Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η χώρα των σακατεμένων

Θα μπο­ρού­σα να σας πω το όνο­μα της χώρας για να μη δημιουρ­γού­νται μυστή­ρια εκεί που δεν υπάρ­χουν. Όμως κρί­νω —και κρί­νω σωστά— πως το όνο­μα δεν έχει και τόση σημα­σία όσο τα ίδια τα γεγο­νό­τα. Γι’ αυτό, σας παρα­κα­λώ, κάντε μια προ­σπά­θεια και διώξ­τε τη μικρο­α­στι­κή σας περιέρ­γεια που σας σπρώ­χνει σε δευ­τε­ρεύ­ο­ντα και τρι­τεύ­ο­ντα ζητή­μα­τα. Για­τί δευ­τε­ρεύ­ον και τρι­τεύ­ον ζήτη­μα είναι το όνο­μα της χώρας μπρο­στά στα ίδια τα γεγο­νό­τα. Τι σημα­σία μπο­ρεί να ‘χει το όνο­μα αυτής της συγκε­κρι­μέ­νης χώρας, αφού ό,τι συμ­βαί­νει εκεί σήμε­ρα —και συμ­βαί­νουν τρο­με­ρά πράγ­μα­τα— μπο­ρεί να συμ­βεί και στη δική σας χώρα αύριο, αν δεν έχει ήδη συμ­βεί χτες… Σας παρα­κα­λώ λοι­πόν, μην επι­μέ­νε­τε περισ­σό­τε­ρο, για­τί αν συνε­χί­σε­τε να ζητά­τε το όνο­μα της χώρας θα ανα­γκα­στώ, είτε για­τί θα χω θυμώ­σει μαζί σας, είτε για­τί θα θέλω να σας απο­φύ­γω, να σας πω ψέμα­τα. Να σας πω, για παρά­δειγ­μα, ότι η ιστο­ρία που άρχι­σα να σας αφη­γού­μαι δεν συνέ­βη σε κάποια χώρα αλλά σε κάποιο χώρο. Στο γρα­φείο σας ή μέσα στο ίδιο σας το σπί­τι… Θα σας άρε­σε; Δεν νομίζω!…

Η χώρα Χ λοι­πόν, ας την ονο­μά­σω έτσι, διοι­κεί­ται —δικτα­το­ρεύ­ε­ται καλύ­τε­ρα— από έναν κοντό, πάρα πολύ κοντό άνθρωπο.

Το ζήτη­μα, για­τί είναι ζήτη­μα, πως έφτα­σε στην εξου­σία ο κοντός άνθρω­πος δεν πρέ­πει να μας απα­σχο­λή­σει. Σε χοντρές γραμ­μές πάντως και περισ­σό­τε­ρο για να ικα­νο­ποι­ή­σω την περιέρ­γειά σας, για­τί το ξέρω ότι είστε περί­ερ­γοι, σας λέω πως σκό­πι­μα, ακρι­βώς για­τί ήταν κοντός, επι­λέ­χτη­κε γι’ αυτή τη θέση. Ο καθέ­νας τώρα ας βγά­λει τα συμπε­ρά­σμα­τά του. Ωστό­σο ένα πράγ­μα είναι βέβαιο. Κανέ­νας κοντός δεν κατόρ­θω­σε να σκαρ­φα­λώ­σει τόσο ψηλά από μόνος του. Πάντα κάποιοι άλλοι βοη­θά­νε την άνο­δο των κοντών Και έχουν τους λόγους τους. Φυσι­κά… Θέλεις για­τί έχο­ντας ένα κοντό πρό­ε­δρο φαί­νο­νται αυτοί ψηλό­τε­ροι, θέλεις για­τί οι κοντοί άνθρω­ποι γίνο­νται καλοί πρό­ε­δροι —ο καθέ­νας ας βγά­λει τα συμπε­ρά­σμα­τά του— εγώ δεν έχω καμιά διά­θε­ση να σας πω περισ­σό­τε­ρα. Στο κάτω-κάτω δεν πρέ­πει να σας τα πω εγώ όλα. Σκε­φτεί­τε λίγο και σεις.

Ο κοντός πρό­ε­δρος λοι­πόν, ας μην τον λέμε δικτά­το­ρα, για­τί έτσι κι αλλιώς δεν είναι εκεί το ζήτη­μα που θα εξε­τά­σου­με, ζει μέσα σε μια απέ­ρα­ντη δυστυ­χία. Έχει τα πάντα. Του λεί­πει όμως το μπόι. Το μπόι που όπως γνω­ρί­ζω και γνω­ρί­ζε­τε και σεις είναι τόσο απα­ραί­τη­το για τη θέση, τη θέση του.

Στ’ άλλα πράγ­μα­τα που υστε­ρεί —και υστε­ρεί σε εκα­το­ντά­δες άλλα πράγ­μα­τα— κατόρ­θω­σε να βρει λύσεις. Στις γνώ­σεις, για παρά­δειγ­μα, που και εκεί υστε­ρεί, έβγα­λε ειδι­κούς νόμους απα­γο­ρεύ­ο­ντας στο λαό να συζη­τά­ει ή και να σκέ­φτε­ται ακό­μα ζητή­μα­τα όπως η φιλο­σο­φία, η τέχνη, το εργα­τι­κό δίκαιο, το κέρ­δος και το υπερ­κέρ­δος. Στη χώρα Χ μετά την άνο­δο του κοντού προ­έ­δρου στην εξου­σία απα­γο­ρεύ­ο­νται οι συζη­τή­σεις γύρω από τα ζητή­μα­τα της αισθη­τι­κής, για ν’ ανα­φερ­θού­με σ’ ένα συγκε­κρι­μέ­νο παρά­δειγ­μα. Ο κοντός πρό­ε­δρος δεν ανέ­χε­ται να κου­βε­ντιά­ζο­νται μπρο­στά του ζητή­μα­τα που δεν γνω­ρί­ζει. Δεν ανέ­χε­ται ν’ ακού­ει τους καλ­λι­τέ­χνες να συζη­τά­νε γιο το Ωραίο και το Ωφέ­λι­μο, για τα χρώ­μα­τα της ίρι­δος και πολύ περισ­σό­τε­ρο ότι το άσπρο και το μαύ­ρο χρώ­μα μπο­ρεί να γίνει γκρι… πράγ­μα­τα δηλα­δή που αυτός δεν γνω­ρί­ζει. Επί­σης δεν μπο­ρεί ν’ ανε­χτεί την επι­μο­νή των ζωγρά­φων, για να στα­θού­με μόνο σε μια ειδι­κό­τη­τα καλ­λι­τε­χνών, να ζωγρα­φί­σου­νε τους πίνα­κές τους με μαύ­ρα και κόκ­κι­να σκού­ρα χρώ­μα­τα, όταν υπάρ­χου­νε τόσα άλλα πιο χαρού­με­να, όπως το σιέλ, το ροζ, το μπεζ ή το πρά­σι­νο ανοι­χτό και άλλα πολ­λά ακό­μα που δεν τα ονο­μά­ζει για­τί δεν του έρχο­νται εύκο­λα στο μυαλό.

Για υπουρ­γούς του διά­λε­ξε ανθρώ­πους που ξέραν πολύ λιγό­τε­ρα απ’ τον ίδιο. Πρό­ε­δρο της Ακα­δη­μί­ας έβα­λε τον κου­νιά­δο του που μόλις και μετά βίας γνώ­ρι­ζε ότι το χαρ­τί κατα­σκευά­ζε­ται απ’ το ξύλο. Μάλι­στα αυτός, ο πρό­ε­δρος της Ακα­δη­μί­ας, έκα­νε τέτοια χαρά όταν έμα­θε αυτή τη λεπτο­μέ­ρεια που έφτια­ξε το αστείο του: όλα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι χάρ­τι­να, λέει και ξανα­λέ­ει χασκο­γε­λώ­ντας, εκτός απ’ το χαρ­τί που είναι από ξύλο. Και αυτό το βρί­σκει πολύ σοφό.

Καθη­γη­τές πανε­πι­στη­μί­ων έβα­λε ανθρώ­πους που διά­λε­ξε απ’ το δρό­μο. Και τους διά­λε­ξε με κρι­τή­ριο να ξέρουν λιγό­τε­ρα απ’ τον ίδιο. Αρχη­γό στρα­τού έβα­λε ένα λοχία. Στα νοσο­κο­μεία έκα­νε τους νοσο­κό­μους για­τρούς και τους για­τρούς νοσο­κό­μους. Κατάρ­γη­σε τους γενι­κούς γραμ­μα­τείς των υπουρ­γεί­ων και στη θέση τους έβα­λε τις καθα­ρί­στριες. Τους εισπρά­κτο­ρες των λεω­φο­ρεί­ων τους έκα­νε οδη­γούς και τους οδη­γούς εισπρά­κτο­ρες. Για μαθη­τές στα σχο­λεία έβα­λε τους δασκά­λους και έκα­νε τους μαθη­τές δασκάλους…

Για να μη σας κου­ρά­ζω, άλλω­στε το θέμα που μας απα­σχο­λεί δεν βρί­σκε­ται εκεί, ο κοντός πρό­ε­δρος διέ­λυ­σε στην κυριο­λε­ξία το κρά­τος που υπήρ­χε για να μπο­ρεί ο ίδιος να ‘ναι ο καλύ­τε­ρος. Και το κατόρ­θω­σε έστω κι αν στη χώρα του δεν λει­τουρ­γεί τίπο­τα. Φτά­νει που αυτός είναι ο πρώ­τος. Σημα­σία γι’ αυτόν, για τον κοντό πρό­ε­δρο, έχει να μην είναι κανέ­νας στη θέση του, να μην μπο­ρεί κανέ­νας να δεί­ξει τις ικα­νό­τη­τές του. Να μην παρου­σιά­ζε­ται κανέ­νας μπρο­στά του που να ξέρει περισ­σό­τε­ρα, που να χει περισ­σό­τε­ρα διπλώ­μα­τα, περισ­σό­τε­ρα βρα­βεία, περισ­σό­τε­ρες γνώσεις

Όμως ο δυστυ­χής πρό­ε­δρος, δεν είναι ευτυ­χι­σμέ­νος. Για ν’ ακρι­βο­λο­γού­με είναι δυστυ­χι­σμέ­νος. Είναι τόσο κοντός που όταν βρί­σκε­ται ανά­με­σα σε άλλους ανθρώ­πους χάνε­ται. Κι αυτό τον αρρωσταίνει…

Στην αρχή ο κοντός πρό­ε­δρος προ­σπά­θη­σε να λύσει το ζήτη­μα με τεχνη­τά μέσα. Επί­πλω­σε το προ­ε­δρι­κό μέγα­ρο με παι­δι­κά έπι­πλα έτσι που να φαντά­ζει τερά­στιος. Αυτή η λύση του έδι­νε κάποια ευχα­ρί­στη­ση, όμως όχι όλες τις ώρες. Όχι όταν κοντά του, γύρω του υπήρ­χαν άνθρω­ποι. Αυτοί ήταν πάντα ψηλό­τε­ροι. Αυτός ήταν πάντα κοντό­τε­ρος, κοντός. Όταν έμπαι­νε κάποιος υπουρ­γός, κάποιος στρα­τη­γός ή ακό­μα, αλί­μο­νο, και κλη­τή­ρας, το θέμα κατα­ντού­σε γελοίο. Αυτός, ο πρό­ε­δρος, πάνω στη μικρή παι­δι­κή καρε­κλού­λα και ο άλλος όρθιος μπρο­στά του, ψηλός, τεράστιος.

Έτσι, δυστυ­χι­σμέ­νος, έδω­σε εντο­λή να κάψου­νε τα παι­δι­κά έπι­πλα και να ψηλώ­σουν τα πόδια του θρό­νου του. Να σκά­ψου­νε όλα τα πεζο­δρό­μια και να περ­πα­τά­νε οι άνθρω­ποι μέσα σε λάκ­κους. Να χαμη­λώ­σουν τις πόρ­τες και τα παρά­θυ­ρα των σπι­τιών. Να μικρύ­νουν τα λεω­φο­ρεία, τα αερο­πλά­να, τα τρέ­να και οι άνθρω­ποι να μπαί­νου­νε μέσα σέρνοντας.

Να μην τα πολυ­λο­γού­με, άλλω­στε το θέμα που μας ενδια­φέ­ρει αλλού βρί­σκε­ται. Ο κοντός, δυστυ­χι­σμέ­νος πρό­ε­δρος, έδω­σε εντο­λή να γίνουν τα πάντα στη χώρα του σύμ­φω­να με το μπόι του. Τίπο­τα να μην τον ξεπερνάει.

Και πράγ­μα­τι έγι­ναν έτσι όπως τα ζήτη­σε. Δεν υπήρ­χε στη χώρα του τίπο­τα ψηλό­τε­ρο απ’ το μπόι του. Τίπο­τα εκτός απ’ τους ίδιους τους ανθρώ­πους. Και αυτό ακρι­βώς ήταν και το βάσα­νό του, ο αβά­στα­χτος πόνος του, το πρό­βλη­μα που τον κρα­τού­σε άυπνο, που του ‘κοβε την όρε­ξη για φαΐ. Το μπόι των άλλων ανθρώ­πων. Δεν μπο­ρού­σε να ησυ­χά­σει βλέ­πο­ντας τους άλλους ψηλό­τε­ρους. Δεν μπο­ρού­σε ν’ ανε­χτεί την εικό­να πρό­ε­δρος αυτός να είναι υπο­χρε­ω­μέ­νος να σηκώ­νει τα μάτια του για ν’ αντι­κρί­ζει τους υφι­στα­μέ­νους του. Η στά­ση αυτή και ιδιαί­τε­ρα όταν σηκω­νό­ταν στις μύτες των ποδιών του, τον έκα­νε να νιώ­θει υπο­δε­έ­στε­ρος. Τέλος πάντων, για να τελειώ­νου­με, ο κοντός πρό­ε­δρος δεν μπο­ρού­σε να υπο­φέ­ρει που ήταν κοντός!

Τη νύχτα που όλοι οι φυσιο­λο­γι­κοί άνθρω­ποι της κοντής χώρας του κοι­μό­νταν στα κοντά τους κρε­βά­τια (ναι τους κόντυ­νε το κρε­βά­τια) ο κοντός πρό­ε­δρος έσπα­γε το κεφά­λι του να βρει λύση στο πρό­βλη­μά του.

Μέχρι να γίνει πρό­ε­δρος δεν τον ενο­χλού­σε το μπόι του. Μάλι­στα σε μερι­κές περι­πτώ­σεις το δια­σκέ­δα­ζε κιό­λας. Ιδιαί­τε­ρα όταν τελευ­ταί­ος αυτός στις ουρές, έτσι κοντός όπως ήταν σερ­νό­ταν ανά­με­σα στα πόδια των άλλων και «τσουφ» έβγαι­νε πρώ­τος. Για­τί και αυτό δεν χρειά­ζε­ται να το πού­με, ο κοντός πρό­ε­δρος την είχε πάντα την πονη­ριά μέσα του.

Το κακό όμως για τον δυστυ­χι­σμέ­νο κοντό πρό­ε­δρο ξεκί­νη­σε απ’ τη μέρα που τον έκα­ναν πρό­ε­δρο. Δεν ήταν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος, για μια τέτοια θέση. Δεν είχε τις ικα­νό­τη­τες. το απα­ραί­τη­το μπόι. Όμως πώς ν’ αρνη­θεί. Έχε­τε δει, ή έστω έχε­τε ακού­σει ποτέ κοντό άνθρω­πο να χει αρνη­θεί μια τόσο ψηλή προ­σφο­ρά; Το αντί­θε­το. Όλοι οι κοντοί θέλου­νε να γίνου­νε πρό­ε­δροι Δέχτη­κε κι αυτός…

Δέχτη­κε, όμως το μπόι του δεν άλλα­ξε. Παρέ­μει­νε το ίδιο. Μικρό. Ισχνό. Ασή­μα­ντο. Η μεγά­λη όμως δυστυ­χία του δυστυ­χι­σμέ­νου κοντού προ­έ­δρου δεν βρι­σκό­ταν εκεί. Στην ουσία δεν τον ενδιέ­φε­ρε που ήταν κοντός. Εκεί­νο που τον έτρω­γε, που τον αρρώ­σται­νε, που τον έκα­νε τρε­λό και παλα­βό ήταν που οι άλλοι ήταν ψηλό­τε­ροι. Ψηλό­τε­ροι, δυνα­τό­τε­ροι, ομορφότεροι…

Τα μέτρα που έλα­βε, όπως σας είπα, και ήταν πολ­λά, δεν του ‘λυσαν το πρό­βλη­μα. Η εντο­λή που έδω­σε να κάνουν όλη τη χώρα στο μπόι του και που εκτε­λέ­στη­κε κατά γράμ­μα δεν ήταν η λύση. Το πρό­βλη­μά του δεν ήταν τα πράγ­μα­τα αλλά οι άνθρω­ποι. Αυτούς ήθε­λε να κοντύ­νει. Όμως δεν μπο­ρού­σε. Δεν μπο­ρού­σε, παρό­τι το ‘θελε σαν λυσ­σα­σμέ­νος. Για­τί η προ­σω­ρι­νή λύση που βρή­κε —και την εφάρ­μο­σε μέχρι να βρει την ορι­στι­κή που θα σας πω παρα­κά­τω, για­τί βρή­κε τελι­κά την ορι­στι­κή λύση ο κοντός πρό­ε­δρος— δεν τον βοή­θη­σε σε τίπο­τα. Για­τί και γονα­τι­σμέ­νοι που περ­πά­τα­γαν οι κάτοι­κοι της κοντής χώρας εξα­κο­λου­θού­σαν να ναι ψηλό­τε­ροι απ’ τον κοντό πρό­ε­δρο ή μάλ­λον και το σωστό­τε­ρο, αυτός εξα­κο­λου­θού­σε να ναι κοντότερος.

Βου­τηγ­μέ­νος λοι­πόν μέσα στο αβά­στα­χτο δρά­μα του, ο κοντός πρό­ε­δρος έτρω­γε τα νύχια του, τα χέρια του, τα πόδια του, το κεφά­λι του, τα ρού­χα του να βρει τη λύση. Να ψηλώ­σει ο ίδιος ήταν αδύ­να­το. Έπρε­πε λοι­πόν πάση θυσία να κοντύ­νουν οι άλλοι. Ναι, να κοντύ­νουν οι άλλοι!

Εδώ δεν θα εξε­τά­σου­με τα ψυχο­λο­γι­κά συμπλέγ­μα­τα του κοντού προ­έ­δρου που ήθε­λε οπωσ­δή­πο­τε να κοντύ­νουν οι άλλοι, για­τί θα μπερ­δευ­τού­με. Και θα μπερ­δευ­τού­με για­τί εμείς δεν μπο­ρού­με να τα κατα­λά­βου­με αυτά, αφού, κι αυτό το παίρ­νω σαν δεδο­μέ­νο, εμείς όλοι είμα­στε ψηλοί και αν κρί­νου­με τον κοντό πρό­ε­δρο με τα δικά μας ψηλά μέτρα είναι σίγου­ρο πως θα τον αδι­κή­σου­με. Ψηλοί εμείς, κοντός αυτός δεν μπο­ρού­με να τον κατα­λά­βου­με. Για­τί, για παρά­δειγ­μα βέβαια, οι δικαιο­λο­γί­ες που πρό­βα­λε ότι δηλα­δή δεν μπο­ρού­σε πρό­ε­δρος αυτός να σηκώ­νει τα μάτια του για ν’ αντι­κρί­ζει τους άλλους που, στο κάτω κάτω ήταν και υφι­στά­με­νοί του, για μας που είμα­στε ψηλοί δεν είναι δικαιο­λο­γία —για­τί ποτέ δεν νιώ­σα­με τέτοια εμπει­ρία. Δεν είναι δικαιο­λο­γία για­τί έχου­με την ψυχο­λο­γία ψηλών ανθρώ­πων και όχι κοντών που έχει ο πρό­ε­δρος που είναι κοντός. Φυσι­κό είναι να είναι δια­φο­ρε­τι­κή και άλλη η ψυχο­λο­γία των κοντών και σε καμιά περί­πτω­ση εμείς οι ψηλοί δεν μπο­ρού­με να τη νιώ­σου­με. Στ’ αλή­θεια, ποιος από μας μπο­ρεί να νιώ­σει σαν κοντός αφού είμα­στε όλοι ψηλοί, δυνα­τοί, όμορ­φοι, έχου­με γνώ­σεις, κατέ­χου­με τη φιλο­σο­φία, την τέχνη, γνω­ρί­ζου­με πώς απο­χτιέ­ται το κέρ­δος και το υπερ­κέρ­δος, έχου­με γνώ­σεις, ξέρου­με πως το χαρ­τί βγαί­νει από ξύλο και δεν χασκο­γε­λά­με με την ανα­κά­λυ­ψη, απο­λαμ­βά­νου­με όλα τα χρώ­μα­τα της ίρι­δας, γνω­ρί­ζου­με πως τ’ αφε­ντι­κά είναι αφε­ντι­κά και χωρίς αφε­ντι­κά δεν θα είχαν δου­λειά οι εργά­τες, έχου­με γνώ­σεις, ξέρου­με πως ο ήλιος όχι μόνο φωτί­ζει τη γης αλλά τη ζεσταί­νει κιό­λας. Ξέρου­με πως αν αφή­σου­με μια πέτρα απ’ τον πέμ­πτο όρο­φο θα φτά­σει στο δρό­μο και όσο μεγα­λύ­τε­ρη και βαρύ­τε­ρη είναι η πέτρα τόσο πιο γρή­γο­ρα θα κάνει τη δια­δρο­μή. Ξέρου­με πως μια πολυ­ε­θνι­κή είναι δυνα­τό­τε­ρη απ’ τις πολ­λές εθνι­κές γι’ αυτό βοη­θά­με τις πολυ­ε­θνι­κές. Έχου­με γνώ­σεις εμείς, γνω­ρί­ζου­με τόσα πράγ­μα­τα. Δεν είμα­στε κοντοί, κομπλε­ξι­κοί —ενώ ο πρό­ε­δρος, για να ξανα­γυ­ρί­σου­με σ’ αυτόν, είναι κοντός, έχει άλλη ψυχολογία.

Ο κοντός, λοι­πόν, πρό­ε­δρος και συγ­χω­ρή­στε μου τη μεγά­λη παρέν­θε­ση, ζει με το δικαιο­λο­γη­μέ­νο για κοντούς ανθρώ­πους, άγχος για­τί να είναι οι άλλοι ψηλό­τε­ροι. Και αφού είναι ακα­τόρ­θω­το να ψηλώ­σει ο ίδιος πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να βρει τρό­πο, τρό­πο όμως ορι­στι­κό, να κοντύ­νει μια για πάντα τους άλλους. Να τους φέρει στα μέτρα του. Για­τί όλα τα άλλα μέτρα που πήρε, ακό­μα και εκεί­νο που τους ανά­γκα­ζε να ζού­νε γονα­τι­σμέ­νοι, δεν έλυ­σε το πρό­βλη­μα. Για­τί και γονα­τι­σμέ­νοι ήταν ψηλό­τε­ροι απ’ τον ίδιο έστω και λίγο, κάποιους πόντους όμως στ’ αλή­θεια ψηλότεροι.

Και εκεί, μέσα στο άγχος του, μέσα στον πυρε­τό της επι­θυ­μί­ας του του ‘ρθε η ιδέα της ορι­στι­κής λύσης. Αλλά, και μέσα στο άγχος του, μέσα στον πυρε­τό του, μέσα στη χαρά της ορι­στι­κής λύσης που βρή­κε ο κοντός πρό­ε­δρος δεν θα ‘φτα­νε ίσως ποτέ να κάνει αυτό που σκέ­φτη­κε, αν η επι­θυ­μία του, η αρρώ­στια του να μη φαί­νε­ται κοντό­τε­ρος ή μάλ­λον να μην είναι οι άλλοι ψηλό­τε­ροι δεν ήταν τόσο μεγά­λη. Θα τρό­μα­ζε. Ναι. Θα τρό­μα­ζε με την ιδέα του και θα την παρά­τα­γε. Και παρα­λί­γο να το κάνει. Για­τί μόλις συνέ­λα­βε την ιδέα της ορι­στι­κής λύσης τρό­μα­ξε. Και σκέ­φτη­κε προς στιγ­μή να τα παρα­τή­σει. Όμως είχε τόση μεγά­λη επι­θυ­μία να ναι οι άλλοι κοντό­τε­ροι κι αυτός ψηλό­τε­ρος που νική­θη­καν οι δισταγ­μοί του και τ’ απο­φά­σι­σε. Κόψ­τε όλους τους κατοί­κους στα μέτρα μου και πέντε πόντους κοντό­τε­ρους, διέταξε.

Νομί­ζω, δεν χρειά­ζε­ται να περι­γρά­ψω με λεπτο­μέ­ρειες τι ακο­λού­θη­σε στη χωρά Χ. Όλοι σας έχε­τε φαντα­σία και μπο­ρεί­τε με μεγά­λη ακρί­βεια να το φαντα­στεί­τε. Όμως δεν μπο­ρώ να μη σας πω, να σας μετα­φέ­ρω το κλά­μα, τις κραυ­γές, τις φωνές, τον πόνο, το αίμα που χύθη­κε. Να μη σας περι­γρά­ψω τις εικό­νες των κομ­μέ­νων ποδιών και χεριών. Να μη σας πω, αυτό οφεί­λω να σας το πω, ότι στη χώρα Χ που διοι­κεί ο κοντός πρό­ε­δρος δεν υπάρ­χει κανέ­νας ψηλό­τε­ρος απ’ αυτόν άνθρω­πος. Ίσως, ίσως και να μην υπάρ­χου­νε ούτε καν άνθρω­ποι. Ναι, στ’ αλή­θεια, δεν υπάρ­χου­νε πια άνθρω­ποι για­τί αυτά τα κορ­μιά που σέρ­νο­νται στους δρό­μους, στα πεζο­δρό­μια, που κυλιού­νται πάνω στα κοντά κρε­βά­τια, στα πάρ­κα, στις εκκλη­σί­ες, δεν είναι άνθρω­ποι. Για­τί δεν έχου­νε πόδια, δεν έχου­νε χέρια, και πολ­λά απ’ αυτά τα κορ­μιά δεν έχου­νε ούτε καν κεφά­λια. Ο κοντός πρό­ε­δρος μέσα στη δίψα του και μέσα στη χαρά του, μέσα στο πανη­γύ­ρι της ορι­στι­κής λύσης που βρή­κε τους έκο­ψε και τα κεφά­λια ακό­μα, ιδιαί­τε­ρα αυτών που και με κομ­μέ­να χέρια και κομ­μέ­να πόδια ήταν ακό­μα και πάλι ψηλότεροι.

Εδώ θα μπο­ρού­σα να τελειώ­σω τη διή­γη­σή μου για τη χώρα Χ που διοι­κεί­ται —δικτα­το­ρεύ­ε­ται κατ’ άλλους— απ’ τον κοντό πρό­ε­δρο που κονταί­νο­ντας τους άλλους έγι­νε αυτός ψηλό­τε­ρος. Πρέ­πει όμως να σας πω πως τέτοια γεγο­νό­τα δεν συμ­βαί­νουν καθη­με­ρι­νά. Γι’ αυτό μην ανα­στα­τώ­νε­στε και πολύ περισ­σό­τε­ρο μη χαλά­τε την ησυ­χία σας. Και προς Θεού μην αγα­να­κτή­σε­τε και ριχτεί­τε πάνω στους κοντούς συναν­θρώ­πους σας που θέλου­νε να ψηλώ­σου­νε ή που θέλουν να κοντύ­νουν εσάς για να φαί­νο­νται εκεί­νοι ψηλό­τε­ροι. Άλλω­στε εμείς δεν έχου­με κοντούς ανά­με­σά μας! Δεν με πιστεύ­ε­τε; Ρίχτε μια ματιά γύρω σας. Μέσα στο εργο­στά­σιο που δου­λεύ­ε­τε, στο γρα­φείο σας, στο ίδιο σας το σπί­τι για να μην πάτε μακριά. Έχε­τε δει ποτέ κοντό άνθρω­πο; Αλλά κι αν ακό­μα είναι κάποιος κοντός ανά­με­σά μας έδει­ξε ποτέ ότι δια­κα­τέ­χε­ται από το άγχος, από την επι­θυ­μία να κοντύ­νει εσάς για να φαί­νε­ται εκεί­νος ψηλό­τε­ρος; Δεν έχε­τε δει, είναι σίγου­ρο. Εγώ του­λά­χι­στον είμαι σίγου­ρος, σίγου­ροι δεν είστε και σεις; Πέστε μου!

Όμως για να ξανα­γυ­ρί­σω στη χώρα Χ, για­τί εμείς μετά απ’ αυτή την εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη έρευ­να που κάνα­με παρα­πά­νω, βεβαιω­θή­κα­με πως δεν υπάρ­χει κανέ­νας κοντός ανά­με­σά μας —και πολύ περισ­σό­τε­ρο δεν είμα­στε εμείς οι ίδιοι κοντοί. Και επει­δή σας άφη­σα σ’ ένα σημείο που φάνη­κε ότι οι δυνά­μεις του κακού, ο κοντός πρό­ε­δρος δηλα­δή, ήταν νικη­τής. Και αφού σε καμιά περί­πτω­ση δεν πιστεύω πως οι δυνά­μεις του κακού τελι­κά είναι αυτές που κερ­δί­ζουν —και θα σας ζητού­σα να το πιστέ­ψε­τε και σεις αυτό, για­τί τότε μονά­χα δεν θα κερ­δί­ζουν αυτές οι δυνά­μεις, πρέ­πει να σας πω τις τελευ­ταί­ες μου εντυ­πώ­σεις από τη χώρα του κοντού προέδρου.

Ο άμυα­λος κοντός πρό­ε­δρος, δίνο­ντας εντο­λή να κοντύ­νουν τους πολί­τες της χώρος του, δεν μπο­ρού­σε να σκε­φτεί πως τα πόδια, τα χέρια, τα κεφά­λια, τα άκρα γενι­κά των ανθρώ­πων δεν είναι εκεί­να που τελι­κά συνε­χί­ζουν και πολύ περισ­σό­τε­ρο αλλά­ζουν τη ζωή. Έτσι διέ­τα­ξε να τους κόψουν τα χέρια, τα πόδια, τα κεφά­λια των πιο ψηλών, κανε­νός όμως δεν σκέ­φτη­κε να δια­τά­ξει να του κόψουν τα γεν­νη­τι­κά όργα­να. Αυτά που μετα­φέ­ρου­νε τη συνέ­χεια, που γεν­νά­νε. Πίστευε ο δυστυ­χής ότι οι σακά­τη­δες κάτοι­κοι της χώρας του, χωρίς πόδια και χωρίς χέρια και πολ­λοί χωρίς κεφά­λια δεν θα είχαν ούτε την αντο­χή, ούτε τη θέλη­ση να κάνου­νε έρω­τα, να γεν­νή­σου­νε. Όμως ετού­τοι οι σακά­τη­δες με μια τερά­στια δύνα­μη ρίχτη­καν ο ένας πάνω στον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλον και όργω­σαν και ίδρω­σαν και έσπει­ραν παι­διά. Και φού­σκω­σαν οι κοι­λιές των γυναι­κών, των σακα­τε­μέ­νων γυναικών.

Φεύ­γο­ντας απ’ τη χώρα Χ, κοντά στο αερο­δρό­μιο με τα αερο­πλά­να που είχαν το μέγε­θος του κοντού προ­έ­δρου άκου­σα το πρώ­το κλά­μα μωρού. Του πρώ­του μωρού που γεν­νή­θη­κε στη χώρα του κοντού προ­έ­δρου. Του πρώ­του μωρού που γεν­νή­θη­κε από σακά­τη­δες γονείς και που το ίδιο γεν­νή­θη­κε και με χέρια και με πόδια και με κεφά­λι. Και όταν σηκώ­θη­κε το αερο­πλά­νο κι έκα­νε ένα γύρο πάνω απ’ τη χώρα, τη χώρα των σακα­τε­μέ­νων, άκου­σα και δεύ­τε­ρο και τρί­το και τέταρ­το και μετά έχα­σα το μέτρη­μα. Και δεν ξέρω ακό­μα αν αυτά που άκου­σα ήταν κλά­μα­τα ή γέλια. Ένα όμως ξέρω κι αυτό μπο­ρώ να το πω με βεβαιό­τη­τα. Ανά­με­σα στα κλά­μα­τα ή τα γέλια των μωρών, ανά­με­σα στις χιλιά­δες κλά­μα­τα ή γέλια, ανά­με­σα στα εκα­τομ­μύ­ρια κλά­μα­τα ή γέλια, άκου­σα —και το άκου­σα πολύ καθα­ρά— το πρώ­το βογκη­τό του προ­έ­δρου. Κι αυτό για μένα σημαί­νει πολ­λά —δεν ξέρω τι σημαί­νει για σας. Σημαί­νει πως ο κοντός πρό­ε­δρος σε λίγα χρό­νια θα χει να κάνει πάλι με ψηλούς, ψηλό­τε­ρους απ’ αυτόν ανθρώ­πους. Κι αυτό για μένα σημαί­νει πολ­λά — δεν ξέρω για σας τι σημαίνει!…

Νίκος Αντω­νά­κος

Το κεί­με­νο δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, αρ. τεύ­χους 18, Απρί­λης 1985.
Εικό­να: Francis Bacon, “Screaming Pope”
(Ποιος ήταν ο Νίκος Αντω­νά­κος, δια­βά­στε ΕΔΩ)

Μετα­φο­ρά στο δια­δί­κτυο – επι­μέ­λεια: Οικοδόμος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο