Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δύσκολες Μέρες

Γρά­φει η ofisofi //

[Λένε πως τον παλιό και­ρό ο πάτερ – Κοσμάς έκα­νε μια περιο­δεία. Ήθε­λε να δει με τα ίδια του τα μάτια μήπως ο πιστός ξώκει­λε απ’ το δρό­μο του Θεού. Να ακού­σει με τ’ αφτιά του αν η προ­σευ­χή του χρι­στια­νού βγαί­νει απ’ την καρ­διά ή απ’ τα χεί­λη. Μαζί του, όπως πάντα, πήγαι­νε κι ο διά­βο­λος. Και σ’ όλο το δρό­μο τον πάλαι­βε, όλο κι αλυχτούσε:

- Πάτερ – Κοσμά! πάτερ – Κοσμά! δος μου ένα κομ­μά­τι γης για νάναι δικό μου.

Ο άγιος σού­φρω­νε τα φρύ­δια από παρα­ξε­νιά, χάι­δευε τα γένια του, τα τρα­βού­σε λίγο από γινά­τι κι απαντούσε:

- Όλη δική σου είναι!

- Δική μου και δική σου…Όλα δικά μας είναι. Αλλά…εγώ θέλω ένα κομ­μά­τι κατα­δι­κό μου, να μην έχεις εσύ να κάνεις.

Πέρα­σαν βου­νά και κάμπους, θάλασ­σες, ποτά­μια και κάπο­τε ξεμπάρ­κα­ραν και σε τού­τα τα μέρη. Ανέ­βη­καν σε μια ραχού­λα. Ο άγιος άφη­σε τη ματιά του ήρε­μη και χαϊ­δευ­τι­κή να περ­πα­τή­σει όλη την ορει­νή περιο­χή, απ’ το ένα ποτά­μι ως το άλλο, κι απ’ το μικρό βου­νό ως το μεγά­λο. Οι ανθρώ­ποι, μ’ όλο που είχαν μάθει τον ερχο­μό του αγί­ου, δε σήκω­σαν κεφά­λι απ’ το χώμα. Κι έσκυ­ψε ο άγιος χαμη­λά να του φέρει η γης του πιστού την προ­σευ­χή. Κι άκου­σε κάτι σα βογ­γη­τό, κάτι σα θρή­νο, κάτι σαν κατά­ρα πού­βγαι­νε απ’ του πιστού τα στή­θια καθώς παρά­δερ­νε στη μέγ­γε­νη του κόπου και του πόνου. Έσκυ­ψε πιο χαμη­λά, πιο καλά ν’ ακού­σει. Κι άκου­σε τα σπλά­χνα της γης να βογ­γούν καθώς την έσφιγ­γε ο δου­λευ­τής στα δυο του χέρια. Κι έκα­νε η ματιά του ένα γύρο από σπί­τι σε σπί­τι, από καλύ­βι σε καλύ­βι. Και δεν είδε τη λεχώ­να που στράγ­γι­ξε, ξερά­θη­κε ο κόρ­φος της και δεν είχε γάλα να δόσει στο μωρό‘ δεν είδε το παι­δά­κι που χόρευε στο τζά­κι απ’ τον πυρε­τό. Δεν είδε τη 17χρονη κοπέ­λα που χώθη­κε στο λόγ­γο για να κρύ­ψει τα κου­ρέ­λια της απ’ το δια­βά­τη‘ δεν είδε τη χτι­κια­σμέ­νη που έσκα­βε, έφτυ­νε αίμα, βύζαι­νε και το παι­δί‘ δεν είδε πως οι ζωντα­νοί δεν ξεχώ­ρι­ζαν απ’ τους πεθα­μέ­νους. Μα είδε πως δεν έκαι­γαν καντή­λια, και πως τα καντή­λια δεν είχαν λάδι. Κι ανα­στέ­να­ξε ο άγιος. Κι ούτε ο διά­βο­λος κατά­λα­βε αν ήταν από λύπη ή από θυμό. Έκα­νε μια βόλ­τα η ματιά του ακό­μα, χάι­δε­ψε τον τόπο απα­λά, μπο­ρεί και τους ανθρώ­πους, σήκω­σε το χέρι αργά, επι­βλη­τι­κά και δεί­χνο­ντας όλο αυτό το καυ­κί, είπε:

- Πάρ­το! δικό σου είναι.

Κι έτσι ο τόπος έγι­νε διαβολότοπος]

Σ’ αυτό το σκλη­ρό τόπο, το δια­βο­λό­το­πο, η φτώ­χεια και η πεί­να είναι η προ­έ­κτα­σή του. Οι άνθρω­ποι δεν γελούν, δεν χαί­ρο­νται για­τί η αγω­νία για την επι­βί­ω­ση τούς «κόβει και συντρί­βει τα φτε­ρά και την ορμή». Όλη τους η ζωή μέσα στη δυστυ­χία, στον καη­μό και στον πόνο.

Και σα δεν έφτα­νε τόση φτώ­χεια, ήρθαν ακό­μη πιο δύσκο­λες μέρες με τον πόλε­μο και τους κατα­κτη­τές να φέρ­νουν μαζί τους και τη σκλα­βιά. «Πεί­να και σκλα­βιά. Και φού­ντω­νε η πεί­να και κάλ­πα­ζε ο χάρο­ντας πάνω σε βαρ­βά­το άλο­γο και ταχύ­τε­ρα απ’ την πεί­να και το χάρο έτρε­χε ο τρό­μος και η αγωνία».

Οι άνθρω­ποι αγρί­ε­ψαν και τα ένστι­κτα φανε­ρώ­θη­καν όσο και αν προ­σπα­θού­σαν να τα υπο­τά­ξουν. Κλέ­φτες, ληστές, μαυ­ρα­γο­ρί­τες και προ­δό­τες σέρ­νο­νταν εδώ και εκεί και μεγά­λω­νε η πεί­να και ο φόβος.

«Κι εκεί που η νύχτα έγι­νε θεο­σκό­τει­νη, για­τί ο ουρα­νός έμει­νε χωρίς αστέ­ρια και φεγ­γά­ρι, και κει που νόμι­ζες πως έσβη­σε μες στη στά­χτη η σπί­θα, τ’ αγέ­ρι έφε­ρε μια λέξη με τρία γράμ­μα­τα: ΕΑΜ. Στην αρχή το κου­τσο­μπό­λε­ψαν στις ρού­γες οι γριού­λες, βάζο­ντας η μια στην άλλη να πάρει όρκο πως δε θα το πει παρέ­κει, έπει­τα το είπαν στις εκκλη­σιές κρυ­φά – κρυ­φά, κατό­πι στους μύλους και στα καφε­νεία, ώσπου το βρο­ντο­λά­λη­σαν τα χωνιά και τα τρα­γού­δια απ’ όλες τις κορ­φές. Ζωντά­νε­ψε η ελπί­δα, πού­λε­γες πως έσβη­σε. Και σαν ακού­στη­κε η πρώ­τη του­φε­κιά και δευ­τέ­ρω­σε και τρίτωσε…ε! τότε έγι­νε πυρ­κα­γιά και πυρ­πό­λη­σε τις ψυχές του κόσμου.»

Οι καρ­διές φτε­ρού­γι­ζαν χαρού­με­να στην ελπί­δα της νέας μέρας, του ερχο­μού του και­νού­ριου κόσμου «της δου­λιάς και της αγάπης».

Όμως ο ήλιος δεν πρό­λα­βε να ανα­τεί­λει «Κι άξαφ­να άστρα­ψε, συν­νέ­φια­σε, μαύ­ρι­σε η ανα­το­λή, έγι­νε ο ουρα­νός μολύ­βι και χάθη­κεν ο ήλιος προ­τού να βγει. Μαρ­μά­ρω­σε ο κόσμος‘ πάγω­σε το χαμό­γε­λο στ’ αχεί­λη των παι­διών‘ κρου­στάλ­λια­σαν τα δάκρυα καθώς κυλού­σαν στα μαρα­γκια­σμέ­να μάγου­λα των γέρων‘ έμει­ναν ασά­λευ­τα τα μπρά­τσα των νέων. Και δεν το χωρού­σε ο νους ούτε η καρ­διά. Και δεν μπο­ρού­σαν τ’ αχεί­λη να προ­φέ­ρουν μια μονά­χα φρά­ση: « Ν ά ν α ι α λ ή θ ε ι α;!».

«Δύσκο­λες Μέρες» τιτλο­φο­ρεί­ται το μυθι­στό­ρη­μα του Κώστα Μπό­ση που εκδό­θη­κε το 1956 στη Ρου­μα­νία από τις Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις. Ακυ­κλο­φό­ρη­το στην Ελλά­δα και σπά­νιο βιβλίο. Τύχη αγα­θή οδή­γη­σε ένα αντί­τυ­πό του από εκεί­να τα πρώ­τα του 1956 στα χέρια μου.

Πρό­κει­ται για τον α’ τόμο .

Ο Κώστας Μπό­σης, δάσκα­λος από το χωριό Χώσε­ψη (Κυψέ­λη) της Άρτας, μέλος του ΚΚΕ από νεα­ρή ηλι­κία, εξό­ρι­στος στον Αη – Στρά­τη, Ελα­σί­της μαχη­τής του ΔΣΕ και στη συνέ­χεια πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας, απο­δί­δει με μεγά­λη ρεα­λι­στι­κό­τη­τα, ζωντά­νια και αφη­γη­μα­τι­κή δει­νό­τη­τα τις μέρες που ακο­λού­θη­σαν την υπο­γρα­φή της συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας μέχρι και την πρώ­τη επο­χή της οργά­νω­σης του δεύ­τε­ρου αντάρ­τι­κου. Αφη­γεί­ται την επο­χή της τρο­μο­κρα­τί­ας κυρί­ως στην ύπαι­θρο και στα ορει­νά χωριά αλλά και τη δρά­ση των ληστο­συμ­μο­ριών ενα­ντί­ον των εαμι­τών, των μελών του ΚΚΕ και όσων τους υπο­στή­ρι­ζαν ή τους βοηθούσαν.

Ζωντα­νεύ­ει το κλί­μα μιας τρα­γι­κής επο­χής όπου το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είναι τυπι­κά νόμι­μα, αλλά διώ­κο­νται με κάθε τρό­πο όσοι συμ­με­τεί­χαν και ανέ­πτυ­ξαν δρά­ση μέσα από τις γραμ­μές τους. Η ατμό­σφαι­ρα είναι ζοφε­ρή. Το ξύλο, οι επι­δρο­μές σε σπί­τια, γρα­φεία και χωριά καθώς και οι δολο­φο­νι­κές από­πει­ρες εντάσ­σο­νται στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα των αρι­στε­ρών και των κομ­μου­νι­στών. Οι συλ­λή­ψεις, οι φυλα­κί­σεις και τα βασα­νι­στή­ρια από τους ληστο­συμ­μο­ρί­τες και τους εθνο­φύ­λα­κες εντεί­νο­νται σε συν­δυα­σμό με τις προ­βο­κά­τσιες και τις στη­μέ­νες δίκες που έχουν στό­χο να απο­δε­κα­τί­σουν το κίνη­μα και να εξου­δε­τε­ρώ­σουν κάθε μορ­φή αντί­δρα­σης προ­κει­μέ­νου οι διά­φο­ροι παρά­γο­ντες να δεί­ξουν ότι υπάρ­χει κρά­τος και η περί­ο­δος της αναρ­χί­ας τελεί­ω­σε. Παράλ­λη­λα παρου­σιά­ζει την ταυ­τό­τη­τα αυτού του κρά­τους, πίσω από το οποίο δρα­στη­ριο­ποιού­νται πρώ­τα οι Βρε­τα­νοί και μετά οι Αμε­ρι­κά­νοι. Σε πρώ­το πλά­νο οι συνερ­γά­τες τους, διά­φο­ροι παρά­γο­ντες, που έχουν ήδη αρχί­ζει το μεγά­λο φαγο­πό­τι με την εισα­γώ­με­νη βοή­θεια και ερω­το­τρο­πούν με την εξου­σία. Αυτοί λοι­πόν θέλο­ντας να δεί­ξουν πόσο σέβο­νταν τα αφε­ντι­κά τους εξα­πο­λύ­ουν ανη­λε­ές ανθρω­πο­κυ­νη­γη­τό στα χωριά για να συλ­λά­βουν αγω­νι­στές, κλέ­βουν, βιά­ζουν, βασα­νί­ζουν, σκο­τώ­νουν όποιον θεω­ρούν συνερ­γά­τη των εαμι­τών και των κομ­μου­νι­στών ή υπο­πτεύ­ο­νται ότι τους βοηθούν.

Μέσα από τους ζωντα­νούς δια­λό­γους αλλά και τις πολύ παρα­στα­τι­κά απο­δο­σμέ­νες σκέ­ψεις των αγω­νι­στών που διώ­κο­νται και την ψυχο­λο­γι­κή τους κατά­στα­ση ο Κώστας Μπό­σης μάς μετα­φέ­ρει την αγω­νία, την έντα­ση, το παρά­πο­νο και την πίκρα τους για όσα συνέ­βη­σαν από το Δεκέμ­βρη του 1944 μέχρι τις μέρες που περιγράφει.

Στο βου­νό κρύ­βο­νται κυνη­γη­μέ­νοι αντάρ­τες και σύντρο­φοι. Από τα στό­μα­τά τους ακού­γο­νται επι­κρι­τι­κά σχό­λια τόσο για την παρά­δο­ση των όπλων όσο και για τη στά­ση του Κόμ­μα­τος. Στην πόλη και στα χωριά άλλοι προ­σπα­θούν να συντο­νί­σουν κάποια αντί­δρα­ση, να έρθουν σε επα­φή με τον κομ­μα­τι­κό μηχα­νι­σμό, να προ­σπα­θή­σουν να αλλά­ξει η κατάσταση.

Το Κόμ­μα δεν θέλει έναν εμφύ­λιο, η θέση του είναι να υπάρ­ξει συμ­φι­λί­ω­ση, να πεί­σουν τους εδε­σί­τες και να δεί­ξουν ποιοι είναι εκεί­νοι που σπρώ­χνουν την πατρί­δα στον εμφύ­λιο με το κυνη­γη­τό, τις διώ­ξεις και τις θηριω­δί­ες που διαπράττουν.

Μέσα στις φυλα­κές ο αγώ­νας είναι ακό­μη πιο δύσκο­λος. Οι αντι­λή­ψεις των κομ­μα­τι­κών είναι δια­φο­ρε­τι­κές μετα­ξύ τους σχε­τι­κά με την οργά­νω­ση του αγώ­να και την καλυ­τέ­ρευ­ση των συν­θη­κών δια­βί­ω­σης. Από την άλλη οι κρα­τού­με­νοι έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν την τακτι­κή της διά­σπα­σης που ακο­λου­θεί η διοί­κη­ση των φυλακών.

Σε αυτές τις συν­θή­κες δεν είχαν όλοι τις ίδιες αντι­στά­σεις. Κάποιοι μάλι­στα δεν είχαν καθό­λου. Πολύ εύκο­λα μετα­πή­δη­σαν στην πλευ­ρά του αντι­πά­λου και αυτή τη στά­ση τους την εξαρ­γύ­ρω­σαν με χρή­μα­τα, δου­λειά και θέσεις.

Ο Μπό­σης δεν παρου­σιά­ζει ωραιο­ποι­η­μέ­νες κατα­στά­σεις, αλλά δίνει ανά­γλυ­φα τους ανθρώ­πι­νους χαρα­κτή­ρες με τις αδυ­να­μί­ες τους, τις κάθε είδους πιέ­σεις που δέχο­νταν και τις ιδε­ο­λο­γι­κές τους συγχύσεις.

Μέσα σε όλους αυτούς τους αδύ­να­μους ανθρώ­πι­νους τύπους ξεχω­ρί­ζουν όμως οι ιδε­ο­λό­γοι, οι ευαί­σθη­τοι, οι μαχό­με­νοι κομ­μου­νι­στές. Αυτοί ζουν, δρουν, αγω­νί­ζο­νται, ονει­ρεύ­ο­νται, προ­σπα­θούν να στα­θούν όρθιοι, αντι­στέ­κο­νται και θυσιά­ζο­νται. Η συντρο­φι­κό­τη­τα τούς δυνα­μώ­νει. Τέτοιοι είναι ο Θανά­σης, η Λενιώ, η Μαρ­θού­λα, ο μπαρ­μπα – Στέ­φος και ο Πέτρος Κορ­φιά­της, ο βασι­κός ήρω­ας του μυθιστορήματος.

Εδώ απο­λο­γεί­ται στο δικα­στή­ριο με την κατη­γο­ρία της από­πει­ρας δολο­φο­νί­ας ενός αξιω­μα­τού­χου τους καθεστώτος:

[…σηκώ­θη­κε να απο­λο­γη­θεί ο Πέτρος. Στην αίθου­σα απλώ­θη­κε από­λυ­τη ησυ­χία. Ο κόσμος στρι­μώ­χτη­κε και ζύγω­σε περισ­σό­τε­ρο προς την έδρα του δικα­στη­ρί­ου. Οι πιο πίσω σηκώ­νο­νταν στις μύτες των ποδιών τους κι άλλοι έγερ­ναν τα κεφά­λια τους δεξιά – αρι­στε­ρά για να ακούν και να βλέ­πουν καλύτερα.

- Την «από­πει­ρα», κύριοι δικα­στές, την έκα­νε μια απ’ τις δυο πολι­τι­κές παρα­τά­ξεις και συγκε­κρι­μέ­να εκεί­νη η παρά­τα­ξη που είχε συμ­φέ­ρο­ντα απ’ αυτή. Τι συμ­φέ­ρον όμως θα είχα­με εμείς;!.. Είχα­με στρα­τό και τον δια­λύ­σα­με, είχα­με όπλα και τα παραδόσαμε…

Ο πρό­ε­δρος έβγα­λε τα γυα­λιά, έσκυ­ψε λίγο μπρο­στά από την έδρα και κοι­τά­ζο­ντας τον Πέτρο αυστη­ρά είπε:

- Άκου να σου πω κατηγορούμενε…Άσε την προ­πα­γάν­δα, τους στρα­τούς και τα όπλα και μίλα για τον εαυ­τό σου…

- Δεν έχω καμιά διά­θε­ση, κ. πρό­ε­δρε, να κάνω προ­πα­γάν­δα. Θέλω να απο­δεί­ξω μόνο πως εμείς δεν κάνα­με την « από­πει­ρα». Μέσα σε μισό χρό­νο, ύστερ’ από τη Βάρ­κι­ζα, δεκά­δες είναι οι δολο­φο­νού­με­νοι εαμί­τες, εκα­το­ντά­δες οι σακα­τε­μέ­νοι και οι ανά­πη­ροι απ΄τα βασα­νι­στή­ρια. Δε θα υπάρ­χει ούτε ένας οπα­δός της αρι­στε­ράς που να μη δάρ­θη­κε μια φορά. Κανέ­νας δεν ξέρει πόσες είναι οι βια­σμέ­νες γυναίκες…Το δρά­μα της υπαί­θρου είναι ασύλ­λη­πτο. Δεν μπο­ρεί να το χωρέ­σει το μυα­λό τ’ ανθρώ­που. Οικο­γέ­νειες ξεκλη­ρί­στη­καν… Αρπά­χτη­καν περιου­σί­ες. Βιά­ζουν και σφά­ζουν κορι­τσά­κια. Κόσμος τρε­λά­θη­κε απ’ τα βασα­νι­στή­ρια, γυρί­ζει στα λόγ­γα και ουρ­λιά­ζει… Χάθη­κε η ησυ­χία… Στα μάτια των ανθρώ­πων δια­βά­ζεις τον τρόμο…

- Στα­μά­τα, κατη­γο­ρού­με­νε, στα­μά­τα, φώνα­ξε αγριε­μέ­νος ο πρό­ε­δρος. Εδώ δεν είναι βου­λή, είναι δικα­στή­ριο. Άμα πας στη βου­λή μπο­ρείς να βγά­λεις όσους λόγους θέλεις. Μίλα για την υπό­θε­ση που εκδικάζουμε.

- Αυτό προ­σπα­θώ να κάνω κι εγώ κύριε πρό­ε­δρε. Στο ίδιο χρο­νι­κό διά­στη­μα ούτε μύτη, που λέει ο λόγος, της δεξιάς δε μάτω­σε. Για­τί κάνα­με και κάνου­με υπο­μο­νή και υπο­φέ­ρα­με τόσα. Κάνου­με υπο­μο­νή για­τί αγα­πού­με την πατρί­δα μας και δε θέλου­με να πάμε στον εμφύ­λιο πόλε­μο. Για­τί αν θα φτά­σου­με εκεί δε θα μεί­νει σπί­τι που να μη μαυ­ρο­φο­ρε­θεί και τα δάκρυα του λαού θα είναι το ίδιο πικρά σ’ όποια παρά­τα­ξη κι αν ανή­κει. Κι αφού αυτή είναι η πολι­τι­κή του κόμ­μα­τός μας και στο αιμα­τη­ρό αυτό όργιο δεν απα­ντή­σα­με ούτε με τα ξύλα, τότε τι έννοια θα είχε να πάμε και να ρίξου­με τρεις πιστο­λιές σ’ έναν άνθρω­πο, και μάλι­στα να τις ρίξου­με στον αέρα; Αυτό ούτε παι­δά­κια – για να παί­ξουν – δε θα το έκα­ναν κι όχι ένα τέτιο κόμ­μα σαν το δικό μας. Η πολι­τι­κή του κόμ­μα­τός μας είναι η καλύ­τε­ρη από­δει­ξη πως εμείς δεν κάνα­με την «από­πει­ρα» …]

Δύσκο­λες μέρες στην πόλη, στο χωριό, στη φυλα­κή, στο σπί­τι. Χαφιέ­δες παντού, παρα­κο­λου­θή­σεις, συλ­λή­ψεις, στρα­το­δι­κεία και άγριες δολο­φο­νί­ες αθώ­ων ανθρώπων.

«- Θάρ­θει κάνας και­ρός που οι άνθρω­ποι δια­βά­ζο­ντας τα βιβλία ή ακού­γο­ντας τους μεγα­λύ­τε­ρους να λένε ιστο­ρί­ες θ’ απο­ρούν και δεν θα πιστεύ­ουν πως υπήρ­χε κάποια επο­χή που σκό­τω­ναν αθώ­ους ανθρώπους…»

Ακό­μη και μέσα στις οικο­γέ­νειες οι συγκρού­σεις ήταν σκλη­ρές. Ο ένας αδελ­φός στον ΕΛΑΣ και ο άλλος στους ληστο­συμ­μο­ρί­τες. Ανά­με­σά τους ο πόνος και η αγω­νία των γονιών.

Η τρο­μο­κρα­τία οδη­γεί στην δημιουρ­γία και ανά­πτυ­ξη των πρώ­των αντάρ­τι­κων ομά­δων. Οι ελλεί­ψεις σε πυρο­μα­χι­κά και τρό­φι­μα είναι τερά­στιες. Δεν υπάρ­χει όμως άλλος δρό­μος. Αρχί­ζει νέα αντί­στα­ση αλλά μέσα σε δια­φο­ρε­τι­κό κλί­μα. Η περι­γρα­φή των μαχών λεπτο­με­ρής και οδυ­νη­ρή αλλά με πεί­σμα και υπε­ράν­θρω­πη προ­σπά­θεια. Η ζωή και ο θάνα­τος σε σφιχταγκάλιασμα.

[Τη νύχτα που έκα­ναν την πορεία Αλω­νά­κι – Μελίσ­σι ψιλό­βρε­χε. Το πρωί ξαστέ­ρω­σε και το βρα­δά­κι ο ουρα­νός σκε­πά­στη­κε με μαύ­ρα – μολυ­βέ­νια σύν­νε­φα. Στο βάθος – βορειο­δυ­τι­κά – φαι­νό­ταν μια λωρί­δα σύν­νε­φα, λεπτή στρω­τή και γαλα­ζό­μαυ­ρη κολη­μέ­νη στον ουρα­νό. Φυσού­σε ένα αερά­κι κρύο – φαρ­μά­κι κι έλε­γες πως από ώρα σε ώρα θα χιο­νί­σει κι ας ήταν Απρί­λης μήνας. Γύρα απ΄το χωριό ο εχθρός συγκέ­ντρω­σε δυνά­μεις. Μόλις έπε­σε το σκο­τά­δι λοξο­δρό­μη­σαν απ’ το μονο­πά­τι, για­τί δεν ήξε­ραν αν το σέλω­μα το είχαν πια­σμέ­νο ή όχι, κι έφυ­γαν. Όσο ανέ­βαι­ναν τόσο το σκο­τά­δι πύκνω­νε και δυνά­μω­νε το κρύο. Από νωρίς άρχι­σε να ψιλο­βρέ­χει. Κι όσο προ­χω­ρού­σε η νύχτα τόσο το νερό γινό­ταν χιό­νι. Αρβύ­λες κανέ­νας σχε­δόν δεν είχε. Οι περισ­σό­τε­ροι φορού­σαν τσα­ρού­χια από γιδιές και προ­βιές κι άλλοι μόνο προ­πό­δια. Τα ρού­χα τους ήταν λυω­μέ­να, ένας είχε μια παλιο­φα­νέ­λα και δεν είχε που­κά­μι­σο κι άλλος είχε που­κά­μι­σο και δεν είχε φανέ­λα. Αντί για χιτώ­νια και κυλό­τες φορού­σαν παντε­λό­νια και σακά­κια ντρί­λι­να. Κατά τα μεσά­νυ­χτα ξέσπα­σε χιο­νο­θύ­ελ­λα. Ο αγέ­ρας σφύ­ρι­ζε δαι­μο­νι­σμέ­να στις κορ­φές, χτυ­πού­σε με μανία τα τσου­γκά­ρια κι άφη­νε μια βαζού­ρα μες στις βαθιές χαρά­δρες. Το χιό­νι κολού­σε πάνω τους και γινό­ταν νερό, που πότι­ζε τα ρού­χα ως το πετσί και περ­νού­σε το κορ­μί ως το κόκα­λο. Τα χέρια και τα πόδια πάγω­σαν κι άρχι­σαν να ξενεύ­ουν, να μην τα νιώ­θουν και τα δόντια να χτυ­πούν. Ανέ­βαι­ναν μπου­σου­λώ­ντας και δεν έβλε­παν ούτε τη μύτη τους. Απ’ τον αυχέ­να κι έπει­τα έγι­νε κατα­κλυ­σμός. Δυνά­μω­σε ο αγέ­ρας και κιν­δύ­νευαν από στιγ­μή σε στιγ­μή να τους πάρει σαν πού­που­λα. Ως την αυγή δεν προ­χώ­ρη­σαν πάνω από 200 μέτρα. Το πρωί η χιο­νο­θύ­ε­λα δυνά­μω­σε κι απλώ­θη­κε κάτω μακριά ως τον κάμπο και τα σκέ­πα­σε όλα με χιό­νι, ως τη θάλασσα.

Τα μεσά­νυ­χτα έφτα­σαν ξανά στο χωριό Αλω­νά­κι. Ήταν πεθα­μέ­νοι από την κού­ρα­ση, το κρύο και την πεί­να, και μόνο μια ελπί­δα πως θα φτά­να­νε στο χωριό, θα έμπαι­ναν κάτω από στέ­γη, θα ξάπλω­ναν σε στε­γνό και θα ξημέ­ρω­ναν τους έδι­νε κου­ρά­γιο. Κι έτσι έσφιγ­γαν τα δόντια, στή­λω­ναν στα πόδια και προ­χω­ρού­σαν. Σ’ ένα δια­σε­λά­κι, λίγο πιο δω απ’ τα πρώ­τα σπί­τια, τους καρ­τε­ρού­σε η ομά­δα, που είχε πάει για ανί­χνευ­ση. Και το τμή­μα, αντί να μπει στο χωριό, έστρι­ψε δεξιά κι άρχι­σε να κατε­βαί­νει την πλα­γιά. Κρύ­ω­σαν οι καρ­διές τους και κόπη­καν ολό­τε­λα τα γόνα­τα. Ένας ψίθυ­ρος πιο κρύ­ος κι απ’ το χιό­νι πέτα­ξε από στό­μα σε στό­μα: «στο χωριό έχει στρατό».

Χαμή­λω­σαν στη χαρά­δρα απέ­να­ντι απ’ το χωριό Μαυ­ρό­γκου­ρα και χώθη­καν σ’ ένα δασω­μέ­νο μέρος. Έψα­ξαν κι άλλοι βρή­καν σπη­λιές, άλλοι μαζεύ­τη­καν στων ελα­τιών τις ρίζες και στρι­μώ­χτη­καν πλά­τη με πλά­τη, ο ένας δίπλα στον άλλον, για να ζεστα­θούν και να ξημε­ρώ­σουν, για­τί φωτιά δεν μπο­ρού­σαν ν’ ανάψουν.

Ολό­γυ­ρα χιό­νι, κρύα νύχτα κι εχθρός, πεί­να και κού­ρα­ση. Δεν ήξε­ραν τι γίνε­ται δέκα μέτρα πιο πέρα. Εδώ να μεί­νουν δεν μπο­ρού­σα­νε και πού έχει πέρα­σμα δεν ήξεραν…]

Μικρές καθη­με­ρι­νές πρά­ξεις αντί­στα­σης στην τρο­μο­κρα­τία από τους ανθρώ­πους της περιο­χής τις περισ­σό­τε­ρες φορές με τίμη­μα την ίδια τους τη ζωή είναι διά­σπαρ­τες σε όλη την ιστορία.

Δυνα­μι­κές περι­γρα­φές μαχών και ανθρώ­πι­νων κατα­στά­σε­ων και συμπε­ρι­φο­ρών δεί­χνουν από τη μια μεριά την αγριό­τη­τα και τη μετα­τρο­πή των ανθρώ­πων σε ύαι­νες που μπρο­στά τους βλέ­πουν μόνο θηρά­μα­τα έτοι­μα να τα κατα­σπα­ρά­ξουν και να μετα­τρέ­ψουν τη λεία τους σε εμπό­ρευ­μα. Έτσι συμπε­ρι­φέ­ρο­νταν οι ληστο­συμ­μο­ρί­τες που περι­φέ­ρο­νταν με τα κομ­μέ­να κεφά­λια των ανταρ­τών και πλη­ρώ­νο­νταν με το κομ­μά­τι. Από την άλλη προ­βάλ­λε­ται η αλλη­λεγ­γύη, η ανθρω­πιά, η συντρο­φι­κό­τη­τα των ανταρτών.

Χωρίς βέβαια να λεί­πουν και τα περι­στα­τι­κά των ανθρώ­πων που αρνού­νται όχι μόνο να προ­σφέ­ρουν τη βοή­θειά τους από το φόβο μην τιμω­ρη­θούν αυτοί και οι οικο­γέ­νειές τους, αλλά είναι πρό­θυ­μοι να καταγ­γεί­λουν τους κυνη­γη­μέ­νους στην αστυνομία.

[Όταν η Λενιώ τα διη­γή­θη­κε αυτά στον Πέτρο και τού­κα­νε παρά­πο­νο πως ο κόσμος χάλα­σε κεί­νος αποκρίθηκε:

- Οι τέτιες κατα­στά­σεις, Λενιώ έχουν και τέτια πρά­μα­τα. Πρέ­πει να πού­με πως περ­νού­με μια δύσκο­λη καμπή, ίσως τη δυσκο­λό­τε­ρη. Αντί να κυνη­γού­με τον εχθρό μάς κυνη­γά­ει κι αυτό κατα­λα­βαί­νεις τι επί­δρα­ση έχει. Περί­με­νε ο κόσμος όπως το διψα­σμέ­νο χώμα τη βρο­χή, όπως οι πρώ­τοι Χρι­στια­νοί τη Λαμπρή… Πάθα­με ζημιές. Μεγά­λες, μικρές… ποιος ξέρει! Τόσες μέρες τώρα ούτε μια ντου­φε­κιά δεν ακού­στη­κε. Βου­βα­μά­ρα ολό­γυ­ρα. Ο κόσμος πικρά­θη­κε. Μερι­κοί φοβή­θη­καν, άλλοι απο­γοη­τεύ­τη­καν κι άλλοι μού­δια­σαν και κου­μπώ­θη­καν. Τέτια πρά­μα­τα πάντα συμ­βαί­νουν μόνο που πρέ­πει νάναι προ­σω­ρι­νά, για­τί αν γίνουν μόνι­μη κατά­στα­ση… Εμείς είμα­στε κρυμ­μέ­νοι μες στο λόγ­γο, κλει­σμέ­νοι σε μια σπη­λιά και δεν ξέρου­με τι γίνε­τια παρέ­κει κι ούτε μπο­ρού­με να μαντέ­ψου­με πόσον και­ρό θα είμα­στε απο­κομ­μέ­νοι. Υπάρ­χει κίν­δυ­νος η μονα­ξιά κι η απο­μό­νω­ση να μας βάλουν κάτω και πρέ­πει ν’ αντι­πα­λαί­ψου­με. Πού θα βρού­με την ψυχι­κή δύνα­μη, τη σωμα­τι­κή αντο­χή; Από πού θα τα πάρου­με; Ποιος θα μας τη δόσει; Η Ρηνού­λα, ο μπάρ­μπας της, ο νεο­λαί­ος που σου έδο­σε τις κότες, ο μπάρ­μπα – Γρη­γό­ρης… ο λαός. Τέσ­σε­ρες βρί­σκο­νται στο πλευ­ρό μας κι ένας μόνο μάς γύρι­σε την πλά­τη. Ο κόσμος δε χάλα­σε. Πάνω από δυο χρό­νια τώρα κατα­πί­νει τα δάκρυα, δένει τις πλη­γές του, μαζεύ­ει μέσα του οργή και μίσος, ελπί­ζει και παλαί­βει όπως μπο­ρεί κι αύριο, πρέ­πει να ελπί­ζυ­με, θάναι καλύ­τε­ρα. Μ’ αν το αύριο θάναι χει­ρό­τε­ρο – για­τί μπο­ρεί να γίνει κι αυτό – το μεθαύ­ριο θάναι οπωσ­δή­πο­τε καλύτερο.] 

Ο έρω­τας δε λεί­πει από τη ζωή των πρω­τα­γω­νι­στών. Άλλο­τε ως μέσο παρελ­κυ­στι­κό, συμ­φε­ρο­ντο­λο­γι­κό σαν του Βάγ­γου και της Μάχης και άλλο­τε ως όνει­ρο και επι­θυ­μία, ρομα­ντι­κός και ανεκ­πλή­ρω­τος, λου­λού­δι που δεν προ­λα­βαί­νει να ανθί­σει, όπως εκεί­νος της Λενιώς για τον συνα­γω­νι­στή της Περι­κλή και του Πέτρου για τη Μαρθούλα.

Τα πρό­σω­πα και τα γεγο­νό­τα τοπο­θε­τού­νται μέσα σε περι­βάλ­λον αστι­κό αλλά και ορει­νό. Λεπτο­με­ρείς περι­γρα­φές, χαρα­κτη­ρι­στι­κό της γρα­φής του Κώστα Μπό­ση, χρω­μα­τί­ζουν τα τοπία, αισθη­το­ποιούν τον ήχο του ανέ­μου, τη βουή του νερού, το κελά­η­δη­μα των που­λιών, το κρώ­ξι­μο των αρπα­κτι­κών, τα αρώ­μα­τα των φυτών, το ταξί­δε­μα των σύν­νε­φων, τη δύνα­μη της βρο­χής, την απα­λό­τη­τα του χιο­νιού. Ραχού­λες, διά­σε­λα, χαμη­λά και ψηλά βου­νά, κάμποι, ποτά­μια, σπη­λιές, δέντρα και θάμνοι απο­κτούν μορφή.

Το περί­γραμ­μα της πόλης που περι­γρά­φει στην αρχή του μυθι­στο­ρή­μα­τος θυμί­ζει την Άρτα με το γεφύ­ρι, το ποτά­μι, τον κάμπο και στο βάθος τη θάλασ­σα. Λεμο­νιές, ελιές, ανθι­σμέ­νοι κήποι. Οι δρό­μοι που οδη­γούν στα ορει­νά, τα χωριά, οι αγρο­τι­κές δου­λειές, τα σπί­τια, οι άνθρω­ποι μοιά­ζουν βγαλ­μέ­να από την τοπιο­γρα­φία της ιδιαί­τε­ρης πατρί­δας του Κώστα Μπόση.

Οι μορ­φές, οι κινή­σεις και τα συναι­σθή­μα­τα των ανθρώ­πων ζωντα­νεύ­ουν με δρα­μα­τι­κό τρόπο.

Ανα­τρι­χια­στι­κές οι λεπτο­μέ­ρειες των ξυλο­δαρ­μών, των θηριω­διών και των δολο­φο­νιών σε συν­δυα­σμό με την από­δο­ση των πιο ακραί­ων και κτη­νώ­δι­κων συμπε­ρι­φο­ρών σε σημείο πρό­κλη­σης πόνου και αισθή­μα­τος οδύνης.

Όλα αυτά συμ­βαί­νουν πάντα μέσα σε μια φύση εκπλη­κτι­κής ομορ­φιάς, οργια­στι­κής δύνα­μης και ζωής σε αντί­θε­ση με τις πρά­ξεις και τις ζωές των ανθρώ­πων. Αυτές οι αντι­θέ­σεις είναι επί­σης από τους πιο εκφρα­στι­κούς τρό­πους της γρα­φής του Μπόση.

Η γλώσ­σα πλού­σια και εκφρα­στι­κή, εμπλου­τι­σμέ­νη με λέξεις από την ντο­πιο­λα­λιά του συγ­γρα­φέα και προ­σαρ­μο­σμέ­νοι διά­λο­γοι στα πρό­σω­πα και στους τόπους. Αν και θίγο­νται πολι­τι­κά και κομ­μα­τι­κά ζητή­μα­τα στους δια­λό­γους και σε διά­φο­ρους σχο­λια­σμούς ο λόγος δεν είναι ξύλι­νος ούτε και ψυχρός. Είναι ανθρώ­πι­νος, ευαί­σθη­τος, τρυ­φε­ρός, συμ­βο­λι­κός ή σκλη­ρός και τρα­χύς ανά­λο­γα με τους ανθρώ­πι­νους τύπους που τον χρησιμοποιούν.

Το τέλος του α’ τόμου αφή­νει να εννοη­θεί ότι υπάρ­χει συνέχεια.

Πόσο άρα­γε κόστι­σε η λευ­τε­ριά; Με τι μέτρο μπο­ρούν να μετρη­θούν οι θυσί­ες; Τι να αισθά­νο­νταν αυτοί οι άνθρω­ποι και πώς έβλε­παν το μέλ­λον τους μέσα σε αυτή τη μαύ­ρη επο­χή; Ο Κώστας Μπό­σης δίνει την απά­ντη­ση με τις σκέ­ψεις του Πέτρου Κορφιάτη:

[Κατά τη βρυ­σού­λα τη μονα­χι­κή – μεσά­νυ­χτα θα είναι – ανε­βαί­νει κάποιος. Κου­τσαί­νει, κοντα­να­σαί­νει, κοντο­στέ­κε­ται και ξανα­σαί­νει. Κάθε­ται στο πεζού­λι. Το νερά­κι πέφτει απ’ την ξυλέ­νια κάνου­λα μουρ­μου­ρι­στά και τρέ­χει στην πλα­γιά ανά­με­σα σε χαλί­κια και χορ­τά­ρια. Ατά­ρα­χος στέ­κει ο γέρο – πλά­τα­νος, μόνο τα φύλ­λα του σαν κάτι να μουρ­μου­ρί­ζουν με του βου­νού τ’ αγέ­ρι. Τα έλα­τα πιο κει, στέ­κουν ορθά στη­τά και πότε – πότε γέρ­νουν τις κορ­φές αλα­φρά και σιγο­κου­βε­ντιά­ζουν. Μοσχο­βο­λά­ει ο αγέ­ρας από ρετσί­νι, ρίγα­νη, θυμά­ρι και φρε­σκο­κομ­μέ­νο χόρ­το. Κάποιος ασβός έπε­σε σε παγί­δα και σκού­ζει. Αντη­χά­ει ολό­γυ­ρα των τρι­ζο­νιών η μου­σι­κή. Τα χωριου­δά­κια στις πλα­γιές, στις ρεμα­τιές, σκόρ­πια εδώ κι εκεί, κοι­μού­νται τυλιγ­μέ­να στη νυχτε­ρι­νή σιγαλιά.

Τσα­κι­σμέ­νο είναι το κορ­μί. Πικρα­μέ­νη, μα περή­φα­νη η ψυχή. Κι απ’ του μυα­λού τη στρά­τα χεί­μα­ρος δια­βαί­νει η ζωή. Αξέ­χα­στες μορ­φές που χάθη­καν, αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα που παλαί­βουν, αγά­πες και μίση, χαρά και πόνος, λαχτά­ρες, πόθοι και καη­μοί. «Μας πήραν το ψωμί, μουρ­μου­ρί­ζει, τον ήλιο, τον αγέ­ρα… τον ύπνο, τη χαρά και τη γαλή­νη… Κούρ­σε­ψαν τα χωριά μας… Έσφα­ξαν τα παι­διά μας… Βία­σαν τις γυναί­κες, τις αδερ­φές μας… Σκό­τω­σαν… Πόσα δάκρυα, πόσο αίμα, πόσες θυσί­ες… Κόλα­ση φρι­χτή έκα­ναν τη ζωή μας… Μα του λαού την ψυχή δεν κατά­φε­ραν να την πατή­σουν… Σε βου­νο­κορ­φές και βαθί­σκιω­τα δάση, σε χωριά και πολι­τεί­ες, σε μπου­ντρού­μια και σε ξερο­νή­σια στέ­κη αγέ­ρω­χη… Δύσκο­λες μέρες… μα θάρ­θουν και χαρούμενες».]

Κ. Μπό­ση, Δύσκο­λες Μέρες, Πολι­τι­κές και Λογο­τε­χνι­κές Εκδό­σεις, 1956

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο