Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η GEORGE SAND ως χαρακτηριστική μορφή της ιδεολογικής αναζήτησης της Γαλλίας του 19ου αιώνα (Β’ Μέρος)

 

Γρά­φει η  Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Μη διστά­σε­τε να σκου­πί­σε­τε όλα όσα έχουν αστι­κό πνεύμα».

Ο κομ­μου­νι­σμός κατά George Sand

Η ίδια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα έκα­νε τη Σάν­δη να κατα­λά­βει το ασυμ­βί­βα­στο των συμ­φε­ρό­ντων των δύο κυρί­αρ­χων τάξε­ων. Η αρχι­κή της ιδέα μιας προ­σέγ­γι­σης, ακό­μα και μιας συγ­χώ­νευ­σης των τάξε­ων καταρ­ρέ­ει κάτω από τα γεγο­νό­τα του 1848 και αργό­τε­ρα του 1871 και την πάνε στη φρά­ση-συμπέ­ρα­σμα με το οποίο Ο Μαρξ κλεί­νει το Η αθλιό­τη­τα της φιλο­σο­φί­ας, όπως είδα­με στο πρώ­το μέρος. Ενώ στο έργο Ο μυλω­νάς του Ντ’ανζιμπό ένας γεν­ναιό­δω­ρος αρι­στο­κρά­της δίνει όλος χαρά την περιου­σία του για να απο­κα­τα­στή­σει την κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη και στο Η λίμνη με το διά­βο­λο δια­βά­ζου­με «Αυτά τα πλού­τη που σκε­πά­ζουν το έδαφος…είναι η ιδιο­κτη­σία κάποιων και τα εργα­λεία της κού­ρα­σης και της υπο­δού­λω­σης των περισ­σο­τέ­ρων» και στο Η δεσποι­νί­δα Λα Κιντι­νί  «οι Βασι­λιά­δες και οι ιερείς, οι θρό­νοι και η Εκκλη­σία, να τες οι μεγά­λες πηγές της ανι­σό­τη­τας, να τες οι ζωντα­νές δυνά­μεις της κατα­στρο­φής», είχε ψευ­δαι­σθή­σεις σ’ ό, τι αφο­ρά την μπουρ­ζουα­ζία που δεί­χνει πια το άγριο πρό­σω­πό της μακριά από κάθε ιδέα ταξι­κού συμ­βι­βα­σμού, ενώ η Σάν­δη είναι ενά­ντια σε κάθε ιδέα τάξης. Έτσι, στις 7 του Μάη 1848 ακό­μα, στην εβδο­μα­διαία πολι­τι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση  Η Αλη­θι­νή Δημο­κρα­τία (La vraie République) απευ­θύ­νε­ται σε όσους θεω­ρούν τους κομ­μου­νι­στές επι­κίν­δυ­νους: «Αν με κομ­μου­νι­στής εννο­εί­τε μια συνω­μο­σία δια­τε­θει­μέ­νη να δώσει χεί­ρα βοη­θεί­ας για να αδρά­ξει τη δικτα­το­ρία […] τότε δεν είμα­στε κομ­μου­νι­στές […] αλλά αν με κομ­μου­νι­σμός εννο­εί­τε την επι­θυ­μία της βού­λη­σης να εξα­φα­νι­στούν από σήμε­ρα η απε­χθής ανι­σό­τη­τα του ακραί­ου πλού­του και της ακραί­ας φτώ­χειας χάρη σε όλο τα νόμι­μα και από τη δημό­σια συνεί­δη­ση ομο­λο­γού­με­να μέσα, για να δώσουν τη θέση τους σε μια αλη­θι­νή ισό­τη­τα, ναι, τότε είμα­στε κομ­μου­νι­στές» δηλώ­νο­ντας παρα­κά­τω ότι δεν είναι υπέρ του «άμε­σου κομ­μου­νι­σμού» που θεω­ρεί άρνη­ση του κομ­μου­νι­σμού, διό­τι θέλει «να προ­χω­ρή­σει με τη βία μέσα από την κατα­στρο­φή της ευαγ­γε­λι­κής και κομ­μου­νι­στι­κής αρχής της αδερ­φο­σύ­νης».

Οι από­ψεις αυτές της George Sand για τον κομ­μου­νι­σμό αντι­προ­σω­πεύ­ουν ένα γενι­κό­τε­ρο ρεύ­μα στη Γαλ­λία του 19ου αιώ­να, με το οποίο οι Μαρξ-Ένγκελς είχαν έρθει σε σφο­δρή αντι­πα­ρά­θε­ση εκτι­μώ­ντας παρ’ όλα αυτά κάποιους εκ των εκπρο­σώ­πων του. Μέσα στη Σάν­δη οι αντι­φά­σεις παλεύ­ουν, όπως θα δού­με και στα επό­με­να απο­σπά­σμα­τα. Προ­σπα­θεί να ισορ­ρο­πή­σει ανά­με­σα σε δυνά­μεις που έχουν δια­με­τρι­κά αντί­θε­τα συμ­φέ­ρο­ντα και να συμ­βι­βά­σει τα ασυμβίβαστα.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κές επι­στο­λές προς κοι­νω­νι­κές τάξεις

Η παρά­θε­ση με την οποία ξεκι­νά­ει το παρόν άρθρο είναι από τη συμ­βου­λή που έδω­σε στον Επί­τρο­πο του νομού Λα Νιέ­βρε το 1848, όταν το Φλε­βά­ρη της ίδιας χρο­νιάς ο βασι­λιάς είχε διω­χθεί από το θρό­νο. Στο πρώ­το της Γράμ­μα προς το λαό το Μάρ­τη του 1848, όμως, θα απευ­θύ­νει μια έκκλη­ση για ενό­τη­τα των αρι­στε­ρών κομ­μά­των (!) ή ακό­μα και για ενό­τη­τα των τάξε­ων, διό­τι «ο νόμος της ανθρω­πό­τη­τας λέει ότι η αλή­θεια δεν βρί­σκε­ται στην απο­μό­νω­ση και ότι θέλει τη βοή­θεια όλων». Ενό­τη­τα αρι­στε­ρών κομ­μά­των και όχι απο­μό­νω­ση! Η Σάν­δη δεν μπο­ρού­σε να φαντα­στεί στην επο­χή της την κατά­χρη­ση που θα γινό­ταν 150, 200 χρό­νια αργό­τε­ρα, όπως κατα­χρά­στη­καν διά­φο­ροι «σοσια­λι­στές» το «Κοι­νω­νι­κό Συμ­βό­λαιο» του Ρου­σό. Τα είπε με ειλι­κρί­νεια σε μια επο­χή που δεν είχαν ξεκα­θα­ρι­στεί τα ιδε­ο­λο­γι­κά πράγ­μα­τα σε έναν 19ο αιώ­να που μόλις είχε ανα­δυ­θεί ο στο­χα­σμός του Μαρξ. Είναι σημα­ντι­κό, ωστό­σο, να γνω­ρί­ζου­με την ιστο­ρία για να κατα­λά­βου­με από ποιες ιστο­ρι­κές πηγές έχουν αντλή­σει και αντλούν οι σημε­ρι­νοί σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες και ανα­θε­ω­ρη­τές την ιδε­ο­λο­γι­κή ύλη τους ξεκό­βο­ντάς την, βεβαί­ως, από τα ιστο­ρι­κά συμ­φρα­ζό­με­να και παρα­κάμ­πτο­ντας τον μαρ­ξι­σμό, τη λενι­νι­στι­κή επε­ξερ­γα­σία του, καθώς και την Οκτω­βρια­νή Επανάσταση.

Η Σάν­δη που σε άλλο άρθρο της έχει απευ­θυν­θεί στη μεσαία τάξη, στο οποίο κηρύτ­τει την ενό­τη­τα και το σοσια­λι­σμό στους μικρο­α­στούς, έγρα­ψε και ένα Γράμ­μα προς τους πλού­σιους το Μάρ­τη του 1848, στο οποίο θα πει ότι «ο μεγά­λος φόβος ή το μεγά­λο πρό­σχη­μα της αρι­στο­κρα­τί­ας ετού­τη τη στιγ­μή, είναι η κομ­μου­νι­στι­κή ιδέα […] με τη λέξη κομ­μου­νι­σμός υπο­νο­ούν το λαό, τις ανά­γκες του, τις επι­διώ­ξεις του, ας μην τα συγ­χέ­ου­με: ο λαός είναι ο λαός, ο κομ­μου­νι­σμός είναι το μέλ­λον του λαού το οποίο έχει συκο­φα­ντη­θεί και δεν έχει κατα­νοη­θεί». Ωστό­σο, λίγο παρα­κά­τω τα συγ­χέ­ει η ίδια λέγο­ντας στους πλού­σιους: «Ησυ­χά­στε λοι­πόν! Ο κομ­μου­νι­σμός δεν σας απει­λεί. Μόλις μας έδω­σε απο­δεί­ξεις της υπο­τα­γής του στην καθε­στη­κυ­ϊα τάξη δια­κη­ρύσ­σο­ντας την προ­σχώ­ρη­σή του στη νεα­ρή Δημο­κρα­τία (République)…διότι ο κομ­μου­νι­σμός είναι ο αλη­θι­νός χρι­στια­νι­σμός και μια  θρη­σκεία αδερ­φο­σύ­νης δεν απο­τε­λεί απει­λή ούτε για το χρη­μα­τι­στή­ριο, ούτε για τη ζωή κανε­νός. Ε λοι­πόν! Από όλα τα όργα­να της κομ­μου­νι­στι­κής πίστης μπο­ρεί­τε να ονο­μά­σε­τε έστω ένα που δια­μαρ­τύ­ρε­ται ενά­ντια στους νόμους που δια­χει­ρί­ζο­νται τη νόμι­μη ιδιο­κτη­σία και την αγιο­σύ­νη της οικο­γέ­νειας?» Το αιμα­τη­ρό τσά­κι­σμα της λαϊ­κής εξέ­γερ­σης λίγους μήνες μετά θα την απο­γοη­τεύ­σει πολύ. Η αστι­κή τάξη δεν θέλει να μοι­ρα­στεί τίπο­τα και πνί­γει στο αίμα τον επα­να­στα­τη­μέ­νο λαό.

Η Παρι­σι­νή Κομμούνα

Τις ίδιες αντι­δρά­σεις θα έχει η Σάν­δη 23 χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1871 με την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να. Όπως η μεγά­λη πλειο­ψη­φία των Γάλ­λων λογο­τε­χνών (η επί­ση­μη λογο­τε­χνία έδω­σε 2500 έργα ενά­ντια στην Κομ­μού­να), η Σάν­δη δεν θα τεθεί με το μέρος των Κομ­μου­νά­ρων. Δεν βλέ­πει στους αρχη­γούς της Κομ­μού­νας τους πρω­το­πό­ρους ενός νέου σοσια­λι­σμού. Αυτό που συμ­βαί­νει στο Παρί­σι δεν της φαί­νε­ται «κοι­νω­νι­κό ουμα­νι­στι­κό σύμ­πτω­μα» αλλά τη βασα­νί­ζει η τύχη της Δημο­κρα­τί­ας (République) και «η αηδία, όπως την ημέ­ρα μετά τον Ιού­νη του 1848, με ρίχνει στην απο­μό­νω­ση απέ­να­ντι στην εξε­γερ­μέ­νη και ελεύ­θε­ρη μου συνεί­δη­ση».  Ωστό­σο, άλλοι ήταν πολύ σφο­δρό­τε­ροι αντί­πα­λοι και την κατη­γο­ρού­σαν για υπερ­βο­λι­κή επιεί­κεια. Η Σάν­δη του­λά­χι­στο κρά­τη­σε την αγά­πη και τη συμπό­νια της για το πνιγ­μέ­νο στο αίμα προ­λε­τα­ριά­το που το θεω­ρού­σε ανώ­ρι­μο και ανεκ­παί­δευ­το για να ανα­λά­βει ιστο­ρι­κά ανα­τρε­πτι­κό ρόλο: «Κανείς δεν αμφι­σβη­τεί ότι οι πλειο­ψη­φί­ες είναι γενι­κά τυφλές, αλλά δεν κατα­λα­βαί­νω πια ότι πρέ­πει να τις κατα­πιέ­ζεις για να τις εμπο­δί­σεις να είναι κατα­πιε­σμέ­νες» και: o λαός θα πλη­ρώ­σει τα λάθη και τα εγκλή­μα­τα», για­τί θα μεί­νει πίσω μέσα στα ερεί­πια, ενώ οι βολε­μέ­νες τάξεις όλων των κομ­μά­των εγκα­τα­λεί­πουν το Παρί­σι. Σε κάποιο γράμ­μα θα γρά­ψει: «Καη­μέ­νη Γαλ­λία! Πρέ­πει να κάνει πίσω την ίδια στιγ­μή που είναι ηττη­μέ­νη (από την Πρω­σία ένα χρό­νο πριν, Α.Ι.)…Για μένα είναι μεγά­λη η θλί­ψη, για μένα που αγα­πώ πάντα το προ­λε­τα­ριά­το, που ποτέ δεν σκε­φτό­μουν άλλο παρά μονά­χα το μέλ­λον του. Σε τι παρά­λο­γο και κατα­στρο­φι­κό παρελ­θόν κατρα­κυ­λά ξανά».  Όπως και το 1848 οι εικό­νες της βίας και της σφα­γής θα τη γεμί­σουν φρί­κη και απο­στρο­φή της βίας. Παρ’ όλα τα λόγια της που παρά­θε­σε ο Μαρξ «Αγώ­νας ή θάνα­τος: ματο­κύ­λι­σμα ή αφα­νι­σμός. Έτσι ακα­τα­μά­χη­τα μπαί­νει το ζήτη­μα» (Η αθλιό­τη­τα της φιλο­σο­φί­ας, εκδ. ‘Ανα­γνω­στί­δης’ σελ. 174), τελι­κά μέσα της νικά­ει ο ουτο­πι­κός, πασι­φι­στι­κός, με χρι­στια­νι­κά χρώ­μα­τα σοσια­λι­στι­κός ουμα­νι­σμός με μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή μικρο­α­στι­κή απέ­χθεια για «από­λυ­τα δόγ­μα­τα». Η Σάν­δη μετά το 1848 δεν θεω­ρού­σε το λαό ώρι­μο για να κυβερ­νά­ει τον εαυ­τό του, άπο­ψη που θα ενι­σχυ­θεί με την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να: O λαός πρέ­πει να κυβερ­νη­θεί με τη βοή­θεια όλων, με την αντι­δρα­στι­κή αστι­κή τάξη όσο με τη δημο­κρα­τι­κή αστι­κή τάξη και τους σοσια­λι­στές  […] αν η άρχου­σα τάξη δεν μπει σε δρό­μο καθα­ρά δημο­κρα­τι­κό […] θα υπάρ­ξει μεγά­λη σύγ­χυ­ση  και μεγά­λη δυστυ­χία, διό­τι ο λαός δεν είναι ώρι­μος για να κυβερ­νά­ει τον εαυ­τό του […] Αγα­πά­με το λαό σαν να είναι παι­δί μας. Τον αγα­πά­με όπως αγα­πά­με κάτι που είναι δυστυ­χι­σμέ­νο, αδύ­να­το, γελα­σμέ­νο και θυσια­σμέ­νο, όπως αγα­πά­με όποιον είναι νέος, ανή­ξε­ρος, ακό­μα ακέ­ραιος και φορέ­ας του σπέρ­μα­τος ενός ιδε­ώ­δους μέλ­λο­ντος […]Μπο­ρείς να αγα­πάς έτσι και να θέλεις να βυθι­στεί το αντι­κεί­με­νο μιας τέτοιας αγά­πης στη μιζέ­ρια ή να δοθεί στη λεηλασία;». 

Με εκλο­γές δεν γίνε­ται η ανατροπή

Η Σάν­δη, ωστό­σο, προει­δο­ποιεί το λαό μη γίνουν οι εκλο­γές του 1848 «έκφρα­ση των συμ­φε­ρό­ντων μιας κάστας» και ξορ­κί­ζει την μπουρ­ζουα­ζία να μην ωθή­σει το λαό και τη χώρα στα άκρα, να μην τον κάνει να πιστέ­ψει ότι «ο μόνος δρό­μος της σωτη­ρί­ας […] είναι τα οδο­φράγ­μα­τα». Η Σάν­δη εκφρά­ζει κάποιους φόβους της σχε­τι­κά με ενδε­χό­με­νη αντε­πα­νά­στα­ση κατα­νο­ώ­ντας ότι η βία φέρ­νει τη βία. Ο λαός της φάνη­κε: «απο­φα­σι­σμέ­νος να ξανα­πά­ρει τα του­φέ­κια σε περί­πτω­ση που η Συνέ­λευ­ση προ­σπα­θή­σει να βάλει στην τσέ­πη του το ζήτη­μα της ύπαρ­ξης του προ­λε­τα­ριά­του». Ακό­μα φοβά­ται μη ξανα­γί­νει ο λαός «κάτω από το φόβο, την υπο­ψία και την οργή ο τρο­με­ρός λαός του 93 που ήθε­λε την άγρια δόξα του και­ρού του και θα γινό­ταν η αιμα­το­βαμ­μέ­νη ντρο­πή της νέας υπό­θε­σης» (201). Στις γενι­κές εκλο­γές του Απρί­λη 1848 ηττού­νται οι σοσια­λι­στές του Λουί Μπλαν και τον Ιού­νη γίνε­ται η σφα­γή του λαϊ­κού κινή­μα­τος. Ακο­λου­θούν συλ­λή­ψεις, φυλα­κί­σεις, εξο­ρί­ες και εκτο­πι­σμοί των επα­να­στα­τών. Η Σάν­δη δεν συλ­λαμ­βά­νε­ται, αλλά την απει­λούν δια­δη­λω­τές που πολιορ­κούν το σπί­τι της φωνά­ζο­ντας «Θάνα­τος στον κομ­μου­νι­σμό! Θάνα­τος στη Σάν­δη!» Στα χρό­νια που ακο­λου­θούν από τα γρα­πτά της προ­κύ­πτει ότι κάτω από το φόβο για ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη βία από το λαό, προ­τι­μά­ει το συμ­βι­βα­σμό και την πρό­ο­δο με μικρά βήμα­τα: «Είμα­στε ανα­γκα­σμέ­νοι να επι­θυ­μή­σου­με ένα είδος στιγ­μιαί­ας τυραν­νί­ας. Θλι­βε­ρή κατά­στα­ση στην οποία οι ιδέ­ες εξα­φα­νί­ζο­νται μπρο­στά στα γεγο­νό­τα και στην οποία περιο­ρι­στή­κα­με στο να εγκρί­νου­με εκεί­νο που θα αλυ­σο­δέ­σει τη Δημο­κρα­τία για να σώσου­με τη Δημο­κρα­τία». Με κάθε τρό­πο λοι­πόν και οπωσ­δή­πο­τε να σωθεί η Δημο­κρα­τία (République) κι ας είναι υπό τη μορ­φή μιας στιγ­μιαί­ας τυραν­νί­ας. Παρη­γο­ρώ­ντας τον εαυ­τό της δεν μπο­ρεί να φαντα­στεί ένα πισω­γύ­ρι­σμα στο παλαιό καθε­στώς της βασι­λεί­ας: «Είναι αναμ­φί­βο­λο ότι από δω και πέρα η Γαλ­λία θα είναι Δημο­κρα­τία, διό­τι από τη μία η πιο φτω­χή και πολυ­πλη­θέ­στε­ρη τάξη αγα­πά­ει αυτή τη μορ­φή δια­κυ­βέρ­νη­σης που της ανοί­γει την πόρ­τα του μέλ­λο­ντος και από την άλλη η πιο πλού­σια, η πιο ισχυ­ρή κα πιο πολι­τι­κή τάξη ενδια­φέ­ρε­ται για την ολι­γαρ­χία». Η Σάν­δη παρέ­μει­νε εγκλω­βι­σμέ­νη, όπως η τερά­στια πλειο­ψη­φία των δια­νο­ου­μέ­νων, στη λογι­κή μιας αστι­κής δημο­κρα­τί­ας με ανθρω­πιά για τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Μια θεω­ρία που θα είχε πολ­λούς οπα­δούς μέχρι σήμε­ρα και που κατά και­ρούς προ­σγειώ­νει σκλη­ρά τον κόσμο απο­δεί­χνο­ντας με αδυ­σώ­πη­το  τρό­πο το ατεκ­μη­ρί­ω­τό της.

Στο τρί­το και τελευ­ταίο μέρος θα στα­θού­με στις από­ψεις άλλων συγκαι­ρι­νών στο­χα­στών και συγ­γρα­φέ­ων για τη George Sand, καθώς επί­σης θα κάνου­με μια σύντο­μη ανα­σκό­πη­ση για τις ιδέ­ες της σχε­τι­κά με το γυναι­κείο ζήτη­μα, την παι­δεία, την αποι­κιο­κρα­τία, τη δου­λεία, την ιδιοκτησία.

(Συνε­χί­ζε­ται)

(Στη φωτό πορ­τρέ­το της Γεωρ­γί­ας Σάν­δη από τον Ευγέ­νιο Ντελακρουά)

Το Α’ ΜΕΡΟΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο