Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λογοτεχνία στρατευμένη στο πλευρό των φτωχών και καταπιεσμένων, στην υπηρεσία του σοσιαλιστικού οράματος

Η ομι­λία της Σοφί­ας Χατζη­κυ­ριά­κου – Βώτ­τη, εκπαι­δευ­τι­κού, στην εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης για τον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση), που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το Σάβ­βα­το 23 Γενά­ρη 2016 στην Ανέ­ζα Άρτας (δεί­τε ανα­λυ­τι­κό φωτο-ρεπορ­τάζ ΕΔΩ).

Την εκδή­λω­ση διορ­γά­νω­σαν ο Σύλ­λο­γος Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας, ο Σύλ­λο­γος Γυναι­κών Αμβρα­κι­κού και το ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Καλη­σπέ­ρα σας,

Μια μικρή προ­σέγ­γι­ση στο λογο­τε­χνι­κό έργο του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) θα επι­χει­ρή­σω να κάνω από­ψε. Είναι αλή­θεια ότι πριν λίγα χρό­νια ο συγ­γρα­φέ­ας και η προ­σω­πι­κό­τη­τα του μού ήταν άγνω­στοι.  Πολ­λές φορές όμως ευτυ­χείς συγκυ­ρί­ες μάς οδη­γούν στην γνω­ρι­μία με συγ­γρα­φείς και βιβλία άγνω­στα πριν. Στην επα­φή μαζί τους ανα­κα­λύ­πτου­με κρυμ­μέ­νους θησαυ­ρούς που όταν έρχο­νται στην επι­φά­νεια δια­πι­στώ­νου­με την ανε­κτί­μη­τη αξία τους.

Ένας τέτοιος συγ­γρα­φέ­ας είναι ο Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης) και κρυμ­μέ­νοι θησαυ­ροί τα βιβλία του. Κάθε βιβλίο του και μια πολύ­τι­μη ψηφί­δα που μας βοή­θη­σε να σχη­μα­τί­σου­με την εικό­να του λογο­τέ­χνη Κώστα Μπόση.

Σπου­δαί­ος λογο­τέ­χνης, αλλά άγνω­στος εξ αιτί­ας της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς. Αν και ανή­κει στη νέα γενιά των λογο­τε­χνών που ξεπή­δη­σαν μέσα από τους αγώ­νες του λαού μας στην Κατο­χή και στην Αντί­στα­ση, το κυρί­ως λογο­τε­χνι­κό του έργο εντάσ­σε­ται στην πεζο­γρα­φία των πολι­τι­κών προσφύγων.

Η πεζο­γρα­φία των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων ανα­πτύ­χθη­κε και καλ­λιερ­γή­θη­κε από τους λογο­τέ­χνες εκεί­νους που βρέ­θη­καν στις λαϊ­κές δημο­κρα­τί­ες μετά την ήττα του ΔΣΕ. Οι λογο­τέ­χνες αυτοί εμπνέ­ο­νταν από την Αντί­στα­ση, τα Δεκεμ­βρια­νά, τον Εμφύ­λιο, τις φυλα­κί­σεις και τις εξο­ρί­ες των κομ­μου­νι­στών στην Ελλά­δα. Μερι­κοί ανα­φέ­ρο­νται και στην προ­πο­λε­μι­κή περί­ο­δο θέλο­ντας να παρου­σιά­σουν τις συν­θή­κες που οδή­γη­σαν στον Εμφύ­λιο. Υπάρ­χει και μια μικρή ομά­δα έργων που ανα­φέ­ρε­ται στη ζωή των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων στις χώρες που ζού­σαν. Κοι­νή προ­σπά­θειά τους η δια­τή­ρη­ση της ελλη­νι­κής γλώσ­σας και της πολι­τι­στι­κής τους ταυ­τό­τη­τας. Τα έργα τους δεν έγι­ναν γνω­στά στην Ελλά­δα, εκτός από ορι­σμέ­να, λόγω της θεμα­το­λο­γί­ας τους και των ιδιαί­τε­ρα δύσκο­λων συν­θη­κών στην επι­κοι­νω­νία τους με την πατρί­δα. Επι­πλέ­ον αυτό οφεί­λε­ται στο γεγο­νός ότι από τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1950 η λογο­τε­χνι­κή παρα­γω­γή των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων και οι εκδό­σεις τους υπο­χω­ρούν σε μια προ­σπά­θεια να ανα­δει­χθεί το έργο των λογο­τε­χνών στην Ελλά­δα. Πολ­λά από τα έργα των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων δεν κυκλο­φό­ρη­σαν ποτέ σε ελλη­νι­κό έδα­φος και ελά­χι­στα εκδό­θη­καν μετά από χρό­νια. Έτσι παρέ­μει­ναν άγνω­στα. Πολ­λοί ήταν οι λογο­τέ­χνες – πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες. Οι πιο γνω­στοί από αυτούς, εκτός του Κώστα Μπό­ση, είναι: ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, ο Αλέ­ξης Πάρ­νης, η Έλλη Αλε­ξί­ου, ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, η Μέλ­πω Αξιώ­τη, η Άλκη Ζέη, ο Δημή­τρης Χατζής, ο Δήμος Ρεντής, ο Τάκης Αδά­μος κ.ά.

Ο Κώστας Μπό­σης ΕΛΑ­Σί­της στο πρώ­το αντάρ­τι­κο και μαχη­τής του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού στο δεύ­τε­ρο ακο­λού­θη­σε τους δρό­μους της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς μετά την ήττα. Ο δρό­μος τον βγά­ζει πρώ­τα στην Τασκέν­δη και στη συνέ­χεια στη Ρου­μα­νία. Οι συν­θή­κες είναι δια­φο­ρε­τι­κές και επη­ρε­ά­ζουν κατα­λυ­τι­κά τη ζωή του και το λογο­τε­χνι­κό του έργο.

Τον Οκτώ­βριο του 1951 δημιουρ­γή­θη­κε το Τμή­μα Λογο­τε­χνι­κών Εκδό­σε­ων το οποίο ήταν υπεύ­θυ­νο για τα λογο­τε­χνι­κά έργα που θα τυπώ­νο­νταν. Αυτό το Τμή­μα το Δεκέμ­βριο του 1953 μετε­ξε­λί­χθη­κε σε Λογο­τε­χνι­κό Κύκλο και η έδρα του μετα­φέρ­θη­κε στο Ντεζ της Ρου­μα­νί­ας το 1955. Ο Κώστας Μπό­σης αυτή την επο­χή είναι μέλος της Επι­τρο­πής Δια­φώ­τι­σης της ΚΕ του ΚΚΕ. Η ΕΔ ήταν το βασι­κό βοη­θη­τι­κό όργα­νο της ΚΕ για τα ιδε­ο­λο­γι­κά ζητή­μα­τα και έπαι­ξε σημα­ντι­κό ρόλο τόσο στην ιδε­ο­λο­γι­κή ενί­σχυ­ση των μελών και των στε­λε­χών του Κόμ­μα­τος στην πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά όσο και στην ενδυ­νά­μω­ση τους σε σχέ­ση με την εχθρι­κή προπαγάνδα.

Επι­πλέ­ον ορί­στη­κε υπεύ­θυ­νος του ΛΚ. Τη θέση αυτή κατεί­χε και το χρο­νι­κό διά­στη­μα 1957 ‑1959. Η δου­λειά του ΛΚ ήταν να παρα­κο­λου­θεί και να παρεμ­βαί­νει στα λογο­τε­χνι­κά δρώ­με­να της Ελλά­δας αλλά και να παρο­τρύ­νει τους πρό­σφυ­γες λογο­τέ­χνες να δημιουρ­γή­σουν πρω­τό­τυ­πα έργα. Στα βασι­κά καθή­κο­ντα του ΛΚ ήταν να εκφρά­ζει τη γνώ­μη του για τα έργα που στέλ­νο­νταν προς έκδο­ση στην ΕΔ, να κάνει βιβλιο­πα­ρου­σιά­σεις και εκπο­μπές στο ΡΣ της Ελεύ­θε­ρης Ελλάδας.

Τα μέλη του ΛΚ έκρι­ναν τα λογο­τε­χνι­κά έργα συνα­δέλ­φων τους αλλά κρί­νο­νταν και τα δικά τους και δεν ήταν λίγες οι φορές που απορ­ρί­πτο­νταν ή επα­νε­ξε­τά­ζο­νταν. Μέσα σε αυτό το κλί­μα της αλλη­λο­κρι­τι­κής έγρα­φαν οι λογο­τέ­χνες και ο ίδιος ο Μπόσης.

Επι­πλέ­ον οι συγ­γρα­φείς ακο­λου­θού­σαν τις αρχές μιας νέας λογο­τε­χνί­ας που είχε ως πρό­τυ­πο τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία. Σκο­πός της ήταν να καλ­λιερ­γή­σει την ενερ­γη­τι­κή συμ­με­το­χή των συγ­γρα­φέ­ων στη ζωή, τη μαχη­τι­κή και αγω­νι­στι­κή δρά­ση τους για την υπε­ρά­σπι­ση των συμ­φε­ρό­ντων του λαού και των σοσια­λι­στι­κών ιδα­νι­κών με κύριο στό­χο τη δημιουρ­γία του νέου ανθρώ­που. Στα πλαί­σια αυτά η λογο­τε­χνία προ­σπα­θού­σε να απο­δώ­σει με καλ­λι­τε­χνι­κά μέσα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να προ­βά­λει θετι­κούς ήρωες.

Αυτό θα πρέ­πει να το έχου­με υπό­ψη όταν δια­βά­ζου­με ή μελε­τά­με το έργο του Κώστα Μπό­ση και των άλλων λογο­τε­χνών πολι­τι­κών προσφύγων.

Ο Κώστας Μπό­σης με το λογο­τε­χνι­κό του έργο υπη­ρε­τεί τη λεγό­με­νη πατριω­τι­κή, αγω­νι­στι­κή λογο­τε­χνία. Αντλεί τα θέμα­τά του από τους αγώ­νες του λαού μας, την αντί­στα­ση και τις θυσί­ες του για μια καλύ­τε­ρη ζωή.

Οι ήρω­ές του είναι βγαλ­μέ­νοι από τους απλούς ανθρώ­πους του τόπου του, του μικρού χωριού ή της μικρής πόλης. Άνθρω­ποι καθη­με­ρι­νοί με τις αδυ­να­μί­ες, τα πάθη και τα λάθη τους. Ανά­με­σά τους όμως ανα­δει­κνύ­ο­νται εκεί­νοι που κάνουν την υπέρ­βα­ση και προ­χω­ρούν μπρο­στά αντι­προ­σω­πεύ­ο­ντας το πιο προ­ο­δευ­τι­κό, συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νο, ζωντα­νό και μαχη­τι­κό κομ­μά­τι της κοι­νω­νί­ας. Άνθρω­ποι ζωντα­νοί που ερω­τεύ­ο­νται, αγα­πούν, πονούν, χαί­ρο­νται και επει­δή αγα­πούν τη ζωή αγω­νί­ζο­νται για το κοι­νω­νι­κό καλό χωρίς να υπο­λο­γί­ζουν τις θυσί­ες, τα βάσα­να και τις στε­ρή­σεις. Πρω­τα­γω­νι­στι­κή θέση κατέ­χουν στα μυθι­στο­ρή­μα­τά του και διά­φο­ρα ζευ­γά­ρια με τους έρω­τες, τις αγά­πες και τις προ­δο­σί­ες τους αλλά κυρί­ως τα ζευ­γά­ρια εκεί­να που κατορ­θώ­νουν να δια­μορ­φώ­σουν ποιο­τι­κές σχέ­σεις ανά­με­σά τους και να αντέ­ξουν στις δυσκο­λί­ες και τις αντι­ξο­ό­τη­τες της ζωής και του αγώνα.

Καλός γνώ­στης των καη­μών, των πόθων και των ονεί­ρων των ανθρώ­πων του λαού απο­τυ­πώ­νει με δυνα­τό ρεα­λι­σμό τη ζωή τους με τις αντι­θέ­σεις και τις συγκρού­σεις τους αισιο­δο­ξώ­ντας πάντα για τον ερχο­μό καλύ­τε­ρων ημε­ρών και μιας σοσια­λι­στι­κής κοινωνίας.

Ο ρεα­λι­σμός αυτός απο­τυ­πώ­νε­ται λογο­τε­χνι­κά με τις πολύ δυνα­τές, πλού­σιες και λεπτο­με­ρείς περι­γρα­φές τόπων και τοπί­ων, με οπτι­κές και ακου­στι­κές εικό­νες παρ­μέ­νες από την ιδιαί­τε­ρη πατρί­δα του, με τις εκπλη­κτι­κής ομορ­φιάς και δύνα­μης αντι­θέ­σεις της φύσης και της ζωής των ανθρώ­πων, με τους δια­λό­γους και τους μονο­λό­γους που ζωντα­νεύ­ουν το κεί­με­νο και προ­κα­λούν συγκί­νη­ση και δυνα­τά συναι­σθή­μα­τα καθώς μας επι­τρέ­πουν να παρα­κο­λου­θού­με τις εξω­τε­ρι­κές αντι­δρά­σεις των ηρώ­ων αλλά και τις πιο μύχιες σκέ­ψεις τους, με τον λυρι­σμό, το πλού­σιο λεξι­λό­γιο και τη χρή­ση της ντοπιολαλιάς.

Ανα­συ­σταί­νει πρό­σω­πα, γεγο­νό­τα, τόπους και παρου­σιά­ζει την εξέ­λι­ξη των ηρώ­ων του μέσα στο χρό­νο και υπό την επί­δρα­ση των ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των και των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό ότι σε όλα τα έργα του θέτει ζητή­μα­τα της ποιό­τη­τας της ιδε­ο­λο­γι­κής δου­λειάς που στό­χο έχει πάντα τη δια­μόρ­φω­ση της συνεί­δη­σης και τη διά­πλα­ση του νέου ανθρώπου.
Οικο­νο­μι­κές αντι­θέ­σεις, κοι­νω­νι­κές συγκρού­σεις, πολι­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις κυριαρ­χούν στο σύνο­λο του έργου του. Δεν παρου­σιά­ζει ωραιο­ποι­η­μέ­νες κατα­στά­σεις αλλά δίνει ανά­γλυ­φα τους ανθρώ­πι­νους χαρα­κτή­ρες με τις αδυ­να­μί­ες τους και τις κάθε είδους πιέ­σεις που δέχο­νται και τις ιδε­ο­λο­γι­κές συγ­χύ­σεις. Δεν μένει όμως εκεί, σε αδιέ­ξο­δες κατα­στά­σεις. Οι βασι­κοί του ήρω­ες ξεχω­ρί­ζουν, είναι ιδε­ο­λό­γοι, ευαί­σθη­τοι, για­τί είναι μάχι­μοι κομμουνιστές.

Η λογο­τε­χνία του δεν είναι ουδέ­τε­ρη αλλά στρα­τευ­μέ­νη στο πλευ­ρό των φτω­χών και κατα­πιε­σμέ­νων, στην υπη­ρε­σία του σοσια­λι­στι­κού ορά­μα­τος, της δια­παι­δα­γώ­γη­σης ενός ανθρώ­που απαλ­λαγ­μέ­νου από τα ελατ­τώ­μα­τα, τις αρχές και τα στε­ρε­ό­τυ­πα της καπι­τα­λι­στι­κής κοινωνίας.

Το μόνο έργο που έγρα­ψε στην Ελλά­δα ο Κώστας Μπό­σης είναι το χρο­νι­κό Άη – Στρά­της, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941. Εξό­ρι­στος και ο ίδιος σε νεα­ρή ηλι­κία βίω­σε το τρο­μα­κτι­κό μαρ­τύ­ριο της πεί­νας. Από την εξο­ρία λοι­πόν ο Κώστας Μπό­σης ανέ­δει­ξε με τη λογο­τε­χνι­κή του πένα τα γεγο­νό­τα, κατέ­θε­σε ένα έργο σπα­ρα­κτι­κό, μια συγκλο­νι­στι­κή μαρ­τυ­ρία για τη ζωή των εξο­ρί­στων και το μαρ­τύ­ριο στο οποίο υπε­βλή­θη­σαν με μονα­δι­κό στό­χο την εξό­ντω­ση τους με την εφαρ­μο­γή ενός οργα­νω­μέ­νου σχε­δί­ου από τους δεσμο­φύ­λα­κες τους που προ­κά­λε­σε την πεί­να και οδή­γη­σε στο θάνα­το 33 εκτοπισμένους.

Το βιβλίο τυπώ­θη­κε το Μάρ­τη του 1947 για λογα­ρια­σμό του Εκδο­τι­κού Τμή­μα­τος της ΚΕ του ΚΚΕ. Ανα­τυ­πώ­θη­κε το 1948. Οι Ιστο­ρι­κές Εκδό­σεις το ανα­τύ­πω­σαν επί­σης το 1977. Για πολ­λά χρό­νια ήταν χαμέ­νο. Επα­νεκ­δό­θη­κε το 1995. Ο κ. Χρή­στος Ντα­βαν­τζής, που από­ψε βρί­σκε­ται εδώ ανά­με­σά μας, είχε την ιδέα και ήταν ο πρω­τερ­γά­της της επα­νέκ­δο­σης αυτής.

Η παρου­σία του Κώστα Μπό­ση στη λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων αρχί­ζει το 1952 με τη συμ­με­το­χή του στον τόμο Πεζο­γρά­φοι της Αντίστασης.

Το 1953 τυπώ­νε­ται το Εμείς θα νική­σου­με, βγαλ­μέ­νο από την επο­ποι­ΐα του Γράμ­μου. Μαχη­τής ο ίδιος του ΔΣΕ στο Γράμ­μο είχε προ­σω­πι­κή εμπει­ρία των σκλη­ρών μαχών και της αυτο­θυ­σί­ας των μαχη­τών μπρο­στά σε υπέρ­τε­ρες δυνά­μεις. Νου­βέ­λα που προ­βάλ­λει τον ηρω­ι­κό αγώ­να του ΔΣΕ, προ­βλη­μα­τί­ζει και επι­ση­μαί­νει τα προ­βλή­μα­τα και τις αντί­ξο­ες συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες πολέ­μη­σαν χωρίς να λεί­πουν οι προ­σω­πι­κές και οι ιδε­ο­λο­γι­κές συγκρού­σεις και αφή­νει ένα μήνυ­μα αισιο­δο­ξί­ας για τη συνέ­χεια των αγώ­νων ακό­μα και αν οι μάχες χάθη­καν και οι άνθρω­ποι σκοτώθηκαν.

Το 1956 εκδό­θη­κε ο α΄τόμος του μυθι­στο­ρή­μα­τος Δύσκο­λες μέρες. Ο Μπό­σης με μεγά­λη ρεα­λι­στι­κό­τη­τα, ζωντά­νια και αφη­γη­μα­τι­κή δει­νό­τη­τα γρά­φει για τις μέρες που ακο­λού­θη­σαν από την υπο­γρα­φή της Συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας μέχρι και την πρώ­τη επο­χή της οργά­νω­σης του δεύ­τε­ρου αντάρ­τι­κου. Η επο­χή της τρο­μο­κρα­τί­ας στην ύπαι­θρο και στα ορει­νά χωριά με τη δρά­ση των ληστο­συμ­μο­ρι­τών να σπέρ­νει το φόβο και τη βία στους ανθρώ­πους που πολέ­μη­σαν με το ΕΑΜ και υπο­στή­ρι­ζαν το ΚΚΕ. Γεγο­νό­τα που τα βίω­σε και ο ίδιος ο Μπό­σης στην περιο­χή της Άρτας μετά την απελευθέρωση.

Το 1962 είναι η χρο­νιά που εκδί­δε­ται το μυθι­στό­ρη­μα …και το τραί­νο τρα­βού­σε για τα ξεχερ­σώ­μα­τα. Η ιστο­ρία εκτυ­λίσ­σε­ται σε μια πολι­τεία στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, την περί­ο­δο 1949 – 1953, σ’ ένα συνοι­κι­σμό ελλή­νων πολι­τι­κών προσφύγων.

Οι ήρω­ες του μυθι­στο­ρή­μα­τος είναι μαχη­τές του ΔΣΕ που βρέ­θη­καν σε αυτό τον τόπο πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες. Μέσα από τη δρά­ση τους και την προ­σπά­θεια προ­σαρ­μο­γής τους στο νέο περι­βάλ­λον ο Μπό­σης δεί­χνει με καθα­ρό και τολ­μη­ρό τρό­πο τις αντι­φά­σεις, τις συγκρού­σεις, τις απο­γοη­τεύ­σεις από αδυ­να­μί­ες και λάθη είτε του Κόμ­μα­τος είτε των Σοβιε­τι­κών και την προ­σπά­θεια της δια­μόρ­φω­σης των ανθρώ­πων με τη δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους στις αρχές και της αξί­ες της σοσια­λι­στι­κής ιδέ­ας και κοινωνίας.

Την επό­με­νη χρο­νιά το 1963 έγρα­ψε και άλλο μυθι­στό­ρη­μα με τίτλο Ο Κρα­βα­ρί­της. Το έργο απορ­ρί­φθη­κε από το ΛΚ και εκδό­θη­κε στην Ελλά­δα το 1983. Ο Μεσο­πό­λε­μος, η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά, η Κατο­χή και η Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ είναι οι χρο­νι­κές και ιστο­ρι­κές στιγ­μές από τις οποί­ες ανα­δύ­ο­νται και συγκρού­ο­νται οι άνθρω­ποι του μόχθου και οι άνθρω­ποι της εξου­σί­ας. Από αυτούς τους δύο κόσμους ξεπρο­βάλ­λουν εκεί­νοι οι άνθρω­ποι που ορθώ­νουν το ανά­στη­μά τους, συνει­δη­το­ποιού­νται, αντι­στέ­κο­νται, αγω­νί­ζο­νται, έχουν όρα­μα και διεκ­δι­κούν μια νέα κοι­νω­νία, ονει­ρεύ­ο­νται μια καλύ­τε­ρη ζωή.

Πολ­λά χρό­νια μετά και ενώ η Ελλά­δα στε­νά­ζει από τη δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών, το 1971, έγρα­ψε ένα ακό­μα μεγά­λο μυθι­στό­ρη­μα, Ο Θωμάς ο Καρα­τζάς, το οποίο εκδό­θη­κε στην Αθή­να το 1978. Πρό­κει­ται για μια τοι­χο­γρα­φία της νεό­τε­ρης ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας και κοι­νω­νί­ας από το 19ο αιώ­να έως και τα μετα­πο­λε­μι­κά χρό­νια. Παράλ­λη­λα με την πορεία των ηρώ­ων του παρα­κο­λου­θού­με και την δια­μόρ­φω­ση της πολι­τι­κής σκέ­ψης του συγ­γρα­φέα. Με τη φωνή των προ­σώ­πων του μυθι­στο­ρή­μα­τος ανα­πτύσ­σει τις από­ψεις του σε κρί­σι­μα ζητή­μα­τα του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και των γεγο­νό­των που ακο­λού­θη­σαν την Εθνι­κή Αντί­στα­ση, τα Δεκεμ­βρια­νά και τον Εμφύλιο.

Το τελευ­ταίο βιβλίο που έχου­με στα χέρια μας είναι οι Ανα­μνή­σεις. Εκδό­θη­κε στην Ελλά­δα το 1978 και είναι ιδιω­τι­κή έκδο­ση. Πρό­κει­ται για μια συλ­λο­γή διη­γη­μά­των, αφιε­ρω­μέ­νη από τον ίδιο στο χωριου­δά­κι του τη Χώσε­ψη. Στα διη­γή­μα­τα αυτά πρω­τα­γω­νι­στούν άνθρω­ποι καθη­με­ρι­νοί, συνα­γω­νι­στές και σύντρο­φοί του. Ο συγ­γρα­φέ­ας αφη­γεί­ται τις ιστο­ρί­ες τους που ταυ­τί­ζο­νται με τους δρό­μους της ζωής τους. Συγ­χρό­νως παρου­σιά­ζει την ιστο­ρία ενός τόπου, εξη­γεί την προ­έ­λευ­ση ενός ονό­μα­τος, περι­γρά­φει ένα γεγο­νός. Δεν αρκεί­ται όμως μόνο σ’ αυτό αλλά επε­κτεί­νε­ται σε πολι­τι­κές ανα­λύ­σεις, ψάχνει τα αίτια, προσ­διο­ρί­ζει τις συνέ­πειες, τοπο­θε­τεί τα πάντα στις πολι­τι­κές τους δια­στά­σεις συν­δέ­ο­ντάς τα με τους αγώ­νες του λαού σε διά­φο­ρες ιστο­ρι­κές στιγ­μές και η ματιά του ακο­λου­θεί τους ιδε­ο­λο­γι­κούς δρό­μους της κομ­μου­νι­στι­κής κοσμοθεωρίας.

Οι ανα­μνή­σεις συνί­στα­νται στο γεγο­νός ότι όλες αυτές οι ιστο­ρί­ες δια­δρα­μα­τί­ζο­νται και εξε­λίσ­σο­νται μέσα σε χώρους και τόπους που συν­δέ­ο­νται με την ιδιαί­τε­ρη πατρί­δα του Μπό­ση και τους αγώ­νες του. Η κάθε αυτο­τε­λής ιστο­ρία εικο­νο­γρα­φεί τη φτώ­χεια, τη στέ­ρη­ση, τη βιο­πά­λη, τις κοι­νω­νι­κές συγκρού­σεις, τις πολι­τι­κές από­ψεις, τις ιδε­ο­λο­γι­κές δια­μά­χες των πρω­τα­γω­νι­στών. Μέσα από τη δρά­ση των ηρώ­ων ακού­γε­ται η προ­σω­πι­κή φωνή του Μπό­ση καθα­ρή, χαμη­λή, ήσυ­χη και σεμνή. Αυτή η αφή­γη­ση και η έμμε­ση συμ­με­το­χή δικαιο­λο­γεί τον τίτλο «Ανα­μνή­σεις».

Κλεί­νο­ντας θα ήθε­λα να επι­ση­μά­νω το γεγο­νός ότι το λογο­τε­χνι­κό έργο του Κώστα Μπό­ση στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του δεν είναι ακό­μα γνω­στό. Ο Κρα­βα­ρί­της και .…και το τραί­νο τρα­βού­σε για τα ξεχερ­σώ­μα­τα είναι τα μόνα βιβλία που μπο­ρεί να βρει κανείς στα ράφια κάποιων βιβλιο­πω­λεί­ων. Αυτά τα δύο δια­τί­θε­νται και στο χώρο της εκδήλωσης.Τα υπό­λοι­πα είναι δυσεύ­ρε­τα ακό­μη και στα παλαιο­βι­βλιο­πω­λεία. Κάποια δεν κυκλο­φό­ρη­σαν ποτέ στην Ελλά­δα και είναι σπάνια.

Αυτό είναι ένα μεγά­λο πρό­βλη­μα και έχει σχέ­ση με την εκδο­τι­κή γραμ­μή των δια­φό­ρων οίκων. Επει­δή όμως τον τελευ­ταίο και­ρό παρα­τη­ρού­με μια εκδο­τι­κή προ­σπά­θεια στα πλαί­σια της ανά­δει­ξης έργων της αγω­νι­στι­κής λογο­τε­χνί­ας και της γνω­ρι­μί­ας τους με αυτά περισ­σο­τέ­ρων ανθρώ­πων και ιδιαί­τε­ρα των νέων καλό θα ήταν να δοθεί προ­σο­χή στο λογο­τε­χνι­κό έργο του Κώστα Μπό­ση και να υπάρ­ξει ενδια­φέ­ρον για την επα­νέκ­δο­σή του.

Δεν μπο­ρού­με όμως να υπο­στη­ρί­ξου­με ότι είναι και άγνω­στο. Τα τελευ­ταία χρό­νια έχουν γίνει προ­σπά­θειες να γίνει ευρύ­τε­ρα γνω­στό το έργο και η προ­σω­πι­κό­τη­τα του και σε αυτό έχει συμ­βά­λει θετι­κά το διαδίκτυο.

Από­ψε η παρου­σία του γεμί­ζει αυτή την αίθου­σα μέσα στην οποία στά­θη­κε νέος δάσκα­λος κάπο­τε με αγά­πη για τα παι­διά και όρε­ξη να τους διδά­ξει την αλή­θεια . Μπο­ρού­με να τον φαντα­στού­με να ανε­βαί­νει πάλι στην έδρα και να ακού­σου­με τη φωνή του με νεα­νι­κή ζωντά­νια αλλά και σεμνό­τη­τα να μας λέει τού­τα τα λόγια τα δικά του:

«… Κεί­νο το όνει­ρο της νιό­της μένει ακό­μα όνειρο…Για τα μεγά­λα όνει­ρα δε φτά­νει η ζωή και οι αγώ­νες μιας γενιάς…Μόνο με την ψήφο στις εκλο­γές και μια συν­δρο­μή στο σωμα­τείο τα όνει­ρα δεν πρό­κει­ται να γίνουν πραγματικότητα…»

«Ο αγώ­νας συνε­χί­ζε­ται. Πιο από­το­μη γίνε­ται η ανηφόρα…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο