Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βάρναλης. Πώς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Το ξεκί­νη­μά του Κώστα Βάρ­να­λη στην ποί­η­ση δεν ήταν συνη­θι­σμέ­νο. Πήρε την ποί­η­ση για παι­χνί­δι. Στην Γ’ Δημο­τι­κού γρά­φει τους  πρώ­τους του στί­χους. Ερω­τι­κούς και σατι­ρι­κούς. Σατί­ρι­ζε τους δασκά­λους του.

Και στο γυμνά­σιο εξα­κο­λου­θεί να γρά­φει «ποι­ή­μα­τα». Τα τετρά­δια όπου τα έγρα­φε «Τα έδι­να να μου τα φυλά­γουν άλ­λοι “φρό­νι­μοι” συμ­μα­θη­τές μου. Για­τί τα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα ήταν ερω­τι­κά. Έγρα­φα βέβαια και για την άνοι­ξη, για τη… ση­μαία μας κ.τ.λ. Μα ένα ερω­τι­κό ποί­η­μα, αν έπε­φτε στα χέρια των καθη­γη­τών μου, έφτα­νε να με χαντα­κώ­σει. Για­τί σε κεί­νη την εφη­βι­κή ηλι­κία οι περισ­σό­τε­ροι μαθη­τές ήταν ερω­τευ­μέ­νοι με μαθή­τριες τού ελλη­νι­κού ή βουλ­γα­ρι­κού γυμνα­σί­ου κι είχα­νε τη σχε­τι­κή τους αλλη­λο­γρα­φία και τα σχε­τι­κά ραντε­βού. Κι ό έρω­τας λογα­ριαζότανε για βαρύ αμάρ­τη­μα από τη σχο­λι­κή… Εξου­σία! Κι εγώ δεν ήμου­να ο λιγό­τε­ρο αμαρ­τω­λός. Μονά­χα σαν τέλειω­σα το γυμνά­σιο δημο­σί­ε­ψα δυο-τρία ποι­ή­μα­τα στις «Ειδή­σεις του Αίμου» της Φιλιπ­πού­πο­λης».

Μετά το τέλος του γυμνα­σί­ου έρχε­ται στην Αθή­να με υπο­τρο­φία και γρά­φε­ται στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή. Συνε­χί­ζει να γρά­φει ποι­ή­μα­τα: «Κεί­να τα χρό­νια ήμουν μαζε­μέ­νος. Σχε­δόν δεν υπήρ­χα. Η μονα­χή χαρά μου ήτα­νε να βγαί­νω με τις χει­μω­νιά­τι­κες ή τις ανοι­ξιά­τι­κες λια­κά­δες έξω από την Αθή­να και να κάνω μακρι­νούς περι­πά­τους προς όλα τα σημεία του ορί­ζο­ντος. Και καμιά φορά με έπια­νε το μερά­κι και τρα­γου­δού­σα… μονα­χός μου. Έκα­να και στί­χους, που δεν τους είπα σε κανέ­να­νε. Για­τί από τότες είχα την αντί­λη­ψη, πως ο κόσμος δεν παίρ­νει σοβα­ρά τους ανθρώ­πους, που κάθο­νται και χάνουν τον και­ρό τους με τέτοιες ασχο­λί­ες. Και αργό­τε­ρα που υπη­ρέ­τη­σα ως δάσκα­λος φρό­ντι­ζα να μη μάθει κανείς πως είμαι ποι­η­τής. Δεν ήταν μονά­χα ο κίν­δυ­νος της ανυ­πο­λη­ψί­ας που με έκα­νε να κρύ­βω το κου­σού­ρι μου. Μπο­ρού­σα να βρω και τον μπε­λά μου. Για­τί η λέξη ποι­η­τής θα σήμαι­νε μαζί και “μαλ­λια­ρός”».

Το 1904 στέλ­νει στον Παλα­μά κάποια ποι­ή­μα­τά του για να του πει τη γνώ­μη του (Τα ποι­ή­μα­τα αυτά εκδό­θη­καν το 1985 με τον τίτλο «Πυθ­μέ­νες»).  «Ύστε­ρα από μέρες πήρα μια ‘’βρα­χεία’’. Μου έγρα­φε: ‘’Φίλε… συνά­δελ­φε!’’. Πωπώ! Πήγα να τρε­λα­θώ απ’ τη χαρά μου. Νεα­νι­κή τρέ­λα, βλέ­πεις. Τότε βέβαια περη­φα­νεύ­τη­κα με την προ­σφώ­νη­ση. Όταν όμως, μετά από πολ­λά χρό­νια, συνα­ντιό­μα­στε καμιά φορά, μου έλε­γε: «Τα χει­ρό­γρα­φά σου τα έχω κρα­τή­σει στη βιβλιο­θή­κη μου». Πωπώ ντρο­πή! Και τώρ’ ακό­μα, όταν συλ­λο­γί­ζο­μαι πως μπο­ρεί κάπο­τε να βρε­θούν αυτές οι αθλιό­τη­τες, με πιά­νει πανι­κός».

Λίγο αργό­τε­ρα στέλ­νει και δημο­σιεύ­ο­νται ποι­ή­μα­τά του στο περιο­δι­κό  «Νου­μάς» με επαι­νε­τι­κό σχό­λιο, δημο­σιεύ­ε­ται η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Κηρύ­θρες».  Τη συλ­λο­γή προ­λό­γι­ζε, με επαι­νε­τι­κά λόγια, ο ποι­η­τής Στέ­φα­νος Μαρ­τζώ­κης που οι νέοι ποι­η­τές εκτι­μού­σαν πολύ. Γενι­κό­τε­ρα η κρι­τι­κή ήταν πολύ ευνοϊ­κή για το νέο ποι­η­τή που έδι­νε πολ­λές υπο­σχέ­σεις. Υπο­σχέ­σεις που δικαί­ω­σε, όχι όμως με τον τρό­πο που πολ­λοί θα φαντα­ζό­ταν τότε.

Στην πρώ­τη περί­ο­δο της ποί­η­σής του «κλεί­νει σε κλα­σι­κά πλαί­σια τις δικές του χαρού­με­νες κατα­στά­σεις, μετα­φρά­ζει σε αρχαί­ου­ςκώ­μους τα θορυ­βό­δι­κα νυχτε­ρι­νά ξεσπά­σμα­τα της παρέ­ας του. Η ποί­η­σή του είναι αισθη­σια­κή, συχνά την κατέ­χει οίστρος βακ­χεί­ας, είναι ιθυ­φαλ­λι­κή και θυμί­ζει την ειδω­λο­λα­τρι­κή οργια­στι­κή μανία που εκφρά­ζουν κάποια κομ­μά­τια του αρχαί­ου λυρι­σμού απ’ όπου δανεί­ζε­ται τα σύμ­βο­λά του». Η ποί­η­ση όμως που έδω­σε στο Βάρ­να­λη ξεχω­ρι­στή και ιστο­ρι­κή θέση στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία, είναι αυτή που αρχί­ζει μετά ττον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Μια ποί­η­ση κοι­νω­νι­κή και επα­να­στα­τι­κή. Εκα­νε τον κομ­μου­νι­σμό ποίηση.

Αρκε­τά ποι­ή­μα­τά του τρα­γου­δή­θη­καν και αγα­πή­θη­καν από το λαό, απαγ­γέλ­θη­καν από εργά­τες, μπή­καν σε λαϊ­κά σπί­τια, κατέ­βη­καν σε υπό­γειες ταβέρ­νες. Ξεπερ­νά­νε τα είκο­σι τα μελο­ποι­η­μέ­να του ποι­ή­μα­τα. Ακό­μη και σήμε­ρα νέοι δημιουρ­γοί μελο­ποιούν Βάρ­να­λη. Στο βιβλίο μου «Ο άγνω­στος Βάρ­να­λης και 19 αδη­μο­σί­ευ­τα ποι­ή­μα­τά του» κάπου λέω ότι είναι ο πιο πολυ­τρα­γου­δι­σμέ­νος ποι­η­τής, και μου ασκή­θη­κε κρι­τι­κή γι’ αυτό. Πού το στη­ρί­ζω. Δεν ξέρω αν υπάρ­χουν τεκ­μή­ρια που να δίνουν μια αντι­προ­σω­πευ­τι­κή εικό­να στο ζήτη­μα. Ξέρω όμως ότι δεν υπάρ­χουν χεί­λη που να μην ψέλ­λι­σαν στί­χους από την «Μπα­λά­ντα του κυρ Μέντιου» και τους «Μοι­ραί­ους».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο