Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν (Α) — Πρώτο μέρος: Η γραμμή της ζωής

alex2

Γρά­φει η ofisofi //

Ποια σχέ­ση μπο­ρεί να έχουν τρεις σκυ­λί­σιοι θάνα­τοι, τρεις σκυ­λο­φο­νιά­δες, η πτώ­ση του Ίκα­ρου και ένας πίνα­κας του Βίκτωρ Ποπ­κώφ με τη γενέ­θλια γη, τα παι­δι­κά χρό­νια, τα βιβλία, την Αντί­στα­ση, το ΚΚΕ, το Γράμ­μο, τη Μουρ­γκά­να, την πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά, τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και το σοσια­λι­σμό; Με πρό­σω­πα και τόπους, με ιδέ­ες και συναι­σθή­μα­τα; Πολ­λές, όταν όλα αυτά τα συν­δέ­ει μια γραμ­μή ζωής και η μνή­μη με τη μορ­φή της ανά­μνη­σης σε ζωντα­νό συν­δυα­σμό με τη φαντασία.

Είναι φορές που όταν κλεί­νω ένα βιβλίο είναι τόσο έντο­νη η ψυχι­κή και η συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση που δυσκο­λεύ­ο­μαι να βρω τις κατάλ­λη­λες λέξεις όχι μόνο για να τις εκφρά­σω στο χαρ­τί αλλά να μιλή­σω για το συγ­γρα­φέα και το βιβλίο. Αυτό μου συνέ­βη με τον Μήτσο Αλε­ξαν­δρό­που­λο και τα δύο βιβλία του με τον γενι­κό τίτλο «Αυτά που μένουν».

Σ’ αυτά τα δύο βιβλία βρή­κα κάτι από τις σκέ­ψεις μου και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς μου και κατά κάποιο τρό­πο συνο­μί­λη­σα νοε­ρά με τον συγ­γρα­φέα σαν να καθό­μα­σταν ο ένας απέ­να­ντι στον άλλο συζη­τώ­ντας με ήρε­μο και νηφά­λιο τρό­πο σε μια προ­σπά­θεια να ανοί­ξει ένας δρό­μος σε δύσβα­τα μονο­πά­τια και κακο­τρά­χα­λες ανη­φο­ριές που έχουν σχέ­ση με πρό­σω­πα και γεγο­νό­τα του αρι­στε­ρού και κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος τις φωτει­νές και σκο­τει­νές πλευ­ρές του αλλά και εκεί­νες της σοσια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης και τη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Συνά­ντη­σα τον Μήτσο Αλε­ξαν­δρό­που­λο «πίσω από το υγρό τζά­μι του χρό­νου» να μαζεύ­ει ό,τι έχει μεί­νει μέσα του από ανθρώ­πους και περι­στα­τι­κά και να προ­σπα­θεί να τα τοπο­θε­τή­σει όλα στη θέση τους καθώς αυτά ακο­λου­θούν ένα δρό­μο και σε καλούν να τον βρεις και να τον περά­σεις, αλλά συγ­χρό­νως έχουν και μια «δική τους γραμ­μή ζωής» και συνυ­πάρ­χουν με ιδέ­ες και εικόνες.

Ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος με όχη­μα τη μνή­μη και τη φαντα­σία ανα­κα­λεί στιγ­μές από το παρελ­θόν και ανα­θυ­μά­ται το μέλ­λον. Σαν ένας ταξι­διώ­της ανα­πο­λεί τα ταξί­δια του και κου­βα­λά μαζί του τις απο­σκευ­ές του, τις βαλί­τσες του γεμά­τες κάθε φορά με «βιβλία και χαρ­τιά, ένα δεύ­τε­ρο παντε­λό­νι, που­κά­μι­σο, κανέ­να ζευ­γά­ρι σκαρ­πί­νια και κομ­μά­τι ύφα­σμα, ευκαι­ρια­κά αγο­ρα­σμέ­νο σε μια πόλη για να ραφτεί έπει­τα αλλού ένα σακά­κι με κάποια ευκαι­ρία. Το σακά­κι δεν ραβό­ταν και τα ρετά­λια μέναν. Στο τέλος κάπου χάνο­νταν κι αυτά…».

Ένα ταξί­δι δίχως τέλος, από σταθ­μό σε σταθ­μό, γεμά­το εμπει­ρί­ες που ανα­σύ­ρο­νται από το βυθό και «σπον­δυ­λώ­νουν τη μνή­μη». Περ­νά από τόπους και μας συστή­νει πρό­σω­πα δίνο­ντάς τους μια άλλη διά­στα­ση από αυτή που ενδε­χο­μέ­νως γνωρίζουμε.

Πρώ­τος σταθ­μός η γενέ­τει­ρά του, η Αμα­λιά­δα, ο πατέ­ρας του, η σιω­πη­λή μορ­φή της μητέ­ρας του, τα αδέλ­φια του, οι φίλοι του, ο σκο­τω­μέ­νος από τους χωρο­φύ­λα­κες μικρός του αδελ­φός, τρεις σκυ­λί­σιοι θάνα­τοι, τρεις σκυ­λο­φο­νιά­δες και η δια­πί­στω­ση ότι «εζή­σα­με μια ζωή με πολ­λούς σκο­τω­μούς και θανάτους».

Η μνή­μη του ταξι­δεύ­ει συνειρ­μι­κά και ανά­με­σα σε αυτά τα χρό­νια της ζωής του στην Αμα­λιά­δα ξεπρο­βάλ­λουν μορ­φές που τις συνά­ντη­σε στο μέλ­λον σε δια­φο­ρε­τι­κές συν­θή­κες, όπως εκεί­νη του συγ­γρα­φέα Κώστα Κοτζιά και της χαρά­κτριας Βάσως Κατρά­κη που και αυτές με τη σει­ρά τους τον τρα­βούν άλλο­τε στο παρελ­θόν και άλλο­τε στο μέλλον.

Αυτή την ανα­δρο­μι­κή ή την πρό­δρο­μη δια­δρο­μή τη συνα­ντού­με και στα δύο βιβλία. Είναι η κύρια μορ­φή αφή­γη­σης. Έτσι παρου­σιά­ζο­νται κομ­μά­τια της ζωής του αλλά και της ζωής των άλλων, οι περι­πέ­τειες, οι αγώ­νες, οι ιδέ­ες, οι συγκρού­σεις, οι σκέψεις.

Κάποια στιγ­μή βρί­σκε­ται πίσω στην επο­χή της απο­βο­λής του από το Γυμνά­σιο και την επι­βο­λή της «δια­πα­ντός και απ’ όλα τα γυμνά­σια του κρά­τους», μετά προ­χω­ρά­ει μπρο­στά στην κατα­δί­κη του «εις θάνα­τον τρις» από το Στρα­το­δι­κείο Ιωαν­νί­νων και προ­βάλ­λε­ται στο απώ­τε­ρο μέλ­λον όταν ολο­κλη­ρώ­νε­ται η ποι­νή με την αφαί­ρε­ση της ιθα­γέ­νειας καθώς «δια­γρά­φε­ται ως μηδέ­πο­τε εγγρα­φής». Νιώ­θει να πέθα­νε τρεις φορές, πνευ­μα­τι­κά, φυσι­κά και πολι­τι­κά. «Συρ­ροή παραλογισμών».

Τα χρό­νια που έζη­σε ήταν δύσκο­λα αλλά όμορ­φα και μόνο για­τί ήταν νέος, έφη­βος και χωρίς να έχει συνει­δη­το­ποι­ή­σει τι ακρι­βώς συνέ­βαι­νε ένιω­θε να μεγα­λώ­νει και να στρο­βι­λί­ζε­ται μαζί με άλλους στη δίνη των γεγο­νό­των. Ήταν όλα τόσο δυνα­τά, ορμη­τι­κά και σαρω­τι­κά που και ο ίδιος δεν μπο­ρεί να οριο­θε­τή­σει την ακρι­βή στιγ­μή της αρχής και του τέλους αυτού του κεφα­λαί­ου στη ζωή του.

Το τέλος του 1942 υπήρ­ξε καθο­ρι­στι­κό. Στις σκέ­ψεις του και στις ανα­μνή­σεις του παρεμ­βάλ­λει γεγο­νό­τα με όλες τις λεπτο­μέ­ρειες για να δεί­ξει το μέγε­θος της επί­δρα­σης όσων συνέ­βαι­ναν τότε στην καρ­διά και στην ψυχή των εφή­βων, τόσο του ίδιου όσο και των συνο­μη­λί­κων του.

Τότε η ζωή και το νόη­μα της ύπαρ­ξης τους ταυ­τι­ζό­ταν με δύο έννοιες: σκλα­βιά και ελευ­θε­ρία. Τα παι­διά ξαφ­νι­κά ενη­λι­κιώ­νο­νταν, αλλά χωρίς να χάσουν την τρέ­λα και την τόλ­μη της νεό­τη­τας που θα τους οδη­γού­σαν σε πρά­ξεις ριψο­κίν­δυ­νες και επικίνδυνες.

Τότε ήταν που συνα­ντή­θη­καν με τον άγνω­στό τους μαρ­ξι­σμό, τον κομ­μου­νι­σμό, που τους άγγι­ξε με το ραβδά­κι τους . Το άγγιγ­μα υπήρ­ξε κατα­λυ­τι­κό για­τί έδω­σε υπό­στα­ση στην εξε­γερ­μέ­νη νεό­τη­τα, στην «ακραία ψυχι­κή κατά­στα­ση» που η κατο­χή είχε αρχί­σει να δημιουργεί.

Τότε έγι­νε η αρχή, στα χρό­νια της Κατο­χής, και δεν στα­μά­τη­σε ποτέ το ταξί­δι με όλες τις ανα­ζη­τή­σεις και τους κιν­δύ­νους που αυτό περιέ­κλειε. Πρώ­το μέλη­μα το ξεσκλά­βω­μα και μετά η διεκ­δί­κη­ση και η κατά­κτη­ση νέων ελευ­θε­ριών. Οι ταξι­διώ­τες συνά­ντη­σαν στο δρό­μο τους Κύκλω­πες, Λαι­στρυ­γό­νες και Συμπλη­γά­δες πέτρες που είχαν τη μορ­φή της τρο­μο­κρα­τί­ας, του εμφυ­λί­ου, των φυλα­κών, της εξο­ρί­ας, του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος, της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς, ακό­μη και των εσω­κομ­μα­τι­κών συγκρού­σε­ων. Όμως το ταξί­δι συνε­χι­ζό­ταν παρέα με τις εσω­τε­ρι­κές συγκρού­σεις που κάποια στιγ­μή ζητού­σαν να ημε­ρέ­ψουν μέσα από τη δια­δι­κα­σία της επι­στρο­φής στον τόπο απ’ όπου άρχισαν.

Η γενιά του, λοι­πόν, ασπά­στη­κε το μαρ­ξι­σμό πριν τον γνω­ρί­σει. Ήταν τέτοια η επο­χή που τα σαρω­τι­κά γεγο­νό­τα και οι ραγδαί­ες εξε­λί­ξεις δεν πρό­σφε­ραν την πολυ­τέ­λεια για θεω­ρί­ες και διδα­σκα­λί­ες. Όλα κρί­θη­καν στην πρά­ξη με τη συμ­με­το­χή στην Αντί­στα­ση. Αυτή ήταν το μέτρο σε συν­δυα­σμό με τις επι­δρά­σεις και τα ερε­θί­σμα­τα της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας. Μέσα σε αυτές τις συν­θή­κες δια­μορ­φώ­θη­καν συμπε­ρι­φο­ρές και στάσεις.

Και επει­δή «ό,τι και να γίνει, η ζωή συνε­χί­ζε­ται σαν μια αρχι­νη­μέ­νη ιστο­ρία ξεδι­πλώ­νο­ντας ό,τι ήταν από μιας αρχής μέσα» επι­στρέ­φει στην Αμα­λιά­δα, τη γύρω περιο­χή και μνη­μο­νεύ­ει τους ανθρώ­πους που τον ενέ­πνευ­σαν. Θυμά­ται τους πρώ­τους του στί­χους, τα πρώ­τα του δια­βά­σμα­τα, και την «ανε­πα­νά­λη­πτη συγκί­νη­ση» των Αθλί­ων του Ουγκώ που από τότε δήλω­νε ορκι­σμέ­νος θαυ­μα­στής του.

Δίπλα στον Ουγκώ «τρία ονό­μα­τα άλλων αγί­ων από εκεί­νη την επο­χή: Παλα­μάς, Παπα­δια­μά­ντης και Καρ­κα­βί­τσας». Παράλ­λη­λα με αυτούς ορθώ­νε­ται «ο δια­χρο­νι­κό­τε­ρος ποι­η­τής μας…η καλύ­τε­ρη εθνι­κή μας εγγύ­η­ση» η γιγά­ντια μορ­φή του Σολω­μού που μαζί της ταυ­τί­στη­κε το ξεκί­νη­μα εκεί­νων των νέων «σαν μια χρο­νο­λο­γία γέν­νη­σης». Τα βήμα­τά του τον οδη­γούν από τους συγ­γρα­φείς στα βιβλία. Πολ­λά χάθη­καν μέσα στις κατα­στρο­φές και τις λεη­λα­σί­ες στη διάρ­κεια του εμφυ­λί­ου. Δεκα­τρία βιβλία σώθη­καν από τη λαί­λα­πα και τη φωτιά και μία Και­νή Δια­θή­κη με τις υπο­γρα­φές των δύο αδελ­φών του στην τελευ­ταία σελίδα.

Αξί­ζει να δού­με τη σχέ­ση του με τα βιβλία και το διά­βα­σμα όπως ο ίδιος την καταθέτει:
«Τι ήταν τα βιβλία μου τότε; Πλι­θά­ρια, καδρό­νια και κερα­μί­δια με το σωρό. Το βιβλίο, δυστυ­χώς, κάθε άλλο παρά αφθο­νού­σε και στο σπί­τι μας, φαντά­ζο­μαι και στ’ άλλα σπί­τια της πόλης μας και της επο­χής εκεί­νης. Παρ’ όλα αυτά είχε τρο­με­ρή κινη­τι­κό­τη­τα, από χέρι σε χέρι κυκλο­φο­ρού­σαν όλα τα ανα­γνω­στι­κά είδη και ποιό­τη­τες κι εμείς όλα τα δια­βά­ζα­με και πήγαι­ναν κάτω μαση­μέ­να και αμά­ση­τα. Δεν συγκρο­τού­νται έτσι βιβλιο­θή­κες, δεν ταξι­νο­μού­νται και καλ­λιερ­γού­νται γνώ­σεις, μόνο στοι­βά­ζο­νται μες στο κεφά­λι, που όμως δεν είναι κι αυτό άσχη­μο. Τίπο­τε όμως από αυτά που δια­βά­ζα­με τότε κι από τη ζωή που κάνα­με δεν προ­μη­νού­σε ότι θα ερχό­ταν μια μέρα και θα πέφτα­με με τα μού­τρα στην πολι­τι­κή, όχι για ένα και δύο χρό­νια αλλά για όλη τη ζωή – για όλες τις ζωές που πράγ­μα­τι ήταν πολ­λές, πολ­λές ζώνες στον ίδιο τοί­χο η μια πάνω στην άλλη».

Κάπως έτσι άρχι­σε να δια­βά­ζει μεγά­λους και δύσκο­λους συγ­γρα­φείς αδυ­να­τώ­ντας να τους κατα­λά­βει. Αυτό όμως τον οδή­γη­σε στα­δια­κά στην ανα­ζή­τη­ση της ουσια­στι­κής επα­φής μαζί τους διώ­χνο­ντας ό,τι δεν καταλάβαινε.

Πού πήγαν όμως τα βιβλία, πού πήγαν εκεί­να τα παι­διά με τα οποία τα μοι­ρά­στη­καν; Σπα­ρα­κτι­κή η ανα­λο­γία της σχέ­σης τους.
«Εκεί­να τα παι­διά, με τα οποία μοι­ρα­στή­κα­με τα πρώ­τα βιβλία, είχαν την τύχη της βιβλιο­θή­κης μου: κάη­καν, προ­τού προ­λά­βουν να σχη­μα­τι­στούν. Άλλους τους έχα­σα έπει­τα τελεί­ως και έμει­ναν ό,τι ήταν: παι­διά. Και δεν υπάρ­χει τώρα παρά η απέ­ρα­ντη νεκρο­πο­μπή που κου­βα­λά­με μέσα μας όσοι επι­ζή­σα­με. Και ίσως κάποια ίχνη που άφη­σαν με το χέρι τους, όπως τα δυο μου αδέλ­φια τις υπο­γρα­φές τους στον παλιό τόμο της Και­νής Δια­θή­κης, στην τελευ­ταία σελίδα…».

Βιβλία και συγ­γρα­φείς και ανά­με­σά τους ένα που υπήρ­ξε καθο­ρι­στι­κός σταθ­μός καθώς εκεί μέσα βρή­κε τα πάντα, υπήρ­χαν τα πάντα. «Ήταν το Φως που καίει».

Μαζί με τα βιβλία έρχο­νται και τα τρα­γού­δια. Κάθε επο­χή και τα δικά της αλλά με σημα­ντι­κό­τα­τη συμ­βο­λή στην προ­σπά­θεια της επι­βί­ω­σης και της συνέ­χι­σης του αγώ­να μέσα σε δύσκο­λες και αντί­ξο­ες συνθήκες.

Ο συγ­γρα­φέ­ας επα­να­λαμ­βά­νει σε όλους τους τόνους και διά­σπαρ­τα μέσα στις σελί­δες των βιβλί­ων του ότι μιλά για πράγ­μα­τα απλά και πολύ προ­σω­πι­κά καθώς όλα είναι αξιό­λο­γα και αξιομνημόνευτα.

Η μνή­μη λει­τουρ­γεί σαν ένας κώδι­κας και συνε­χώς επα­νέρ­χε­ται και φέρ­νει στην επι­φά­νεια γεγο­νό­τα και πρό­σω­πα «μέσα από κάποιες δικές της στοές…χωρίς απα­τη­λά μπερ­δέ­μα­τα». Τα πάντα και οι πάντες είναι εδώ, κανείς δεν ακυ­ρώ­νε­ται ακό­μα και αν κου­βα­λά αρνη­τι­κά φορτία.

Άλλω­στε υπο­στη­ρί­ζει ότι ακό­μα και μέσα στις πιο κυνι­κές επο­χές το καλό είναι καλό και αυτό βοη­θά­ει να μένουν μέσα του οι τίμιοι, ικα­νοί και γεν­ναί­οι που έτυ­χε να γνω­ρί­σει και να υπε­ρι­σχύ­σουν η ομορ­φιά και η καλο­σύ­νη του ανθρώ­που. Η άλλη όψη υπο­χω­ρεί κάπου πιο πίσω αν και οι κακοί και οι ανά­ξιοι έχουν την τάση να μηχα­νεύ­ο­νται διά­φο­ρα μες στους λαβύ­ριν­θους της μνήμης.

Από την ενθου­σιώ­δη και ορμη­τι­κή επο­χή της Αντί­στα­σης περ­νά στη μαύ­ρη, σκο­τει­νή και βίαιη επο­χή της τρο­μο­κρα­τί­ας. Μια επο­χή που σημα­δεύ­τη­κε από πρά­ξεις αντεκ­δί­κη­σης οι οποί­ες, όπως γρά­φει, έγι­ναν και από τους συνα­γω­νι­στές και συντρό­φους του άλλο­τε δίκαια και άλλο­τε άδι­κα. Πρά­ξεις που καθό­λου δεν τους αντι­προ­σώ­πευαν. Το ζητού­με­νο όμως είναι κάπο­τε να δοθούν εξη­γή­σεις για όσα σκο­τει­νά έγι­ναν τα οποία άφη­σαν όχι μόνο τραύ­μα­τα αλλά και κατα­βο­λές «που δεν τις απορ­ρί­ψα­με, τις αφή­σα­με, να μένουν, τις υπε­ρα­σπι­στή­κα­με κιό­λας, συμ­βιώ­σα­με για χρό­νια μαζί τους, βυθί­στη­καν ρίζες στο χώμα μας απ’ όπου όλο κάτι βλά­σται­νε στη διάρ­κεια μιας τρο­με­ρά δύσκο­λης περι­πέ­τειας. Μες στη σιω­πή και στην παρά­λει­ψη υπήρ­χαν κιό­λας αρκε­τές υπα­γο­ρεύ­σεις για όσα θα ζού­σα­με έπει­τα – με τον τρό­πο ακρι­βώς που σιω­πή­σα­με, αφή­νο­ντας τους άλλους να στη­ρί­ξουν εκεί μια ψυχρή τακτι­κή που μας πήγε στον εμφύλιο.»

Από την άλλη μεριά η κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τία του 1945 – 1946 πήρε την πιο βίαιη και ανάλ­γη­τη μορ­φή για­τί έπρε­πε οι αντί­πα­λες του ΕΑΜ δυνά­μεις να επι­βιώ­σουν με κάθε τρό­πο, για­τί γνώ­ρι­ζαν ότι δεν θα κέρ­δι­ζαν. Εκτι­μά λοι­πόν ότι η εξέ­λι­ξη δεν θα μπο­ρού­σε να ήταν δια­φο­ρε­τι­κή. Η δοκι­μα­σία ήταν δύσκο­λη και η ανα­μέ­τρη­ση με το δυνα­τό και ηθι­κά ακμαίο ΕΑΜ κρίσιμη.

alex3«Το τρο­μο­κρα­τι­κό κρά­τος έχει φοβε­ρή δύνα­μη κι απάν­θρω­πη αναλγησία…Η κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τία πατά­ει πάνω στα πτώ­μα­τα σαν να’ ναι ξύλα και πέτρες πετα­μέ­νες στο δρό­μο και κανείς δεν δίνει λογα­ρια­σμό σε κανέ­ναν. Αντί­θε­τα, θα αμει­φθούν (και ηθι­κά) για τη δου­λειά που προσφέρουν…Έχει άλλη φρί­κη το κρά­τος – τρο­μο­κρά­τη. Κι όσοι τα έζη­σαν εκεί­να τότε δεν είναι εύκο­λο να ξεχά­σουν το πρό­σω­πο αυτό του κρά­τους. Αφή­νε­ται ο άλλος ελεύ­θε­ρος να βγά­λει έξω όλη του την αγριό­τη­τα και την παρα­φρο­σύ­νη, το σαδι­σμό του, την ιδιο­τέ­λειά του, τα πάσης φύσε­ως εγκλη­μα­τι­κά του απω­θη­μέ­να. Σε όσους τα υπο­στή­καν αυτά η κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τία του ’45 και του ’46 φύτε­ψε όλες εκεί­νες τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που έκα­ναν δυνα­τό να περά­σει μέσα από την ψυχή τους κι αυτός ο στα­λι­νι­σμός, χωρίς ψυχι­κά να τον απορ­ρί­ψουν για ένα μεγά­λο διά­στη­μα (τόσο πιο μεγά­λο, όσο πιο βαθιά και προ­σω­πι­κά ήταν τα χτυ­πή­μα­τα που ο καθέ­νας είχε δεχτεί)». (συνε­χί­ζε­ται)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο