Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ποίηση και τα τραγούδια  του Σπύρου Ζαχαράτου (Α’ μέρος)

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Τι από­γι­ναν οι φωνές
τα ματω­μέ­να στόματα
τι από­γι­ναν;

Τι από­γι­ναν οι φίλοι
τα ματω­μέ­να λάβαρα
τι από­γι­ναν;

(Σπύ­ρος Ζαχαράτος,
Τι από­γι­ναν, Στα­λαγ­μί­τες, σελ. 27)

Ο Σπύ­ρος Ζαχα­ρά­τος, με κατα­γω­γή από την Κεφα­λο­νιά, είναι ένας ιδιαί­τε­ρος ποι­η­τής και στι­χουρ­γός. Αιχ­μη­ρός και τολ­μη­ρός, λυρι­κός, θλιμ­μέ­νος κατά περί­πτω­ση αλλά όχι ηττη­μέ­νος και υπο­ταγ­μέ­νος στην αστι­κή αλλο­τρί­ω­ση, γεμά­τος φως και ελπί­δα για τις νέες επο­χές που θα έρθουν, πάντα επί­και­ρος, με έργα δια­χρο­νι­κά που εκφρά­ζουν την επο­χή μας, την εργα­τι­κή και λαϊ­κή τάξη του τόπου, τις μελ­λο­ντι­κές γενιές και τα αστεί­ρευ­τα όνει­ρα μας.

Zaxaratos1

Σήμε­ρα, στις λογο­τε­χνι­κές σελί­δες του περιο­δι­κού Ατέ­χνως, έχου­με την ιδιαί­τε­ρη τιμή να παρου­σιά­σου­με ποι­ή­μα­τα από τις τρεις πρώ­τες του ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές αλλά και από τρα­γού­δια του, που ζητούν μελο­ποί­η­ση. Υπεν­θυ­μί­ζω πως για τον Σπύ­ρο Ζαχά­ρα­το είχα­με ξανα­γρά­ψει από αυτή εδώ τη θέση, στο αφιέ­ρω­μα μας στην πρό­σφα­τη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή «Ερή­μην, Ερη­μία» που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Οδός Πανός (Ατέ­χνως, 7/11/2015) όπου σημειώ­να­με ότι «τα ποι­ή­μα­τα αυτά ιστο­ρούν πάθη ανθρώ­πων και πάθη ψυχών, ιστο­ρί­ες της καθη­με­ρι­νό­τη­τας, των ανέρ­γων, των φτω­χών αλλά και του παρα­μυ­θιού. Φέρ­νουν δίπλα μας, στην αγκα­λιά μας, την αγά­πη του ποι­η­τή για τη ζωή, για να μεθύ­σου­με κι εμείς με απο­στάγ­μα­τα ψυχής αλη­θι­νής. Δεν υπο­κρί­νο­νται τίπο­τα άλλο από αυτό που είναι. Απο­κρυ­πτο­γρα­φούν τα σημά­δια μέσα στη μελαγ­χο­λία των γκρί­ζων τοί­χων,  συνο­μι­λούν με μισά συν­θή­μα­τα και επί των ερειπίων […]»

Αυτή ακρι­βώς την εικό­να (που εξε­λίσ­σε­ται στα­δια­κά μέσα στο πέρα­σμα του χρό­νου μαζί με την γρα­φή του ποι­η­τή οδη­γώ­ντας σε ένα λιτό, στι­βα­ρό ύφος) θα την συνα­ντή­σου­με και στις τρεις πρώ­τες του ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές (Στα­λαγ­μί­τες, Κατα­φύ­γιο, Ανα­σκα­φές) που κυκλο­φό­ρη­σαν το 1987, 1991 και 1997 αντί­στοι­χα από τις εκδό­σεις Αίνος.

Οι συλ­λο­γές αυτές περιέ­χουν ποι­ή­μα­τα και τρα­γού­δια του ποι­η­τή που εκφρά­ζουν την αγω­νία του για το μέλ­λον του τόπου που περ­νά­ει μέσα από συμπλη­γά­δες κατα­πί­ε­σης και υπο­τα­γής, ποι­ή­μα­τα που συνο­μι­λούν με τις μεγά­λες ποι­η­τι­κές φωνές του πρό­σφα­του παρελ­θό­ντος (Γιάν­νης Ρίτσος, Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, Μιχά­λης Κατσα­ρός, Αλέ­ξαν­δρος Παπα­δια­μά­ντης), που χαι­ρε­τί­ζουν την ομορ­φιά της φύσης ή και που  ανα­ζη­τούν κατα­φύ­γιο στα αυρια­νά ποι­ή­μα­τα , στα ιδα­νι­κά της επα­νά­στα­σης που γίνη­καν κομ­μά­τια – μόνο και μόνο για να στη­θούν αργό­τε­ρα σε πιο γερές βάσεις, διεκ­δι­κώ­ντας την συνέ­χι­ση της αντί­στα­σης «στη βαρ­βα­ρό­τη­τα των ημε­ρών / στη λαί­λα­πα που έρχε­ται / και στην κυριαρ­χία των μηχα­νών» (Αντι­στα­θεί­τε, Ανα­σκα­φές, σελ. 44).

Φυσι­κά, από την ποί­η­ση (και τα τρα­γού­δια) του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του δεν λεί­πουν οι πλού­σιες ανα­φο­ρές στον Έρω­τα και στην Αγά­πη, όχι βέβαια με τη συνη­θι­σμέ­νη ροζ λογι­κή της (μετά)μοντέρνας λογο­τε­χνί­ας και ποί­η­σης, ούτε με τον μικρο­α­στι­κό μινι­μα­λι­σμό της Κικής Δημου­λά, ούτε προ­φα­νώς και με τη χυδαιό­τη­τα μιας σύγ­χρο­νης γρα­φής, που εύκο­λα αξιο­ποιούν διά­φο­ροι λογο­τέ­χνες ή «λογο­τέ­χνες», που αρκεί­ται σε μία στεί­ρα σωμα­τι­κή παρά­θε­ση, αρνού­με­νη και τα ανθρώ­πι­να συναι­σθή­μα­τα και τις συν­θή­κες της καθη­με­ρι­νής ζωής. Ξέρει όμως ο ποι­η­τής, κι αυτή είναι μια πολύ σημα­ντι­κή συμ­βο­λή από την πλευ­ρά του, ότι ο Έρω­τας και το Πάθος δεν μπο­ρούν να είναι παι­γνί­δια της πολι­τι­κής αλλά ότι έχουν τον δικό τους, αυτό­νο­μο χαρα­κτή­ρα και την δική του ιερο­τε­λε­στία που έρχε­ται σε γόνι­μη επα­φή με το φυσι­κό περιβάλλον.

Δια­βά­ζου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ποί­η­μα «Όταν μιλώ» (Στα­λαγ­μί­τες, σελ. 17):

Όταν μιλάω για σένα
δυο κόκ­κι­νες σπί­θες ξεπη­δά­νε απ’ τα μάτια μου.

 Όταν μιλάω για σένα
οι λέξεις κυλά­νε γαρ­γά­ρες απ’ το στό­μα μου.

Όταν μιλάω για σένα
κουρ­νιά­ζουν λευ­κά περι­στέ­ρια στους ώμους μου.

 Όταν μιλάω για σένα
έν’ άγιο ρίγος φυτρώ­νει στο δέρ­μα μου.

 Όταν μιλάω για σένα
της θύμη­σης τα άλο­γα χιμά­νε να σε φέρουν.

Ανα­γνω­ρί­ζει επί­σης, με εντυ­πω­σια­κή αρτιό­τη­τα και ιδε­ο­λο­γι­κή (αλλά και ηθι­κή) συνέ­πεια ότι οι επο­χές που δια­νύ­ου­με εγκυ­μο­νούν πολ­λά προ­βλή­μα­τα, πολ­λές αντι­φά­σεις και δυσκο­λί­ες, που θα φέρουν όμως ριζι­κέ αλλα­γές. Πράγ­μα­τι, το στοι­χείο της (ανα­γκαί­ας) ριζο­σπα­στι­κής αλλα­γής είναι κυρί­αρ­χο στοι­χείο στην ποί­η­ση του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του, μιας ριζο­σπα­στι­κής αλλα­γής που παρου­σιά­ζε­ται ως νομο­τέ­λεια, ως φυσι­κή δια­δι­κα­σία, που όμως θα είναι ιδιαί­τε­ρα τρο­με­ρή για όλους μας – και για την αστι­κή κανο­νι­κό­τη­τα και για την λαϊ­κή πλειοψηφία.

Το ποί­η­μα «Επο­χή» (Κατα­φύ­γιο, σελ. 39) συνο­ψί­ζει ιδα­νι­κά αυτή τη θέση του ποιητή:

Επο­χή εκπτώσεων
εκτρώσεων
μυήσεων•
επο­χή κυήσεων. 

Η φύση κείται
μα εκδικείται. 

Επο­χή καμίνου
υψικαμίνου
Βαστίλλης•
επο­χή της ύλης. 

Η γρα­φή του ποι­η­τή, άνε­τη, λιτή, στο­χα­στι­κή, δυνα­μι­κά σύγ­χρο­νη και ουσια­στι­κή, (με) μια «καί­ρια ποι­η­τι­κή επι­σή­μαν­ση σύγ­χρο­νων δει­νών και (με μια) αισιό­δο­ξη προ­ο­πτι­κή για την έξο­δο απ΄αυτά που υπα­γο­ρεύ­ει ένας πλού­σιος προ­σω­πι­κός ψυχι­σμός», όπως τονί­ζει και ο ποι­η­τής Θανά­σης Νιάρ­χος, έρχε­ται σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τα καθιε­ρω­μέ­να, τόσο στην κοι­νω­νία, όσο και στην ποί­η­ση, επι­ση­μαί­νο­ντας πως:

Με συλ­λα­βές ζυμώνω
την ελπί­δα του κόσμου.

 Όμως εσέ­να
οίνον σου φύλαξα
αχρά­ντων μυστηρίων.

 Προ­σευ­χές ψιθυρίζω
στο φως και στο νερό.

 (Τελε­τουρ­γία, Κατα­φύ­γιο, σελ. 42)

 Ο Ζαχα­ρά­τος, καθό­λου πλη­θω­ρι­κός, σεμνός, με πρω­τό­τυ­πη θεμα­το­γρα­φία, όπως επι­ση­μαί­νει σε σχε­τι­κό σημεί­ω­μά του ο Μιχά­λης Στα­φυ­λάς, το οποίο συνο­δεύ­ει την έκδο­ση του «Κατα­φυ­γί­ου», ξέρει καλά, βιω­μα­τι­κά αλλά και μελε­τώ­ντας την δια­δρο­μή της ποί­η­σης μέσα στον χρό­νο πως δεν χρειά­ζο­νται πολ­λά για να είναι η Ποί­η­ση αλη­θι­νή εμπει­ρία, τρό­πος ζωής και φίλος, σύντρο­φος του ανθρώ­που στον αγώ­να για την επι­βί­ω­ση, στην ανη­φό­ρα προς την πνευ­μα­τι­κή και υλι­κή εξύ­ψω­ση της κοι­νω­νί­ας. Γνω­ρί­ζει επί­σης, πως η Ποί­η­ση, η Τέχνη γενι­κό­τε­ρα, δεν επι­θυ­μεί να ανα­λώ­νε­ται στο χάος της πολυ­λο­γί­ας, στην καθη­με­ρι­νή ανοη­σία και στην πνευ­μα­τι­κή παρακ­μή των ημε­ρών μας – εάν θέλει να έχει συνέ­χεια ως τρό­πος έκφρα­σης. Και δεν θέλει πολ­λά ο ποι­η­τής, δυο-τρεις καλοί φίλοι, φίλοι στα εύκο­λα και σύντρο­φοι στις δυσκο­λί­ες, ένα τρα­γού­δι που μιλά­ει για τον Έρω­τα και που εκφρά­ζει την προ­σω­πι­κή του (αλλά και τη συλ­λο­γι­κή μας) ψυχή, αρκούν. Όλα τα παρα­πά­νω πλε­ο­να­σμός, είναι σημά­δι παρακ­μής. Κατά τη γνώ­μη μας, το ποί­η­μα «Φρα­γκο­συ­ρια­νή» (Κατα­φύ­γιο, σελ. 22), με έντο­νο το λαϊ­κό στοι­χείο και τη νοσταλ­γία για όμορ­φες, ηθι­κά επο­χές, απο­τε­λεί το καλύ­τε­ρο παρά­δειγ­μα για όλα τα παραπάνω:

Τρεις φίλοι μ’ απομείνανε
κι η Φραγκοσυριανή
το άνθος!

 Οι δυσκο­λί­ες της ζωής, γέν­νη­μα θρέμ­μα μιας εκμε­ταλ­λευ­τι­κής κοι­νω­νί­ας, καταγ­γέλ­λο­νται από την πλευ­ρά του ποι­η­τή, με θάρ­ρος και τόλ­μη, όπως καταγ­γέλ­λει και φαι­νό­με­να που ενώ σήμε­ρα απο­τε­λούν στοι­χείο του καθη­με­ρι­νού δια­λό­γου και προ­βλη­μα­τι­σμού, τότε (αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’90) μόνο δείγ­μα­τα της μελ­λο­ντι­κής τους επιρ­ρο­ής μπο­ρού­σα­με να αντι­λη­φθού­με και μάλι­στα, όχι όλοι – ενταγ­μέ­να σε ένα συνο­λι­κό­τε­ρο πλαί­σιο, όπως παρα­τη­ρού­με στο ποί­η­μα «Αγία Τεχνο­λο­γία» (Ανα­σκα­φές, σελ. 11):

Αυτοί που θα ‘ρθουν αύριο•
ας λατρέ­ψουν τα παλιά ποιήματα
όπως τα νέα κορίτσια.

Τώρα περίσ­σε­ψε το θράσος
και επι­κρά­τη­σε οριστικά.
Εκτε­λεί­ται σαδιστικά
το τελευ­ταίο κυκλάμινο
και οι αθώ­οι κορμοράνοι.

 Σκυ­θρω­ποί ταξι­διώ­τες θα φτάνουν
στις απο­βά­θρες του λυγμού.
Άγγε­λοι λιμού
είναι αυτοί
που μάτω­σαν το κάθε τι
αλη­θι­νό.
Αυτοί που λέγαν μέχρι χτες:
«Αγία
η τεχνο­λο­γία».

 Εδώ, πόσο πιο ξεκά­θα­ρα να το περι­γρά­ψει κανείς, βλέ­που­με σε πλή­ρη ανά­πτυ­ξη τις κοι­νω­νι­κές και τις οικο­λο­γι­κές ευαι­σθη­σί­ες και ανη­συ­χί­ες του δημιουρ­γού και την στη­λί­τευ­ση της κοι­νω­νι­κής (ή μάλ­λον) της αστι­κής υπο­κρι­σί­ας. Χωρίς όμως τη γυναι­κεία συντρο­φιά, ούτε οι φίλοι, ούτε κανέ­νας, δεν μπο­ρεί να βοη­θή­σει τον ποι­η­τή στον ατο­μι­κό του αγώ­να, που όμως απο­τε­λεί και στοι­χείο, μέρος της δικής μας αγω­νί­ας. Η Γυναί­κα, ανα­γνω­ρί­ζε­ται ως πρώ­τη μετα­ξύ ίσων και ως φάρος φωτει­νός μέσα στην κου­ρα­σμέ­νη ψυχή του ποιητή.

Γυναί­κα
κόκ­κι­νο ρόδο
στην εξώ­πορ­τα.
 Λύχνος
θαμπός και σημαδούρα
στη ζωή μου.

 (Γυναί­κα, Στα­λαγ­μί­τες, σελ. 38)

 Η ποί­η­ση του Σπύ­ρου Ζαχα­ρά­του, πονε­μέ­νη, αγω­νι­στι­κή, ελπι­δο­φό­ρα, ρομα­ντι­κή και πλέ­ρια αισθα­ντι­κή, στο­χα­στι­κή, γεμά­τη λυρι­σμό και πάθος, απο­τε­λεί φωτει­νό παρά­δειγ­μα για το πώς μπο­ρεί να είναι η Ποί­η­ση των ημε­ρών μας. Παρά­δειγ­μα για τους νεό­τε­ρους δημιουρ­γούς, απο­δει­κνύ­ει ότι η παλαιό­τε­ρη γενιά δημιουρ­γών, αυτή που δεν ξεπου­λή­θη­κε στα ποι­κί­λα παζά­ρια της απο­γο­ή­τευ­σης, του (μικρο)αστικού εγω­ι­σμού, της κοι­νω­νι­κής παρακ­μής, των δημο­σί­ων σχέ­σε­ων και άλλων πολ­λών θλι­βε­ρών, μπο­ρεί και πρέ­πει να σηκώ­νει ψηλά την παντιέ­ρα της Τέχνης, της Ποί­η­σης και της Ανθρωπιάς.

Ας είναι μάλι­στα αυτό ένα μάθη­μα για όλους μας, σήμε­ρα που και η Ποί­η­ση, ή ακρι­βέ­στε­ρα η Ποί­η­ση των Σαλο­νιών, προ­σπα­θεί να υπο­κα­τα­στή­σει τα πάθη και τις ανη­συ­χί­ες μας, χωρίς όμως να το κατα­φέρ­νει. Ο Σπύ­ρος Ζαχα­ρά­τος, που εκπρο­σω­πεί αυτή ακρι­βώς την αντί­θε­ση στην Ποί­η­ση της Αγο­ράς και της Ευτέ­λειας, είναι ο καλύ­τε­ρος οδη­γός για όλους μας.

 

(συνε­χί­ζε­ται)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο