Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Β) – Τρίτο μέρος: «Η μνήμη μου είναι γιομάτη σπίτια, ένα μωσαϊκό στέγες, μάντρες, παράθυρα…»

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στη Γιάλοβα, όταν έγραφε τον Τολστόι (2005). Η φωτογραφία από το περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 501, Νοέμβριος 2009

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος στη Γιά­λο­βα, όταν έγρα­φε τον Τολ­στόι (2005). Η φωτο­γρα­φία από το περιο­δι­κό Δια­βά­ζω, τεύ­χος 501, Νοέμ­βριος 2009

Γρά­φει η ofisofi //

Αυτά τα εβδο­μή­ντα χρό­νια κατα­γρά­φο­νται με τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία. Η ακμή και η παρακ­μή καθώς και οι σχέ­σεις εξου­σί­ας και λογο­τε­χνί­ας. Η εκτί­μη­ση του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου για τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία δεν εξα­ντλεί­ται «στα όρια των σημε­ρι­νών κατε­δα­φί­σε­ων, για την επο­χή και τον πολι­τι­σμό της πολ­λά θα έχει να πει και το αύριο.»

Η σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία ήταν ένα γεγο­νός και καλό είναι να αντι­με­τω­πι­σθεί, να κρι­θεί με την ουσια­στι­κή προ­σφο­ρά της. Είναι αλή­θεια ότι στην λογο­τε­χνία επι­τρέ­πο­νται τα πάντα εκτός από δια­τα­γές. Οι παρεμ­βά­σεις στη λογο­τε­χνία συμ­βαί­νουν παντού και με διά­φο­ρους τρό­πους, όπως η δρά­ση των κυκλω­μά­των, οι αντι­λή­ψεις των εκδο­τών, η εμπο­ρι­κή προ­ώ­θη­ση των έργων και πολ­λά άλλα. Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση εκεί­νο που έγι­νε ήταν η πίε­ση των λογο­τε­χνών για χάρη της απε­λευ­θέ­ρω­σης από το παλιό και της προ­ώ­θη­σης του νέου μέσα από δρό­μους και τρό­πους που ουσια­στι­κά εξαρ­τού­σαν το λογοτέχνη.

«Ο αλη­θι­νός λογο­τέ­χνης έχει δική του φωνή, έστω και πολύ μικρή. Όπως να έρθουν τα πράγ­μα­τα, κρα­τεί την ελευ­θε­ρία του και την ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση του χώρου του. Αλλά είναι και οι άλλοι, οι άσχε­τοι και οι παγι­δευ­μέ­νοι μες στη λογο­τε­χνία. Και η σοβιε­τι­κή ιστο­ρία επι­βε­βαί­ω­σε ότι από εκεί­νους φτιά­χνο­νται οι κανό­νες, τα συστή­μα­τα, ίδια και απα­ράλ­λα­χτα με τα υπο­δείγ­μα­τα της αγιο­λο­γί­ας του μεσαί­ω­να. Δια­μόρ­φω­σαν έννοιες, όπως και αυτή της μαρ­ξι­στι­κής λογο­τε­χνί­ας και του μαρ­ξι­στή λογο­τέ­χνη, που δεν μπο­ρούν να έχουν πραγ­μα­τι­κό λογο­τε­χνι­κό αντί­κρυ­σμα, υπάρ­χουν μόνο στην παγι­δευ­μέ­νη σκέ­ψη, εύκο­λα όμως εξου­σιά­ζουν τα πνεύ­μα­τα και κατα­δυ­νά­στευ­σαν μια επο­χή, φτά­νο­ντας να λει­τουρ­γή­σουν και σαν σήμα­τα για τις διω­κτι­κές αρχές.»

Ο συγ­γρα­φέ­ας υπο­στη­ρί­ζει ότι η σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία αλλιώς άρχι­σε και αλλιώς τελεί­ω­σε. Παρο­μοιά­ζει μάλι­στα την πολι­τι­κή της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης στη λογο­τε­χνία με την εξη­μέ­ρω­ση που κάνουν οι κυνη­γοί στα γερά­κια και στους αετούς για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν στα κυνή­για τους για να κατα­λή­ξει στο συμπέ­ρα­σμα ότι όποιος ξέρει τι τρα­βά το γερά­κι μέχρι να’ ρθει στα ανθρώ­πι­να μέτρα μπο­ρεί να σχη­μα­τί­σει άπο­ψη για τον τρό­πο που η σοβιε­τι­κή εξου­σία χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη λογοτεχνία.

«Η σοβιε­τι­κή πολι­τι­κή σεβά­στη­κε και δε σεβά­στη­κε την ιδιο­τυ­πία της λογο­τε­χνί­ας. Άρχι­σε από ένα επί­πε­δο που υπο­σχό­ταν πολ­λά. Και μπο­ρού­σε να τα κάμει, υπήρ­χε και η γνώ­ση και η βού­λη­ση. Όλα όμως εκεί­να, με τα οποία ξεκι­νού­σε η σοβιε­τι­κή ιστο­ρία, οι πραγ­μα­τι­κές της αξί­ες, θυσιά­στη­καν μία μία στις υπα­γο­ρεύ­σεις μιας άλλης στρα­τη­γι­κής. Τα ίδια έκα­νε το καθε­στώς και με την ιδε­ο­λο­γία του, το μαρ­ξι­σμό και το σοσια­λι­σμό του.

Μετα­ξύ μαρ­ξι­σμού και λογο­τε­χνί­ας δεν υπήρ­ξε σχέ­ση θύτη και θύμα­τος – ήταν κι οι δυο τους στον ίδιο βαθ­μό ομοιο­πα­θείς, συμπάσχοντες.»

Παρ’ όλα αυτά εκεί­νος που εξε­τά­ζει τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία είναι ανά­γκη να τη δει με όλα της τα γνω­ρί­σμα­τα και όχι μονο­με­ρώς. Υπό αυτό το πρί­σμα καλό είναι να μελε­τη­θεί και το ζήτη­μα του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού. Ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός ήταν μια σχο­λή στη λογο­τε­χνία και γενι­κά στην πνευ­μα­τι­κή δημιουρ­γία, όπως σχο­λές και κινή­μα­τα υπήρ­ξαν και υπάρ­χουν πολ­λά. Το ζητού­με­νο είναι πώς ξεκί­νη­σε, πώς εξε­λί­χθη­κε και πώς κατέ­λη­ξε ο σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός καθώς γύρω από αυτόν ανα­πτύ­χθη­κε «ένα χαρ­το­βα­σί­λειο απί­θα­νων δια­στά­σε­ων. Μια άλλη αυτοκρατορία.»

Το κακό είναι ότι όλα αυτά συν­δέ­θη­καν με πολι­τι­κές πρα­κτι­κές που πολύ εύκο­λα ποι­νι­κο­ποιού­σαν τη σκέ­ψη όσων ξέφευ­γαν από αυτές.

Είναι σημα­ντι­κή η επι­σή­μαν­ση του ότι δεν είναι το ίδιο να προ­σπα­θεί κανείς να επι­βά­λει σε κάποιον άλλον μια ιδέα, μια πολι­τι­κή στά­ση , ένα πολι­τι­κό όνει­ρο με το να την εκφρά­ζει για­τί την πιστεύ­ει βαθιά και να προ­σπα­θεί να αφυ­πνί­σει και όλους τους άλλους, να τους κάνει συμ­μέ­το­χους. Από αυτή την οπτι­κή γωνία βλέ­πει και τη σοβιε­τι­κή λογο­τε­χνία και τους δημιουρ­γούς της. Υπήρ­ξαν οι εμπνευ­σμέ­νοι συγ­γρα­φείς που πίστε­ψαν αλη­θι­νά στο σοσια­λι­σμό και έδω­σαν τα πάντα. Κάποια στιγ­μή όμως ήρθαν αντι­μέ­τω­ποι με τη χει­ρα­γώ­γη­ση, τους συμπε­ρι­φέρ­θη­καν όπως στα γερά­κια και τότε αρχί­ζει η φθο­ρά η εσω­τε­ρι­κή και η εξωτερική.

Η δια­πί­στω­ση είναι ότι μέσα σε αυτή την εβδο­μη­ντά­χρο­νη πορεία πανί­σχυ­ρες ιδέ­ες βρέ­θη­καν στα χέρια ανέ­τοι­μων ανθρώ­πων. Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος γρά­φει μάλι­στα ότι και ο ίδιος ο Στά­λιν σε κεί­με­νά του προ­βλη­μα­τί­στη­κε πάνω στην ιδιο­τυ­πία της λογο­τε­χνί­ας και έβα­λε τους λογο­τέ­χνες στη θέση τους υπο­στη­ρί­ζο­ντας τα πιο σωστά πράγματα.

Γενι­κά υιο­θε­τή­θη­κε μια κακή κρα­τι­κή πολι­τι­κή σε σχέ­ση με τη λογο­τε­χνία, όμως τις μεγα­λύ­τε­ρες κατα­στρο­φές τις έκα­νε το συνά­φι των λογο­τε­χνών αρκεί να διέ­θε­τε κάποιος το μέσο για να το κάνει, μια εφη­με­ρί­δα, ένα περιο­δι­κό, ένα δικό του κύκλω­μα, κακό χαρα­κτή­ρα, πολ­λές φιλο­δο­ξί­ες και αδί­στα­κτη συμπεριφορά.

«Στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση δόθη­καν σ’ όλα αυτά πλού­σιες δυνα­τό­τη­τες και τα πιο φονι­κά όπλα – με όλη τη σημα­σία του λόγου. Δια­μορ­φώ­θη­καν άλλοι κανό­νες. Κι αν είναι να τα κλεί­σει κανείς όλα σε μια φρά­ση, εγώ θα τόλε­γα έτσι: δεν άφη­σαν τη λογο­τε­χνία το γεγο­νός της ζωής να το κάνει δικό της γεγο­νός. Δεν την άφη­σαν να το κάνει αυτό, παρά ως ένα σημείο. Απο­δώ ως εκεί. Της απα­γό­ρε­ψαν την αντι­γνω­μία, αλλά και μερι­κά πράγ­μα­τα τελεί­ως απα­ραί­τη­τα – τη στέ­ρη­σαν κι απ’ αυτό το παι­χνί­δι, το δικό της παι­χνί­δι, τη φαντα­σία της, τα στο­λί­δια της, να στο­λι­στεί όσο θέλει και να μουρ­λα­θεί όσο θέλει.»

Το απο­τέ­λε­σμα ήταν η λογο­τε­χνία να μην μπο­ρεί να ανα­πνεύ­σει, να μην μπο­ρεί να μιλή­σει, να απλου­στεύ­ει τις σκέ­ψεις, να αδυ­να­τί­ζει γλωσ­σι­κά. Λογο­τέ­χνης μπο­ρού­σε να γίνει ο καθέ­νας ή ο λογο­τέ­χνης να γίνε­ται ένας γρα­φειο­κρά­της και να στο­χεύ­ει σε μια θέση και ένα μισθό.

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ήταν η χώρα του σοσια­λι­σμού και του πιο μεγά­λου πολέ­μου, η χώρα που άνοι­ξε την πόρ­τα στους μαχη­τές του ΔΣΕ μετά την ήττα, που μοι­ρά­στη­κε μαζί τους το ψωμί της, τις επι­τυ­χί­ες, τα μπερ­δέ­μα­τά της, η χώρα της φαντα­σί­ας τους. Ήταν μια νέα ανθρώ­πι­νη συνεί­δη­ση που δεν πρό­λα­βε να σχη­μα­τι­σθεί και γι’ αυτό δεν άντε­ξε. Ήταν τα σπί­τια της που χωρίς αυτά δεν μπο­ρεί κανείς να γνω­ρί­σει μια χώρα.

«Η μνή­μη μου είναι γιο­μά­τη σπί­τια, ένα μωσαϊ­κό στέ­γες, μάντρες, παράθυρα»

Μέσα σε ένα από αυτά τα σπί­τια γνώ­ρι­σε το κορι­τσά­κι, που αργό­τε­ρα έγι­νε η γυναί­κα του, τη Σόνια Ιλίν­σκα­για, και μέσα από τη ζωή της και τη σύλ­λη­ψη του πατέ­ρα της, που οδη­γή­θη­κε σε στρα­τό­πε­δο, γνώ­ρι­σε την άλλη όψη που είχαν τα πρό­σω­πα, τα πράγ­μα­τα, οι καταστάσεις.

​Με τη Σόνια Ιλίνσκαγια στο σανατόριο Σοφράνοβο της Μπασκιρίας (1959). Η φωτογραφία από το περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 501, Νοέμβριος 2009

​Με τη Σόνια Ιλίν­σκα­για στο σανα­τό­ριο Σοφρά­νο­βο της Μπα­σκι­ρί­ας (1959). Η φωτο­γρα­φία από το περιο­δι­κό Δια­βά­ζω, τεύ­χος 501, Νοέμ­βριος 2009

Στη Σόνια λοι­πόν αφιε­ρώ­νει τα βιβλία του. Εξο­μο­λο­γεί­ται όμως ότι αυτό το κάνει όχι για­τί του αρέ­σει αλλά για­τί «Όταν χρω­στάς και στην τσέ­πη δεν έχεις παρά τα βιβλία σου, δίνεις από αυτά που έχεις.»

Δύσκο­λα χρό­νια που τα πέρα­σαν περι­φε­ρό­με­νοι με τις βαλί­τσες τους στα χέρια, χωρίς στέ­γη, χωρίς τίπο­τα που να τον βοη­θά­ει στη συγ­γρα­φι­κή του δου­λειά. Και ήρθε κάποια στιγ­μή η ώρα του λογο­τε­χνι­κού ινστι­τού­του της Μόσχας που μπο­ρού­σε να του παρέ­χει την πολυ­τέ­λεια της στέ­γης. Περε­ντέ­λι­κο λεγό­ταν η πόλη των συγ­γρα­φέ­ων. Η εγκα­τά­στα­ση του εκεί του δίνει την αφορ­μή να μας μιλή­σει για την υπό­θε­ση Πάστερνακ.

«Για μένα το όνο­μα του Πάστερ­νακ, σαν ένα σήμα έκτα­κτο, βγή­κε κατευ­θεί­αν μέσα από τη δόνη­ση, που είχε προ­κα­λέ­σει η αυτο­κτο­νία του Φαντέ­γεφ, εκεί πάλι στο Περε­ντέ­λι­κο, λίγα μέτρα πιο πέρα από το δικό μας σπίτι».

Ο Πάστερ­νακ, φωνή ποι­η­τι­κή, φυσιο­γνω­μία καθα­ρή, φαι­νό­με­νο προ­σω­πι­κής ελευ­θε­ρί­ας ώρι­μο, ισορ­ρο­πη­μέ­νο. Δεν ήταν ένας αντε­πα­να­στα­τι­κός άνθρω­πος. Και δεν ήταν καθό­λου κραυ­γα­λέ­ος. Ήταν ένας ποι­η­τής υψη­λής πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Η πολε­μι­κή ενα­ντί­ον του Πάστερ­νακ ήταν γελοία και παρά­λο­γη. Με αφορ­μή αυτή την υπό­θε­ση σχο­λιά­ζει την πνευ­μα­τι­κή αλλο­τρί­ω­ση των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των και την κακή σχέ­ση δια­νό­η­σης και εξου­σί­ας και θεω­ρεί ότι αυτή η υπό­θε­ση οδή­γη­σε σε ηθι­κή ήττα την εξου­σία. Μαζί με τον Πάστερ­νακ ο Χρου­σώφ έθα­ψε όλα όσα είχε αρχί­σει να φτιάχνει.

Η Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ήταν μια πολυ­ε­θνι­κή και πολυ­πο­λι­τι­σμι­κή χώρα. Δεν μπό­ρε­σε όμως να δια­χει­ρι­στεί σωστά την εθνι­κή και πολι­τι­σμι­κή ανο­μοιο­μορ­φία και κατά συνέ­πεια ούτε τις εθνι­κές σχέ­σεις με απο­τέ­λε­σμα να δημιουρ­γη­θούν αγε­φύ­ρω­τες δια­φο­ρές ανά­με­σα στους λαούς της. Τα προ­βλή­μα­τα αυτά δεν ήταν απλά, ήταν «ένα από τα θηρία που σπά­ρα­ξαν το σοσια­λι­σμό σ’ αυτή τη χώρα.…η σοσια­λι­στι­κή ιδέα μετα­μορ­φώ­θη­κε – στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση – σε εκπο­λι­τι­στι­κό κίνη­μα γενι­κής αγω­γής κι έδω­σε πάρα πολ­λά στις καθυ­στε­ρη­μέ­νες εθνό­τη­τες, παρα­κρα­τώ­ντας τα όμως από τους άλλους, ρίχνο­ντας τους πίσω.»

Ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται στους Έλλη­νες του Καυ­κά­σου και της Κρι­μαί­ας και σχο­λιά­ζει τους διωγ­μούς τους προ­σπα­θώ­ντας να ανα­λύ­σει την κατά­στα­ση με βάση τα ιδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που ανέ­πτυ­ξαν σε αυτές τις περιο­χές και τα προ­βλή­μα­τα που δημιουρ­γή­θη­καν από τη συνύ­παρ­ξη δια­φο­ρε­τι­κών πολι­τι­σμών, άλλου τρό­που σκέ­ψης και τρό­που ζωής στον ίδιο χώρο, για να κατα­λή­ξει στο συμπέ­ρα­σμα ότι «ανό­η­τα κι απί­θα­να πράγ­μα­τα διέ­πρα­ξε εδώ πέρα ο σοσια­λι­σμός, βιαιό­τη­τες, βαρ­βα­ρό­τη­τες, βλα­κεί­ες τις αγριό­τε­ρες…» επι­ση­μαί­νο­ντας όμως ταυ­τό­χρο­να ότι «μόνο οι δρό­μοι του πολι­τι­σμού μπο­ρούν να ενώ­σουν τον κόσμο και το παρά­δειγ­μα της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης περιέ­χει πλου­σιό­τα­τη πεί­ρα, καλή όταν η προ­σπά­θεια ξεκι­νού­σε κι οι άνθρω­ποι ένιω­θαν να τους ενώ­νουν οι κοι­νές ελπί­δες, μια κοι­νή ψυχή, το όρα­μα του σοσια­λι­σμού, και άλλη μετά, όταν, σαν από σύστη­μα, άρχι­σαν να δίνο­νται οι πιο ψεύ­τι­κες λύσεις και στα σπου­δαία ζητή­μα­τα της πνευ­μα­τι­κής ζωής, που είναι και η βάση του πολιτισμού.»

Υπο­στη­ρί­ζει ότι η σοβιε­τι­κή εξου­σία με την πολι­τι­κή που ακο­λού­θη­σε σε όλα τα ζητή­μα­τα από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύν­θε­τα κατόρ­θω­σε να αυτο­ε­ξο­ντω­θεί. Κανείς δεν την γκρέ­μι­σε, αυτο­δια­λύ­θη­κε διό­τι η βαθιά εσω­τε­ρι­κή φθο­ρά είχε προ­χω­ρή­σει πολύ μέσα, περισ­σό­τε­ρο απ’ όσο φαι­νό­ταν. Είχε προ­σβά­λει τις ψυχές των ανθρώ­πων και αυτοί με τη σει­ρά τους κυριαρ­χού­νταν από την απά­θεια και την απο­ξέ­νω­ση, δεν ενδια­φέ­ρο­νταν, δεν προ­σπά­θη­σαν να βελ­τιώ­σουν τίπο­τε για­τί είχαν ξεμά­θει να αγωνίζονται.

«Δυστυ­χώς, το σύστη­μα στή­θη­κε έτσι, που συνή­θι­ζε τους ανθρώ­πους να πετάν από πάνω τους, σαν τα παλιά ρού­χα, την ευθύ­νη και τη φρο­ντί­δα για τον ίδιο τον ψυχι­κό τους κόσμο. Ίσως αυτό ήταν το χει­ρό­τε­ρο απ’ όσα συνέ­βη­σαν στη σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία – αφαί­ρε­σαν από τους ανθρώ­πους την ευθύ­νη της ζωής τους και της ηθι­κής τους. Τους έμα­θαν να τα περι­μέ­νουν κι αυτά από τους άλλους, από το οργα­νω­μέ­νο σύνο­λο που σε πολ­λά πράγ­μα­τα αντί να φτιά­χνει, χάλαγε.»

Παρ’ όλα αυτά επι­ση­μαί­νει είναι δύσκο­λο να ορί­σει κανείς την πραγ­μα­τι­κή σχέ­ση του λαού με το καθε­στώς, αν δηλα­δή το υπο­στή­ρι­ζε ή δεν το υπο­στή­ρι­ζε Σημα­σία έχει ότι το καθε­στώς δεν το γκρέ­μι­σε ο λαός. Δε θα το γκρέ­μι­ζε ποτέ, για­τί «ιδιαί­τε­ρα ο ρωσι­κός λαός κου­βα­λά­ει μνή­μες από το παρελ­θόν, μνή­μες τέτοιες που δεν λησμο­νιού­νται, ακό­μα κι όταν το σοβιε­τι­κό σύστη­μα τον πότι­ζε τα πιο πικρά φαρ­μά­κια. Ο λαϊ­κός άνθρω­πος έχει πανάρ­χαιο ένστι­κτο που τον έκα­νε να υπο­μέ­νει, ξέρο­ντας ίσως, νιώ­θο­ντας καλύ­τε­ρα από εκεί­νους που τον κυβερ­νού­σαν, πως η ζωή, η δική του ζωή, αυτά είχε πάντα – και είχε κι άλλα πολύ χει­ρό­τε­ρα. Το σημειώ­νω κι αυτό κι ο ανα­γνώ­στης ας το κρα­τή­σει. Άλλοι την είχαν φτιά­ξει και τού­τη τη ζωή ερή­μην του λαού κι οι ίδιοι την άφη­σαν να ρέψει, χωρίς κι αυτές τις στιγ­μές ν’ αντι­προ­σω­πεύ­ουν το θέλη­μα του λαού τους. Στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση , η φρε­να­πά­τη που είχαν πριν, η ίδια τρα­γι­κή άγνοια και από­στα­ση, τούς οδή­γη­σε και στα τελευ­ταία τους δια­βή­μα­τα χωρίς στοι­χειω­δώς να ξέρουν τι κάνουν, για πού το’ βάλαν.»

Κατα­λή­γει λοι­πόν στο συμπέ­ρα­σμα ότι όλα έγι­ναν από τους ανθρώ­πους της εξου­σί­ας χωρίς καμιά συμ­με­το­χή του λαού, που είδε τις όποιες ελπί­δες του να δια­ψεύ­δο­νται τρα­γι­κά και σαν αντί­δρα­ση σε όλα αυτά να πισω­γυ­ρί­ζει σε «θλι­βε­ρές επιστροφές».

«Η τέλεια απου­σία του λαού είναι αναμ­φι­σβή­τη­τη στα τελευ­ταία γεγο­νό­τα, αλλά είναι – δεν πρέ­πει να δια­φεύ­γει – συνέ­χεια εκ του προη­γού­με­νου. Πολύ γρή­γο­ρα μετά την επα­νά­στα­ση ξανά­μα­θε ο λαός να υπο­φέ­ρει κι οι ηγέ­τες του να τον αψη­φούν. Η τέλεια απου­σία του λαού ήταν – είναι ακό­μα – αλη­θι­νά μοι­ραία: μόνο έτσι έγι­νε δυνα­τό να σχη­μα­τι­στούν φαι­νό­με­να, όπως ο Γκορ­μπα­τσώφ κι ο Γιέλ­τσιν, μορ­φές που δεν θα μπο­ρού­σαν να μην υπάρ­ξουν, προ­κύ­ψαν όπως το τέλειο μαθη­μα­τι­κό απο­τέ­λε­σμα όλων εκεί­νων των πρά­ξε­ων της απλής αριθ­μη­τι­κής που παι­ζό­ταν για χρό­νια με το λαό να σιγεί.»

Στη σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία κυριαρ­χού­σαν άνθρω­ποι ειλι­κρι­νείς αλλά ανί­δε­οι για όσα συνέ­βαι­ναν γύρω τους. Πίστευαν ότι όλα λει­τουρ­γού­σαν σωστά και ήταν βέβαιοι ότι όλα ήταν τακτο­ποι­η­μέ­να. Αυτοί επάν­δρω­ναν τους μηχα­νι­σμούς και με την συμπε­ρι­φο­ρά τους και τον τρό­πο σκέ­ψης τους ύψω­ναν τεί­χη απέ­να­ντι στους πολ­λούς, το λαό.

«Ένα γενι­κό γνώ­ρι­σμα των ανθρώ­πων που δού­λευαν στους μηχα­νι­σμούς ήταν – ύστε­ρα κι από τα βίαια ξεπα­στρέμ­μα­τα που είχε κάνει ο Στά­λιν – το μικρό τους μέγε­θος, η μικρή προ­σω­πι­κή αξία, απέ­να­ντι στις ευθύ­νες που ανα­λά­βαι­ναν και το βάρος που σήκω­ναν στους ώμους τους. Μικροί, υπο­δε­έ­στε­ροι των αξιω­μά­των τους, πολύ εύκο­λα αφο­μοιώ­νο­νταν από τη λογι­κή της δου­λειάς που έκα­ναν. Πολ­λοί απ’ αυτούς, οι περισ­σό­τε­ροι, σχέ­σεις προ­σω­πι­κές – αγω­νι­στι­κές – με το σοσια­λι­σμό, δεν είχαν. Μ’ εκεί­νον τον σοσια­λι­σμό που έβγα­λε τη χώρα στην επα­νά­στα­ση. Ήταν ουσια­στι­κά αμέ­το­χοι. Σχε­δόν παντού, όπου τους συνα­ντού­σες, είχες αμέ­σως ζωντα­νά παρα­δείγ­μα­τα της φθο­ράς που είχε γίνει, εκεί­να τα παλιό­τε­ρα χρό­νια με τις ομα­δι­κές εξο­ντώ­σεις των άλλων που έκα­ναν με τα χέρια τους την επα­νά­στα­ση και είχαν άλλη αντί­λη­ψη για τη ζωή, άλλα μέτρα για όλα. Τού­τοι τώρα, στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση μπο­ρού­σαν να δια­τη­ρούν ένα αίσθη­μα προ­σή­λω­σης στην παρά­δο­ση που κι αυτό όμως, αν υπήρ­χε, μετρού­σε στην ευσυ­νει­δη­σία έστω, με την οποία εκτε­λού­σαν τα χρέη τους.»

Η εξό­ντω­ση αυτών των ανθρώ­πων και οι μετα­βο­λές στην ψυχο­λο­γία της εξου­σί­ας κόστι­σαν πολύ ακρι­βά στη σοβιε­τι­κή κοινωνία.

«Η κοι­νω­νία που την είπαν υπαρ­κτό σοσια­λι­σμό ήταν από το χαρα­κτή­ρα της προ­σω­ρι­νό δημιούρ­γη­μα, έτσι κι αλλιώς έπρε­πε να ξεπε­ρα­στεί από μια άλλη κατά­στα­ση. Αυτό όλοι το κατα­λά­βαι­ναν, εχθροί και φίλοι. Οι πρώ­τοι στή­ρι­ζαν σ’ αυτή την πρό­βλε­ψη τις ελπί­δες τους να πάει επι­τέ­λους κατά γκρε­μού όλο το σύστη­μα με το σοσια­λι­σμό του, υπαρ­κτό και ανύ­παρ­κτο. Και εκεί πάλι, στην προσ­δο­κία μιας αλλα­γής, στή­ρι­ζαν και οι φίλοι του σοσια­λι­σμού τις δικές τους ελπί­δες, χωρίς ν’ αφή­νουν να επη­ρε­ά­ζε­ται το αίσθη­μά τους παρ’ όλα όσα βλέ­παν και μάτω­νε η ψυχή τους.

Όμως υπήρ­ξε και μία τρί­τη δύνα­μη: το ίδιο το σύστη­μα πρό­λα­βε και σχη­μά­τι­σε δική του στα­θε­ρή συνεί­δη­ση που ενα­ντιω­νό­ταν δρα­στή­ρια σε κάθε σκέ­ψη για βαθιές αλλα­γές, δυσκο­λεύ­ο­ντας έτσι πάρα πολύ τα πράγ­μα­τα με τις σοβα­ρές δυνά­μεις που διέ­θε­τε, μία απ’ όλες η βαθιά ριζω­μέ­νη αντί­λη­ψη εκεί­νων των ανθρώ­πων που συνή­θι­σαν τόσα χρό­νια να κάνουν τη δου­λειά τους, όπως μπο­ρού­σε να γίνε­ται με τις δυνα­τό­τη­τες και τις δυσκο­λί­ες που υπήρ­χαν. Αυτά τα όρια, το πραγ­μα­τι­κό μέτρο των δυνά­με­ων των δικών τους, ήταν γι’ αυτούς μια κατά­στα­ση ιδα­νι­κή. Αυτή πήρε όλη ως πέρα τη θέση του ονεί­ρου. Τίπο­τα καλύ­τε­ρο δεν μπο­ρού­σαν να σκε­φτούν, η ανα­φο­ρά στην πραγ­μα­τι­κή ιδέα, στον πραγ­μα­τι­κό άνθρω­πο τους είχε ξεφύ­γει. Ήταν το πιο σκλη­ρό όριο, από εκεί­να τα σκλη­ρά που με τίπο­τα δε λυγί­ζουν και μόνο μπο­ρούν να υπάρ­χουν ή να σπά­νε. Έτσι όπως στο τέλος έγι­ναν όλα γυα­λιά καρφιά.»

Τονί­ζει και υπο­γραμ­μί­ζει με μαύ­ρα έντο­να γράμ­μα­τα την άπο­ψη του ότι η σοβιε­τι­κή κοι­νω­νία υπέ­κυ­ψε στην πίε­ση της βαθιάς της αντι­πα­λό­τη­τας με την ίδια τη σημαία που κρα­τού­σε, με το ίδιο το σοσια­λι­στι­κό ιδανικό…

Εκεί­νο που προ­βλη­μα­τί­ζει ιδιαί­τε­ρα τον συγ­γρα­φέα είναι πώς κατά­φε­ρε μια ολό­κλη­ρη ιδε­ο­λο­γία και μια τόσο μεγά­λη πίστη να εξαρ­θρω­θεί τελεί­ως στις επα­φές της με την πραγματικότητα.

Σε μια προ­σπά­θεια να απα­ντή­σει στα ερω­τή­μα­τά του υπο­στη­ρί­ζει ότι υπήρ­ξε μια σύγκρου­ση , ένας δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα στους ανθρώ­πους που «συνέ­χι­ζαν να μιλούν περί σοσια­λι­σμού, ενώ τον είχαν στρα­μπου­λή­ξει και των άλλων που εννο­ού­σαν να τις κρα­τούν αυτές τις αξί­ες, να αισθά­νο­νται και να σκέ­φτο­νται μ’ αυτές και ακρι­βώς γι’ αυτό απω­θού­νταν στο περι­θώ­ριο, με όλους εκεί­νους τους τρό­πους που έχει στα χέρια της η παντο­δύ­να­μη εξουσία.»

Λει­τούρ­γη­σε λοι­πόν μια τέλεια αντί­θε­ση με την ιδέα του ίδιου του σοσια­λι­σμού με την έννοια της καπη­λεί­ας και της παραχάραξης.

Η κρι­τι­κή που ασκή­θη­κε στη σοβιε­τι­κή ζωή στο όνο­μα του σοσια­λι­σμού ήταν πολύ εύκο­λη και αβα­σά­νι­στη γι’ αυτό ο ίδιος διευ­κρι­νί­ζει ότι δεν επι­θυ­μεί ούτε μια κου­βέ­ντα από όσες γρά­φει μέσα σε αυτό το βιβλίο να αξιο­ποι­η­θεί για τη δικαί­ω­ση μιας αντί­λη­ψης αντί­πα­λης με το σοσια­λι­σμό καθώς πιστεύ­ει ότι αυτή η ανε­λέ­η­τη κρι­τι­κή υπήρ­ξε η πιο μεγά­λη δυσκο­λία του σοσιαλισμού.

Επι­πλέ­ον τονί­ζει ότι δεν θέλει καθό­λου ούτε τη στιγ­μή που έχουν συμ­βεί όλα τα γεγο­νό­τα με την κατάρ­ρευ­ση και τη διά­λυ­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης να ταχθεί με όλους εκεί­νους που την πολέ­μη­σαν με όλες τους τις δυνά­μεις και κάθε τρό­πο. Γνώ­μη του είναι μάλι­στα ότι οι σοβιε­τι­κοί μπρο­στά στο μέγε­θος της επί­θε­σης που δέχο­νταν δεν τους ήταν εύκο­λο να αντέ­ξουν «κρα­τώ­ντας τη γαλή­νη τους, την ανθρω­πιά τους και αυτόν το σοσια­λι­σμό τους – τον όποιο σοσια­λι­σμό τους…Και για ποιον σοσια­λι­σμό μπο­ρού­σε να γίνει λόγος σε μια χώρα σαν τη Ρωσία, κάτω μάλι­στα από τέτοιες πιέσεις.»

Οι συν­θή­κες που είχαν δημιουρ­γη­θεί εξω­θού­σαν τα πράγ­μα­τα στα άκρα, διό­τι όσο πιο σκλη­ρή ήταν η επί­θε­ση των δυτι­κών τόσο πιο πολύ οι σοβιε­τι­κοί ισχυ­ρί­ζο­νταν «ότι αυτό που γινό­ταν στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ήταν πράγ­μα­τι ο σοσια­λι­σμός. Να το λένε αυτό και να επι­μέ­νουν και με το λέγε – λέγε να το πιστεύ­ουν. Μια τέτοια θέση θα έχει με τον και­ρό τρο­μα­χτι­κές συνέπειες.»

Αν και οι κατα­κτή­σεις στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση είχαν τερά­στια μεγέ­θη παρ’ όλα αυτά τα πράγ­μα­τα μπερ­δεύ­τη­καν και δημιουρ­γή­θη­καν παντού εικο­νι­κές κατα­στά­σεις. Μεγά­λο μερί­διο ευθύ­νης σε αυτό φέρει ο αντι­σο­βιε­τι­σμός και ο αντι­κομ­μου­νι­σμός που από την πρώ­τη μέρα της επα­νά­στα­σης εξα­πό­λυ­σαν οι δυτι­κές δυνά­μεις. Το πρό­βλη­μα ήταν ότι οι σοβιε­τι­κοί δεν άντε­ξαν , δεν μπό­ρε­σαν να αντα­πε­ξέλ­θουν σε αυτόν τον πόλεμο.

Τότε τα πρώ­τα χρό­νια της επα­νά­στα­σης αλλά και τα υστε­ρό­τε­ρα πολ­λοί άνθρω­ποι, κυρί­ως δια­νο­ού­με­νοι, αν και έβλε­παν τις ανε­πάρ­κειες στή­ρι­ξαν το πρώ­το σοσια­λι­στι­κό κρά­τος στον κόσμο. Πολ­λοί από αυτούς όμως υπέ­πε­σαν στην ευκο­λία της κρι­τι­κής και με πολύ ελα­φριά την καρ­διά τους απο­δο­κι­μά­ζουν τα πάντα και τους πάντες και ζητούν ευθύ­νες. Έτσι πολύ εύκο­λα μετα­πη­δούν από το ένα άκρο στον άλλο και οι υπε­ρα­σπι­στές γίνο­νται κατή­γο­ροι και ανα­θε­μα­τί­ζουν τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και μέσω αυτής το σοσια­λι­σμό. Είναι και αυτό φαι­νό­με­νο της εποχής.

Εκεί­νο που χρειά­ζε­ται να κάνει κανείς είναι «να προ­σπα­θή­σει να θυμη­θεί τι ήταν εκεί­να που ξεχνού­σαν τότε οι άνθρω­ποι, απορ­ρο­φη­μέ­νοι από τα όσα βλέ­παν και ράγι­ζε η καρ­διά τους.»

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν. Β. Οι άλλοι πόλε­μοι. Ο αδελ­φός μου ο Βάσια με λου­λού­δια, εκδό­σεις Δελ­φί­νι, Αθή­να 1994

(συνε­χί­ζε­ται)

Το πρώ­το μέρος ΕΔΩ
Το δεύ­τε­ρο μέρος ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο