Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ισονομία και πράσινα άλογα

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Το ελλη­νι­κό πρω­τά­θλη­μα μοιά­ζει με κούρ­σα στον ιππό­δρο­μο. Έχει γκα­νιάν, παρο­λί, ψοφά­λο­γα που σέρ­νο­νται και δεν τερ­μα­τί­ζουν, ένα φαβο­ρί που νικά­ει σχε­δόν πάντα, χωρίς καν να φορ­τσά­ρει, φαντε­ζί άσους που τους σκο­τώ­νουν, όταν γερά­σουν και πάψουν να προ­σφέ­ρουν θέα­μα. Και μία ομά­δα με σήμα το (βισ’νις θύελ­λα, σού­ζα το) αλο­γά­κι (ι‑χα!), που έχει να πάρει τίτλο απ’ το 88’, στο λυκό­φως της Αλλα­γής· κι η σύγ­χρο­νη εκδο­χή της Αλλα­γής, που επα­να­λαμ­βά­νε­ται σα φάρ­σα εν έτει 2015, τη βρί­σκει να βολο­δέρ­νει σε μικρό­τε­ρες κατη­γο­ρί­ες. Που άλλα­ξαν κι αυτές όνο­μα και έγι­ναν Football League, I και II αντί­στοι­χα, εκ των οποί­ων η δεύ­τε­ρη λογί­ζε­ται ως ερα­σι­τε­χνι­κή, για να γλι­τώ­νουν από τα χρέη τους διά­φο­ρες ΠΑΕ με έναν επώ­δυ­νο υποβιβασμό.

Ο Σύρι­ζα εισέρ­χε­ται τώρα, εν είδει τοπο­τη­ρη­τή, στο βάλ­το του πρω­τα­θλή­μα­τος, όπου ετοι­μά­ζο­νται να κοντα­ρο­χτυ­πη­θούν τα βου­βά­λια (ή μάλ­λον οι ιππο­πό­τα­μοι, για τις ιππι­κές ανά­γκες του κει­μέ­νου), με έπα­θλο την κυριαρ­χία στο ελλη­νι­κό ποδό­σφαι­ρο και τη δική τους «Αλλα­γή», στην οποία προ­σβλέ­πουν οι αντα­γω­νι­στές του Ολυ­μπια­κού και του Μαρι­νά­κη. Δηλα­δή η ΑΕΚ του Μελισ­σα­νί­δη, ο ΠΑΟΚ του Ιβάν Σαβ­βί­δη κι ο ΠΑΟ του Αλα­φού­ζου, που εμφα­νί­ζο­νται ως φλο­γε­ροί υπέρ­μα­χοι της Κάθαρ­σης (που τη γρά­φουν πάντα με κεφα­λαίο, για να δοθεί έμφα­ση) και της ισο­νο­μί­ας. Να φτά­σει το μαχαί­ρι στο κόκα­λο (που είναι επί­σης ωραίο κλι­σέ και κολ­λά­ει παντού και πάντα).

Αυτό το σχε­δόν Αρι­στο­φα­νι­κό σκη­νι­κό μας παρα­πέ­μπει συνειρ­μι­κά στην αντί­στοι­χη κωμω­δία που συν­δέ­ε­ται άμε­σα με τα άλο­γα και το θέμα της ανάρ­τη­σης. Στους Ιππείς, ο Νικί­ας και ο Δημο­σθέ­νης, στρα­τη­γοί της Αρχαί­ας Αθή­νας, σκέ­φτο­νται πώς μπο­ρούν να ανα­τρέ­ψουν το φιλο­πό­λε­μο δημα­γω­γό Κλέ­ω­να, που είχε πάρει την εξου­σία, κλέ­βο­ντάς τους τη δόξα για την επι­χεί­ρη­ση της Πύλου. Κατα­λή­γουν λοι­πόν στο συμπέ­ρα­σμα πως για να εκτο­πί­σουν ένα λαο­πλά­νο, αχρείο και αμο­ρα­λι­στή πολι­τι­κό ηγέ­τη, χρειά­ζε­ται να βρουν κάποιον που να συγκε­ντρώ­νει αυτά ακρι­βώς τα στοι­χεία στο μέγι­στο βαθ­μό, για­τί μόνο αυτός θα μπο­ρού­σε να επι­κρα­τή­σει του Κλέ­ω­να. Και επι­λέ­γουν για επι­κε­φα­λής της προ­σπά­θειας αυτής τον Αγο­ρά­κρι­το, έναν πλα­νό­διο αλλα­ντο­πώ­λη, που ως πολι­τι­κός θα κλη­θεί βασι­κά να κάνει ό,τι ακρι­βώς έκα­νε και πριν με τα κρέ­α­τα και τα άντε­ρά του: να τα ανα­κα­τεύ­ει όλα μαζί, να βάζει μπό­λι­κα μπα­χα­ρι­κά για να σκε­πά­ζει τις βρω­μιές, να τα μαγει­ρεύ­ει και να τα σερ­βί­ρει όμορ­φα στο λαό, που όχι μόνο θα τα τρώ­ει, αλλά θα του λέει κι ευχαριστώ.

Το επι­μύ­θιο για την κούρ­σα του πρω­τα­θλή­μα­τος είναι απλό. Αν κάποιο βου­βά­λι ελέγ­χει από­λυ­τα το βάλ­το, την ΕΠΟ και τη διαι­τη­σία, ακό­μα και άλλες ομά­δες, που στε­λε­χώ­νουν το ρόστερ τους με δανει­κούς παί­κτες, τότε για να γίνει κανείς χαλί­φης στη θέση του και να απο­κτή­σει ευνοϊ­κή μετα­χεί­ρι­ση, πρέ­πει να κάνει τα ίδια και χει­ρό­τε­ρα. Να γίνει δηλ το μεγά­λο ψάρι, που θα κατα­πιεί τα μικρό­τε­ρα και θα πετύ­χει συμ­φέ­ρου­σες, ετε­ρο­βα­ρείς συμ­φω­νί­ες με τα άλλα –που με τη σει­ρά τους θα φτιά­ξουν τις δικές τους λυκο­συμ­μα­χί­ες, για να αλλά­ξουν τα κόζια, και πάει λέγο­ντας… Εκτός κι αν πιστεύ­ει αφε­λώς κανείς, πως μπο­ρείς να πάρεις τον τίτλο με το σταυ­ρό στο χέρι, και να είσαι σαν τον καλό χαλί­φη του Γκο­σι­νί, τον Χαρούν Ελ Πατσάχ, που γλι­τώ­νει πάντα απ’ τις ραδιουρ­γί­ες του Ιζνο­γκούντ. Ή ότι οι Ιππείς της Αρχαί­ας Αθή­νας μπο­ρού­σαν να τα βάλουν με την ανώ­τε­ρη τάξη των πεντα­κο­σιο­μέ­δι­μνων και να επι­βά­λουν ελεύ­θε­ρα τη δική τους αυτο­τε­λή εξου­σία, βάσει δημο­κρα­τι­κών εκλο­γών πχ και ενός άγρα­φου ταξι­κού ευ αγωνίζεσθαι.

Το ερώ­τη­μα λοι­πόν για όσους δεν είναι άλο­γα όντα, και δεν τρώ­νε σανό ή κου­τό­χορ­το, για όλους εμάς τους φιλά­θλους, που δεν είμα­στε οι Μπλιαχ Χαχάτ του Προ­ε­δρά­ρα και έμμι­σθοι μπρά­βοι του ιδιω­τι­κού του στρα­τού, μπαί­νει αμεί­λι­κτο. Ως πότε παλι­κά­ρια θα ζού­με στα στε­νά; Για­τί να χαλά­με τις Κυρια­κές μας για τον επι­χει­ρη­μα­τι­κό αντα­γω­νι­σμό που, κατά κανό­να, δεν προ­σφέ­ρει καν λίγο θέα­μα, για να το κατα­πιεί κανείς πιο εύκο­λα, όπως τα αλλα­ντι­κά; Και πώς μπο­ρεί να χαρεί κανείς μια νίκη, όταν δεν είναι απο­λύ­τως καθα­ρή (κι ας τρέ­χουν 22 καθα­ρό­αι­μα μες στο γήπε­δο) και τη βρω­μί­ζουν το παρα­σκή­νιο και τα συμφέροντα;

Δεν έχει έρθει ο και­ρός να ξυπνή­σου­με κυρ-Μέντιο;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο