Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η στύση του τέρατος

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Ο άνθρω­πος και η γάτα είναι τα μόνα ζώα σ’ ολό­κλη­ρο τον πλα­νή­τη που σκο­τώ­νουν απλώς από ευχα­ρί­στη­ση κι όχι από ανά­γκη για επι­βί­ω­ση. Κι αν για τις γάτες υπάρ­χει το ελα­φρυ­ντι­κό της «φύσης», για τον άνθρω­πο ποιο ελα­φρυ­ντι­κό υπάρχει;

Δυστυ­χώς, η ανά­πτυ­ξη του «πολι­τι­σμού» χει­ρο­τέ­ρε­ψε τα πράγ­μα­τα και η παγκο­σμιο­ποί­η­ση του καπι­τα­λι­σμού τα απο­τε­λεί­ω­σε. Τώρα πλέ­ον δεν σκο­τώ­νου­με απλώς για ευχα­ρί­στη­ση. Σκο­τώ­νου­με και από υπο­χρέ­ω­ση. Γίνα­με σκλά­βοι ενός συστή­μα­τος, μιας παγκό­σμιας μηχα­νής που φτιά­ξα­με μόνοι μας και, αφού ξέφυ­γε από τον έλεγ­χό μας, μας πιέ­ζει να σκο­τώ­νου­με και να σκο­τω­νό­μα­στε. Ακλό­νη­τες απο­δεί­ξεις το Ιράκ κι η Ουκρα­νία από την μια και οι πάνω από χίλιες αυτο­κτο­νί­ες ετη­σί­ως στη χώρα μας από την άλλη.

Μόνοι μας κατα­σκευά­σα­με τη ζού­γκλα που μας κατα­πί­νει. Μόνοι μας βάλα­με τους κανό­νες λει­τουρ­γί­ας της μηχα­νής. Δεν φαντα­στή­κα­με ότι το δημιούρ­γη­μα θα ξέφευ­γε από τον έλεγ­χό μας και θα κατά­πι­νε τον δημιουρ­γό του. Έγι­νε τέρας αδη­φά­γο. Κατα­βρο­χθί­ζει δάση και βου­νά, κατα­πί­νει ποτά­μια, ξερ­νά­ει τοξι­κά από­βλη­τα, υπο­δου­λώ­νει πλη­θυ­σμούς, καταρ­ρα­κώ­νει συνει­δή­σεις, ρου­φά­ει τον αέρα μας, δηλη­τη­ριά­ζει την ψυχή μας. Κι όλο ζητά­ει περισ­σό­τε­ρα: περισ­σό­τε­ρη τρο­φή, περισ­σό­τε­ρο νερό, περισ­σό­τε­ρη ενέρ­γεια… Κι όλο μας πιέ­ζει να το υπη­ρε­τού­με θυσιά­ζο­ντας και θυσια­ζό­με­νοι. Αυτοθυσιαζόμενοι.

Όλοι σκλά­βοι του τέρα­τος. Δια­νο­ού­με­νοι, επι­χει­ρη­μα­τί­ες, επαγ­γελ­μα­τί­ες, πολι­τι­κοί, τρα­πε­ζί­τες, άνθρω­ποι της τέχνης και της θρη­σκεί­ας… όλοι έμπο­ροι των καη­μών και των αδυ­να­μιών μας, προς δόξαν της παγκό­σμιας μηχα­νής. Όλοι αυτοί είναι «ειδι­κοί». Ο καθέ­νας τους έκλε­ψε ένα κομ­μά­τι της ζωής μας και το έκα­νε ειδι­κό­τη­τά του (με το αζη­μί­ω­το φυσι­κά). Δημιούρ­γη­σαν δε και έναν δικό τους κώδι­κα επι­κοι­νω­νί­ας ούτως ώστε να συζη­τούν μετα­ξύ τους και να απο­φα­σί­ζουν για όλα τα κομ­μά­τια της ζωής μας χωρίς εμείς να κατα­λα­βαί­νου­με τίποτα.

Λένε για παρά­δειγ­μα: «πρέ­πει να πλη­ρώ­σου­με επει­δή χρεια­ζό­μα­στε εκσυγ­χρο­νι­σμό των αμυ­ντι­κών μας συστη­μά­των για να αντι­με­τω­πί­σου­με τις εξω­τε­ρι­κές επι­βου­λές». Απο­κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νη αυτή η φρά­ση γίνε­ται: «το σύστη­μα για να επι­βιώ­σει πρέ­πει να που­λή­σει οπλι­κά συστή­μα­τα κι εμείς πρέ­πει να πει­νά­σου­με για να μη του στε­ρή­σου­με την τρο­φή του».

Λένε επί­σης: «ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση σημαί­νει αύξη­ση της απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας και της απο­δο­τι­κό­τη­τας αλλά και λύτρω­ση της παρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας από πολι­τι­κές παρεμ­βά­σεις, τα οποία οδη­γούν σε αύξη­ση της παρα­γω­γι­κό­τη­τας και καλύ­τε­ρη ζωή για όλους». Η απο­κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νη έννοια όλων αυτών είναι απλού­στα­τη: «ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση σημαί­νει μετα­φο­ρά φυσι­κών αλλά και δημό­σιων παρα­γω­γι­κών πόρων από τους απλούς πολί­τες στην τσέ­πη της ‑εγχώ­ριας ή διε­θνούς- ολι­γαρ­χί­ας».

Κατα­δι­κά­ζουν, επί­σης, κάθε μορ­φή πολι­τι­κής παρέμ­βα­σης και δια­τεί­νο­νται ότι το κρά­τος οφεί­λει να οργα­νώ­νε­ται με ιδιω­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κά κρι­τή­ρια. Όμορ­φα αλλά δηλη­τη­ριώ­δη λόγια. Εκεί­νο που αυτοί απο­κα­λούν με απο­στρο­φή «πολι­τι­κή παρέμ­βα­ση», οι απλοί άνθρω­ποι το απο­κα­λούν «κοι­νω­νι­κό κρά­τος». Κι όλοι γνω­ρί­ζουν ότι κοι­νω­νι­κό κρά­τος με ιδιω­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κά κρι­τή­ρια δεν υπάρ­χει. Δωρε­άν παι­δεία, δωρε­άν περί­θαλ­ψη και κοι­νω­νι­κή πρό­νοια για τις ασθε­νείς ομά­δες του πλη­θυ­σμού δεν προ­βλέ­πο­νται ούτε από τον Κέυνς, ούτε από τον Γκαλ­μπραί­ηθ, ούτε από τους νεό­κο­πους θια­σώ­τες της παγκο­σμιο­ποι­η­μέ­νης οικο­νο­μί­ας που μετρά­ει τα πάντα με το νόμο προσφοράς-ζήτησης.

Κι αν αυτοί, οι λίγοι, έχουν λόγους να υιο­θε­τούν τέτοιες επι­λο­γές, μιας και αυτό επι­τάσ­σει το στε­νό, προ­σω­πι­κό τους συμ­φέ­ρον, τι να πού­με για μας, τους πολ­λούς, που τους ακο­λου­θού­με, συμ­φω­νώ­ντας και χει­ρο­κρο­τώ­ντας τους; Ποια δικαιο­λο­γία έχει ο εργά­της για το ότι συντάσ­σε­ται με τις επι­λο­γές του εργο­δό­τη του, παρα­βλέ­πο­ντας τα συμ­φέ­ρο­ντα της τάξης του, τα δικά του συμ­φέ­ρο­ντα; Ποιον λόγο έχουν ο άνερ­γος να θεω­ρεί ως υπεύ­θυ­νο για την φτώ­χεια του τον ψιλι­κα­τζή που δεν κόβει απο­δεί­ξεις, ο μικρο­μα­γα­ζά­το­ρας της γωνί­ας να λοι­δο­ρεί τους δημο­σί­ους υπαλ­λή­λους, ο οικο­δό­μος να τα βάζει με τους «αιώ­νιους» φοι­τη­τές και οι συντα­ξιού­χοι στον καφε­νέ να επι­κρο­τούν την κυβερ­νη­τι­κή υπό­σχε­ση περί 13ης σύντα­ξης, ξεχνώ­ντας ότι μέχρι πριν λίγα χρό­νια έπαιρ­ναν 14 συντάξεις;

Cogito2

Μας αρέ­σει να υπο­στη­ρί­ζου­με ότι για όλη τού­τη την καπι­τα­λι­στι­κή παρά­νοια που τρώ­ει τις σάρ­κες μας, φταί­νε οι λίγοι που την έφτια­ξαν και την δια­χει­ρί­ζο­νται. Όμως, έτσι παρα­βλέ­που­με ότι κι εμείς έχου­με ευθύ­νη για τού­τη την κατά­ντια αφού, αν εμείς οι πολ­λοί απο­φα­σί­ζα­με να αντι­δρά­σου­με και να επα­να­στα­τή­σου­με, αυτοί οι λίγοι θα ήσαν ανί­σχυ­ροι να μας στα­μα­τή­σουν και να μας επι­βλη­θούν. Ίσως, μάλι­στα, το δικό μας φταί­ξι­μο να είναι μεγα­λύ­τε­ρο, για­τί μάθα­με να υπο­τασ­σό­μα­στε σε όσα εκεί­νοι απερ­γά­ζο­νται στα σκο­τει­νά τους εργα­στή­ρια και να υπα­κού­με δίχως αντίρ­ρη­ση στις άνω­θεν εντο­λές. Φταί­με για­τί κατα­ντή­σα­με «δει­λοί, μοι­ραί­οι κι άβου­λοι». Φταί­με για­τί, αντί να ξεση­κω­θού­με, το μόνο που κάνου­με είναι να «προ­σμέ­νου­με ίσως κάποιο θάμα», όπως λέει κι ο Βάρ­να­λης. Φταί­με για­τί δεν πήρα­με χαμπά­ρι πως, ενώ κάπο­τε ήταν «πάνω απ’ όλα ο άνθρω­πος», σήμε­ρα πάνω απ’ όλα βρέ­θη­καν οι «αγο­ρές».

Είναι επι­τα­κτι­κή και αδή­ρι­τη η ανά­γκη να συνέλ­θου­με και να απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σου­με τα μηνύ­μα­τα των θια­σω­τών του καπι­τα­λι­στι­κού τέρα­τος. Τα λόγια τους μπο­ρεί να μας χαϊ­δεύ­ουν ώρες-ώρες τ’ αφτιά, μα απέ­χου­νε πολύ απ’ την αλή­θεια (όπως λέει ο Διο­νύ­σης Σαβ­βό­που­λος). Είναι και­ρός ν’ ανοί­ξου­με τα μάτια μας και να δού­με ότι δεν έχου­με να κάνου­με με έναν αυτο­κρά­το­ρα που είναι απλώς γυμνός αλλά με ένα τέρας που έχει μια απει­λη­τι­κή στύση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο