Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Εκάς οι άστεγοι!

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Στο έβδο­μο κεφά­λαιο του πρώ­του τόμου τού «Κεφα­λαί­ου», ο παπ­πούς Κάρο­λος περι­γρά­φει ‑με τον χαρα­κτη­ρι­στι­κά γλα­φυ­ρό του τρό­πο- την δια­δι­κα­σία με την οποία οι άγγλοι κεφα­λαιού­χοι τής επο­χής (από τον 12ο μέχρι τον 15ο αιώ­να) άρπα­ξαν την γη των μικρο­α­γρο­τών. Οι τελευ­ταί­οι, μη έχο­ντας στον ήλιο μοί­ρα, κατευ­θύν­θη­καν στα αστι­κά κέντρα για να βρουν δου­λειά. Επει­δή, όμως, οι δου­λειές ήσαν περιο­ρι­σμέ­νες, υπο­χρε­ώ­νο­νταν να κατα­φεύ­γουν στην επαι­τεία, στην αλη­τεία, στην παρα­νο­μία κλπ, χαλώ­ντας την εικό­να ευδαι­μο­νί­ας που ήθε­λε να δια­τη­ρεί το καθε­στώς τής εποχής.

Στο ίδιο κεφά­λαιο, λίγο παρα­κά­τω (σελ. 758–769), ο Μαρξ ανα­φέ­ρε­ται στην «αιμα­τη­ρή νομο­θε­σία ενά­ντια στους απαλ­λο­τριω­μέ­νους», δηλα­δή στα σκλη­ρά μέτρα που πήρε η εξου­σία προ­κει­μέ­νου να εξα­λεί­ψει το φαι­νό­με­νο της επαι­τεί­ας, της αλη­τεί­ας κλπ. Η σκλη­ρό­τη­τα εκεί­νων των μέτρων (ανά­με­σα στα οποία, βεβαί­ως, δεν περι­λαμ­βα­νό­ταν τίπο­τε περί ανα­δια­νο­μής γης, πλού­του κλπ) σοκά­ρει τον ανα­γνώ­στη. Να ένα μικρό απόσπασμα:

Όσοι διώ­χτη­καν με τη διά­λυ­ση των φεου­δαρ­χι­κών ακο­λου­θιών και με την από­το­μη, βίαιη απαλ­λο­τρί­ω­ση της γης τους, το προ­γραμ­μέ­νο αυτό προ­λε­τα­ριά­το σε καμιά περί­πτω­ση δεν μπο­ρού­σε ν’ απο­ρο­φη­θεί από τη γεν­νώ­με­νη μανου­φα­κτού­ρα τόσο γρή­γο­ρα, όσο γρή­γο­ρα δημιουρ­γή­θη­κε. Από την άλλη μεριά, οι από­το­μα εκσφεν­δο­νι­σμέ­νοι από τη συνη­θι­σμέ­νη τρο­χιά της ζωής τους άνθρω­ποι δεν μπο­ρού­σαν να προ­σαρ­μο­στούν εξί­σου από­το­μα στην πει­θαρ­χία της νέας κατά­στα­σής τους. Μετα­τρά­πη­καν μαζι­κά σε δια­κο­νιά­ρη­δες, ληστές, αλή­τες, εν μέρει από κλί­ση και στις περισ­σό­τε­ρες περι­πτώ­σεις από την ανά­γκη των πραγ­μά­των. Γιαυ­τό, στα τέλη του 15ου και στη διάρ­κεια όλου του 16ου αιώ­να σ’ όλες τις χώρες της Δυτι­κής Ευρώ­πης εκδί­δο­νται αιμα­τη­ροί νόμοι ενά­ντια στήν αλη­τεία. Οι πατέ­ρες της σημε­ρι­νής εργα­τι­κής τάξης ήταν οι πρώ­τοι πού τιμω­ρή­θη­καν, για­τί τους μετά­τρε­ψαν με τη βία σε αλή­τες και πάου­περ. Η νομο­θε­σία τούς μετα­χει­ρι­ζό­ταν σαν «εθε­λο­ντές» εγκλη­μα­τί­ες, ξεκι­νώ­ντας από την προ­ϋ­πό­θε­ση πως εξαρ­τιό­ταν από την καλή τους θέλη­ση να εξα­κο­λου­θούν να ζουν στις παλιές συν­θή­κες που δεν υπήρ­χαν πια. Η νομο­θε­σία αυτή άρχι­σε στην Αγγλία επί Ερρί­κου Ζ’.

Ερρί­κος Η’ 1530: Στους γέρους και ανί­κα­νους για εργα­σία ζητιά­νους δίνε­ται άδεια επαι­τεί­ας. Αντί­θε­τα, οι σωμα­τι­κά γεροί αλή­τες μαστι­γώ­νο­νται και φυλα­κί­ζο­νται. Σύμ­φω­να με το νόμο τους δένουν πίσω απ’ ένα κάρο και τους μαστι­γώ­νουν ως που να τρέ­ξει αίμα από το κορ­μί τους, έπει­τα τους βάζουν και ορκί­ζο­νται πως θα επι­στρέ­ψουν στον τόπο που γεν­νή­θη­καν, ή εκεί όπου κατοι­κού­σαν τα τελευ­ταία τρία χρό­νια, για «να δου­λέ­ψουν» (to put himseIf to labour). Τί φρι­χτή ειρω­νεία! Με το νόμο 27 του Ερρί­κου Η’ επα­να­λα­βαί­νε­ται αυτός ο νόμος, μόνο που γίνε­ται αυστη­ρό­τε­ρος με συμπλη­ρω­μα­τι­κές δια­τά­ξεις. Όταν συλ­λη­φθεί κανείς για δεύ­τε­ρη φορά ν’ αλη­τεύ­ει, το μαστί­γω­μα επα­να­λα­βαί­νε­ται και του κόβουν το μισό αφτί. Σε περί­πτω­ση όμως νέας υπο­τρο­πής χαρα­κτη­ρί­ζε­ται μεγά­λος εγκλη­μα­τί­ας και εχθρός τής κοι­νω­νί­ας και εκτελείται.

Εδουάρ­δος Στ ‘: Ένας νόμος τού πρώ­του έτους της βασι­λεί­ας του, 1547, ορί­ζει πως, αν κάποιος αρνιέ­ται να εργα­στεί, πρέ­πει να δίνε­ται σκλά­βος στο πρό­σω­πο που τον κατάγ­γει­λε σαν αργό­σχο­λο. Ο αφέ­ντης πρέ­πει να τρέ­φει τό σκλά­βο του με ψωμί και νερό, με αδύ­να­τα ποτά και με ό,τι απο­ρίμ­μα­τα κρε­ά­των κρί­νει αυτός κατάλ­λη­λα. Έχει το δικαί­ω­μα να τον βάζει να κάνει οποια­δή­πο­τε εργα­σία, όσο αηδια­στι­κή κι αν είναι, μαστι­γώ­νο­ντας κι αλυ­σο­δέ­νο­ντάς τον. Αν ο σκλά­βος λεί­ψει 15 μέρες, πρέ­πει να κατα­δι­κα­στεί σε ισό­βια σκλα­βιά και με πυρα­κτω­μέ­νο σίδε­ρο να χαρα­χτεί στο μέτω­πο ή στο μάγου­λό του το γράμ­μα “S” (slave), αν φύγει γιa τρί­τη φορά, εκτε­λεί­ται σαν ένο­χος εσχά­της προ­δο­σί­ας. Ο αφέ­ντης του μπο­ρεί να τον που­λή­σει, να τον κλη­ρο­δο­τή­σει και να τον εκμι­σθώ­σει σαν δoύ­λο, απα­ράλ­λα­χτα όπως και κάθε άλλο κινη­τό αγα­θό ή ζώο. Οι σκλά­βοι εχτε­λού­νται επί­σης, αν επι­χει­ρή­σουν κάτι ενά­ντια στον αφέ­ντη τους. Οι ειρη­νο­δί­κες έχουν υπο­χρέ­ω­ση, μόλις πλη­ρο­φο­ρη­θούν ότι δρα­πέ­τευ­σαν σκλά­βοι, να ψάχνουν να τους βρουν. Αν απο­δει­χτεί πως ένας τους αλή­τε­ψε τρεις μέρες, πρέ­πει να μετα­φερ­θεί στον τόπο που γεν­νή­θη­κε, να του χαρά­ξουν με καυ­τό σίδε­ρο το σημά­δι “V” στο στή­θος και να χρη­σι­μο­ποιεί­ται αλυ­σο­δε­μέ­νος σε δου­λιές τού δρό­μου ή και σε άλλες εργα­σί­ες. Αν ο αλή­της δηλώ­σει ψεύ­τι­κο τόπο γέν­νη­σης, για τιμω­ρία του γίνε­ται ισό­βιος σκλά­βος τού τόπου αυτού, των κατοί­κων ή της συντε­χνί­ας του και στιγ­μα­τί­ζε­ται με το γράμ­μα “S”. Ο καθέ­νας έχει το δικαί­ω­μα να παίρ­νει τα παι­διά των αλη­τών και να τα χρη­σι­μο­ποιεί σαν μαθη­τευό­με­νους, τους νέους ως 24 χρο­νών και τα κορί­τσια ως 20. Αν δρα­πε­τεύ­σουν, υπο­χρε­ώ­νο­νται ως αυτή την ηλι­κία να είναι σκλά­βοι των μαστό­ρων τους που έχουν το δικαί­ω­μα να τους αλυ­σο­δέ­νουν, να τους μαστι­γώ­νουν κλπ. κατά βού­λη­ση. Κάθε μάστο­ρας έχει το δικαί­ω­μα να περ­νά­ει ένα σιδε­ρέ­νιο χαλ­κά στο λαι­μό, στα χέρια ή στα πόδια τού σκλά­βου του, για να μπο­ρεί να τον γνω­ρί­ζει πιο εύκο­λα και για να τον κρα­τά­ει πιο σίγου­ρα. Το τελευ­ταίο μέρος τού­του του νόμου προ­βλέ­πει πως ορι­σμέ­νοι φτω­χοί πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιού­νται από τον τόπο ή από πρό­σω­πα που τους ταΐ­ζουν, τους ποτί­ζουν και τους βρί­σκουν δου­λιά. Τέτοιου είδους σκλά­βοι των ενο­ριών δια­τη­ρή­θη­καν στην Αγγλία ως τα μέσα του 19ου αιώ­να με το όνο­μα roundsmen (περι­φε­ρό­με­νοι). (*)

 Ωραιό­τα­τα! Πρώ­τα έρχε­ται ο κεφα­λαιο­κρά­της και αρπά­ζει την γη τού φτω­χού, ανα­γκά­ζο­ντάς τον να γίνει ζητιά­νος για να επι­βιώ­σει. Ύστε­ρα, ο ίδιος κεφα­λαιο­κρά­της, επει­δή οι στρα­τιές των ζητιά­νων «χαλά­νε την αισθη­τι­κή του», ζητά­ει από το κρά­τος (δηλα­δή, από τους πολι­τι­κούς του υπη­ρέ­τες) να πάρουν μέτρα προς εξά­λει­ψη του «αντιαι­σθη­τι­κού» φαι­νο­μέ­νου. Και, τέλος, το κρά­τος λύνει το πρό­βλη­μα εξα­να­γκά­ζο­ντας τον ζητιά­νο να γίνει σκλά­βος σ’ εκεί­νον που τον κατά­ντη­σε ζητιάνο.

Αν ανα­ρω­τιέ­στε τι με έπια­σε σήμε­ρα με τού­το το θέμα, είναι επει­δή βλέ­πω τερά­στιες ομοιό­τη­τες ‑τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών- με την επο­χή μας. Ομοιό­τη­τες που τις δια­κρί­νω πεντα­κά­θα­ρα ακό­μη και στα παγκά­κια του Καμί­νη, που είναι φτιαγ­μέ­να με τέτοιον τρό­πο ώστε να μη μπο­ρεί να ξαπλώ­σει άνθρω­πος σ’ αυτά. Ήξε­ρα ότι ο παπ­πούς Κάρο­λος είναι δια­χρο­νι­κός αλλά εξα­κο­λου­θώ να εκπλήσ­σο­μαι κάθε φορά που βλέ­πω να επα­λη­θεύ­ο­νται όσα είπε πριν ενά­μι­ση περί­που αιώνα.

Τους μαρ­ξι­κούς λόγους επι­βε­βαιώ­νει και η σύγ­χρο­νη νομο­θε­σία, όπως π.χ. ο νόμος κατά της επαι­τεί­ας και της αλη­τεί­ας, ο οποί­ος ψηφί­στη­κε προ διε­τί­ας στην Ουγ­γα­ρία. Τώρα πια, όσοι ούγ­γροι δεν έχουν δου­λειά ή κερα­μί­δι να στε­γα­στούν, θα φυλα­κί­ζο­νται και θα υπο­χρε­ώ­νο­νται σε κατα­βο­λή λίαν αλμυ­ρού προ­στί­μου. Μιλά­με για σκέ­το παρα­λο­γι­σμό: να πλη­ρώ­νεις πρό­στι­μο επει­δή δεν έχεις λεφτά για να νοι­κιά­σεις έστω μια παράγκα!

Εκάς οι άστε­γοι, λοι­πόν! Και, μάλι­στα, σε μια χώρα όπου μέχρι πριν 25 χρό­νια οι λέξεις «άστε­γος» και «άνερ­γος» δεν υπήρ­χαν στο λεξι­κό της.

Ο χαμέ­νος κόσμος τού κομμουνισμού…

Astegos

(*) Καρλ Μαρξ, «Το Κεφά­λαιο», τόμος πρώ­τος, σελ. 758–760, εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή — Τηρή­θη­κε η ορθο­γρα­φία του βιβλί­ου, εκτός από την μετα­τρο­πή τού κει­μέ­νου σε μονοτονικό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο