Θεόφιλος, γνήσιος λαϊκός ζωγράφος. Αστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Επαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βρΘέοαδύνους). Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ενας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι. Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή. Πέθανε από δηλητηρίαση παραμονή της Εθνικής γιορτής στα 1934.
Ο Μεγαλέξανδρος, οι οπλαρχηγοί του ’21, πρόσωπα της Μυθολογίας, θεοί και ήρωες απ’ όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αποτελούσαν τον κόσμο του Θεόφιλου.
«Χρειάστηκε , όχι λίγες φορές, ν’ αντιμετωπίσει τη βαναυσότητα. Με το πρώτο σήμα κινδύνου, είχε το προσκλητήριό του έτοιμο. Κι ολάκερη τότε η παρακαταθήκη των Ηρώων και των αγωνιστών έμπαινε σε κίνηση, με τ’ αλόγατα, με τα δέντρα, με τα ποτάμια, έτοιμη ν’ απολογηθεί για λογαριασμό του. Ήταν άλλωστε η φύση και ο ήρωας, τα δυο μοναδικά πράγματα που καμιά δύναμη δεν μπορούσε να του αφαιρέσει»
Ο αγαπημένος του ήρωας είναι ο Αθανάσιος Διάκος
«Όταν ο Θεόφιλος ζωγραφίζει ήρωες του ’21, οι φουστανέλες γίνονται λουλούδια στους αγρούς» Στρατής Ελευθεριάδης
Όπως κι φανερή προσήλωσή στους ήρωες δεν είναι παρά η συμβολική ανάθεση των ελπίδων ενός ταπεινού που ζητά ν’ ακεραιωθεί μες στα αισθήματά του, προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο» Οδ. Ελύτης
Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραφε πως ο Θεόφιλος «(…) κάθε 25η Μαρτίου, ντυνόταν με φουστανέλες και πήγαινε στο Βερχανέ του ελληνικού προξενείου». Ντυμένος με αυτά παρίστανε πατριωτικά και ηρωικά θέματα και μετά, μαζί με το «μπουλούκι» του, έβγαζε αναμνηστικές φωτογραφίες (κάποιες σώθηκαν στη Σμύρνη).
«Δεν ξέρω την ιστορία όπως οι δάσκαλοι από τα βιβλία, την ξέρω όπως τη λέει ο τόπος και τα τραγούδια του. Η ιστορία είναι άνεμος που την καταλαβαίνεις όταν την ανασαίνεις.» έλεγε ο Θεόφιλος.
Στη φωτογραφία εξωφύλλου ο Θεόφιλος, φορώντας τη φουστανέλα που δεν αποχωριζόταν ποτέ, μαζί με την αδελφή του Ειρήνη, το 1904