Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΓΚΑΛΕΑΝΟ (1940–2015)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«…Για τους φτω­χούς ξέρου­με τα πάντα: πού δεν δου­λεύ­ουν, τι δεν τρώ­νε, πόσο δεν ζυγί­ζουν, πόσο δεν μετρούν, τι δεν έχουν, τι δεν σκέ­φτο­νται, τι δεν ψηφί­ζουν, τι δεν πιστεύουν…Μόνο που δεν ξέρου­με για­τί οι φτω­χοί είναι φτωχοί…Μήπως για­τί η γύμνια τους μας ντύ­νει και η πεί­να τους μας δίνει να φάμε; 

Με τα παρα­πά­νω λόγια στο «Τα παι­διά των Ημε­ρών» ο Εντουάρ­ντο Γκα­λε­ά­νο βάζει το νυστέ­ρι στη συνεί­δη­ση των ασυ­νεί­δη­των που δεν «θέλουν να ξέρουν» τις ρίζες της φτώ­χειας για­τί αυτό θα σήμαι­νε ότι πρέ­πει να τεθεί τέρ­μα στον πλού­το τους. Αυτό το νυστέ­ρι το κρα­τού­σε μια ζωή στο χέρι μαζί με την πένα ή μάλ­λον η πένα του ήταν το νυστέ­ρι και πώς να γίνει αλλιώς; Η μαρ­τυ­ρι­κή πορεία των χωρών αυτών κάτω από το ζυγό της αποι­κιο­κρα­τί­ας και μετά από διά­φο­ρες «ανε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­σεις» κάτω από το ζυγό των νέων μορ­φών αποι­κιο­κρα­τί­ας με την ατέ­λειω­τη ακο­λου­θία δικτα­το­ρι­κών καθε­στώ­των δεν μπο­ρού­σε παρά να απο­τε­λέ­σει τη βασα­νι­στι­κή ύλη των λογο­τε­χνών-στο­χα­στών της. Συνε­πώς η κοι­νω­νι­κή αδι­κία με τις κραυ­γα­λέ­ες ανι­σό­τη­τες ήταν και για τον Γκα­λε­ά­νο η κινη­τή­ρια δύνα­μη της πένας του χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη λογο­τε­χνία σαν όπλο στην ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη.

Πορεία ζωής και ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη

Ο Εντουάρ­ντο Γκα­λε­ά­νο πέθα­νε φέτος στις 13 Απρι­λί­ου ένα χρό­νο μετά από το φυσι­κό θάνα­το στις 17 Απρι­λί­ου 2014 μιας άλλης εμβλη­μα­τι­κής φυσιο­γνω­μί­ας των λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κών γραμ­μά­των, του Γκα­μπριέλ Γκαρ­σία Μάρ­κες. Ωστό­σο και ο Γκα­λε­ά­νο σίγου­ρα θα συνε­χί­σει να ζει μέσα από το έργο του. Γεν­νή­θη­κε το 1940 στο Μοντε­βι­ντέο, πρω­τεύ­ου­σα της Ουρου­γουά­ης, και ξεκί­νη­σε την πορεία του από τη δημο­σιο­γρα­φία εργα­ζό­με­νος σε διά­φο­ρα περιο­δι­κά. Το 1961 έγι­νε διευ­θυ­ντής της εφη­με­ρί­δας «Επο­χή» και από το 1960 μέχρι το 1964 ήταν αρχι­συ­ντά­κτης της εβδο­μα­διαί­ας επι­θε­ώ­ρη­σης «Πορεία» που είχε δημιουρ­γη­θεί το 1939 από μια ομά­δα προ­ο­δευ­τι­κών δια­νο­ου­μέ­νων, σαν όργα­νο πάλης ενά­ντια στο φασι­σμό που τότε είχε θριαμ­βεύ­σει στην Ισπα­νία και στη Γερ­μα­νία απει­λώ­ντας όλη την Ευρώ­πη. Την επι­θε­ώ­ρη­ση αυτή τη διέ­πνεε ένας βαθύς αντια­με­ρι­κα­νι­σμός και υπε­ρά­σπι­ζε σοσια­λι­στι­κές και αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κές ιδέ­ες. Έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο στα πολι­τι­κά και πνευ­μα­τι­κά τεκται­νό­με­να της Ουρου­γουά­ης προ­ω­θώ­ντας την προ­ο­δευ­τι­κή νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κή λογο­τε­χνία και, βεβαί­ως, συμ­βάλ­λο­ντας στην ανα­τρο­πή της δικτα­το­ρί­ας. Το 1973 η στρα­τιω­τι­κή χού­ντα έκλει­σε το περιο­δι­κό και ο Γκα­λε­ά­νο, που σαν διευ­θυ­ντής σύντα­ξης είχε παί­ξει καθο­ρι­στι­κό ρόλο στην ιδε­ο­λο­γι­κή κατεύ­θυν­ση του περιο­δι­κού, εξο­ρί­ζε­ται και πάει στην Αργε­ντι­νή, όπου ιδρύ­ει το λογο­τε­χνι­κό περιο­δι­κό «Κρί­ση» ώσπου να επι­βλη­θεί και εκεί, το 1976, η στρα­τιω­τι­κή δικτα­το­ρία. Στη συνέ­χεια πήγε στη Βαρ­κε­λώ­νη. Το 1985 επέ­στρε­ψε στην πατρί­δα του όπου έζη­σε το υπό­λοι­πο της ζωής του.

Έργα φωτιάς

Τα πιο εμβλη­μα­τι­κά έργα του Εντουάρ­ντο Γκα­λε­ά­νο είναι χωρίς αμφι­βο­λία τα μετα­φρα­σμέ­να και στα ελλη­νι­κά «Οι ανοι­χτές φλέ­βες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής» (1971), μια καλά τεκ­μη­ριω­μέ­νη κατα­δί­κη του αμε­ρι­κά­νι­κου ιμπε­ρια­λι­σμού, και η τρι­λο­γία «Μνή­μη της Φωτιάς» (1982–1986) (Ι. «Γεν­νή­σεις», ΙΙ. «Πρό­σω­πα και Μάσκες, ΙΙΙ. «Ο αιώ­νας του Ανέ­μου») στο οποίο με μικρά χρο­νο­γρα­φή­μα­τα σε γλώσ­σα «στα­κά­το» επι­γραμ­μα­τι­κό, δίνει την ιστο­ρία της Νότιας Αμε­ρι­κής από τις απαρ­χές της Κατά­κτη­σης μέχρι σήμε­ρα. Συνέ­χι­σε αυτό το στυλ με το πιο πρό­σφα­το «Καθρέ­φτες. Μια σχε­δόν παγκό­σμια Ιστο­ρία» (2008). Αλλά και τα δοκί­μιά-μαρ­τυ­ρί­ες του δίνουν με γλα­φυ­ρή συντο­μία και απλό­τη­τα –χωρίς ωστό­σο να πέσουν σε απλοϊ­κό­τη­τα – την πεμ­πτου­σία των μαρ­τυ­ρι­κών δρώ­με­νων σε χώρες της Νότιας και Κεντρι­κής Αμε­ρι­κής, όπως το εξαι­ρε­τι­κό «Γουα­τε­μά­λα, κλει­δί της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής» (1967). Πάντα υπέρ­μα­χος της κου­βα­νι­κής Επα­νά­στα­σης συμ­με­τεί­χε για πολ­λά χρό­νια στη σύντα­ξη της επι­θε­ώ­ρη­σης «Casa de las Americas» που εκδί­δε­ται στην Αβά­να. Ο Γκα­λε­ά­νο έχει χει­ρι­στεί πολ­λά είδη του γρα­πτού λόγου, αλλά τελι­κά δημιούρ­γη­σε ένα νέο είδος γρα­φής σβή­νο­ντας τα σύνο­ρα ανά­με­σα στα λογο­τε­χνι­κά είδη. Άλλω­στε με το έργο του ήθε­λε να σβή­σει και άλλα σύνο­ρα. Σε μια συνέ­ντευ­ξη στην οποία τον χαρα­κτή­ρι­σε η δημο­σιο­γρά­φος «δια­νο­ού­με­νο» δεν έδει­χνε και πολύ χαρού­με­νος με το χαρα­κτη­ρι­σμό αυτό εξη­γώ­ντας ότι γι’ αυτόν δεν υπάρ­χουν σύνο­ρα ανά­με­σα στο νου- σκέ­ψη και το συναί­σθη­μα, δεν του αρέ­σει ο δια­χω­ρι­σμός της καρ­διάς από τη λογι­κή καθιε­ρώ­νο­ντας τον όρο «στο­χα­ζό­με­νος με συναί­σθη­μα» («sentipensando”). Στα έργα του ανα­μει­γνύ­ο­νται η φαντα­σία, ο μύθος, η μαρ­τυ­ρία και η κοι­νω­νι­κή ανά­λυ­ση. Πετυ­χη­μέ­νες «ατά­κες» του έχουν πολ­λα­πλά δημο­σιευ­θεί και παρατεθεί.

Δια­χρο­νι­κές «φλο­γι­σμέ­νες» μνή­μες της παγκό­σμιας πάλης των λαών

Μία μία παίρ­νει τις χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής γρά­φο­ντας σελί­δες από την ιστο­ρία αγώ­νων τους, των απερ­γιών, των Πρω­το­μα­γιών, όπως στο «Μνή­μη της Φωτιάς» για το Ελ Σαλ­βα­ντόρ: «Η Ρωσι­κή Επα­νά­στα­ση και οι παγκό­σμιοι εργα­τι­κοί και απε­λευ­θε­ρω­τι­κοί αγώ­νες έρι­ξαν τους σπό­ρους τους στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή κατά τις δεκα­ε­τί­ες 1920 και 1930. Στο Ελ Σαλ­βα­ντόρ η παρά­δο­ση των αγώ­νων των Ινδιά­νων που τον 19ο αιώ­να (1833) αγω­νί­στη­καν με επι­κε­φα­λής τον ηγέ­τη Ακί­νο για ανα­κα­τα­νο­μή της γης, συνε­χί­στη­κε με την ανά­πτυ­ξη εργα­τι­κών αγώ­νων και την ίδρυ­ση του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος (1832). Θρυ­λι­κές μορ­φές του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος ήταν ο Φαρα­μπού­ντο Μαρ­τί και ο Μιγκέλ Μάρ­μολ. Ο Φαρα­μπού­ντο Μαρ­τί εκτε­λέ­στη­κε το 1832 μετά την απο­τυ­χη­μέ­νη εξέ­γερ­ση. Ο Μιγκέλ Μάρ­μολ γλύ­τω­σε μέσα από το σωρό των εκτε­λε­σμέ­νων και η υπό­λοι­πη ζωή του ήταν ένας διαρ­κής αγώ­νας για την προ­ά­σπι­ση των εργα­τι­κών δικαιω­μά­των. Διέ­σχι­σε όλες τις χώρες της Νότιας Αμε­ρι­κής καταγ­γέλ­λο­ντας, οργα­νώ­νο­ντας και πολε­μώ­ντας. Πέθα­νε στην Κού­βα το 1975. Η επα­νά­στα­ση του 1932 έφε­ρε τους καρ­πούς της. Το 1974 ιδρύ­θη­κε το απε­λευ­θε­ρω­τι­κό μέτω­πο «Φαρα­μπού­ντο Μαρ­τί» που οργά­νω­σε ένο­πλο επα­να­στα­τι­κό αγώ­να. Παρά τη συντρι­βή του σήμε­ρα το μέτω­πο αυτό στο Ελ Σαλ­βα­ντόρ απο­τε­λεί τη μόνη δύνα­μη που πολε­μά­ει τη ντό­πια ολι­γαρ­χία και τις ιμπε­ρια­λι­στι­κές επεμ­βά­σεις των ΗΠΑ». Στο ίδιο στυλ μιλά­ει χρο­νο­γρα­φι­κά για τη Χιλή, το Εκουα­δόρ, τη Νικα­ρά­γουα, τη Γουα­τε­μά­λα, την Κού­βα και άλλες χώρες για αγώ­νες των ιθα­γε­νών, των εργα­τών, των αγρο­τών, καθώς και για τις αιμα­τη­ρές ιμπε­ρια­λι­στι­κές επεμ­βά­σεις. Δεν μπο­ρούν όμως οι εξαι­ρε­τι­κά σύντο­μες φρά­σεις και εκφρά­σεις να απο­κρύ­ψουν τη συμπυ­κνω­μέ­νη οργή αυτού του γιού ενός τμή­μα­τος του μαρ­τυ­ρι­κού και πάντα με «ανοι­χτές φλέ­βες» «Τρί­του Κόσμου». ‘Ισα ίσα το απέ­ριτ­το αυτό ύφος τονί­ζει, αλλά και ελέγ­χει την οργή .

Τα έργα του Εντουάρ­ντο Γκα­λε­ά­νο αφή­νουν λίγα περι­θώ­ρια για λογο­τε­χνι­κή ανά­λυ­ση ακρι­βώς επει­δή μιλούν από μόνα τους με μια ασυ­νή­θι­στη αμε­σό­τη­τα και κάπως εύκο­λα απο­μο­νώ­νει κανείς απο­σπά­σμα­τα από τα συμ­φρα­ζό­με­να. Τα μηνύ­μα­τα μοιά­ζουν να μην έχουν ανά­γκη από συμ­φρα­ζό­με­να, αλλά πυρο­βο­λούν από μόνα τους. Ίσως γι αυτό τόσο συχνά κυκλο­φο­ρούν τόσα τσι­τά­τα του Γκα­λε­ά­νο. Ο Γκα­λε­ά­νο ήξε­ρε πολύ καλά ποιοι είναι οι πραγ­μα­τι­κοί ένο­χοι της μιζέ­ριας τόσων λαών κι ας μην ανα­δει­κνύ­ουν τα λεχθέ­ντα του πάντα με σαφή­νεια τους ταξι­κούς δια­χω­ρι­σμούς. Και το εκφρά­ζει πότε ειρω­νι­κά, πότε άμε­σα, όπως στις ατά­κες «Οι θεω­ρί­ες του Μίλ­τον Φρί­ντμαν (Αμε­ρι­κα­νός οικο­νο­μο­λό­γος, κατ’ εξο­χήν υπο­στη­ρι­κτής του νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, Α.Ι.) του έδω­σαν το βρα­βείο Νόμπελ, στη Χιλή της έδω­σαν το στρα­τη­γό Πινο­σέτ», «Η παγκό­σμια οικο­νο­μία είναι η πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή έκφρα­ση του οργα­νω­μέ­νου εγκλή­μα­τος. Οι διε­θνείς οργα­νώ­σεις που ελέγ­χουν το νόμι­σμα, το εμπό­ριο και την πίστω­ση ασκούν τρο­μο­κρα­τία ενά­ντια στις φτω­χές χώρες και ενά­ντια στους φτω­χούς όλων των χωρών…». Και: «Τώρα τα βασα­νι­στή­ρια ονο­μά­ζο­νται παρά­νο­μοι εξα­να­γκα­σμοί. Η προ­δο­σία ονο­μά­ζε­ται ρεα­λι­σμός. Ο οπορ­του­νι­σμός λέγε­ται πραγ­μα­τι­σμός. Ο ιμπε­ρια­λι­σμός λέγε­ται παγκο­σμιο­ποί­η­ση. Και τα θύμα­τα του ιμπε­ρια­λι­σμού λέγο­νται χώρες αναπτυσσόμενες».

«Η ιστο­ρία της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής είναι η ιστο­ρία της λεη­λα­σί­ας των φυσι­κών πόρων της»

Για όσους νομί­ζουν ότι ο Γκα­λε­ά­νο με την κρι­τι­κή του έμει­νε στο δια­χει­ρι­στι­κό εποι­κο­δό­μη­μα του συστή­μα­τος, όπως τόσοι άλλοι προ­ο­δευ­τι­κοί της ηπεί­ρου του, όχι σπά­νια κάτω από την πίε­ση της επι­λο­γής ανά­με­σα στο να ακου­στείς ή να μην ακου­στείς ευρύ­τε­ρα ή από φόβο για συνέπειες(εξορίες, βασα­νι­στή­ρια κλπ.) και πρέ­πει να δια­λέ­ξεις δια­τυ­πώ­σεις που δεν σε θάβουν, μπο­ρού­με να πού­με ότι εδώ κι εκεί επι­ση­μαί­νει τη βαθύ­τε­ρα αιτία, τον καπι­τα­λι­σμό μιλώ­ντας είτε μετα­φο­ρι­κά είτε κυριο­λε­κτι­κά για την ανά­γκη της κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης των μέσων παρα­γω­γής και ανταλ­λα­γής και την απαλ­λο­τρί­ω­ση της μεγά­λης ιδιο­κτη­σί­ας. Επί­σης επι­ση­μαί­νει στην μπρο­σού­ρα του για το φασι­σμό «Ημέ­ρες και νύχτες του έρω­τα και του πολέ­μου», ότι οι βασα­νι­στές και οι δικτά­το­ρες είναι πλη­ρω­μέ­νοι υπάλ­λη­λοι- γρα­φειο­κρά­τες που μπο­ρούν να χάσουν τη θέση τους αν δεν κάνουν καλά τη δου­λειά τους. Δεν χρειά­ζε­ται πολ­λή σκέ­ψη για να κατα­λά­βου­με ποιοι τους πληρώνουν…

Σε μια πολύ πρό­σφα­τη συνέ­ντευ­ξή του στο ντο­κι­μα­ντέρ «Το αόρα­το τεί­χος: η λεη­λα­σία προ­κα­λεί την Έξο­δο, η τρα­γω­δία της αφρι­κα­νι­κής Εξό­δου» ο Γκα­λε­ά­νο με αφορ­μή τα σύγ­χρο­να μαζι­κά πια κύμα­τα προ­σφύ­γων προς την Ευρώ­πη από την Αφρι­κή και τη Μέση Ανα­το­λή μιλά για την ευρω­παϊ­κή καπι­τα­λι­στι­κή συσ­σώ­ρευ­ση στη βάση της λεη­λα­σί­ας της Αφρι­κής και της Αμε­ρι­κής: «Πετού­σαν στη θάλασ­σα τους νεκρούς της προη­γού­με­νης νύχτας, νεκρούς από πλη­γές, αρρώ­στιες ή επει­δή κρε­μό­ντου­σαν με τις ίδιες τις αλυ­σί­δες τους. Αιώ­νες ταπεί­νω­σης και αδειά­σμα­τος. Οι νέοι άνθρω­ποι, το καλύ­τε­ρο που διά­θε­τε η Αφρι­κή, γίνο­νταν εργα­τι­κό δυνα­μι­κό σκλα­βω­μέ­νο στις φυτεί­ες της Αμε­ρι­κής έτσι σφρα­γί­ζο­ντας το πεπρω­μέ­νο γυναι­κών, αντρών και παι­διών για μερι­κές γενιές. Όλοι στην υπη­ρε­σία της συσ­σώ­ρευ­σης κεφα­λαί­ων. Εκεί­νοι έγι­ναν το καύ­σι­μο που κινού­σε αυτή τη μηχα­νή που γέν­νη­σε αυτό που πριν ονο­μα­ζό­ταν καπι­τα­λι­σμός και τώρα το ονο­μά­ζουν «οικο­νο­μία της αγοράς (…)».

Καθό­λου περί­ερ­γο που η σημε­ρι­νή κατά­στα­ση ξυπνά­ει μέσα σ’ αυτό τον λαμπρό εκπρό­σω­πο της λογο­τε­χνί­ας και του στο­χα­σμού της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής τον πόνο αιώ­νων. Στην κατα­πο­λέ­μη­ση αυτής της εκμε­τάλ­λευ­σης αφιέ­ρω­σε όλη τη ζωή του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο