Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Κατηγορηθείς επί κομμουνισμώ…εξηκολούθει να διατηρή τας ανατρεπτικάς του ιδέας δι’ ας εξετοπίσθη…»

Η ομι­λία του Νίκου Πουρ­να­ρά, εκ μέρους του ηλε­κτρο­νι­κού περιο­δι­κού ΑΤΕΧΝΩΣ, στην εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης για τον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το Σάβ­βα­το 23 Γενά­ρη 2016 στην Ανέ­ζα Άρτας (δεί­τε ανα­λυ­τι­κό φωτο-ρεπορ­τάζ ΕΔΩ).

Την εκδή­λω­ση διορ­γά­νω­σαν ο Σύλ­λο­γος Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας, ο Σύλ­λο­γος Γυναι­κών Αμβρα­κι­κού και το ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Καλη­σπέ­ρα και καλώς ορί­σα­τε, σας ευχα­ρι­στώ που βρί­σκε­στε εδώ.

Θα ξεκι­νή­σω ευχα­ρι­στώ­ντας αυτούς που χωρίς τη συμ­με­το­χή τους δεν θα μπο­ρού­σε να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί τού­τη η εκδή­λω­ση. Τον Σύλ­λο­γο Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Ν. Άρτας και ιδιαί­τε­ρα τον πρό­ε­δρο Γιώρ­γο Μαρ­γώ­νη και τον Σωτή­ρη Γού­σια που από την πρώ­τη στιγ­μή αγκά­λια­σαν την πρό­τα­σή μας. Τις γυναί­κες της Ανέ­ζας, τον Σύλ­λο­γο Γυναι­κών Αμβρα­κι­κού και την πρό­ε­δρό του Αλέ­κα Χου­λιά­ρα για την αντα­πό­κρι­ση και την ζεστή –ηπει­ρώ­τι­κη- φιλο­ξε­νία στον θαυ­μά­σιο αυτό χώρο. Εκτός των άλλων, μας προ­σφέ­ρουν και τα εδέ­σμα­τα που θα απο­λαύ­σου­με στο τέλος της εκδή­λω­σης. Τον ενε­νη­ντά­χρο­νο έφη­βο Χρή­στο Ντα­βαν­τζή που με χαρά δέχτη­κε να μας μιλή­σει για τον συνα­γω­νι­στή και φίλο του και, παρά τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας, ταξί­δε­ψε από την Αθή­να ειδι­κά για την εκδή­λω­σή μας. Την φίλη Σοφία Χατζη­κυ­ριά­κου – Βώτ­τη που ήρθε από τα Γιάν­νε­να για να μας μιλή­σει για το λογο­τε­χνι­κό έργο του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση). Τα μέλη του Συλ­λό­γου Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Ν. Άρτας που θα δια­βά­σουν απο­σπά­σμα­τα από βιβλία του. Τους φοι­τη­τές από το Τμή­μα Λαϊ­κής και Παρα­δο­σια­κής Μου­σι­κής του ΤΕΙ Ηπεί­ρου που θα «ντύ­σουν» μου­σι­κά την εκδή­λω­ση. Τις εκδό­σεις και το βιβλιο­πω­λείο «Σύγ­χρο­νη Επο­χή» που πρό­σφε­ραν σε προ­σι­τές τιμές για την εκδή­λω­σή μας τα βιβλία του Κώστα Μπό­ση (μπο­ρεί­τε να τα προ­μη­θευ­τεί­τε από το τρα­πε­ζά­κι δίπλα στην είσο­δο). Για την πολύ­τι­μη συμ­βο­λή τους ευχα­ρι­στού­με τους φίλους Λάμπρο Θεμε­λή, Κώστα Τρα­χα­νά, Χρι­στί­να Κλω­νι­ζά­κη, Μπά­μπη Ζαφει­ρά­το και όλους όσοι έβα­λαν έστω ένα λιθα­ρά­κι για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί αυτή η εκδή­λω­ση. Αξί­ζουν όλοι το χει­ρο­κρό­τη­μά μας.

Το ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ την προη­γού­με­νη βδο­μά­δα συμπλή­ρω­σε έναν χρό­νο κυκλο­φο­ρί­ας. Το μότο μας είναι, όχι τυχαία, «Τέχνη είναι οι αγώ­νες του λαού»· δίνου­με μεγά­λη βαρύ­τη­τα στο να προ­βάλ­λου­με θέμα­τα που αφο­ρούν τον λαϊ­κό μας πολι­τι­σμό. Αυτό εκφρά­ζε­ται μέσα από την αρθρο­γρα­φία των συνερ­γα­τών μας, συνε­ντεύ­ξεις με ανθρώ­πους των Γραμ­μά­των και της Τέχνης, παρου­σί­α­ση και κάλυ­ψη πολι­τι­στι­κών γεγο­νό­των και εκδη­λώ­σε­ων κλπ. Η σημε­ρι­νή εκδή­λω­ση δεν είναι η πρώ­τη που (συνδι)οργανώνουμε. Μέσα από εκδη­λώ­σεις σαν την απο­ψι­νή φιλο­δο­ξού­με να φέρου­με σε επα­φή όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρο κόσμο με δημιουρ­γούς που με τη ζωή και το έργο τους υπη­ρέ­τη­σαν τα συμ­φέ­ρο­ντα του λαού και σημά­δε­ψαν τον πολι­τι­σμό του. Η πρό­τα­σή μας να τιμή­σου­με τον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) και μαζί να τον τιμή­σει ο τόπος του 80 χρό­νια μετά το πέρα­σμά του, ως δάσκα­λος, από αυτόν εδώ τον χώρο που μας φιλο­ξε­νεί, αντι­κα­το­πτρί­ζει το χρέ­ος μας, όπως εμείς το αισθα­νό­μα­στε, να προ­βά­λου­με το πλού­σιο κοι­νω­νι­κό και λογο­τε­χνι­κό έργο ενός ανθρώ­που, που με την δια­δρο­μή του άφη­σε ανε­ξί­τη­λα ίχνη στους αγώ­νες και την τέχνη του λαού. Αυτά τα ίχνη πιστεύ­ου­με ότι αξί­ζει να τα δια­φυ­λά­ξου­με και να τα παρα­δώ­σου­με στις νεώ­τε­ρες γενιές. Και αυτόν τον σκο­πό θα συνε­χί­σου­με, ως περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ, με τις όποιες δυνά­μεις μας, να υπηρετούμε.

Με τις λέξεις που λέμε και γρά­φου­με δεν κατα­φέρ­νου­με πάντα να πού­με όλα όσα θέλου­με. Η ομι­λία αυτή θα προ­σπα­θή­σει να σας μετα­φέ­ρει μερι­κές όψεις της ζωής, της αγω­νι­στι­κής δια­δρο­μής, της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση). Τα στοι­χεία είναι απο­τέ­λε­σμα έρευ­νας που ξεκί­νη­σε πριν από σχε­δόν πέντε χρό­νια και συνεχίζεται.

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς γεν­νή­θη­κε το 1908 στη Χώσε­ψη (σημε­ρι­νή ονο­μα­σία Κυψέ­λη) Άρτας. Γονείς του, ο Δημή­τριος Κων­στα­ντί­νου Πουρ­να­ράς, άνθρω­πος με προ­ο­δευ­τι­κές αντι­λή­ψεις και ενδια­φέ­ρον για τα κοι­νά και η Γιαν­νού­λα Τσι­ρώ­νη, που είχαν συνο­λι­κά εφτά παι­διά. Η οικο­γέ­νειά του, αν και δεν ήταν πλού­σια, βρι­σκό­ταν σε καλύ­τε­ρη οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση από τις περισ­σό­τε­ρες οικο­γέ­νειες του χωριού. Ενός ορει­νού χωριού χτι­σμέ­νου σε γη σκλη­ρή και άγο­νη, με τους κατοί­κους του να ζουν στη φτώ­χεια και να υπο­φέ­ρουν από τις ελλεί­ψεις ακό­μα και βασι­κών αγα­θών. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε για όλους. Την ανέ­χεια, την πεί­να, την ξυπο­λυ­σιά, τη βαριά χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία χωρίς ουσια­στι­κή αντα­μοι­βή και την αμορ­φω­σιά αντί­κρι­ζαν, μαζί με τα πρώ­τα χρώ­μα­τα της ζωής, οι περισ­σό­τε­ροι κάτοι­κοι των ορει­νών χωριών των Τζου­μέρ­κων ‑και της Χώσε­ψης- και μ’ αυτές τις συν­θή­κες πορεύ­ο­νταν μέχρι να κλεί­σουν τα μάτια τους. Πολ­λοί ανα­γκά­ζο­νταν να ξενι­τευ­τούν για να βρουν καλύ­τε­ρη μοί­ρα, για το μερο­κά­μα­το –κατά κανό­να- ή για να σπου­δά­σουν, και όσοι έμε­ναν πίσω μακά­ρι­ζαν αυτούς που κατά­φερ­ναν να φύγουν. Τα πρώ­τα του γράμ­μα­τα τα διδά­χτη­κε στο δημο­τι­κό σχο­λείο της Ράμιας, ενός χωριού δίπλα στη Χώσε­ψη, ενώ το 1926 απο­φοί­τη­σε από το Γυμνά­σιο Άρτας με τον βαθ­μό 9 «πάνυ καλώς». Η ενα­σχό­λη­σή του με τα γράμ­μα­τα δεν τον απο­μά­κρυ­νε από τις δου­λειές της οικο­γέ­νειας, στα χωρά­φια και τα ζώα. Τον ελεύ­θε­ρο χρό­νο του τον διέ­θε­τε για να βοη­θά­ει κυρί­ως στα πρό­βα­τα, μια δου­λειά δύσκο­λη που όμως την αγα­πού­σε πολύ.

Πνεύ­μα ανή­συ­χο και ασυμ­βί­βα­στο, ο Κώστας Πουρ­να­ράς δια­κρί­νει από νωρίς την κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα, την φτώ­χεια και την δυστυ­χία που βίω­νε η πλειο­νό­τη­τα των συχω­ρια­νών του, κατα­λα­βαί­νει ότι ο κόσμος δεν είναι όπως τον παρου­σιά­ζουν τα σχο­λι­κά βιβλία, οι δάσκα­λοι και οι καθη­γη­τές του και αρνεί­ται να απο­δε­χτεί την κυρί­αρ­χη αντί­λη­ψη πως «έτσι ήταν ο κόσμος πάντο­τε, έτσι είναι και σήμε­ρα, έτσι θα είναι και αύριο, έτσι τον έφτια­ξε ο θεός…», όπως θα γρά­ψει αργό­τε­ρα στο βιβλίο του «Ο Κρα­βα­ρί­της». Οι προ­ο­δευ­τι­κές αντι­λή­ψεις του πατέ­ρα του, η οικο­νο­μι­κή δυνα­τό­τη­τα της οικο­γέ­νειας, η φιλο­μά­θειά του αλλά και η αγά­πη του για τα παι­διά (όπως θα δού­με και στη συνέ­χεια) ήταν αυτά που τον ώθη­σαν να δώσει εξε­τά­σεις στο Διδα­σκα­λείο Ιωαν­νί­νων για να γίνει δάσκα­λος. Είναι η περί­ο­δος που οι ανη­συ­χί­ες του απο­κρυ­σταλ­λώ­νο­νται σε συνεί­δη­ση. Συνει­δη­το­ποιεί τις αιτί­ες που συν­θέ­τουν την κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα, την εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο, και δια­λέ­γει «με τους φτω­χούς της γης να μοι­ρα­στεί την τύχη του», όπως γρά­φει στους στί­χους του ο μεγά­λος Κου­βα­νός επα­να­στά­της Χοσέ Μαρ­τί. Έρχε­ται σε επα­φή με τις νέες ακό­μα τότε σοσια­λι­στι­κές ιδέ­ες και γίνε­ται κομ­μου­νι­στής. Το 1930, σε ηλι­κία 22 χρό­νων, εντάσ­σε­ται στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας (ΚΚΕ).

Μετά την απο­φοί­τη­σή του από το «Διδα­σκα­λείο Ιωαν­νί­νων» διο­ρί­ζε­ται δάσκα­λος στη Θρά­κη και στην Ανέ­ζα Άρτας. Εδώ, ανά­με­σα σε αυτούς τους πέτρι­νους τοί­χους, θα χτί­σει με τους μαθη­τές του σχέ­σεις βαθιές και ουσια­στι­κές, αδια­τά­ρα­κτες στο πέρα­σμα πολ­λών δεκα­ε­τιών, στη μνή­μη των μαθη­τών του που βρί­σκο­νται εν ζωή. «Ο δάσκα­λος δεν είναι μόνο γράμ­μα­τα, είναι περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα ο ίδιος παρά­δειγ­μα αγω­νι­στι­κό και απο­φα­σι­στι­κό, με τη δρά­ση του, με το βίο και την πολι­τεία του για τους μαθη­τές του». Αυτή τη νέα αντί­λη­ψη που δια­μόρ­φω­σαν οι ιδέ­ες που έφε­ρε στο προ­σκή­νιο η Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση και άρχι­σε να παίρ­νει σάρ­κα και οστά με τη διδα­σκα­λία και την πένα σπου­δαί­ων παι­δα­γω­γών όπως ο Γλη­νός, ο Παπα­μαύ­ρος, η Ιμβριώ­τη, ο Σωτη­ρί­ου κ.ά., ακο­λού­θη­σε ο Κώστας Πουρ­να­ράς. «Μελέ­τα, μα έχε άγρυ­πνα και ανοι­χτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή», παρα­κι­νού­σε τους μαθη­τές του ο Γλη­νός. Και η Ρόζα Ιμβριώ­τη έγρα­φε: «Η απο­στο­λή του Δασκά­λου είναι να φτιά­ξει ανθρώ­πους, μα για να φτιά­ξου­με ανθρώ­πους, πρέ­πει πρώ­τα εμείς να γίνου­με άνθρω­ποι. Δεν μπο­ρού­με να μεί­νου­με έξω από τους αγώ­νες του λαού, να μην κάνου­με δήθεν πολι­τι­κή. Για­τί τότε κάνου­με πολι­τι­κή αντί­θε­τη από τα συμ­φέ­ρο­ντα του λαού.» Ο Κώστας Πουρ­να­ράς αντι­τά­χτη­κε στην «κανο­νι­κό­τη­τα» της επο­χής του που ήθε­λε τον δάσκα­λο κρί­κο της αλυ­σί­δας που κρα­τού­σε δεμέ­νο το λαό στο σκο­τά­δι, για­τί έτσι βόλευε τα συμ­φέ­ρο­ντα αυτών που λυμαί­νο­νταν τον ιδρώ­τα του και όρι­ζαν τις τύχες του. Με τη διδα­σκα­λία του άνοι­γε μονο­πά­τια στη γνώ­ση και με τη στά­ση ζωής του, μετέ­δι­δε στους μαθη­τές του ότι η γνώ­ση δεν είναι κάτι στα­τι­κό, μια «απο­σκευή» που συνο­δεύ­ει τον άνθρω­πο μέχρι την επαγ­γελ­μα­τι­κή του απο­κα­τά­στα­ση, αλλά μια διαρ­κής δια­δι­κα­σία, ένα πολύ­τι­μο όπλο για να κατα­χτή­σει την αλή­θεια, να γίνει καλύ­τε­ρος άνθρω­πος και να βαδί­σει προς την πρό­ο­δο. Ο Κώστας Πουρ­να­ράς αγω­νί­στη­κε να φτιά­ξει ανθρώ­πους συνει­δη­τούς και ελεύ­θε­ρους. Αυτό δεν του το συγ­χώ­ρε­σε το φασι­στι­κό καθε­στώς της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας και τον κυνή­γη­σε ανελέητα.

Στις 21 Δεκέμ­βρη του 1938, το «Επο­πτι­κόν Συμ­βού­λιον Σχο­λι­κής Εκπαι­δεύ­σε­ως Νομού Άρτης» συζη­τά την ορι­στι­κή παύ­ση του Κώστα Πουρ­να­ρά από τα καθή­κο­ντα του δασκά­λου και εκδι­κη­τι­κά του στε­ρεί κάθε δικαί­ω­μα σύντα­ξης στο μέλ­λον. Σε επί­ση­μο έγγρα­φο που μας παρα­χώ­ρη­σαν ευγε­νι­κά, πριν λίγες μέρες, τα Γενι­κά Αρχεία του Κρά­τους στο Νομό Άρτας (ευχα­ρι­στού­με τον προϊ­στά­με­νό τους κ. Αρι­στεί­δη Κόκ­κα), δια­βά­ζου­με ότι ο επι­θε­ω­ρη­τής «των δημο­τι­κών σχο­λεί­ων της εκπαι­δευ­τι­κής περι­φε­ρεί­ας Άρτης» ειση­γεί­ται όπως ο «προ­τα­θείς προς από­λυ­σιν δημο­δι­δά­σκα­λος Κων/νος Δ. Πουρ­να­ράς κατη­γο­ρη­θείς επί κομ­μου­νι­σμώ δέον να στε­ρη­θή της συντά­ξε­ώς του» και καλεί το επο­πτι­κό συμ­βού­λιο «ίνα (…) απο­φα­σί­ση δια την εν όλω στέ­ρη­σιν του δικαιώ­μα­τος συντά­ξε­ως τού­του, διό­τι, καί­τοι υπε­βλή­θη εις αυτόν η ποι­νή της εξα­μή­νου δια­θε­σι­μό­τη­τος εξα­κο­λού­θη να δια­τη­ρή τας ανα­τρε­πτι­κάς του ιδέ­ας δι’ ας εξε­το­πί­σθη υπό της Επι­τρο­πής Δημο­σί­ας Ασφα­λεί­ας Άρτης». Το επο­πτι­κό συμ­βού­λιο κάνει δεκτή την εισή­γη­ση του επι­θε­ω­ρη­τή. Και θα ’ναι ακό­μα πιο βαρύ το τίμη­μα, όπως θα δού­με, στη συνέχεια.

Οι μαθη­τές του τον ξεχώ­ρι­ζαν από άλλους δασκά­λους και τον αγα­πού­σαν· όχι τυχαία. Για τη σχέ­ση του Κώστα Πουρ­να­ρά με τα παι­διά υπάρ­χουν κατα­γε­γραμ­μέ­νες ανα­φο­ρές. Σε μια από αυτές η Έλλη Αλε­ξί­ου θα γρά­ψει, ανα­φε­ρό­με­νη στα χρό­νια της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς: «Τα λεφτά του (…) τα ξόδευε για τα παι­διά. Στα παι­διά ήταν υπερ­βο­λι­κά τρυ­φε­ρός και απλο­χέ­ρης. Άλλο πρά­μα! (…) Έπαι­ζε μαζί τους κυνη­γη­τό, γύρω από τα τρα­πέ­ζια της Εστί­ας. Και πάντα τα κατά­φερ­νε, ώστε τα παι­διά να τον πιά­νουν και να τον… «τιμω­ρούν». Παί­ζα­νε μποξ, ένας αυτός, πολ­λά αυτά με τις γρο­θί­τσες τους, και πάλι τον νικού­σαν και τον «τιμω­ρού­σαν». Τα σήκω­νε λοι­πόν τρία-τρία, τέσ­σε­ρα-τέσ­σε­ρα, από ένα στον κάθε ώμο και στην κάθε αγκα­λιά, τα μεγα­λύ­τε­ρα ακο­λου­θού­σαν κοπά­δι, και τα πήγαι­νε για παγω­τά ή για πάστες, για να ξεπλε­ρω­θεί η τιμω­ρία…». Ο σπου­δαί­ος φωτο­γρά­φος ‑και συμπα­τριώ­της μας- Κώστας Μπα­λά­φας, που κάπο­τε πέρα­σε από την Ανέ­ζα φωτο­γρα­φί­ζο­ντας και άκου­σε τους κατοί­κους του χωριού να του μιλούν για τον Κώστα Πουρ­να­ρά, αφη­γεί­ται: «Ήταν ο δάσκα­λος που δεν περιο­ρί­στη­κε στα στε­νά δημο­σιο­ϋ­παλ­λη­λι­κά καθή­κο­ντα αλλά έσκυ­ψε με συμπό­νια στον πάσχο­ντα άνθρω­πο. Βοή­θη­σε τον αδύ­να­το, πάλε­ψε για το δίκιο του αδι­κη­μέ­νου και συμπα­ρα­στά­θη­κε στον ταπει­νό και κατα­φρο­νε­μέ­νο. Σε κάποια στιγ­μή ένας απ’ την παρέα έτρε­ξε στο σπί­τι του κι έφε­ρε να μας δεί­ξει ένα μαθη­τι­κό τετρά­διο – εκεί­νου του και­ρού — που είχε σχε­δια­σμέ­νο απ’ το δάσκα­λο ένα πρό­χει­ρο ξύλι­νο κρε­βα­τά­κι, που μπο­ρού­σαν να κατα­σκευά­σουν μόνα τους τα παι­διά, για να μην κοι­μού­νται κατά­χα­μα στο χώμα όπως συνή­θι­ζαν τότε στα χωριά του κάμπου. Ίσως αυτό στά­θη­κε και το μεγά­λο του αμάρ­τη­μα, για­τί ήθε­λε με τους κοι­νω­νι­κούς του αγώ­νες ν’ ανε­βά­σει τον κόσμο της υπαί­θρου λίγο ψηλό­τε­ρα απ’ το χώμα για να μην κυλιέ­ται στις λάσπες της εγκα­τά­λει­ψης και την αστορ­γία από κάθε κοι­νω­νι­κή μέρι­μνα.» Με θαυ­μα­σμό και αγά­πη μιλούν, μέχρι τις μέρες μας, για τον Κώστα Πουρ­να­ρά οι μαθη­τές του. Ο 90χρονος Πανα­γιώ­της Γκα­νά­ρας, κάτοι­κος Καλο­γε­ρι­κού Άρτας, που υπήρ­ξε μαθη­τής του πριν από ογδό­ντα χρό­νια, θυμά­ται: «Ήταν καλός άνθρω­πος, ο καλύ­τε­ρος! Άλλο… αν ήταν αρι­στε­ρός… αλλά ήταν πολύ καλός. …Μας πρό­σε­χε, δεν χτύ­πα­γε τα παιδιά…δεν υπήρ­χε μαλα­κό­τε­ρος άνθρωπος…λεβεντιά…περήφανος…Δεν ξανα­περ­νά­ει από δω τέτοιος άνθρω­πος, να λέμε την αλή­θεια. Δάσκα­λοι πέρα­σαν πολλοί…Ο Κώστας Πουρ­να­ράς ήταν ο καλύ­τε­ρος που πέρα­σε στην περι­φέ­ρειά μας…». Με συγκί­νη­ση θυμά­ται τον δάσκα­λό του και ο 86χρονος Χρή­στος Τσόγ­γος, από εδώ, την Ανέ­ζα: «Μας αγα­πού­σε πολύ. Κι εμείς, τα παι­διά, τον αγα­πού­σα­με. Μας μιλού­σε όμορ­φα και μας κατα­λά­βαι­νε, έπαι­ζε μαζί μας στα δια­λείμ­μα­τα. Την αγκα­λιά του πατέ­ρα, που, λόγω των συν­θη­κών της ζωής στε­ρή­θη­κα από τον πατέ­ρα μου, μου την έδω­σε ο δάσκα­λός μου, ο Κώστας Πουρ­να­ράς». Ο Κώστας Πουρ­να­ράς δεν αγα­πή­θη­κε μόνο από τους μαθη­τές του. Οι κάτοι­κοι της Ανέ­ζας και των γύρω περιο­χών είχαν πάντα έναν καλό λόγο να πουν για τον δάσκα­λο που στε­κό­ταν συμπα­ρα­στά­της στα προ­βλή­μα­τά τους και στα οξυ­μέ­να προ­βλή­μα­τα της περιο­χής. Ο Κώστας Μπα­λά­φας θυμά­ται: «Ακό­μα και σήμε­ρα (γρά­φει πριν από είκο­σι χρό­νια) τον θυμού­νται με συγκί­νη­ση στα χωριά που δού­λε­ψε. Θυμού­νται τον δάσκα­λο με το πλα­τύ χαμό­γε­λο και τη μεγά­λη καρ­διά που περί­με­νε να πλη­ρω­θεί για να μοι­ρά­σει το μισθό του σε φτω­χούς και ανή­μπο­ρους, ενώ αυτός ζού­σε ασκη­τι­κά και με τα λίγα τρό­φι­μα που του ’στελ­νε η κυρά-Δημή­τραι­να — η μάνα του – απ’ το χωριό. Κάπο­τε περ­νού­σα απ’ την Ανέ­ζα της Άρτας που χρη­μά­τι­σε δάσκα­λος και πάνω στην κου­βέ­ντα με ρώτη­σαν για την κατα­γω­γή μου. Όταν τους είπα πως γεν­νή­θη­κα στη Χώσε­ψη, άρχι­σαν να μου εξι­στο­ρούν θύμι­σες για έναν αξέ­χα­στο δάσκα­λο απ΄ τη Χώσε­ψη που είχαν κάπο­τε στο χωριό τους. Μερι­κοί, σκο­λια­ρού­δια εκεί­νον τον και­ρό, ηλι­κιω­μέ­νοι άνθρω­ποι σήμε­ρα, έλε­γαν και συμπλή­ρω­ναν ο ένας τον άλλο για τα χαρί­σμα­τα του δασκά­λου ανθρω­πι­στή και την αγά­πη που έτρε­φαν γι’ αυτόν. Μου διη­γή­θη­καν παρα­στα­τι­κά πως κάπο­τε που γύρι­σε απ’ την εξο­ρία (σε μια ανά­παυ­λα απ’ τις διώ­ξεις) για να ξανα­δι­δά­ξει στο χωριό τους, οι χωρια­νοί βγή­καν στο δρό­μο να τον υπο­δε­χτούν. Μπρο­στά πήγαι­ναν τα παι­διά με τη σημαία του σχο­λεί­ου και πίσω ακο­λου­θού­σε ο κόσμος με ξεφω­νη­τά χαράς για το καλω­σό­ρι­σμα, ενώ εκεί­νος δε μπο­ρού­σε να συγκρα­τή­σει τη συγκί­νη­σή του. Αυτό στά­θη­κε αφορ­μή να ερε­θί­σει το Νομάρ­χη που καρα­δο­κού­σε την ευκαι­ρία για να τον ξανα­στεί­λει εξο­ρία. (…)Πάλε­ψε να εξυ­ψώ­σει ένα λαό εγκα­τα­λειμ­μέ­νο που οι κρα­τι­κοί λει­τουρ­γοί τον θυμού­νταν μόνο όταν χρεια­ζό­ταν να γίνουν θυσί­ες. Τότε του δια­τυ­μπά­νι­ζαν σ’ όλους τους τόνους να ναι περή­φα­νος που ξέρει πώς να πεθά­νει, μόνο που δεν του άφη­σαν ποτέ ευκαι­ρία να μάθει και πώς να ζει, για­τί κάτι τέτοιο θα ’ταν επι­κίν­δυ­νο για το «κοι­νω­νι­κό καθε­στώς» που ήταν μέρι­μνα των κρα­τού­ντων». Ο Κώστας Πουρ­να­ράς δεν ξέχα­σε ποτέ όσο ζού­σε την αγά­πη των κατοί­κων της Ανέ­ζας. Μέσα από την αλλη­λο­γρα­φία του βλέ­που­με συχνά να ρωτά­ει να μάθει νέα απ’ το χωριό. Ακό­μα και λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, γρά­φει σε συγ­γε­νι­κό του πρό­σω­πο στη Χώσε­ψη, από το Σιμπί­ου της Ρου­μα­νί­ας, όπου ζού­σε: «Από το Γενά­ρη έπα­ψε να έρχε­ται ο Ριζο­σπά­στης, ο ραδιο­σταθ­μός της Αθή­νας δεν ακού­γε­ται καλά και δε μαθαί­νω τι γίνε­ται. Είμαι σαν τη γάτα στο τσου­βά­λι και θα σε παρα­κα­λέ­σω να μου στεί­λεις τα απο­τε­λέ­σμα­τα των εκλο­γών στο χωριό, την Ανέ­ζα, την Άρτα.»

Την δεκα­ε­τία του ΄30 ο Κώστας Πουρ­να­ράς συγκα­τα­λέ­γε­ται ανά­με­σα στους πρω­το­πό­ρους αγω­νι­στές, τους «σκα­πα­νείς των και­νούρ­γιων ιδε­ών», αυτούς που, όπως γρά­φει ο ιστο­ρι­κός Αλέ­κος Κου­τσού­κα­λης, «κατέ­βα­λαν πολ­λές και επί­πο­νες προ­σπά­θειες να δια­δώ­σουν στο λαό τις και­νούρ­γιες ιδέ­ες, την ιδε­ο­λο­γία και τις αρχές του ΚΚΕ». Στον Ριζο­σπά­στη δια­βά­ζου­με ότι «ήταν γραμ­μα­τέ­ας της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης Άρτας πριν το 1936». Με την κήρυ­ξη της δικτα­το­ρί­ας του Μετα­ξά, τον Αύγου­στο του 1936, ξεκι­νά­ει η οδύσ­σεια για χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και άλλους αγω­νι­στές που διώ­κο­νται από το φασι­στι­κό καθε­στώς. Η φοβε­ρή και τρο­με­ρή Ειδι­κή Ασφά­λεια του Μανια­δά­κη εξα­πο­λύ­ει ανε­λέ­η­το ανθρω­πο­κυ­νη­γη­τό. Οι φυλα­κές γεμί­ζουν, το ίδιο και οι τόποι εξο­ρί­ας. Ο Κώστας Πουρ­να­ράς μετά την από­λυ­σή του βγαί­νει στην παρα­νο­μία. Διω­κό­με­νος κρύ­βε­ται σε διά­φο­ρες περιο­χές της Ηπεί­ρου, ώσπου συλ­λαμ­βά­νε­ται και κρα­τεί­ται στα Γιάν­νε­να. Μετά από τη σχε­τι­κή «περι­ποί­η­ση» τον στέλ­νουν να δικα­στεί ως «επι­κίν­δυ­νος για την δημό­σια τάξη». Στη δίκη-παρω­δία που ακο­λου­θεί, στέ­κε­ται περή­φα­νος απέ­να­ντι στους στρα­το­δί­κες. Όταν ο πρό­ε­δρος του δικα­στη­ρί­ου τον ρωτά­ει «πώς εσύ, ένας δάσκα­λος, ασχο­λεί­σαι με τα πολι­τι­κά και, αντί να βρί­σκε­σαι στη θέση σου και να μαθαί­νεις τα παι­διά γράμ­μα­τα, θέλεις να ανα­τρέ­ψεις το σύστη­μα;» ο Κώστας Πουρ­να­ράς του απα­ντά­ει: «κύριε πρό­ε­δρε είμαι δάσκα­λος, είμαι όμως και κομ­μου­νι­στής και θέλω το δίκιο για όλο τον κόσμο τον φτω­χό. Δεν έκα­να τίπο­τα από αυτά που με κατη­γο­ρεί­τε και με δικά­ζε­τε. Μετά από λίγο και­ρό είμαι βέβαιος ότι θα βρε­θεί­τε εσείς στην θέση του κατη­γο­ρού­με­νου, που έχε­τε εμέ­να σήμε­ρα.» Τον κατα­δι­κά­ζουν και τον κλεί­νουν στις φυλα­κές της Κέρ­κυ­ρας. Από εκεί εκτο­πί­ζε­ται στον Αη Στρά­τη, όπου μαζί με άλλους πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους θα τον βρει η Γερ­μα­νι­κή Κατο­χή. Οι εξό­ρι­στοι απαι­τούν να απε­λευ­θε­ρω­θούν και να πάνε στο μέτω­πο να πολε­μή­σουν. Η… ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση όμως έχει άλλα σχέ­δια γι’ αυτούς· τους παρα­δί­δει στους ναζί κατα­χτη­τές. Αυτοί δεν έχουν λόγους να μην εμπι­στευ­τούν τους ντό­πιους συνερ­γά­τες τους. Ευχα­ρι­στη­μέ­νοι, επι­τρέ­πουν στη φρου­ρά να παρα­μεί­νει στο πόστο της και απο­χω­ρούν από το νησί. Οι Έλλη­νες χωρο­φύ­λα­κες χρη­σι­μο­ποιούν όλα τα μέσα για να απο­σπά­σουν από τους εξό­ρι­στους την πολυ­πό­θη­τη για το καθε­στώς «δήλω­ση μετα­νοί­ας». Τον χει­μώ­να του 1941, όταν όλες οι προ­σπά­θειές τους έχουν απο­τύ­χει, οι χωρο­φύ­λα­κες απο­μο­νώ­νουν τους εξό­ρι­στους στον «κεντρι­κό θάλα­μο», ένα παλιό ερη­μω­μέ­νο κτί­ριο, αφού πρώ­τα τους άρπα­ξαν ό,τι τρό­φι­μα και χρή­μα­τα είχαν, και τους απα­γο­ρεύ­ουν με την απει­λή της εκτέ­λε­σης να κυκλο­φο­ρή­σουν σε ακτί­να μεγα­λύ­τε­ρη λίγων μέτρων έξω από αυτόν. Οι εξό­ρι­στοι έρχο­νται αντι­μέ­τω­ποι με το μαρ­τύ­ριο της πεί­νας, την έλλει­ψη στοι­χειω­δών συν­θη­κών υγιει­νής, με τις αρρώ­στιες, με τον θάνα­το. Μετά από πολύ­μη­νη μάχη με τον θάνα­το οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι θα βγουν νικη­τές. Όμως 33 κομ­μου­νι­στές θα χάσουν τη ζωή τους από την ασι­τία, επει­δή αρνή­θη­καν να προ­δώ­σουν την ιδε­ο­λο­γία τους. Στον Αη Στρά­τη δια­πρά­χτη­κε ένα από τα φρι­χτό­τε­ρα εγκλή­μα­τα του φασι­σμού. Ο σκο­πός του εγκλει­σμού των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων στον «κεντρι­κό θάλα­μο» δεν ήταν απλά η από­σπα­ση της «δήλω­σης μετα­νοί­ας». Μέσα από την με απάν­θρω­πα μέσα δοκι­μα­σία της ανθρώ­πι­νης υπό­στα­σης, επι­χει­ρή­θη­κε ο εξευ­τε­λι­σμός των ιδα­νι­κών τους και η ταπεί­νω­σή τους, έτσι που η –προσ­δο­κώ­με­νη- νίκη του φασι­σμού να πάρει τη μορ­φή θριάμ­βου. Οι Έλλη­νες συνερ­γά­τες των κατα­χτη­τών ξεπέ­ρα­σαν σε επι­νοη­τι­κό­τη­τα και σαδι­σμό τ’ αφε­ντι­κά τους. Ακό­μα και ο Γερ­μα­νός διοι­κη­τής Λήμνου Φάσμερ, όταν επι­σκέ­φτη­κε τον «κεντρι­κό θάλα­μο» δυσα­να­σχέ­τη­σε από τις εικό­νες φρί­κης που αντί­κρι­σε. «Ξέρα­με τους «Ελεύ­θε­ρους Πολιορ­κη­μέ­νους» του Σολω­μού. Ξέρα­με το «Σπί­τι των νεκρών» του Ντο­στο­γιέφ­σκυ. Ξέρα­με την «Κόλα­ση» του Ντά­ντε. Μα η κόλα­ση της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων του Άη Στρά­τη, σαν ιστο­ρία ξεπερ­νά­ει σε φρί­κη και τρό­μο την κόλα­ση των ποι­η­τών και των μυθι­στο­ριο­γρά­φων. Η πραγ­μα­τι­κή Κόλα­ση, την Κόλα­ση της Φαντα­σί­ας» θα γρά­ψει ο Κώστας Βάρ­να­λης παρου­σιά­ζο­ντας το βιβλίο του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941». Είναι το πρώ­το του βιβλίο και θα εκδο­θεί από την ΚΕ του ΚΚΕ το 1947, χρο­νιά που ο συγ­γρα­φέ­ας εμφα­νί­ζε­ται και στα Γράμ­μα­τα με το ψευ­δώ­νυ­μο «Κώστας Μπό­σης». Στις 17 Ιού­νη του 1943, θα δρα­πε­τεύ­σουν απ’ τον Αη Στρά­τη όσοι εξό­ρι­στοι επέ­ζη­σαν από την μάχη με την πεί­να και θα περά­σουν με καΐ­κι του ΕΛΑΝ στις ακτές της Χαλ­κι­δι­κής, όπου θα προ­σχω­ρή­σουν στον ΕΛΑΣ. Στον Κώστα Πουρ­να­ρά ανα­τί­θε­ται η πολι­τι­κή δια­φώ­τι­ση των ανταρ­τών. Παράλ­λη­λα αρθρο­γρα­φεί στον αντι­στα­σια­κό τύπο. Με το του­φέ­κι και το μολύ­βι δρα για ένα διά­στη­μα στη Μακε­δο­νία και στη συνέ­χεια επι­στρέ­φει στην Άρτα.

Στις 7 Γενά­ρη του 1945, ο λαός της Άρτας και των χωριών της, γιορ­τά­ζει την απε­λευ­θέ­ρω­ση μ’ ένα μεγά­λο παλ­λαϊ­κό συλ­λα­λη­τή­ριο δέκα χιλιά­δων λαού στην πλα­τεία Κιλ­κίς. «Η Ήπει­ρος που τυραν­νού­σαν τόσον και­ρό οι δυνά­στες, απο­τί­να­ξε πια το ζυγό της. Οργα­νώ­νε­ται, κινη­το­ποιεί­ται, βρί­σκε­ται σ’ ανα­βρα­σμό. (…) Αγα­να­χτεί με την επέμ­βα­ση των ξένων. (…) Ο λαός επα­να­στά­τη­σε. Καμιά δύνα­μη δε θα τον στα­μα­τή­σει. Ως τώρα είχε μόνον το δίκιο, τώρα έγι­νε δυνα­τός…», θα γρά­ψει ‑ως «Φιλό­λα­ος»- ο Γιώρ­γος Κοτζιού­λας, στην εφη­με­ρί­δα Δρά­ση της Άρτας. Στο συλ­λα­λη­τή­ριο μιλούν ο δήμαρ­χος Γκε­σού­λης, ο στρα­τη­γός Αυγε­ρό­που­λος, εκπρό­σω­ποι του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, και άλλων οργα­νώ­σε­ων και του κλή­ρου. Από το ρεπορ­τάζ της ίδιας εφη­με­ρί­δας δια­βά­ζου­με: «Ο συναγ. Κώστας Πουρ­να­ράς μιλά­ει στο λαό. (Παν­ζουρ­λι­σμός στην ανθρω­πο­θά­λασ­σα — Ακού­γο­νται συν­θή­μα­τα), (…) χαι­ρέ­τη­σε το Συλ­λα­λη­τή­ριο, τους εαμί­τες, ελα­σί­τες, τα φλο­γε­ρά Νιά­τα, τα αετό­που­λα, ανά­λυ­σε τη σημε­ρι­νή κατά­στα­ση από την οποία βγαί­νει ο αμεί­λι­χτος αγώ­νας ενά­ντια στους πατρι­δο­κά­πη­λους που θέλη­σαν να ξεπου­λή­σουν την πατρί­δα μας στα ξένα συμ­φέ­ρο­ντα, ανέ­φε­ρε ότι ο λαός μας αγω­νί­στη­κε μέχρι σήμε­ρα και νίκη­σε και νικά­ει καθη­με­ρι­νά. Ο Σκό­μπυ με τους αρα­πά­δες, είπε, έδει­ξαν χει­ρό­τε­ρη δια­γω­γή από τους φασί­στες του Χίτλερ. Σφά­ζουν το λαό, κανο­νιο­βο­λούν και κατα­στρέ­φουν την Αθή­να, μα ο ηρω­ι­κός Πει­ραιάς και η Αθή­να μας δεν νικιέ­νται. (…) Από μέρους της Περι­φε­ρεια­κής Επι­τρο­πής Άρτας του ΚΚΕ [ο Κώστας Πουρ­να­ράς] έδω­σε εντο­λή στους κομ­μου­νι­στές να μπού­νε μπρο­στά στο ξεσή­κω­μα του λαού για τον αγώ­να, για την ανε­ξαρ­τη­σία, και νάναι όπως πάντα πρώ­τοι στις θυσί­ες και τελευ­ταί­οι στα ωφελήματα.»

Και μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ο Κώστας Πουρ­να­ράς πιά­στη­κε, βασα­νί­στη­κε και φυλα­κί­στη­κε για τη δρά­ση του. Στις αρχές του 1945 ανα­λαμ­βά­νει γραμ­μα­τέ­ας της Νομαρ­χια­κής Επι­τρο­πής Άρτας του ΕΑΜ. Μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας και την παρά­δο­ση του οπλι­σμού του ΕΛΑΣ, το κλί­μα γίνε­ται αφό­ρη­το για τους αγω­νι­στές της ΕΑΜι­κής αντί­στα­σης και τους αρι­στε­ρούς, σε όλη την Ελλά­δα. Ο Λεω­νί­δας Νάκος, Γραμ­μα­τέ­ας του Εργα­τι­κού Κέντρου Άρτας το 1945, θυμά­ται: «Οι μαγκου­ρο­φό­ροι, απει­λού­σαν τους ιδιο­κτή­τες των σπι­τιών των δημο­κρα­τι­κών πολι­τών που μας δέχο­νταν για ύπνο. Ο δάσκα­λος Κώστας Πουρ­να­ράς που ήταν Γραμ­μα­τέ­ας του ΕΑΜ Άρτας και ο υπο­φαι­νό­με­νος, είχα­με γίνει… ‘το κόκ­κι­νο πανί!’ Πολ­λές φορές κοι­μη­θή­κα­με σε κάτι σπη­λιές […] κανέ­νας δε μας νοί­κια­ζε δωμά­τιο. Όλοι φοβό­ντου­σαν… Κάθε νύχτα αλλά­ζα­με σπί­τι, για ν’ απο­φύ­γου­με τους μαγκου­ρο­φό­ρους. (…) Ήταν τόση η ασυ­δο­σία τους, που μια φορά μάς επι­τέ­θη­καν μέσα στην ίδια τη Νομαρ­χία και μάς χτύ­πη­σαν άγρια, τον Κώστα Πουρ­να­ρά και μένα. Είχα­με πάει να δια­μαρ­τυ­ρη­θού­με για την… τρομοκρατία!».

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς συλ­λαμ­βά­νε­ται και εξο­ρί­ζε­ται (δεν γνω­ρί­ζου­με ακό­μα που). Δρα­πε­τεύ­ει, ξανα­βγαί­νει στο βου­νό και εντάσ­σε­ται στον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό Ελλά­δας (ΔΣΕ). Ανα­δεί­χνε­ται Αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χης Πολι­τι­κός Επί­τρο­πος Ταξιαρ­χί­ας και παράλ­λη­λα είναι πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής και αρθρο­γρα­φεί σε εφη­με­ρί­δες και έντυ­πα του ΔΣΕ. Από τη θέση του Πολι­τι­κού Επι­τρό­που βρί­σκε­ται δίπλα στον στρα­τιω­τι­κό διοι­κη­τή, υπεύ­θυ­νος για την πολι­τι­κή δου­λειά, τη δια­φώ­τι­ση των τμη­μά­των του. Μερι­μνά σε συν­θή­κες άγριου πολέ­μου για την ηθι­κο­πο­λι­τι­κή προ­πα­ρα­σκευή και καλ­λιέρ­γεια των μαχη­τών και μαχη­τριών, πρω­το­στα­τεί στην γρή­γο­ρη και πιστή εκτέ­λε­ση των δια­τα­γών, τρέ­χει από χαρά­κω­μα σε χαρά­κω­μα για να τους ανα­κοι­νώ­σει τις ειδή­σεις, για να τους εμψυ­χώ­σει με έναν καλό λόγο, δίνει το παρά­δειγ­μα στη μάχη και τη ζωή στο βου­νό, φρο­ντί­ζει μέρα και νύχτα, με στορ­γή και με αγά­πη για το φαγη­τό τους, το ρου­χι­σμό και την υπό­δη­σή τους, για τα πιο απλά καθη­με­ρι­νά τους προ­βλή­μα­τα μέχρι τα πιο μεγά­λα, για την άμε­ση και ασφα­λή μετα­φο­ρά των τραυ­μα­τιών. Παίρ­νει μέρος στις μάχες του Γράμ­μου και του Βίτσι και τον Οκτώ­βρη του 1948 τραυ­μα­τί­ζε­ται σοβα­ρά στο κεφά­λι με απο­τέ­λε­σμα να χάσει την όρα­ση από το ένα του μάτι. Λόγω του σοβα­ρού τραυ­μα­τι­σμού του, από το πρό­χει­ρο νοσο­κο­μείο του ΔΣΕ στις Καρυ­ές Πρε­σπών θα σταλ­θεί στην ΛΔ Ουγ­γα­ρί­ας. Μετά την ανάρ­ρω­σή του θα επι­στρέ­ψει στο Γράμ­μο, ως την υπο­χώ­ρη­ση του ΔΣΕ.

Με το τέλος του εμφυ­λί­ου πολέ­μου, μαζί με χιλιά­δες μαχη­τές του ΔΣΕ, κατα­φεύ­γει στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Ο συμπο­λε­μι­στής και φίλος του Βασί­λης Βενε­τσα­νό­που­λος αφη­γεί­ται: «Βρε­θή­κα­με μαζί στην προ­σφυ­γιά στην Τασκέν­δη. Εκεί ο Κώστας με τους πρό­σφυ­γες, που ήταν κάπου 25.000, συνέ­χι­σε τη δου­λειά στα καθο­δη­γη­τι­κά όργα­να. Να προ­στα­τεύ­σου­με και να μορ­φώ­σου­με τον κόσμο, να τον βάλου­με στις δου­λειές, στα σχο­λεία και στη μόρ­φω­ση· ο Κώστας έπαι­ξε πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο. Χιλιά­δες αγω­νι­στές βγή­καν από τα ανώ­τε­ρα ιδρύ­μα­τα και τα πανε­πι­στή­μια, επι­στή­μο­νες μηχα­νι­κοί-για­τροί και πρό­κο­ψαν.» Μαθαί­νει την ρωσι­κή γλώσ­σα και με εντο­λή του Κόμ­μα­τος μετα­βαί­νει στη Μόσχα όπου κάνει ανώ­τε­ρες σπου­δές. Συνε­χί­ζει ο Βενε­τσα­νό­που­λος: «Απ’ εκεί βρε­θή­κα­με μαζί στη Ρου­μα­νία. Εκεί παλέ­ψα­με μαζί σ’ έναν τομέα ιδε­ο­λο­γι­κό του ΚΚΕ. Μετα­φρά­ζα­με τα έργα του Λένιν. Ήταν ένας από τους καλύ­τε­ρους μετα­φρα­στές των έργων του Λένιν. Είναι αυτά που εκδό­θη­καν.» Στη Ρου­μα­νία ο Κώστας Πουρ­να­ράς δου­λεύ­ει για το ΚΚΕ στον Ραδιο­φω­νι­κό Σταθ­μό, στο εκδο­τι­κό τμή­μα και στον Λογο­τε­χνι­κό Κύκλο, την επι­τρο­πή λογο­τε­χνών που γνω­μο­δο­τού­σε για την έκδο­ση βιβλί­ων. Συμ­με­τέ­χει στην ομά­δα του Κόμ­μα­τος που ασχο­λεί­ται με την μετά­φρα­ση κλα­σι­κών έργων του Μαρ­ξι­σμού-Λενι­νι­σμού, ενώ παράλ­λη­λα ο ίδιος μετα­φρά­ζει και άλλα βιβλία, αρθρο­γρα­φεί σε έντυ­πα και συγ­γρά­φει τα βιβλία του. Στο μετα­ξύ παντρεύ­ε­ται με την Ιλε­ά­να Μπιρ­σάν (Ρου­μα­νι­κής υπη­κο­ό­τη­τας και μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ρου­μα­νί­ας). Και οι δυο αγα­πούν πολύ τα παι­διά αν και δεν από­κτη­σαν δικά τους. Κάπο­τε ένας συγ­χω­ρια­νός του Κώστα Πουρ­να­ρά, νεα­ρής ηλι­κί­ας, του στέλ­νει ένα γράμ­μα και του γρά­φει: «Ένας πατέ­ρας θα ήταν πολύ πιο ευτυ­χι­σμέ­νος αν είχε και πολ­λά παι­διά και χορ­τά­τα». Ο Κώστας Πουρ­να­ράς του απα­ντά: «Συμ­φω­νάω. Και θα ήθε­λα να προ­στέ­σω: ένας πατέ­ρας πρέ­πει να είναι ευτυ­χι­σμέ­νος, πριν απ’ όλα, όταν τα παι­διά του βαδί­ζουν στο σωστό δρό­μο, έστω κι αν είναι νηστι­κά». (Το γράμ­μα μπο­ρεί­τε να το δεί­τε στην έκθε­ση φωτογραφίας).

Ο Κώστας Πουρ­να­ράς δεν θα επα­να­πα­τρι­στεί. Θα ζήσει λιτά, με την συντρό­φισ­σά του στο Σιμπί­ου, μέχρι τις 2 Απρί­λη του 1994 που τους χώρι­σε ο θάνα­τος. Πρό­λα­βε τη νίκη της αντε­πα­νά­στα­σης στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του υπαρ­κτού σοσια­λι­σμού και βίω­σε και ο ίδιος τις συνέ­πειες στη Ρου­μα­νία. Γρά­φει σε γράμ­μα του πέντε μήνες πριν πεθά­νει: «Περιό­ρι­σα και το ραδιό­φω­νο για λόγους οικο­νο­μί­ας. Ένα κιλο­βάτ ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα στοι­χί­ζει τριά­ντα (30) λέι, εκα­τό φορές (100) ακρι­βό­τε­ρο από παλιά. Οι ιμπε­ρια­λι­στές και οι προ­δό­τες έρι­ξαν τερά­στιες μάζες λαών στην ανερ­γία, τη φτώ­χεια, την εξα­θλί­ω­ση, τις κλε­ψιές και κατα­χρή­σεις, το έγκλη­μα, τα ναρ­κω­τι­κά, τις εθνι­κές συγκρού­σεις, την απο­γο­ή­τευ­ση και τόσα άλλα.» Έφυ­γε με την πίκρα των αγω­νι­στών που δεν είδαν τα ορά­μα­τά τους να γίνο­νται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γρά­φει σε γράμ­μα του: «Η πίκρα είναι άλλη. Πρέ­πει να το πού­με καθα­ρά: Για την ώρα μας γονά­τι­σε ο ιμπε­ρια­λι­σμός. Και σε βασα­νί­ζει η σκέ­ψη μέρα-νύχτα: Τι θα γίνει; Που πάμε; Θα κατα­στρα­φεί η ανθρω­πό­τη­τα; Ο κίν­δυ­νος είναι τερά­στιος κι αν δεν τον δού­με, οι τελευ­ταί­οι κάτοι­κοι της γης ίσως θα πουν: Ο άνθρω­πος ήταν το πιο ανό­η­το και κακό πλά­σμα που δημιούρ­γη­σε η ζωή.» Ζει έντο­να μέχρι το τέλος της ζωής του την αγω­νία για το μέλ­λον της ανθρω­πό­τη­τας. Βαθιά ιδε­ο­λό­γος, κρα­τά­ει μέσα του αναμ­μέ­νη τη φλό­γα της πίστης στα ιδα­νι­κά του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού και την ορι­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση του ανθρώ­που από τα δεσμά της εκμε­τάλ­λευ­σης και της κατα­πί­ε­σης. Μια φλό­γα που θα σβή­σει μόνο όταν στα­μα­τή­σει να χτυ­πά η καρ­διά του. Σε όλη τη ζωή του δεν στα­μά­τη­σε ούτε στιγ­μή να υπε­ρα­σπί­ζε­ται με πάθος την υπό­θε­ση της Σοσια­λι­στι­κής Επα­νά­στα­σης. Σε ένα από τα τελευ­ταία γράμ­μα­τά του, δυο μήνες πριν φύγει απ’ τη ζωή, γρά­φει: «Για να φτιά­ξεις Λαϊ­κή Κυβέρ­νη­ση, πρέ­πει να πάρεις την εξου­σία και τα βασι­κά μέσα παρα­γω­γής, να βάλεις Δικτα­το­ρία του Προ­λε­τα­ριά­του, να δημιουρ­γή­σεις κρα­τι­κό μηχα­νι­σμό για να υπε­ρα­σπί­σεις τη Λαϊ­κή εξου­σία… Κι αφτό λέγε­ται Επα­νά­στα­ση, Επα­νά­στα­ση Σοσια­λι­στι­κή. […] Ο Υπαρ­χτός Σοσια­λι­σμός σε δυο-τρεις δεκα­ε­τί­ες και δια­βο­λι­κά δύσκο­λες συν­θή­κες, σε καθυ­στε­ρη­μέ­νη χώρα έδω­σε στην ανθρω­πό­τη­τα όσα δεν έδω­σαν κι ούτε μπο­ρού­σαν να δώσουν άλλες επα­να­στά­σεις σε εκα­το­ντά­δες χρό­νια. Τσά­κι­σε το φασι­σμό –κι όχι μόνο αφτόν- σε λίγα χρό­νια έκλει­σε τις πλη­γές του πολέ­μου και σε παρα­γω­γή ξεπέ­ρα­σε τη Δυτι­κή Εβρώ­πη. Ο σοσια­λι­σμός είναι το μέλ­λον, η ύπαρ­ξη, η ζωή της ανθρω­πό­τη­τας». Ο Κώστας Πουρ­να­ράς, εκτός από το έργο του, δεν άφη­σε προ­σω­πι­κά απο­τυ­πώ­μα­τα πίσω του. Ήταν άνθρω­πος σεμνός, ταπει­νός, σπά­νια μιλού­σε ή έγρα­φε για τον εαυ­τό του. Όταν κάποιος ανα­φε­ρό­ταν στους αγώ­νες του συνή­θι­ζε ν’ απα­ντά­ει: «δεν αξί­ζει τον κόπο να γίνε­ται ντό­ρος». Έζη­σε όλα τα χρό­νια της υπε­ρο­ρί­ας με τον καη­μό της Ελλά­δας και του αγα­πη­μέ­νου του χωριού, της Χώσε­ψης, να φωλιά­ζει στην ψυχή του. Αγα­πού­σε τον τόπο και τους ανθρώ­πους. Τον αγα­πού­σαν κι αυτοί, ακό­μα και πολ­λοί πολι­τι­κοί αντί­πα­λοί του που ανα­γνώ­ρι­ζαν στο πρό­σω­πό του τον ακέ­ραιο χαρα­κτή­ρα ενός έντι­μου αγω­νι­στή. Όταν, κάπο­τε, χρεια­ζό­ταν ένας μικρός αριθ­μός υπο­γρα­φών από συντο­πί­τες του για να μπο­ρέ­σει ένας πολι­τι­κός εξό­ρι­στος να πάρει την άδεια του ελλη­νι­κού κρά­τους και να επι­στρέ­ψει στην πατρί­δα, για τον Κώστα Πουρ­να­ρά υπέ­γρα­ψαν σχε­δόν όλοι οι συγ­χω­ρια­νοί του. Από ολό­κλη­ρη τη Χώσε­ψη αυτοί που αρνή­θη­καν να υπο­γρά­ψουν ήταν ελά­χι­στοι. Ανά­με­σά τους και ο πρό­ε­δρος του χωριού. Μετά από χρό­νια, όταν ο παλιός διώ­κτης του πέθα­νε, αφού ταλαι­πω­ρή­θη­κε από αρρώ­στια, ο Κώστας Πουρ­να­ράς θα γρά­ψει σε γράμ­μα του: «Παλιά, χωρίς καμιά αιτία, έρι­ξε κι αυτός πέτρες, αλλά άνθρω­πος ήταν, υπέ­φε­ρε και δεν μπο­ρείς να μη στε­να­χω­ρη­θείς. Τι κάνουν τα παι­διά του;…». Στα γράμ­μα­τά του ρωτού­σε για όλους τους συγ­χω­ρια­νούς του: «Τού­τη τη βδο­μά­δα θα πάρω κι άλλα γράμ­μα­τα, απ’ το χωριό, απ’ την Αθή­να. […] Το κάθε γράμ­μα απ’ αυτού θα ήθε­λα να είναι ολό­κλη­ρο βιβλίο με πολ­λές σελί­δες για τη ζωή του κόσμου, όμως αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει. Κατα­λα­βαί­νω, έχε­τε σκο­τού­ρες, φασα­ρί­ες, τις δου­λειές σας και κάθε μέρα δημιουρ­γού­νται και­νούρ­για προ­βλή­μα­τα.» Μέχρι να φύγει από τη ζωή δεν μπό­ρε­σε να ξανα­συ­να­ντη­θεί παρά με ελά­χι­στους συγ­χω­ρια­νούς του. Όσους μπό­ρε­σαν και ταξί­δε­ψαν μέχρι τη Ρου­μα­νία για να τον δουν.

«Για το δρό­μο που πήρα δεν το μετά­νιω­σα καθό­λου. (…) οι άνθρω­ποι από κατα­βο­λής κόσμου, άλλος περισ­σό­τε­ρο κι άλλος λιγό­τε­ρο πάλε­ψαν να ζήσουν αφτοί, τα παι­διά τους και τ’ αγγό­νια τους και πιο πολύ οι ερχό­με­νες γενιές καλύ­τε­ρα» θα γρά­ψει λίγο πριν το τέλος. Οι αμέ­τρη­τες διώ­ξεις, τα βασα­νι­στή­ρια, οι φυλα­κί­σεις και οι εξο­ρί­ες, το σακα­τε­μέ­νο από τον τραυ­μα­τι­σμό κεφά­λι, δεν κατά­φε­ραν να τον ξεστρα­τί­σουν από το δρό­μο που σχε­δόν από παι­δί επέ­λε­ξε να βαδί­σει. Κι ήταν παι­δί μιας οικο­γέ­νειας που συμ­με­τεί­χε σύσ­σω­μη στην Αντί­στα­ση και τους λαϊ­κούς αγώνες.

Η τελευ­ταία επι­θυ­μία του ήταν η στά­χτη από το ανθρώ­πι­νο κου­φά­ρι του να ταφεί στον τάφο των γονιών του, στο νεκρο­τα­φείο του Αη Θανά­ση. Στις 4 Σεπτέμ­βρη του 1994 η Ιλε­ά­να μετέ­φε­ρε την τέφρα του στο χωριό και μετά από μια τελε­τή σεμνή και ουσια­στι­κή σαν τη ζωή του, όπου τον απο­χαι­ρέ­τη­σαν παλιοί συμπο­λε­μι­στές και σύντρο­φοι, συγ­χω­ρια­νοί, φίλοι και συγ­γε­νείς του ανα­παύ­ε­ται στο χώμα της αγα­πη­μέ­νης του Χώσε­ψης. Μετά την τελε­τή η Ιλε­ά­να διη­γή­θη­κε το εξής περι­στα­τι­κό. Νιώ­θο­ντας ότι φτά­νει η ώρα για το τελευ­ταίο ταξί­δι του, ο Κώστας Πουρ­να­ράς της ζήτη­σε να του υπο­σχε­θεί ότι μόλις πεθά­νει θα μερι­μνή­σει να καεί η σορός του και να μετα­φερ­θεί η τέφρα του στη Χώσε­ψη. Η Ιλε­ά­να προ­σπά­θη­σε να τον απο­τρέ­ψει από τις «κακές» σκέ­ψεις. Αυτός όμως επα­νήλ­θε και της το ζήτη­σε και άλλες φορές, μα κάθε φορά έπαιρ­νε την ίδια απά­ντη­ση. Ώσπου μια μέρα της είπε: «Δεν θέλω να στε­να­χω­ριέ­σαι. Αν δεν κατα­φέ­ρεις να μετα­φέ­ρεις την τέφρα μου στο χωριό μου, τότε, μια μέρα που θα βρέ­χει, να την αδειά­σεις σ’ ένα ρυά­κι και είμαι βέβαιος πως θα βρει το δρό­μο και κάπο­τε θα φτά­σει». Η Ιλε­ά­να συγκι­νη­μέ­νη του απά­ντη­σε ότι θα κάνει ό,τι μπο­ρεί για να εκπλη­ρω­θεί η επι­θυ­μία του. Και εκπληρώθηκε.

Βρι­σκό­μα­στε από­ψε εδώ για να θυμη­θού­με (κάποιοι να τον γνω­ρί­σουν) και να τιμή­σου­με τον δάσκα­λο, τον συγ­γρα­φέα, τον αγω­νι­στή που αφιέ­ρω­σε τη ζωή και την τέχνη του στον αγώ­να για να γίνει ο κόσμος καλύ­τε­ρος. Για να τιμή­σου­με τον ίδιο και μαζί του τις γενιές των αγω­νι­στών που πήγαν κόντρα στην «κανο­νι­κό­τη­τα» και τον «ρεα­λι­σμό» της επο­χής τους που επί­τασ­σε την υπο­τα­γή και υπο­δού­λω­ση στους κατα­χτη­τές και δυνά­στες του λαού μας. Μα και για να στεί­λου­με ένα μήνυ­μα σε αυτούς που σήμε­ρα επι­βάλ­λουν ως «ρεα­λι­σμό» και «κανο­νι­κό­τη­τα», πότε με «μνη­μό­νια» και πότε με «ανά­πτυ­ξη», αυτοί που παρά­γουν και δημιουρ­γούν τα πάντα να παλεύ­ουν για να επι­βιώ­σουν και οι λίγοι που τους κλέ­βουν τον ιδρώ­τα να ζουν προ­κλη­τι­κά στη χλι­δή. Σ’ αυτούς που θέλουν τον άνθρω­πο ν’ ανα­γκά­ζε­ται να γίνει μετα­νά­στης μέσα ή μακριά από την πατρί­δα του, για να επι­βιώ­σει. Σ’ αυτούς που τον θέλουν υπο­ταγ­μέ­νο, φοβι­σμέ­νο, αδύ­να­μο ν’ αντι­δρά­σει, ν’ αντι­τα­χτεί στην εκμε­τάλ­λευ­ση, να διεκ­δι­κή­σει και να κερ­δί­σει αυτά που αξί­ζει και δικαιού­ται. Σ’ αυτούς που χτί­ζουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους πάνω στο αίμα, στους πολέ­μους, στις κατα­κόμ­βες των νεκρών, τις στρα­τιές των απελ­πι­σμέ­νων προ­σφύ­γων, τα σιδε­ρό­φρα­χτα σύνο­ρα στην Ευρώ­πη και αλλού, τα γεμά­τα πτώ­μα­τα αθώ­ων νερά της Μεσο­γεί­ου. Σ’ αυτούς που μας θέλουν να κοι­τά­ζου­με «την πάρ­τη μας» και να κλει­νό­μα­στε στα σπί­τια μας, να μην απλώ­νου­με ένα χέρι αλλη­λεγ­γύ­ης στον διπλα­νό μας και να βολευό­μα­στε με «λιγό­τε­ρο ουρα­νό»: Ε, λοι­πόν, δεν θα σας κάνου­με τη χάρη!

Σήμε­ρα, ανα­ρω­τιού­νται κάποιοι, καλο­προ­αί­ρε­τα, αν «άξι­ζαν» οι αγώ­νες του Κώστα Πουρ­να­ρά, αν «έπια­σαν τόπο» οι θυσί­ες όλων των αγω­νι­στών. Για έναν κομ­μου­νι­στή, όπως ήταν ο Πουρ­να­ράς, η απά­ντη­ση είναι –αναμ­φί­βο­λα- ΝΑΙ. Στον αγώ­να των κομ­μου­νι­στών η δικαί­ω­ση των θυσιών δεν κρί­νε­ται από το άμε­σο απο­τέ­λε­σμα και τη συγκε­κρι­μέ­νη έκβα­σή του σε κάθε φάση. Στον αγώ­να αυτό αφιέ­ρω­σε ζωή και έργο ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) και ξόφλη­σε στο ακέ­ραιο το χρέ­ος του. Το δικό μας χρέ­ος απέ­να­ντί του μένει αξόφλητο.

Με τα λόγια του ποι­η­τή Νίκου Καρ­βού­νη θα κλεί­σει τού­τη η ομι­λία: «Περι­μα­ζεύ­ου­με από τους νεκρούς μας ό,τι καλύ­τε­ρο και αξιό­τε­ρο είχαν. Ό,τι καθέ­νας μας τιμά στους άλλους και ποθεί για τον εαυ­τό του. Και το απο­τα­μιεύ­ου­με στο κοι­νό θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο όλων των ανθρώ­πων, για­τί σ’ όλους ανή­κει και στον καθέ­να και όλους μαζί μάς κάνει πνευ­μα­τι­κά και ηθι­κά πλου­σιό­τε­ρους, δυνα­τό­τε­ρους, αξιό­τε­ρους για τον αγώ­να της ζωής και της προόδου».

Σας ευχα­ρι­στώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο