Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λυσιμελής πόθος

Μια μικρή γνω­ρι­μία με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Λυσι­με­λής πόθος του Τίτου Πατρίκιου

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

« αλλά μ’ ο λυσι­με­λής ωταί­ρε δάμνα­ται πόθος»
Αρχίλοχος

Λυσι­με­λής πόθος( ο έρω­τας που λύνει τα μέλη) τιτλο­φο­ρεί­ται η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Τίτου Πατρί­κιου που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Κίχλη τον Απρί­λιο του 2014.

Ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα που έγρα­ψε και δημο­σί­ευ­σε σε διά­φο­ρες συλ­λο­γές ο ποι­η­τής από το 1949 έως το 2011 και επέ­λε­ξε να συγκε­ντρώ­σει σ’ ένα τόμο.

Ο ποι­η­τής πότε εξό­ρι­στος στον Άη – Στρά­τη , πότε στην Αθή­να και πότε στο Παρί­σι, τη Ρώμη, το Βερο­λί­νο εκφρά­ζε­ται ερω­τι­κά χωρίς να παρα­λεί­πει το πολι­τι­κό φόντο στο βάθος τους.

«Η εξέ­λι­ξη του ερω­τι­κού του λόγου ακο­λου­θεί την ανέ­λι­ξη της ιδε­ο­λο­γί­ας του και τις εσω­τε­ρι­κές της μετα­το­πί­σεις. Ο ερω­τι­κός του λόγος, όπως και ο πολι­τι­κός, είναι λόγος διε­ρευ­νη­τι­κός και ευθύ­βο­λος, λόγος τολ­μη­ρός και αντι­συμ­βα­τι­κός.»( Κατε­ρί­να Κωστίου,Τίτος Πατρίκιος:Ο λυσι­με­λής πόθος: μετα­φο­ρά ή κυριολεξία;)

Η συλ­λο­γή είχε εκδο­θεί για πρώ­τη φορά το 2008 από τις εκδό­σεις Διάτ­των /Καστανιώτης και είναι από χρό­νια εξα­ντλη­μέ­νη. Ο ποι­η­τής σε αυτήν εδώ τη δεύ­τε­ρη έκδο­ση συμπε­ριέ­λα­βε και ορι­σμέ­να ακό­μη ποιήματα.

TP1

Μια μικρή προ­σω­πι­κή επι­λο­γή από τα ποι­ή­μα­τα της συλλογής:


ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ

ΧIII

Δεν τη σκε­φτή­κα­με ποτέ
εκεί­νη τη μικρή κορομηλιά.
Ακλά­δευ­τη έμει­νε κι απότιστη,
πέτρω­σε το χώμα γύρω της –
μικρή κορομηλιά
ακλά­δευ­τη κι απότιστη
σε ξεχάσαμε

Μικρή κορο­μη­λιά
σε ξέχα­σε το πηγάδι
σε ξέχα­σε το δρο­μά­κι μεσ’ από τις φασολιές
σε ξέχα­σαν τα παι­διά με τις σφεντόνες…

( Εκεί­νος ο δρό­μος ένα μαχαίρι.
Σκου­ρια­σμέ­νο μαχαί­ρι στο­μω­μέ­νο μαχαίρι
όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρ­νει ένα παι­δί στο χώμα.
Εκεί­νος ο δρόμος
ήταν μαχαίρι.)

Το ξερα­μέ­νο χόρτο
κρύ­βει τα λαγού­μια των εντόμων,
κρύ­βει όσες ρίζες αναδεύονται
και μας δένουν με τη γη
τα λαγού­μια που σκά­βουν μέσα μας
οι ξεχα­σμέ­νες ώρες.

Μα πώς μπο­ρεί το κλα­ρί αυτό να βγά­ζει φύλλα;
Πώς μπο­ρεί ο αγέ­ρας ν’ αρχί­σει πάλι να θρο­ΐ­ζει εδώ;
Κορο­μη­λιά μου καταπράσινη
πώς μπόρεσες


ΠΟΙΝΗ

Κάθε που θέλω να τιμω­ρή­σω τον εαυ­τό μου
λιγο­στεύω τις φορές που σε κοιτάω.

ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ

Έβγα στο παρα­θύ­ρι κρυ­φά απ’ τη μάνα σου
και κάνε πως ποτί­ζεις τη ματζου­ρά­να σου

Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι,
ούτε μια γλυ­κιά κου­βέ­ντα, τα λόγια
φτά­νουν αλλαγ­μέ­να στον προ­ο­ρι­σμό τους,
δεν φτά­νουν, δεν ξεκι­νού­νε καν, μένουν
στους τοί­χους καρ­φω­μέ­να να ψήνο­νται σαν τα χταπόδια.
Ούτε μάνα, ούτε μια γλά­στρα να ποτίσεις,
γλυ­φό νερό, αρμυ­ρός αγέ­ρας, τα πρόσωπα
παίρ­νουν μιαν όψη αγάλ­μα­τος έτσι που δένεται
η σάρ­κα με τ’ αλάτι-
μα εσύ ακό­μα έβγαι­νες τα πρω­ι­νά στο παραθύρι
τυλιγ­μέ­νη τη ζεστή αντη­λιά του ύπνου
και μέσα απ’ την τρια­ντα­φυλ­λιά σου νυχτικιά
ένα ποτά­μι φως χυνό­ταν στη διψα­σμέ­νη μέρα.

Τόσο σπά­τα­λη στο φως – ίσως το μάντευες
που η αντο­χή σου στέρευε.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Χ

Πέφτει η βρο­χή στυφή
ξεπλέ­νο­ντας τα πρόσωπα
ξεθω­ριά­ζο­ντας τις παλιές επιγραφές
νοτί­ζο­ντας τα σπί­τια του νησιού
Στά­ζει η βρο­χή απ’ τους γιακάδες
γλι­στρά­ει μέσα στις τσέ­πες υγραί­νει τα χέρια
μου­σκεύ­ει ένα ξεχα­σμέ­νο γράμμα
αλλά­ζει την προ­σφώ­νη­ση σβή­νει τη διεύθυνση
Βρέ­χει στη χλαί­νη του χωροφύλακα
στις απο­θή­κες με τις κονσέρβες
στα τσου­βά­λια με το αλεύρι
βρέ­χει στο νεκρο­τα­φείο βρέ­χει στα χωράφια
κάπως ανή­συ­χοι οι νεκροί κάτι τους λείπει
δεν νοιά­ζο­νται να μεγα­λώ­σουν οι σοδειές
βρέ­χει στους μου­σα­μά­δες των βαρκάρηδων
στη βάρ­κα με τους επιβάτες
βρέ­χει στον προ­βο­λέα του πλοίου.
Μακρύς ο δρό­μος απ’ την επι­θυ­μία στην απόφαση
μακρύς απ’ την επι­στρο­φή στην άλλη αναχώρηση

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΜΟΝΗ

Άλλο ένα σπί­τι φιλικό
να μεί­νω μια βρα­διά, ένα μήνα
ανά­με­σα στη λίμνη και τα χαμη­λά βουνά.
Μια βδο­μά­δα, όχι πιο πολύ,
ένα μήνα, όχι περισ­σό­τε­ρο, μακριά σου.
Η κάθε μέρα εδώ, πάνω στο τέλειω­μά της,
δεν συναρ­μό­ζει με την άλλη.
Σαν πέφτει το σκοτάδι
βάζω κου­ρέ­λια στις χαραματιές
μην τύχει κι έμπει ο θάνατος,
όταν γυρί­ζει ο καιρός
αλλά­ζω ρού­χα και περπατησιά
μην τύχει και μ’ αναγνωρίσει.
Άλλο ένα σπί­τι φιλι­κό, άλλο ένα σπί­τι ξένο
άλλη μια μέρα μ’ ανοι­χτούς αρμούς.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Απ’ όλες τις ανα­χω­ρή­σεις μου η πιο ανυπόμονη
αυτή που μ’ ανα­στά­τω­νε, ήταν σαν πήγαινα
να συνα­ντή­σω τη γυναί­κα που αγαπούσα.
Ο χρό­νος μού φαι­νό­ταν όσο ποτέ αργός
όμως τον γέμι­ζα με προ­γεύ­σεις ευτυχίας
χωρίς να προ­σέ­χω τους χώρους, τα τοπία
χωρίς να παρα­τη­ρώ τους άλλους ταξιδιώτες.
Την άφι­ξη μου έτρε­χα ν’ αναγγείλω
απ’ τα δημό­σια τηλέ­φω­να, δεν είχε τότε κινητά
η υπο­δο­χή μου, πρέ­πει να πω, δεν ήταν πάντα
όπως την περί­με­να, μα ό,τι κι αν γινόταν
το ταξί­δι έμε­νε στη μνή­μη μου ανεξίτηλο
οι χώροι, τα τοπία, εμφα­νί­ζο­νταν ξανά
ακό­μα κι οι άγνω­στοι συνταξιδιώτες.
Αργό­τε­ρα το σκέ­φτη­κα πως μπο­ρεί κι εκείνοι
να μη βρή­καν φτά­νο­ντας ό,τι προσδοκούσαν

ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ

Όπως κι αν έρθου­νε τα πράγματα
όσο αντί­ξο­ες κι αν είναι οι συνθήκες
πάντα μπο­ρεί κανείς να ερωτεύεται.
Το δύσκο­λο είναι ν’ αγαπάς.

Ο Τίτος Πατρί­κιος θεω­ρεί­ται από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ποι­η­τές της πρώ­της μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς.

Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να, γιος των ηθο­ποιών Σπύ­ρου και Λέλας Πατρι­κί­ου. Το 1946 ολο­κλή­ρω­σε τα γυμνα­σια­κά του μαθή­μα­τα στο Βαρ­βά­κειο και γρά­φτη­κε στη Νομι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Εργά­στη­κε για κάποια χρό­νια ως δικη­γό­ρος. Κατά τη διάρ­κεια της γερ­μα­νι­κής κατο­χής πήρε μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση, στρα­τευ­μέ­νος αρχι­κά στην ΕΠΟΝ και στη συνέ­χεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το από συνερ­γά­τες των γερ­μα­νών και η εκτέ­λε­σή του ματαιώ­θη­κε την τελευ­ταία στιγ­μή. Κατά τη διάρ­κεια της στρα­τιω­τι­κής του θητεί­ας εξο­ρί­στη­κε στη Μακρό­νη­σο (1951–1952) και κατά τη διε­τία 1952–1953 στον Άη Στρά­τη, από όπου επέ­στρε­ψε στην Αθή­να με άδεια εξο­ρί­στου. Από το 1959 ως το 1964 σπού­δα­σε κοι­νω­νιο­λο­γία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρι­σιού και πήρε μέρος σε έρευ­νες του Εθνι­κού Κέντρου Επι­στη­μο­νι­κής Έρευ­νας της Γαλ­λί­ας. Επέ­στρε­ψε στην Ελλά­δα, μετά την επι­βο­λή της δικτα­το­ρί­ας του Παπα­δό­που­λου όμως, κατέ­φυ­γε ξανά στο Παρί­σι, όπου πήρε μέρος σε εκδη­λώ­σεις ενά­ντια στο παρά­νο­μο καθε­στώς, και εργά­στη­κε στην έδρα της Unesco στο Παρί­σι και στη Fao στη Ρώμη. Στην Ελλά­δα επέ­στρε­ψε το 1975 και εργά­στη­κε ως δικη­γό­ρος, κοι­νω­νιο­λό­γος και λογο­τε­χνι­κός μετα­φρα­στής. Το 1982 επέ­στρε­ψε στη θέση που κατεί­χε στο Εθνι­κό Κέντρο Κοι­νω­νι­κών Ερευ­νών πριν το 1967. Στην Αθή­να εργά­στη­κε επί­σης στο Κέντρο Μαρ­ξι­στι­κών Μελε­τών. Η πρώ­τη του εμφά­νι­ση στο χώρο των γραμ­μά­των πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το 1943 με τη δημο­σί­ευ­ση ενός ποι­ή­μα­τός του στο περιο­δι­κό “Ξεκί­νη­μα της Νιό­της”, ενώ το 1954 εκδό­θη­κε η πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του με τίτλο “Χωμα­τό­δρο­μος”. Ιδρυ­τι­κό μέλος του περιο­δι­κού “Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης” από το 1954 δημο­σί­ευ­σε πολ­λά άρθρα και κρι­τι­κές στις στή­λες του, ενώ πολ­λά δοκί­μιά του συμπε­ρι­λή­φθη­καν σε συγκε­ντρω­τι­κές εκδό­σεις. Ασχο­λή­θη­κε επί­σης με τη μετά­φρα­ση (κεί­με­να των Στα­ντάλ, Αρα­γκόν, Μαγια­κόφ­σκι, Νερού­ντα, Γκό­γκολ, Γκα­ρω­ντύ, Λού­κατς και άλλων) και την πεζο­γρα­φία, ενώ τα περισ­σό­τε­ρα κοι­νω­νιο­λο­γι­κά έργα του είναι γραμ­μέ­να στα γαλ­λι­κά. Έργα του μετα­φρά­στη­καν στα γαλ­λι­κά, τα φλα­μαν­δι­κά, τα γερ­μα­νι­κά και τα ολλαν­δι­κά. Το 1994 τιμή­θη­κε με ειδι­κό κρα­τι­κό βρα­βείο για το σύνο­λο του έργου του. (Biblionet)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο