Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μάνος Λοΐζος, «ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να τον σβήσει απ’ τη ζωή μας»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Κάθε που ’ρχε­ται Σεπτέμ­βρης ακό­μα ένας χρό­νος προ­στί­θε­ται στη μεριά της απου­σί­ας του. Έφυ­γε νωρίς. Έζη­σε μόλις 45 χρό­νια, χωρίς να προ­λά­βει να δώσει όλα όσα ήθε­λε και είχε. Τα τρα­γού­δια του, πότε φου­σκω­μέ­να ποτά­μια και πότε τρυ­φε­ρές μελω­δί­ες, φώτι­σαν τα ορά­μα­τα, τους έρω­τες και τα όνει­ρά μας, έντυ­σαν μου­σι­κά τις ελπί­δες και τους αγώ­νες του λαού μας και έγι­ναν κτή­μα του. Πολ­λά από αυτά «ζυμώ­θη­καν» με την πορεία μας στο διά­βα του χρό­νου κι «έχα­σαν» τον δημιουρ­γό τους, θαρ­ρείς, έφτα­σαν μέχρι τις μέρες μας από γενιά σε γενιά, στό­μα με στό­μα, όπως το δημο­τι­κό τραγούδι.

«Είμαι ένας ανώνυμος εργάτης που εσύ τον έκανες επώνυμο και σου εύχεται καλή ανάρρωση για να συνεχίσουμε τον δρόμο που χαράξαμε από κοινού»… (Τηλεγράφημα ανώνυμου αποστολέα στον Μάνο Λοΐζο, σε μια από τις νοσηλείες του σε νοσοκομείο)

«Είμαι ένας ανώ­νυ­μος εργά­της που εσύ τον έκα­νες επώ­νυ­μο και σου εύχε­ται καλή ανάρ­ρω­ση για να συνε­χί­σου­με τον δρό­μο που χαρά­ξα­με από κοι­νού»…
(Ανώ­νυ­μο τηλε­γρά­φη­μα στον Μάνο Λοΐ­ζο, σε κάποια από τις νοση­λεί­ες του)

Ο Μάνος Λοΐ­ζος κατά­χτη­σε τις καρ­διές μας όχι μόνο με τα θαυ­μά­σια τρα­γού­δια του μα και με τα «βαριά» απο­τυ­πώ­μα­τα κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σί­ας, αγω­νι­στι­κό­τη­τας και ανθρω­πιάς που άφη­σε σε μια επο­χή που είχε αρχί­σει ήδη να ροκα­νί­ζει ιδα­νι­κά και να πολ­το­ποιεί συνει­δή­σεις. Είναι πολ­λά αυτά που τον θυμί­ζουν και πρώ­τα απ’ όλα το έργο του. Είναι όμως και οι άνθρω­ποι, όσοι έμει­ναν πίσω, οι συνερ­γά­τες του, αυτοί που τον γνώ­ρι­σαν από κοντά, οι φίλοι του που μοι­ρά­στη­καν μαζί του συναι­σθή­μα­τα και πολύ­τι­μες στιγ­μές, οι δικοί του άνθρωποι.

loizos34

Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώ­πους «μαζεύ­τη­καν» σαν μια συντρο­φιά στις σελί­δες ενός εντύ­που (ένα λιγο­σέ­λι­δο βιβλια­ρά­κι, χωρίς  στοι­χεία ταυ­τό­τη­τας, με σελί­δες που πήραν να κιτρι­νί­ζουν απ’ το χρό­νο και που ήταν πάντα εκεί, για τριά­ντα χρό­νια, στο ίδιο σχε­δόν σημείο της βιβλιο­θή­κης) και μίλη­σαν, ο καθέ­νας για τον «δικό» του Μάνο. Η ιδέα αυτής της «μάζω­ξης» ήταν της Μάρως Λοΐ­ζου και στην πραγ­μα­το­ποί­η­σή της βοή­θη­σαν οι φίλοι του Μάνου, ενώ την επι­μέ­λεια της λιτής (σε εμφά­νι­ση και όχι περιε­χό­με­νο) έκδο­σης είχε ο Δημή­τρης Θ. Αρβα­νί­της. Τρία χρό­νια μετά το «τελευ­ταίο ταξί­δι» του Μάνου Λοΐ­ζου, λίγες γραμ­μές, σαν πρό­λο­γος, προϊ­δε­ά­ζουν τον ανα­γνώ­στη για τα μέλη της συντροφιάς:

loizos36

«Στα 45 χρό­νια της ζωής του ο Μάνος Λοΐ­ζος, όπως και ο καθέ­νας μας άλλω­στε, δόθη­κε και πάρ­θη­κε απ’ τους ανθρώ­πους που τον περι­τρι­γύ­ρι­ζαν, φίλους και συνερ­γά­τες. Σε καθέ­ναν απ’ αυτούς ο Μάνος έδω­σε λίγη απ’ την ψυχή του και φεύ­γο­ντας πήρε ένα κομ­μά­τι απ’ την δική τους. Απ’ αυτούς που είναι ακό­μη ζωντα­νοί και τον θυμού­νται, ζητή­θη­κε ‑πράγ­μα αφά­ντα­στα δύσκο­λο- να εκφρά­σουν με λέξεις αυτό το ιδιαί­τε­ρο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του που αυτοί είδαν, σε μια προ­σπά­θεια συγκόλ­λη­σης της σπα­σμέ­νης εικό­νας, τώρα που τα τρία χρό­νια από τον θάνα­τό του βαθαί­νουν όλο και περισ­σό­τε­ρο το ρήγ­μα που άνοι­ξε στις 17 Σεπτέμ­βρη του 1982.»

Η «συντρο­φιά» των ανθρώ­πων του Μάνου ήταν μεγά­λη. Η ανα­γκα­στι­κή –λόγω περιο­ρι­σμέ­νου χώρου- επι­λο­γή των κει­μέ­νων και των φωτο­γρα­φιών, όχι εύκο­λη υπόθεση.

(Η ανάρ­τη­ση αυτή μικρό αντί­δω­ρο στην πολύ­τι­μη παρα­κα­τα­θή­κη του, αναμ­μέ­νο κερά­κι στην άσβε­στη μνή­μη του…)

loizos14

Γιάν­νης Ρίτσος: «(…) Τον Μάνο τον γνώ­ρι­σα μαζί με τον Λεο­ντή. Σε κάποια καλ­λι­τε­χνι­κή εσπε­ρί­δα της «Παν­σπου­δα­στι­κής», θαρ­ρώ το ΄60, τότε που είχε ξεσπά­σει το ζωο­γό­νο δυνα­μι­κό κίνη­μα της μου­σι­κής του Θεο­δω­ρά­κη. Με πλη­σί­α­σε και μου ζήτη­σε, με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή του σεμνό­τη­τα, την άδεια να γρά­ψει μου­σι­κή για το «Πρω­ι­νό Άστρο». Του την έδω­σα ευχα­ρί­στως. Μου είπε πως είχε ήδη γρά­ψει μερι­κά τρα­γού­δια πάνω σ’ αυτό το ποί­η­μά μου και θα θελε να τ’ ακού­σω. Δεν τ’ άκου­σα ποτέ.

ritsosΤο 1972 όταν γύρι­σα απ’ την εξο­ρία ήρθε δυο φορές σπί­τι μου με την κιθά­ρα του. Έπαι­ξε και τρα­γού­δη­σε πολ­λά τρα­γού­δια του απ’ τις μετα­φρά­σεις μου των ποι­η­μά­των του Χικ­μέτ, θυμή­θη­κε δυο τρία τρα­γού­δια απ’ το «Πρω­ι­νό Άστρο» και δυο πολύ ωραία τρα­γού­δια απ’ την «Εαρι­νή Συμ­φω­νία». Μου εξο­μο­λο­γή­θη­κε πως αγα­πά­ει πολύ αυτό το ποί­η­μα και θέλει να ετοι­μά­σει ένα δίσκο. Η μου­σι­κή του με συγκί­νη­σε βαθύ­τα­τα. Τότε ακρι­βώς, με φωνή όλο πάθος και χτυ­πώ­ντας δυνα­τά τις χορ­δές της κιθά­ρας, μου τρα­γού­δη­σε τον «Τσε Γκε­βά­ρα». Ήταν μια μεγά­λη, ολό­φω­τη στιγ­μή μέσα σ’ εκεί­να τα σκο­τει­νά χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας. (…) Ένας Μάνος Λοΐ­ζος ποτέ δεν ξεχνιέ­ται. (…) Καλέ μας φίλε, καλέ μας σύντρο­φε Μάνο, είσαι πάντα κοντά μας, χέρι με χέρι, στο μεγά­λο αγώ­να για ελευ­θε­ρία και ειρήνη.»

loizos15

(…) Κατά τις δέκα έχει ανά­ψει η κου­βέ­ντα. Βρί­ζου­με και αγα­πά­με όλο τον κόσμο. Τσα­τι­σμέ­νοι και με χίλια σχέ­δια πάμε στην ταβέρ­να του Φου­σιά­νη στην Κηφισιά.
— Είμα­στε φίλοι τόσα χρό­νια κι είμα­στε χύμα, κάπου την έχου­με πατήσει.
— Πρέ­πει να τα παρα­τή­σου­με όλα και να φύγου­με, του λέω.
— Δέκα χρο­νιά τα λέμε.
— Αφού, ρε, είσαι τεμπέ­λης. Σε παρα­κα­λάω κάθε λίγο και λιγά­κι να γρά­ψεις ένα δίσκο κι εσύ όλο στο «έχεις δίκιο» μένεις.
— Έχου­με και­ρό μπρο­στά μας.
theofillouΠίνου­με, καπνί­ζου­με, μας κερ­νά­νε απ’ το διπλα­νό τρα­πε­ζά­κι, μιλά­με για τον Βακιρ­τζή, τον Κοψί­δη, τον Άκο, τον Καζά­κο και την Καρέ­ζη, για τον Φώντα, για τον Λεο­ντή, για τον Μικρού­τσι­κο, για τον Ρασού­λη, για τους μου­σι­κούς, μιλά­με για τη Μυρ­σί­νη, τη Δώρα, τη Μάρω, για το Μάτσα, για το «Χάθη­κα» του Μίκη που μας άρε­σε πολύ.
Γύρω στις δυο φτά­νου­με στη Φιλο­θέη. Ακού­με μου­σι­κή, βρί­σκου­με και κάτι μαντα­ρί­νια, τα τρώ­με. Βγά­ζω από την τσά­ντα μου μια σει­ρά από ποι­ή­μα­τα του Λευ­τέ­ρη κι αρχί­ζου­με να δια­βά­ζου­με. Στα­μα­τά­με, τον βρί­ζου­με για­τί τον τελευ­ταίο και­ρό δεν κάνου­με παρέα. Έχει μπλέ­ξει με κάτι «κώλους» όπως λέμε, ψιλοσ­νο­μπά­κη­δες σπα­στι­κούς. Είναι τέσ­σε­ρις το πρωί, τον παίρ­νου­με στο τηλέφωνο.
— Δια­βά­ζου­με στί­χους σου με τον Αχιλ­λέα, τρώ­με μαντα­ρί­νια και σ’ αγα­πά­με, του λέει ο Μάνος.
Το ευχα­ρι­στή­θη­κε ο Λευτέρης.

loizos16
Πέφτει μια σιω­πή. Κάθε­ται στο πιά­νο, παί­ζει και μουρ­μου­ρί­ζει, γυρί­ζει με βλέ­πει. Δια­βά­ζω έτσι πετα­χτά στί­χους του Καβ­βα­δία απ’ το Μαρα­μπού και Πούσι.
— Κλαί­με; μου λέει.
— Κλαί­με, του λέω.
Ήταν όμορ­φο αλλά και κωμι­κό έτσι που κλαί­γα­με. Κρά­τη­σε δεν κρά­τη­σε πέντε λεπτά αυτή η σκη­νή και μετά μας έπια­σε ένα νευ­ρι­κό γέλιο από κεί­να που λες «θα σκάσω» (…).

Αχιλ­λέ­ας Θεοφίλου

Μάνος Λοΐζος, Μίκης Θεοδωράκης, Χαρ. Αλεξίου, Μαρ. Φαραντούρη, Γ. Νταλάρας, Βασ. Παπακωνσταντίνου

Μάνος Λοΐ­ζος, Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, Χαρ. Αλε­ξί­ου, Μαρ. Φαρα­ντού­ρη, Γ. Ντα­λά­ρας, Βασ. Παπακωνσταντίνου

Μίκης Θεο­δω­ρά­κης: «(…) Ποτέ δεν είπε όχι σ’ αυτό που περι­φρο­νη­τι­κά σήμε­ρα μερι­κοί το απο­κα­λούν «στρά­τευ­ση». Με την κιθά­ρα ή το ακορ­ντε­όν συμ­με­τεί­χε σεμνά και αθό­ρυ­βα σε κάθε πολι­τι­κή, καλ­λι­τε­χνι­κή εκδή­λω­ση για τη Δημο­κρα­τία, την Ειρή­νη, τις πολι­τι­κές ελευ­θέ­ριες, τη Μόρ­φω­ση και φυσι­κά με στό­χο την πανί­σχυ­ρη και επι­κίν­δυ­νη Εξου­σία. Τρυ­φε­ρός και καλός γινό­ταν ακό­μα πιο τρυ­φε­ρός και πιο καλός μέσα στην προ­σπά­θεια, τις δοκι­μα­σί­ες, στον αγώ­να. Κι αυτή η ευγέ­νεια της ψυχής μπο­ρεί να γίνει τρα­γού­δι τρυ­φε­ρό, καλό ευγε­νι­κό. Δεν ήταν πλα­τά­νι ή βαλα­νι­διά. Ήταν μια πλά­για πολύ­χρω­μα λου­λού­δια που έλα­μπαν καθώς τα χτυ­πού­σε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρ­χει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μονα­δι­κός ήλιος: Η καρ­διά του άνθρωπου.»

tasos_leibaditisΤάσος Λει­βα­δί­της: «Γνω­ρι­στή­κα­με με τον αξέ­χα­στο Μάνο το 1978. Ήταν ένας από τους πιο εγκάρ­διους ανθρώ­πους που γνώ­ρι­σα στη ζωή. Με κεί­νο το υπέ­ρο­χο χαμό­γε­λο, με το χιού­μορ του, με τις διεισ­δυ­τι­κές παρα­τη­ρή­σεις πάνω στην μου­σι­κή αλλά και γενι­κό­τε­ρα σε πλή­θος ανθρω­πι­νά προ­βλή­μα­τα, σε γοή­τευε από την πρώ­τη στιγ­μή. Συνα­ντη­θή­κα­με αρκε­τές φορές, ιδιαί­τε­ρα στο σπί­τι του, που είχε το πιά­νο και την κιθά­ρα του. Πίνα­με τα ποτά μας, κου­βε­ντιά­ζα­με με τις ώρες και καμιά φορά αυτο­σχε­διά­ζα­με πάνω σε στί­χους που του είχα δώσει. Ανε­ξάρ­τη­τα από την θέλη­ση και των δυο δεν ευο­δώ­θη­κε ένα ολο­κλη­ρω­μέ­νο έργο σε ποί­η­ση δική μου. Γρά­φτη­καν όμως μερι­κά τρα­γού­δια. Πάντως υπήρ­ξε αγα­πη­μέ­νος φίλος και εκπλη­κτι­κός μου­σι­κός. Δυστυ­χώς έφυ­γε πάνω στην πιο ωραία του ώρα, την ώρα, που το ώρι­μο ταλέ­ντο του έδι­νε τους πιο άξιους καρ­πούς. Ας είναι η μνή­μη του παντοτινή.»

loizos12

Όταν κάπο­τε, κάποια στιγ­μή, σήμε­ρα ή και αργό­τε­ρα, πέσει αυτό το σημεί­ω­μα σε κάποια χέρια, νεα­νι­κά η ώρι­μα, κι αυτός που θα το δια­βά­σει θα έχει αγά­πη για την τέχνη και το μυστή­ριο των συνα­ντή­σε­ων, θα απο­ρή­σει, πώς, μέσα στον ορυ­μα­γδό της καπι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­σκο­πί­ας κατά­φε­ραν να συνα­ντη­θούν ποι­η­τές με μου­σι­κούς, θεα­τρί­νοι με τους συγ­γρα­φείς τους και εικο­νο­γρά­φοι με τις εκκλη­σί­ες τους. Κι εδώ ακρι­βώς αρχί­ζει αυτό που λέμε «έρως», με την κατα­λυ­τι­κή σημα­σία της βαθιάς αυτο­ε­κτί­μη­σης, καθώς και της ετεροεκτίμησης.

xristodoulou2(…) Αυτά τα λίγα για έναν γίγα που γέμι­σε την Ελλά­δα με όμορ­φα τρα­γού­δια, που επε­σή­μα­νε σκλη­ρές στιγ­μές του εργα­τι­κού αγώ­να, του έρω­τα, της χαράς, της κατα­πί­ε­σης και του νοή­μα­τος της απου­σί­ας και του θανά­του. Άρχι­σα το σημεί­ω­μα αυτό λέγο­ντας πως, πόσο παρά­δο­ξο είναι να γεν­νιού­νται «έρω­τες» κάτω από σκλη­ρή εκμε­τάλ­λευ­ση και κατα­πί­ε­ση. Το μυστή­ριο του ανθρώ­που και της τέχνης είναι πέρα από κάθε περι­γρα­φή, όπως πέρα από κάθε περι­γρα­φή είναι και η ιδιά­ζου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα του κάθε δημιουργού.

xristodoulou1Ωστό­σο, προ­τού κλεί­σω το σημεί­ω­μα αυτό και πέρα από τις προ­σω­πι­κές ανα­μνή­σεις που μπο­ρεί να είναι και άπει­ρες, εκεί­νο που θα ήθε­λα να σημειώ­σω είναι η αξία και η σημα­σία του Μάνου Λοΐ­ζου ως συν­θέ­τη. Είναι ίσως από τους λίγους νεώ­τε­ρους συν­θέ­τες μας που ελλη­νο­ποί­η­σαν την «δυτι­κή» όψη της μου­σι­κής, κι αυτό για­τί είχε έντο­νη αγά­πη στον ελλη­νι­κό χώρο, στα ελλη­νι­κά θέμα­τα και προ­βλή­μα­τα. Και το υπο­γραμ­μί­ζω αυτό για­τί σήμε­ρα οι νέοι περι­δια­βά­ζο­ντας στην διε­θνή μου­σι­κή ξεχνά­νε τον τόπο τους και ίσως ο Μ. Λοΐ­ζος θα μπο­ρού­σε να τους γίνει οδηγός.

Δημή­τρης Χριστοδούλου

Μάνος Λοΐζος - Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μάνος Λοΐ­ζος — Λευ­τέ­ρης Παπαδόπουλος

Λευ­τέ­ρης Παπα­δό­που­λος: «Ερω­τι­κός, ανα­το­λί­της, τρυ­φε­ρός, ευαί­σθη­τος, γαλή­νιος, ονει­ρο­πό­λος και μαζί μαχη­τι­κός και πει­σμα­τά­ρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Με την ψυχή δεμέ­νη στο ταξί­δι. Και με το τρα­γού­δι, αίμα στις φλέ­βες του. Του άρε­σαν οι όμορ­φες γυναί­κες, το καλό κρα­σί, οι νόστι­μοι μεζέ­δες. Σπά­νια θύμω­νε. Συνή­θως, χαμο­γε­λού­σε. «Είμαι απελ­πι­σμέ­νος», έλε­γε. Κι έτρε­χε να κρυ­φτεί στο κατα­φύ­γιο του το χιού­μορ. Έπαι­ζε τάβλι, έπαι­ζε πόκα. Έπαι­ζε και με τη ζωή του. Έζη­σε μόνο 45 χρό­νια, που είναι περισ­σό­τε­ρο από 90, για πολ­λούς από μας. Γέρος και σοφός και πολύ­πει­ρος και συγ­χρό­νως παι­δί, έτοι­μο να μαγευ­τεί από τα χρώ­μα­τα μιας πεταλούδας.»

fodas_ladhsΦώντας Λάδης: «(…) Όσο για τον ίδιο το Μάνο, για το ήθος του και τη δου­λειά του, τι να πω. Ξεχώ­ρι­σε νωρίς, σαν αυθε­ντι­κή δια­λε­χτή μονά­δα σε μια περί­ο­δο μου­σι­κών ογκο­λί­θων, ανά­με­σα στις συμπλη­γά­δες των δισκο­γρα­φι­κών εται­ριών μονο­πω­λί­ων και γενι­κά σε ένα χώρο πλη­θω­ρι­κής προ­σφο­ράς και σημα­ντι­κής μου­σι­κής παρά­δο­σης, μέσα στον οποίο και το πολύ καλό συχνά έμοια­ζε για μέτριο. Πάντρε­ψε την ποιό­τη­τα με την ποσό­τη­τα. Αν ζού­σε, θα μας βοη­θού­σε με τον τρό­πο που δού­λευε, με την απο­φυ­γή του θορύ­βου, της υπέρ­με­τρης προ­βο­λής, της πάνω από το μέτρο δημο­σιό­τη­τας, με την καθο­δή­γη­ση και το κατευ­να­σμό της μελω­δί­ας του να βγού­με γρη­γο­ρό­τε­ρα από αυτή τη σχε­τι­κή στα­σι­μό­τη­τα, στην οποία εδώ και ορι­σμέ­να χρό­νια κινεί­ται το ελλη­νι­κό τρα­γού­δι. Αλλά και τώρα με το έργο του, και με το παρά­δειγ­μά του, μας θυμί­ζει, πως ο καλύ­τε­ρος τρό­πος να υπε­ρα­σπί­σου­με το μέχρι τώρα έργο μας είναι να δώσου­με νέο, προ­σεγ­μέ­νο έργο, να μην στα­μα­τά­με την αισθη­τι­κή μας ανα­ζή­τη­ση και εμβάθυνση.»

gionisΔημή­τρης Γκιώ­νης: «Ο Μάνος δεν ήταν εύκο­λος στις συνε­ντεύ­ξεις για την προ­βο­λή του εαυ­τού του και του έργου του. Δεν κατα­φρο­νού­σε την δημο­σιό­τη­τα, αλλά και δεν ήταν ο καλ­λι­τέ­χνης των δημο­σί­ων σχέ­σε­ων. Συνή­θως αρνιό­ταν τις προ­σω­πι­κές συνε­ντεύ­ξεις (γι’ αυτό άφη­σε και πολύ λίγες) και όταν δεχό­ταν, ο δημο­σιο­γρά­φος δει­νο­πα­θού­σε με την ανα­βλη­τι­κό­τη­τά του. Τον ενδιέ­φε­ρε το τι θα πει, πώς θα το πει, κι είχε μιαν αγω­νία για το πως θα μετα­φερ­θεί από τον δημο­σιο­γρά­φο. Μέτρα­γε ό,τι έλε­γε, απε­χθα­νό­ταν την αυτο­προ­βο­λή, δεν προ­κα­λού­σε, γι’ αυτό και ήταν από τους ελά­χι­στους καλ­λι­τέ­χνες που είχε την εκτί­μη­ση των ανθρώ­πων του Τύπου και των ομο­τέ­χνων του. (…)Ωστό­σο, ο Μάνος είχε κερ­δί­σει αυτό που κάθε καλ­λι­τέ­χνης ονει­ρεύ­ε­ται, την ανα­γνώ­ρι­ση και την αγά­πη του μεγά­λου κοι­νού. Κι ήταν, όπως μας είχε εξο­μο­λο­γη­θεί, μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες συγκι­νή­σεις που είχε δοκι­μά­σει στη ζωή του, όταν, λίγο μετά την μετα­πο­λί­τευ­ση του 1974, κατε­βαί­νο­ντας στο κέντρο της Αθή­νας άκου­σε ένα μυριό­στο­μο πλή­θος να τρα­γου­δά­ει το Καλη­μέ­ρα ήλιε.»

Σε βλέ­πω να καπνί­ζεις, ήρε­μος, γαλή­νιος, καμιά φορά λυπη­μέ­νος, να μου ζητάς να σου στύ­ψω πορ­το­κά­λια, να σφυ­ρί­ζεις τα και­νού­ρια σου και να ζητάς πάλι.
— Χαρου­λί­τσα, μου κόβεις τα μαλλιά;
— Θα μου πάρεις ίδια παπού­τσια με του Αχιλλέα;
— Μάνο, μη χαϊδεύεσαι.
— Χαρου­λα, μη με κατα­πιέ­ζεις, πες μου κανέ­να δημοτικό.
— Μάνο, μη με κατα­πιέ­ζεις με τα δημο­τι­κά, παί­ξε μας λίγο από τον Χικμέτ.

alexiou
Κι ύστε­ρα να κάνω τίπο­τα να φάμε, κι ύστε­ρα να βρί­ζεις τον ψηλό που δεν ξέρει τάβλι. Κι υστέ­ρα, κι ύστε­ρα… κι ύστε­ρα… Όλα αυτά τα καθη­με­ρι­νά της φιλί­ας μας. Τα νεύ­ρα σου, η ηρε­μία σου πάλι…
— Χαρού­λα, δεν είναι όμορ­φη η Δώρα σήμερα;
— Πόσο σου μοιά­ζει η Μυρσίνη.
Έφτια­ξα μια κασέ­τα με τη φωνή σου από τότε που έφυ­γες. Μερι­κές φορές μου κάνεις παρέα, μερι­κές φορές σου κάνω εγώ.

Χαρού­λα Αλεξίου

Μάνος Λοΐζος - Γιώργος Νταλάρας (Πηγή φωτογραφίας: e-orfeas.gr)

Μάνος Λοΐ­ζος — Γιώρ­γος Ντα­λά­ρας
(Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: e‑orfeas.gr)

Γιώρ­γος Ντα­λά­ρας: Αυτό που θυμά­μαι πιο πολύ απ’ τον Μάνο είναι η επι­μο­νή του να βλέ­πει τη ζωή και τους ανθρώ­πους με μια απί­στευ­τη τρυ­φε­ρό­τη­τα. Αυτό ήταν που τον έκα­νε ξεχω­ρι­στό στα μάτια μου, τα μάτια ενός παι­διού 18 χρο­νών τότε, που στο ξεκί­νη­μά του είχε ανά­γκη από αγά­πη και βοή­θεια. Τα πρώ­τα τρα­γού­δια του μου τα έδω­σε για­τί του θύμι­ζα λέει φοι­τη­τή! Και ως φοι­τη­τή με σύστη­σε αργό­τε­ρα στο Λευ­τέ­ρη. Ο Μάνος αγα­πού­σε πολύ τους φοι­τη­τές, αγα­πού­σε τους απλούς ανθρώ­πους. Και τους νοια­ζό­τα­νε. Ήταν αγνός και ευαί­σθη­τος στους χτύ­πους της καρ­διάς της Ελλά­δας. Τους άκου­γε προ­σε­χτι­κά και τους έκα­νε τρα­γού­δια, που έβγαι­ναν απ’ την ψυχή του και έμπαι­ναν στη δική μας ψυχή.

Έτσι ο Μάνος πέθα­νε χωρίς να έχει τίπο­τα δικό του. Ούτε καν τα τρα­γού­δια του. Για­τί δεν έγρα­φε ποτέ για τον εαυ­τό του. Πάντα για τους ανθρώ­πους. Γι’ αυτό και τα τρα­γού­δια του είναι δικά μας τραγούδια.»

Βασί­λης Παπα­κων­στα­ντί­νου: «To ΄82 κατά τη διάρ­κεια μιας συναυ­λί­ας στη Σητεία, όπως διεύ­θυ­νε την ορχή­στρα έμει­νε για μια στιγ­μή με τα χέρια μετέ­ω­ρα. Ο λόγος ήτα­νε ότι εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή βγή­κε το φεγ­γά­ρι πάνω από το πάλ­κο. Στα­μά­τη­σε τη συναυ­λία, γύρι­σε στον κόσμο και τους είπε να δουν την Παν­σέ­λη­νο… Αν δεν ήμουν γιος του πατέ­ρα μου, θα ’θελα να ’μουν γιος του Μάνου Λοΐζου.»

Η Μαρία Φαραντούρη το 1967 σε πρόβα με τον Μάνο Λοΐζο για τα ''Νέγρικα'' (Πηγή φωτογραφίας: www.lifo.gr)

Η Μαρία Φαρα­ντού­ρη το 1967 σε πρό­βα με τον Μάνο Λοΐ­ζο για τα ”Νέγρι­κα”
(Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: www.lifo.gr)

Μαρία Φαρα­ντού­ρη: «Με τον Μάνο Λοΐ­ζο ξεκι­νή­σα­με μαζί. Τον γνώ­ρι­σα το 1963 στο Σύλ­λο­γο Φίλων της Ελλη­νι­κής Μου­σι­κής. Μαθή­τρια εγώ, φοι­τη­τής εκεί­νος. Θυμά­μαι που με ρώτη­σε ποιο τρα­γού­δι ξέρω και με συνό­δε­ψε στο πιά­νο. Από τότε γίνα­με στε­νοί φίλοι και σύντρο­φοι στους καλ­λι­τε­χνι­κούς και δημο­κρα­τι­κούς αγώ­νες. Ο Μάνος Λοΐ­ζος ήταν ένας «λυρι­κός» του τρα­γου­διού. Ένας υπε­ρευαί­σθη­τος άνθρω­πος με παι­δι­κή αγνό­τη­τα και ήθος. Ο Μάνος ήταν αδελ­φός. Τίπο­τα, ούτε ο θάνα­τος δεν μπο­ρεί να τον σβή­σει απ’ την ζωή μας.»

notis_mavroudis(…) Η ηρε­μία του και η στω­ι­κό­τη­τά του ήταν απε­ρί­γρα­πτες. Μια μέρα πάνω στην πρό­βα οι δυο μας μαζί και με τον Κώστα τον Γανω­σέλ­λη, που κατέ­γρα­φε τις ιδέ­ες, μου έσπα­σε μια χορ­δή και δεν μπο­ρού­σα να παί­ξω. Ο Μάνος άρχι­σε τότε να μου ανα­πτύσ­σει μια φιλο­σο­φία μετα­ξύ σοβα­ρού και αστεί­ου, πως δεν είναι οι χορ­δές που παί­ζουν αλλά η ψυχή του παί­χτη. Όταν ο παί­χτης έχει πραγ­μα­τι­κά ψυχή, τότε το όργα­νο προ­σαρ­μό­ζε­ται στην ψυχή αυτή! Ομο­λο­γώ πως δεν θυμά­μαι πώς παρα­σύρ­θη­κα. Συνε­χί­σα­με την πρό­βα άνε­τα θαρ­ρείς και δεν υπήρ­χε κανέ­να πρό­βλη­μα. Η κιθά­ρα συνέ­χι­ζε να έχει μια χορ­δή λιγό­τε­ρη, αλλά η θυμο­σο­φία του Μάνου λει­τούρ­γη­σε άψο­γα. Μετά χαμο­γε­λα­στός και χαρού­με­νος άνοι­ξε ένα μπου­κά­λι κονιάκ και τσουγκρίσαμε…

Νότης Μαυ­ρου­δής

Κώστας Γανω­σέ­λης: «(…) Κάποια φορά που όλα πάνε στρα­βά και απ’ όλες τις από­ψεις. παίρ­νει το μάτι μου το Μάνο να κάθε­ται ήρε­μος και να ανα­κα­τεύ­ει τον καφέ του, πράγ­μα που με εκνευ­ρί­ζει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. «Καλά, δεν αγα­να­κτείς μ’ αυτή την κατά­στα­ση;» τον ρωτάω. Και η απά­ντη­ση: «Μα είμαι ήδη έξω φρε­νών», με ύφος σαν να έλε­γε «δεν περ­νά­με κι άσχη­μα» ή «η μέρα είναι αρκε­τά ζεστή σήμε­ρα» ή «ο καφές είναι εξαιρετικός».

loizos22

Κάποια άλλη φορά μου ζητά­ει να του γρά­ψω ένα μέρος βιο­λιού για την «μπα­λά­ντα της νοι­κο­κυ­ράς». Όταν τελειώ­νει η εγγρα­φή ο Μάνος προ­χω­ρεί αμί­λη­τος στο επό­με­νο τρα­γού­δι. Δεν αντέ­χω στη σιω­πή του και τον τρα­βάω απ’ το μανί­κι: «Για­τί δε μιλάς, βρε Μάνο; Σου άρε­σε, δε σου άρε­σε, ήταν ωραίο, ήταν απαί­σιο, τι ήταν, πες μια κου­βέ­ντα τέλος πάντων!». Κι ο Μάνος: «Μα έπρε­πε να ’χεις κατα­λά­βει πως είμαι ενθου­σια­σμέ­νος».  Δυστυ­χώς, μόνο όσοι έζη­σαν από κοντά τον Μάνο μπο­ρούν να χαμο­γε­λά­σουν ανα­πλά­θο­ντας αυτές τις εικό­νες και να ξεχά­σουν για μια στιγ­μή την σκλη­ρή απουσία.»

nikolopoylosΧρή­στος Νικο­λό­που­λος: «Ο Μάνος. Σαν Άνθρω­πος ήταν σπά­νιος. Σαν συν­θέ­της είχε τέτοιο ποι­κι­λία στα θέμα­τά του, που μπο­ρώ να πω πως κι εγώ πήρα πολ­λά στοι­χεία του. Σαν αγω­νι­στής και συν­δι­κα­λι­στής γενι­κά και ιδιαί­τε­ρα στην ΕΜΣΕ ήταν ο μόνος που ακού­γο­ντάς τον έπαιρ­να μια σωστή γραμ­μή. Ήταν πράγ­μα­τι ένα μεγα­λείο. Δεν θα τον ξεχά­σω ποτέ.»

Γιάν­νης Κοντός: «Τρία χρό­νια που έφυ­γες και τα βρά­δια σε βρί­σκω στο παλιό σου σπί­τι (πλάι από τις ράγιες του ηλε­κτρι­κού), να χαμο­γε­λάς με το τσι­γά­ρο στο χέρι. Κοντά σου ολό­σω­μο το τρα­γού­δι σου «το παλιό ρολόι του μικρού σταθ­μού». Θυμά­σαι όταν περ­νού­σε το τρέ­νο και έτρε­χε η βρύ­ση και η μουσική;

kontosΤην τελευ­ταία σου άνοι­ξη βρε­θή­κα­με για να γίνει ένας δίσκος με ποι­ή­μα­τα από το βιβλίο μου «Τα οστά». Ήθε­λες στη μελο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση, να είναι το ποί­η­μα μπρο­στά και η μου­σι­κή πιο πίσω. Άρχι­σες να δου­λεύ­εις, αλλά μετά από λίγο μπλέ­χτη­κες στην περι­πέ­τεια για το μεγά­λο ταξί­δι! Θυμά­σαι, Μάνο, τους στί­χους του Ελύ­τη; «Παι­δί παι­δά­κι με τα καστα­νά μαλ­λιά Σου ’μελ­λε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά» / «Σου ’μελ­λε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».

Τον ήξε­ρα λίγο. Τον αγά­πη­σα πολύ. Λυπά­μαι που δεν πρό­λα­βα να τρα­γου­δή­σω περισ­σό­τε­ρα τρα­γού­δια του. Πρό­λα­βα και είπα μόνο δυο. Το τρα­γού­δι «Όταν βλέ­πε­τε να κλαίω» και «Το μερ­τι­κό μου απ’ την χαρά». Θυμά­μαι την ημέ­ρα της ηχο­γρά­φη­σης στο Studio μ’ εκεί­νο το γλυ­κό παι­δι­κό του χαμό­γε­λο που μ’ αγκά­λια­σε και πήγα­με να κάνου­με πρό­βα τα τρα­γού­δια του στο πιά­νο. Μου τα έπαι­ξε από δυο φορές το καθέ­να. Την τρί­τη φορά άρχι­σα και τρα­γου­δού­σα κι εγώ μαζί του. Αν θυμά­μαι καλά δεν παί­χτη­καν για τέταρ­τη φορά και τα τρα­γού­δια τα ήξε­ρα πια καλά.

Μ’ άφη­σε μόνο στην αίθου­σα ηχο­γρά­φη­σης και ανέ­βη­κε δίπλα στον ηχο­λή­πτη για να παρα­κο­λου­θή­σει την ηχο­γρά­φη­ση. Τα τρα­γού­δη­σα από μια φορά μόνο. Όταν τον ρώτη­σα αν είναι ευχα­ρι­στη­μέ­νος από την ερμη­νεία μου, μου είπε τη λέξη «τελειώ­σα­με». «Τι άλλο να πεις, ρε Στέ­λιο». Η επό­με­νη συνά­ντη­ση ήταν σε μια ταβέρ­να που μου ζήτη­σε τη χάρη να του τρα­γου­δή­σω «Το Σαβ­βα­το­βρα­δο» του Μικη Θεο­δω­ρά­κη και του Τάσου Λει­βα­δί­τη. Κι όταν τον ρώτη­σα πώς θα το πω, έτρε­ξε κι έφε­ρε από το αυτο­κί­νη­τό του την δωδε­κά­χορ­δη κιθά­ρα του, που την κου­βα­λού­σε πάντα μαζί του. Του το τρα­γού­δη­σα κι έκα­νε σαν μικρό παι­δί απ’ τη χαρά του. (…) Έτσι πάντα τον θυμά­μαι τον Μάνο. Γελα­στό και καλο­συ­νά­το. Γεια σου, Μάνο.

Στέ­λιος Καζαντζίδης

polikandriotisΘανά­σης Πολυ­καν­δριώ­της: «(…) Αυτός ήταν που με έσπρω­ξε το 1972 να ασχο­λη­θώ κι εγώ σοβα­ρά με τη σύν­θε­ση. Όταν δει­λά του ’δει­ξα τότε μια δου­λειά, μου είπε «Θανά­ση, συνέ­χι­σε μ’ όλη σου τη δύνα­μη». Ήταν ο πρώ­τος που τότε εμπι­στεύ­θη­κα και του έδει­ξα τις πρώ­τες συν­θέ­σεις μου και αυθόρ­μη­τα με πολ­λή αγά­πη με παρό­τρυ­νε. Με την ίδια αγά­πη όμως αντι­με­τώ­πι­ζε όλο τον κόσμο. Η χαμο­γε­λα­στή του μάτια αντι­κα­τό­πτρι­ζε ένα συναι­σθη­μα­τι­κό κόσμο απαλ­λαγ­μέ­νο από κακί­ες και ταπει­νούς μικροεγωισμούς.

Έκα­νε πάντα υπο­δειγ­μα­τι­κή τη συνερ­γα­σία μας. Είναι σαν να τον ακούω και σήμε­ρα να μου λέει «Θέλω τσι­μπη­τό ήχο απ’ τ’ όργα­νο». Για κάθε μου­σι­κό του είχε μια ξεχω­ρι­στή κου­βέ­ντα. Έμπαι­νε μέσα μας με μονα­δι­κή δεξιο­τε­χνία κι έκα­νε κάθε δου­λειά του με τον τρό­πο του μια μονα­δι­κή καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία. Ενώ του δίνα­με, ταυ­τό­χρο­να νιώ­θα­με και πλουσιότεροι!

Όταν ένα αστέ­ρι πέφτει απ’ τον ουρα­νό όλοι κάνουν μια ευχή. Όταν όμως ένα ΑΣΤΕΡΙ ανε­βαί­νει στον ουρα­νό όλοι θα ’θελαν να το χουν στα χέρια τους… Μάνο, μας λεί­πει η αγά­πη σου! Η απου­σία σου μας έκα­νε φτωχότερους!».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο