Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καλημέρα συνάδελφε

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

-Καλη­μέ­ρα!
Τον χαι­ρέ­τη­σε μια σκιά απέ­να­ντι, που είχε σάρ­κα, όνο­μα, υπό­στα­ση, αλλά ήταν πολύ πρωί για να τα δια­κρί­νει. Μέχρι το δεύ­τε­ρο καφέ, για αυτόν ήταν όλα μια σκιά, σε διά­φο­ρες απο­χρώ­σεις (του γκρι, αλλά όχι πενήντα).

Μουρ­μού­ρι­σε κάτι σαν απά­ντη­ση μέσα από τα δόντια του. Μπο­ρού­σε να παί­ξει θέα­τρο, παρι­στά­νο­ντας τον κεφά­το, αλλά η αυλαία του ματιού του δεν είχε ανοί­ξει ακό­μα, καλά-καλά. Τι τις θέλου­με εξάλ­λου τις τυπι­κό­τη­τες πρωί-πρωί –και γενι­κώς; Αφού δε θα ήταν καλή μέρα και το ήξε­ρε. Και πώς να ήταν άλλω­στε σε αυτή την τρύ­πα, που ρου­φά­ει τις ζωές τους.

Και για­τί λοι­πόν το λέμε και το ξανα­λέ­με, μπας και το πιστέ­ψου­με; Μήπως συνε­χί­ζου­με, περι­μέ­νο­ντας την έκπλη­ξη; Όταν εύχε­σαι όμως κάτι τυπι­κά, από συνή­θεια, δεν είναι σα να παρα­δέ­χε­σαι έμμε­σα πως είναι άπια­στο όνει­ρο, για­τί ζεις το ακρι­βώς ανά­πο­δο; Απλά φοβά­σαι να δεις κατά­μα­τα την αλή­θεια και τις συνέ­πειες της γνώ­σης. Που για τους πρω­τό­πλα­στους ήταν του­λά­χι­στον η απώ­λεια ενός παρά­δει­σου, ενώ εμείς… δεν έχου­με τίπο­τα να χάσου­με –παρά μόνο μια επί­γεια κόλα­ση να κερδίσουμε.

Κι αφού λοι­πόν αυτή την κόλα­ση την είχαν κερ­δί­σει εσα­εί και δεν υπήρ­χε άμε­ση ελπί­δα να τη χάσουν, αυτό που τον σκό­τω­νε περισ­σό­τε­ρο, σα καρ­φί στις πλη­γές του, ήταν το επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο μαρ­τύ­ριο της «καλη­μέ­ρας», ένα κρά­μα νιρ­βά­νας κι υπο­κρι­σί­ας, σα να μη συνέ­βαι­νε τίπο­τα κι όλα μέλι-γάλα. Που εκτός από τον παρά­δει­σο των μου­σουλ­μά­νων έρρεε σε αφθο­νία και στη δική τους επί­γεια κόλαση.

Να μην μπο­ρείς καν να πεις, όχι ρε φίλε, δεν είμαι καλά, ας μην κρυ­βό­μα­στε πίσω από τη σκιά μας. Κι ως πότε θα είμα­στε σκιές του εαυ­τού μας, χωρίς αλη­θι­νή υπό­στα­ση; Μέχρι να πιει την πρώ­τη γου­λιά από τον καφέ του –τον πρώ­το τον είχε πιει στο σπίτι.
Αλλά ακό­μα κι αυτό έπρε­πε να εκφρα­στεί μίζε­ρα, συγκα­τα­βα­τι­κά, με βάση το πρω­τό­κολ­λο της ίδιας πάντα κακο­μοι­ριάς. Ε ας τα λέμε καλά, σα βου­βό παρά­πο­νο, με απο­σιω­πη­τι­κά… αλλά ποτέ σαν έκρη­ξη, έξω απ’ τα καθιερωμένα.

Τι σου φταί­ει όμως ο άνθρω­πος (πίσω από τη σκιά) στην τελι­κή; Και τι σου φταί­ει ο κόσμος; Φταί­ει… φταί­ει για­τί… πώς το ‘λεγε να δεις ο Κόκο­ρας του Αρκά; Κάθε πρωί ξυπνάς με ζωντά­νια, όρε­ξη για δημιουρ­γία και με αυτή την αίσθη­ση πως κατά βάθος, κάπου έχεις πια­στεί μαλάκας.

Τώρα ο μεγα­λύ­τε­ρος φόβος του ήταν πως η σκιά απέ­να­ντι θα είχε όρε­ξη για κου­βέ­ντα και θα προ­σπα­θού­σε να την ανοί­ξει. Και τι να έλε­γαν; Τα ίδια και τα ίδια για τον και­ρό, λες και ήταν εγγλέ­ζοι, τους χτε­σι­νούς αγώ­νες, λες και επη­ρέ­α­ζαν άμε­σα τη ζωή τους, ή κάτι άλλου, εξί­σου συναρ­πα­στι­κό κι ενδια­φέ­ρον. Οι ίδιες κου­βέ­ντες, οι ίδιες προ­βλέ­ψι­μες ατά­κες, οι ίδιες κινή­σεις, τα ίδια ψόφια βήμα­τα που σέρ­νο­νταν. Τα ίδια και τα ίδια και πάλι από την αρχή, λες και περι­μέ­νουν την έκπλη­ξη. Αλλά αυτό το είχε σκε­φτεί λίγο πριν, και τώρα σκό­ντα­φτε στα ίδια μονό­το­να συμπεράσματα.

-Πώς σου φάνη­κε το ματς χτες;
Άκου­σε τον εαυ­τό του να λέει, για να κάνει αυτός την έκπλη­ξη, ανοί­γο­ντας το σκορ.

-Δεν τον είδα, απά­ντη­σε με το ίδιο νόμι­σμα (έκπλη­ξη δηλ) ο συνά­δελ­φός του. Και συνέ­χι­σε να τον εκπλήσ­σει ευχά­ρι­στα, με τα θέμα­τα που έπια­σε: μια ται­νία που είδε στο σινε­μά (την είχε ξεχω­ρί­σει κι αυτός), τον μπέ­μπη του, το κοι­νό πάθος που μοι­ρά­ζο­νταν για τα αστυ­νο­μι­κά μυθιστορήματα.

Κάθε άνθρω­πος τελι­κά είναι μια ξεχω­ρι­στή ιστο­ρία, που κρύ­βεις θησαυ­ρούς, αν ξέρεις να ξετυ­λί­ξεις το νήμα της, και να σκά­ψεις για να τους ψάξεις. Κι η «καλη­μέ­ρα» δεν είναι απλά για να πέσει χάμω, αλλά μοχλός για να τους ξεκλει­δώ­σει, το παρα­σύν­θη­μα για να σου ανοίξουν.

-Καλη­μέ­ρα Βαγγέλη!
είπε στο συνά­δελ­φο, πριν χωρί­σουν στη γωνία με το κουζινάκι.
Έπια­σε από την πρά­σι­νη ντου­λά­πα το κόκ­κι­νο μπρί­κι, για να ετοι­μά­σει το δεύ­τε­ρο καφέ της ημέ­ρας. Αν και η μέρα είχε ανα­κτή­σει ήδη το χρώ­μα της.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο