Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ζητείται ελπίς

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Η ελπί­δα φεύ­γει. Το μνη­μό­νιο έρχε­ται. Και τώρα, τι θα κάνου­με χωρίς ελπί­δα; Ήταν και αυτή μια κάποια λύση.

Είσαι η ελπί­δα μας… πήδα-πήδα-πήδα μας

Η ελπί­δα όμως δεν είναι αντε­στραμ­μέ­νη απελ­πι­σία, μια μετα­φυ­σι­κή προ­ο­πτι­κή πως τα πράγ­μα­τα θα αλλά­ξουν για εμάς, χωρίς εμάς –εκτός κι αν είναι προς το χει­ρό­τε­ρο. Δεν είναι η αυτα­πά­τη πως υπάρ­χει κάτι ανώ­τε­ρο που μας προ­στα­τεύ­ει, για­τί έχου­με ανά­γκη (να πιστέ­ψου­με) την ύπαρ­ξή του. Δεν είναι οφθαλ­μα­πά­τη, να βλέ­που­με κάτι με τα μάτια της ψυχής μας και με βάση τις επι­θυ­μί­ες μας κι όχι όπως πραγ­μα­τι­κά είναι. Να κολ­λάς σε ένα πρό­σω­πο ή –ακό­μα χει­ρό­τε­ρα- σε ένα κόμ­μα και να συγ­χω­ρείς τα λάθη του που σε πλη­γώ­νουν, για­τί αυτά θα είναι τα τελευ­ταία, κι υπο­σχέ­θη­κε πως θα αλλά­ξει. Και βασι­κά για­τί δε βλέ­πεις κάτι άλλο στον ορί­ζο­ντα και προ­τι­μάς να παρα­μέ­νεις στην ασφά­λεια του τίποτα.

Η ελπί­δα δεν είναι σπα­σμω­δι­κές αντι­δρά­σεις κι απο­νε­νοη­μέ­να δια­βή­μα­τα, ένα μπου­κά­λι στο πέλα­γος με ένα μήνυ­μα, για να το βρει και να το μετα­φρά­σει κάποιος όπως θέλει και τον συμ­φέ­ρει. Η ελπί­δα δεν είναι ασπι­ρί­νη, η παρη­γο­ριά του μικρό­τε­ρου κακού –που θα φέρει σύντο­μα και το μεγα­λύ­τε­ρο. Η ελπί­δα χτί­ζε­ται στα ερεί­πια των αυτα­πα­τών μας και στα θεμέ­λια της πεί­ρας από τα λάθη μας. Δεν είναι παλά­τι πάνω στην άμμο, που θα το γκρε­μί­σει το πρώ­το κύμα (της αντί­δρα­σης). Πατά στη δοσμέ­νη συγκυ­ρία, αλλά δεν είναι συγκυ­ρια­κή, μια ζαριά της στιγ­μής, βαρ­κού­λα που ανε­βαί­νει με την παλίρ­ροια και πέφτει στα βρά­χια λίγες ώρες αργό­τε­ρα, για να βουλιάξει.

Η ελπί­δα είμα­στε εγώ κι εσύ. Εμείς και ο κόσμος. Η πάλη μας, η συλ­λο­γι­κή μας δρά­ση, που είναι πολύ μεγα­λύ­τε­ρη από το άθροι­σμα της δύνα­μης του καθε­νός ξεχω­ρι­στά. Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώ­νε­ται. Μην ψέγεις χαι­ρέ­κα­κα τον πνιγ­μέ­νο, που προ­σπα­θεί να πια­στεί απ’ τα μαλ­λιά του. Οφεί­λεις όμως να τον προει­δο­ποι­ή­σεις και να του πεις ότι είναι περού­κα, πως το παρα­μύ­θι για την ευρώ­πη των αξιών ή οι ασκή­σεις «δια­λε­κτι­κής» του τύπου «υπο­γρά­φου­με νέο μνη­μό­νιο, για να φύγου­με από τα μνη­μό­νια» είναι απλώς τρίχες.

Η ελπί­δα πεθαί­νει πρώ­τη αν την ενα­πο­θέ­σεις στους άλλους. Η ελπί­δα είναι στο δρό­μο. Κι είναι σαν το δρό­μο. Αν δεν υπάρ­χει, θα τη δημιουρ­γή­σου­με. Αυτό όμως δε σημαί­νει να τη φαντα­ζό­μα­στε και να την εφευ­ρί­σκου­με εκεί που δεν υπάρ­χει. Αλλά να ψάξου­με να τη βρού­με στην καθη­με­ρι­νή ζωή και να τη δημιουρ­γή­σου­με με τις πρά­ξεις μας, από το μηδέν.

Και όταν θα ‘ρθουν οι καιροί
που θα ‘χει σβή­σει το κερί
στην καται­γί­δα

Υπε­ρα­σπί­σου το παιδί
για­τί αν γλι­τώ­σει το παιδί
υπάρ­χει ελπίδα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο