άμε­σος προ­φο­ρι­κός λόγος. Πέτα­ξαν από τα βιβλία και εγκα­τα­στά­θη­καν στα χεί­λη για να εκφρά­σουν αυθόρ­μη­τα τον καη­μό εκεί­νων που είχαν ανά­γκη να τα τρα­γου­δή­σουν με τη δική τους φωνή. Έγι­ναν δημό­σιος λόγος. Και αυτό είναι, μάλ­λον, ο γνη­σιό­τε­ρος έπαινος».

Το έργο του όμως δεν είναι μόνο τα τρα­γού­δια. Είναι πολύ πλού­σιο και πολύ­μορ­φο .Είχε δηλώ­σει ότι ένιω­θε ανά­πη­ρος που τον γνώ­ρι­ζαν ως στι­χουρ­γό και όχι ως ποι­η­τή.  Ανή­κει στην Πρώ­τη Μετα­πο­λε­μι­κή Γενιά , η οποία σύμ­φω­να με τον ίδιο ήταν «η πρώ­τη, η μόνη γηγε­νής ποι­η­τι­κή γενιά, η γενιά των μεγά­λων συγκρού­σε­ων» με τους ποι­η­τές βγαλ­μέ­νους από τη φωτιά.

Τι έμει­νε στα χέρια τους
τι θυμά­ται πια η αφή τους
τι περίσ­σε­ψε από τόση πεί­ρα στο κορ­μί τους
μετά από τόσο ήλιο τόσο αγώνα
τι εκέρ­δι­σε το δέρμα
μετά από τόσο φως
μετά από τόση φωτιά
τι κέρ­δι­σαν τα μάτια τους
έμει­νε τίπο­τα από τη θλί­ψη τους
λού­φα­ξε η γνώ­ση μεσ’ στο αίμα τους
δια­σκέ­λι­σε ποτέ η πίκρα τους
την τρυ­φε­ρή κορυ­φή των ώμων μιας γυναίκας
και σιωπάς
και μένεις μόνος
και γρά­φεις τ’ όνο­μά σου
στην αγχόνη

«Στην αγχό­νη έγρα­ψε το όνο­μά της η δική μου γενιά αλλά δεν υπο­χώ­ρη­σε. Πολέ­μη­σε σε όλους τους τομείς…»

christodoulou4Η συγκε­ντρω­τι­κή έκδο­ση των ποι­η­μά­των του είχε αρχί­σει ήδη από το 1964 με τον τίτλο « Ποι­ή­μα­τα 1954 – 1964» και περιεί­χε οκτώ συλ­λο­γές . Ακο­λού­θη­σε ο δεύ­τε­ρος τόμος « Αιχ­μές – Ποι­ή­μα­τα 1965 ‑1975» και μετά το θάνα­τό του ο τρί­τος τόμος « Ποι­ή­μα­τα 1977 – 1988). Το 2014 κυκλο­φό­ρη­σε και τέταρ­τος τόμος με Ανέκ­δο­τα Ποιήματα.

Πλού­σια είναι και η πεζο­γρα­φι­κή του δου­λειά που αρχί­ζει το 1976 με το αυτο­βιο­γρα­φι­κό μυθι­στό­ρη­μα Το γού­πα­το . Ανά­με­σά στα πεζά και διη­γή­μα­τα βρί­σκε­ται και το Ελ Ντά­μπα , μυθι­στό­ρη­μα για τα χρό­νια της ομη­ρί­ας στο ομώ­νυ­μο στρατόπεδο.

«Μπά­σι­μο στην πεζο­γρα­φία από την πίσω πόρτα…Η ποί­η­ση είναι μια ανά­λυ­ση της υπό­στα­σης με την υπέρ­βα­ση. Το πεζό είναι η ανά­λυ­ση του ιστο­ρι­κού χρό­νου και της ηθι­κής με την έννοια του ήθους, της συμπε­ρι­φο­ράς των ηρώων…Τι συνέ­βη στον εσω­τε­ρι­κό κόσμο, το περι­βάλ­λον, οι ίντρι­γκες, οι συνομωσίες…»

Αν και ποι­η­τής  έγρα­ψε και πολ­λά θεα­τρι­κά έργα για­τί πίστευε ότι «…Με το θέα­τρο και τον θεα­τρι­κό, φυσι­κά, λόγο παρα­κο­λου­θού­με τον κόσμο στη σύγκρου­σή του, τη στά­ση που παίρ­νει κάθε οντό­τη­τα μέσα από αυτή τη σύγκρου­ση επι­ση­μαί­νου­με και υπο­γραμ­μί­ζου­με. Με την ποί­η­ση φτά­νου­με στο λυρι­σμό, με το θέα­τρο στη δρά­ση. Με την ποί­η­ση μένου­με στη μονα­ξιά με το θέα­τρο βγαί­νου­με κατά πρό­σω­πο στον κόσμο. Μένει, βέβαια, μέσα απ’ όλα αυτά αν ο ποι­η­τής κάνει καλό θέα­τρο. Και θα’ θελα να με ρωτού­σα­τε αν κάνω καλό θέατρο».

Την απά­ντη­ση σε αυτή την ερώ­τη­ση την άφη­νε στους θεα­τές και όχι στους κριτικούς.

Ο Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου ήταν άνθρω­πος βαθιά πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος και συμ­με­τεί­χε ενερ­γά και μάχι­μα στους κοι­νω­νι­κούς και πολι­τι­κούς αγώ­νες. Έχει χαρα­κτη­ρι­στεί στο­χα­στι­κός, δημιουρ­γι­κός, αγω­νι­στής του λόγου. Η ποί­η­ση ήταν για τον Χρι­στο­δού­λου η έσχα­τη δικαίωση.

christodoulou3

«…Έζη­σα το αίμα και το μετέ­τρε­ψα σε ποι­η­τι­κό λόγο που είναι η έσχα­τη δικαί­ω­σή μου. Αυτή είναι η δική μου προσφορά.»

Το έργο του, το «Αρχείο Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου», μετά το θάνα­τό του δωρί­στη­κε από τη γυναί­κα του Μαρία Καν­δρε­βιώ­του στο Ινστι­τού­το της Δανί­ας στην Αθή­να προ­κει­μέ­νου να ψηφιο­ποι­η­θεί και να απο­τε­λέ­σει αντι­κεί­με­νο ευρύ­τε­ρης μελέ­της. Το γεγο­νός αυτό προ­κα­λεί εύλο­γα ερω­τη­μα­τι­κά για το ενδια­φέ­ρον της ελλη­νι­κής πολι­τεί­ας και των δια­φό­ρων φορέ­ων σχε­τι­κά με τη διά­σω­ση, μελέ­τη και προ­βο­λή του έργου ενός σημα­ντι­κού ανθρώ­που που υπη­ρέ­τη­σε την προ­ο­δευ­τι­κή Τέχνη με ήθος, συνέ­πεια και αφοσίωση.

Αν κάποιος σήμε­ρα θελή­σει να δια­βά­σει κάποιο από τα έργα του Χρι­στο­δού­λου πολύ δύσκο­λα θα το βρει. Τα περισ­σό­τε­ρα είναι  εξα­ντλη­μέ­να, εκτός από τα Ανέκ­δο­τα Ποι­ή­μα­τα και Το Γού­πα­το που επα­νεκ­δό­θη­καν σχε­τι­κά πρό­σφα­τα. Ελά­χι­στα έχουν απο­μεί­νει στα ράφια κυρί­ως παλαιο­βι­βλιο­πω­λεί­ων. Πολύ λίγα για ένα τόσο μεγά­λο έργο. Τελι­κά ευτυ­χώς που υπάρ­χουν τα τρα­γού­δια του.

«Εκεί­νο που ξέρω είναι ότι, στη ζωή, η πολι­τεία λει­τουρ­γεί με τενε­κέ­δες και στο θάνα­το δοξά­ζει τα μάρ­μα­ρα και μένει ήσυ­χη. Ύστε­ρα, σκέ­φτο­μαι καμιά φορά, πως δεν υπάρ­χει δήμος ή κοι­νό­τη­τα που να μη τιμά­ει και τον τελευ­ταίο στι­χουρ­γό της. Αυτός, ρε παι­δί μου, ο δήμος Αθη­ναί­ων, που ελά­χι­στα είναι των Αθη­ναί­ων αλλά των βλά­χων, δεν έκα­νε ποτέ έτσι για να πει πόσοι Αθη­ναί­οι ποι­η­τές, γέν­νη­μα-θρέμ­μα, δίνουν τη μάχη σ’ αυτή τη βρω­μού­πο­λη για να βγά­λουν τα σκου­πί­δια της αφά­νειας και της αδια­φο­ρί­ας από το κεφά­λι της. Ας είναι. Πολ­λά ζητάω, αλλά, έτσι, λόγος να γίνε­ται – ας πλέ­νουν τους δρό­μους, ας βάζουν λίγη άσφαλ­το που ’χου­με γίνει σκορ­πο­χώ­ρι, ας ποτί­ζουν τα πάρ­κα κι ας αφή­σουν τους ποι­η­τές να πεθαί­νουν στου Ζωγρά­φου και να τους θυμού­νται, γκραν γκι­νιόλ, στο νεκροκρέβατο.»

 

Πηγές:

1) Συνε­ντεύ­ξεις στο Νίκο Λαγκα­δι­νό: α) Εξόρ­μη­ση 31/1 – 1/2 1981

β) Ελεύ­θε­ρη Γνώ­μη 18/12/1983

2) Εκπο­μπή «Μονό­γραμ­μα» Γιώρ­γου και Ηρώς Σγου­ρά­κη. Αφιέ­ρω­μα στον Δημή­τρη Χρι­στο­δού­λου (1986)

3) Βασί­λη Καλα­μα­ρά: Στο αρχι­πέ­λα­γος της ποί­η­σής του, Ελευ­θε­ρο­τυ­πία 27/4/2014

4) Ηλιά­να Αντω­νί­ου, Αφιέ­ρω­μα: Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου( 1924 ‑1991). Ο επί­μο­νος Προ­μη­θέ­ας του λόγου. ΑΕΠΙ (τεύ­χος 24, Ιού­νιος 2014)

5) «Γίνε αστέ­ρι κι ουρα­νός» Ριζο­σπά­στης, Τετάρ­τη 6 Μάρ­τη 1991

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο