Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μίκης Θεοδωράκης, τα πρώτα του χρόνια

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης συμπλη­ρώ­νει 90 χρό­νια ζωής. Προ­σω­πι­κό­τη­τα πλη­θω­ρι­κή και πολυ­σή­μα­ντη. Τι να πει και τι να γρά­ψει κανείς γι’ αυτόν τον άνθρω­πο; Ανε­ξάρ­τη­τα από το αν συμ­φω­νεί ή δια­φω­νεί κάποιος μαζί του ως προς τις πολι­τι­κές θέσεις που έχει κατά και­ρούς υπο­στη­ρί­ξει, δεν μπο­ρεί να αρνη­θεί την τερά­στια συμ­βο­λή του στην κοι­νω­νι­κή, πολι­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή ζωή της Ελλά­δας. Μάχι­μος, πολύ­τι­μος και μονα­δι­κός με ανε­ξί­τη­λη τη σφρα­γί­δα του στα δρώ­με­να της νεό­τε­ρης ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας και στην ιστο­ρία της μουσικής.

Πριν από πολ­λά χρό­νια είχε κυκλο­φο­ρή­σει από τις εκδό­σεις Κέδρος η τετρά­το­μη αυτο­βιο­γρα­φία του με τίτλο Οι δρό­μοι του Αρχάγγελου.

Στις πρώ­τες σελί­δες του πρώ­του τόμου ο Θεο­δω­ρά­κης ανα­φέ­ρει ότι μπή­κε στη σκέ­ψη να διη­γη­θεί την ιστο­ρία του κάθε τρα­γου­διού του και του κάθε μελο­ποι­η­μέ­νου έργου, όσο αυτό ήταν δυνα­τόν, δηλώ­νο­ντας ότι η ιστο­ρία των τρα­γου­διών του ταυ­τί­ζε­ται με την ιστο­ρία της ζωής του.

Ποιες όμως ήταν οι συν­θή­κες που τον επη­ρέ­α­σαν, ποιες οι μου­σι­κές επιρ­ρο­ές του; Ο ίδιος διευ­κρι­νί­ζει ότι στην ελλη­νι­κή επαρ­χία που μεγά­λω­σε δεν υπήρ­χε το στοι­χειώ­δες μου­σι­κό περι­βάλ­λον ούτε και τα ανά­λο­γα μου­σι­κά ακού­σμα­τα. Θεω­ρεί τον εαυ­τό του «γέν­νη­μα θρέμ­μα αυτής της άγνω­στης γης, της μυθι­κής χώρας, που λέγε­ται ελλη­νι­κή επαρ­χία» και η εξι­στό­ρη­ση αρχί­ζει με την χει­μαρ­ρώ­δη αφή­γη­ση των πρώ­των χρό­νων της ζωής του μέσα σε αυτό το επαρ­χια­κό περιβάλλον.

Με τη μητέρα του στη Χίο, το 1925, λίγο μετά τη γέννησή του

Με τη μητέ­ρα του στη Χίο, το 1925, λίγο μετά τη γέν­νη­σή του

[…Γεν­νή­θη­κα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτι­λή­νη, 1925 ‑1928. Σύρος και Αθή­να, 1929. Γιάν­νε­να, 1930 – ΄32. Αργο­στό­λι, 1933 — ΄36. Πάτρα, 1937 –΄ 38. Πύρ­γος, 1938 — ΄39. Τρί­πο­λη, 1939 — ΄43. Αθή­να, 1943.

Μόνο σ’ ένα καπρί­τσιο – να πρό­σθε­τα τη φρά­ση «παρά φύσιν»; — θα μπο­ρού­σε να απο­δο­θεί το γεγο­νός, ότι ένα παι­δί, που έζη­σε από τη Χίο έως την Αθή­να τα πρώ­τα δεκα­ο­χτώ χρό­νια οδη­γή­θη­κε στη μουσική…Επομένως, συμπέ­ρα­σμα πρώ­τον: η περί­πτω­ση μου παρου­σιά­ζει κοι­νω­νιο­λο­γι­κό ενδιαφέρον…

Εμείς, απ’ όπου περά­σα­με, δεν είχα­με σχέ­ση ούτε με τις «κομπα­νί­ες», που έπαι­ζαν «λαϊ­κή μου­σι­κή» — ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξε­ρε τότε – δεν ξέρα­με τα λαϊ­κά όργα­να, μπου­ζού­κι, μπα­γλα­μά ή βιο­λί. Συμ­φω­νι­κές ορχή­στρες, ναι, είδα­με στα 1942, στο πανί του κινη­μα­το­γρά­φου και τότε «αλλά­ξα­με ζωή» — αλλά αυτά για αργό­τε­ρα. Με τα σημε­ρι­νά μέτρα, δεν υπάρ­χει ελλη­νι­κό χωριό να συγκρι­θεί με την ελλη­νι­κή πόλη του 1930 ή του 1940…Μόνο στην Αφρι­κή, στην Ασία και στη Νότια Αμε­ρι­κή θα βρού­με σήμε­ρα απο­μα­κρυ­σμέ­να χωριά, που να μοιά­ζουν με τα Γιάν­νε­να του 1932 ή με την Τρί­πο­λη του 1942…

Όταν πρω­το­μπή­κα στο δημο­τι­κό στα Γιάν­νε­να, όλα τα παι­διά ήταν ξιπό­λη­τα και παρ’ ότι τα κεφά­λια τους περα­σμέ­να με την «ψιλή», οι ψεί­ρες έτρε­χαν λεφού­σια. Οι τούρ­κι­κοι μαχα­λά­δες, ή τα καντού­νια, είχαν λάσπες χαρ­μά­νι με κατρου­λιά, για­τί φυσι­κά υπό­νο­μοι και τέτοια ήταν άγνω­στα πράγ­μα­τα για την επο­χή. Φαντά­σου τότε τι ήταν το ελλη­νι­κό χωριό. Ο πατέ­ρας μου, Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας στη Γενι­κή Διοί­κη­ση Ηπεί­ρου, περ­νού­σε τον πιο πολύ και­ρό του στην ύπαι­θρο. Συναι­σθη­μα­τι­κός, καλό­ψυ­χος που λέμε, είχε βάλει σκο­πό της ζωής του να κάνει δρό­μους «για να πάει ο πολι­τι­σμός», να φτιά­ξει υδρα­γω­γεία και γενι­κώς αρδευ­τι­κά έργα, και σε καμιά ακραία περί­πτω­ση, να πάει και το ηλε­κτρι­κό. Μ’ έπαιρ­νε μαζί του στη Βήσ­σα­νη , στην Παρα­μυ­θιά, στο Μέτσο­βο, με το μονα­δι­κό αυτο­κί­νη­το, κου­πέ Φόρντ, που υπήρ­χε τότε σε όλη την Ήπει­ρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν στα­μα­τά­γα­με στην πλα­τεία, μια βαθιά σιω­πή έπε­φτε στο χωριό. Οι μεγά­λοι γουρ­λώ­να­νε τα μάτια τους και τα παι­διά τρέ­χα­νε να κρυ­φτού­νε. Τι θηρίο ήταν αυτό! Όπως μια κοπέ­λα που πήρα­με από την Πάτρα ως δεκα­πέ­ντε χρο­νών έβο­σκε γίδια – και μόλις είδε πλοίο στη θάλασ­σα, έβα­λε τις φωνές…Μιλάμε δηλα­δή για τερα­τώ­δη γεγο­νό­τα. Ας μη λέμε λοι­πόν εξυπνάδες…

Από τη Χίο έως την Πάτρα, όσο κι αν ψάξω μέσα στο «αρχείο της μνή­μης» μου, δε θα βρω τίπο­τε άλλο, έξω από τους βρώ­μι­κους μαχα­λά­δες και την ακί­νη­τη ζωή, κρε­μα­σμέ­νη σαν άπλυ­το ρού­χο, πάνω από τη σκο­τει­νή πόλη. Εκεί στο Αργο­στό­λι τα πράγ­μα­τα φωτί­σα­νε κάπως. Ήμουν οκτώ με δέκα χρο­νών. Η πόλη χτι­σμέ­νη πλάι στη θάλασ­σα. Η φύση γύρω πανέ­μορ­φη. Οι δρό­μοι οι κεντρι­κοί λιθό­στρω­τοι, οι άλλοι καθαροί(…)

Mε τον πατέρα του στη Μυτιλήνη, το 1928

Mε τον πατέ­ρα του στη Μυτι­λή­νη, το 1928

(…) Στο μετα­ξύ ο θεί­ος Αντώ­νης διο­ρί­στη­κε στο προ­ξε­νείο της Αλε­ξάν­δρειας, στην Αίγυ­πτο. Όταν γύρι­σε, μετά ένα χρό­νο, στα 1929, πρώ­τα πρώ­τα μάς είπε πως δεν πρέ­πει πια να με φωνά­ζουν Μιχά­λη – Μιχα­λά­κη, για­τί το όνο­μα αυτό είναι χοντρό, χωριά­τι­κο, λαϊ­κό. Το σωστό είναι να με φωνά­ζουν με τρό­πο πολι­τι­σμέ­νο. Ευρω­παϊ­κό. Και πρό­τει­νε το Μίκη. Μήπως στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες δεν έκα­ναν θραύ­ση τα Μίκυ Μάους; Έτσι μου’ μει­νε, αλη­θι­νό κου­σού­ρι, το Μίκης, που παρ’ όλες τις προ­σπά­θειές μου, όταν μεγά­λω­σα, στά­θη­κε αδύ­να­το να τ’ αλλά­ξω. Πόσο πιο όμορ­φο ήταν το Μιχα­ήλ. Και φαντα­στεί­τε ότι μεγά­λω­σα με τον Αρχάγ­γε­λο Μιχα­ήλ κάτω από το προ­σκέ­φα­λό μου.

Το άλλο που μας έφε­ρε ο θεί­ος Αντώ­νης, από την Αίγυ­πτο, ήταν ένα ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΟ! Ένα κατα­πλη­κτι­κό γραμ­μό­φω­νο, που κούρ­δι­ζε φυσι­κά με το χέρι και είχε το μεγά­φω­νο ενσω­μα­τω­μέ­νο στο ίδιο κου­τί. Ξύλο, ντυ­μέ­νο με λεπτό γκρί­ζο δέρ­μα. Μαζί με το γραμ­μό­φω­νο, τρία άλμπουμ. Δυο μικρά, για κανο­νι­κούς δίσκους, και ένα μεγά­λο, για δίσκους γίγα­ντες. Όλους φυσι­κά των 78 στρο­φών. Οι δίσκοι είχαν βάρος και πάχος και έσπα­ζαν εύκο­λα. Στη μέση η κόκ­κι­νη ετι­κέ­τα με το σκυ­λά­κι, που ακού­ει μου­σι­κή από το χωνί. His master’s voice. Υπήρ­χαν δίσκοι με πρά­σι­νη και μπλε ετι­κέ­τα. Όλα μια σκέ­τη μαγεία. Οι βελό­νες έπρε­πε ν’ αλλά­ζουν συχνά, ειδε­μή ο ήχος παρα­μορ­φω­νό­ταν. Και τι τρο­με­ρό, όταν άρχι­ζε η βελό­να να κάνει τα πρώ­τα κρατς κρατς και μετά η ορχή­στρα και μετά η φωνή! (…) Γρή­γο­ρα έγι­να ο απο­κλει­στι­κός χει­ρι­στής του δια­βο­λι­κού οργά­νου. Βούρ­τσι­ζα επι­με­λώς τους δίσκους – κούρ­δι­ζα – έβα­ζα προ­σε­κτι­κά τη βελό­να, να μη γρα­τσου­νί­σει, και ωπ! φύγαμε…(…)

Έως εδώ, όπως βλέ­πε­τε, καμιά απο­λύ­τως επα­φή με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θα μου πεί­τε: «Μα ήσουν μόλις 4–5 χρο­νών». Σωστά. Όμως(…) ορι­σμέ­νοι αντι­κει­με­νι­κοί παρά­γο­ντες δεν μου επέ­τρε­παν να πάρω χαμπά­ρι για το τι γινό­τα­νε γύρω μου. Και πρώτ’ απ’ όλα, οι συχνές μετα­θέ­σεις του πατέ­ρα μου, από πόλη σε πόλη. Έτσι, πριν προ­λά­βω να συνει­δη­το­ποι­ή­σω για το πού βρί­σκο­μαι, μάς πήγαι­ναν σε και­νούρ­γιο περι­βάλ­λον. Άλλη γει­το­νιά, ξένα παι­διά, ξένοι άνθρω­ποι, άλλα ήθη και έθι­μα, άλλο σπί­τι, άλλο σχο­λείο, νέοι δάσκα­λοι – καθη­γη­τές κ.λ.π. κ.λ.π.. Έτσι το σπί­τι μου , η οικο­γέ­νειά μου, ήταν το κατα­φύ­γιό μου, η σπη­λιά μου, ο μονα­δι­κός μου κόσμος. Στην αρχή, όπως είπα, είχα το γραμ­μό­φω­νο. Είχα τις ιστο­ρί­ες του πατέ­ρα μου και της μητέ­ρας μου(…)

Αγα­πού­σα επί­σης πολύ τα έπι­πλα: τη σιφο­νιέ­ρα, τον μπου­φέ, το σαλό­νι, το τρα­πέ­ζι, το κομο­δί­νο( ακό­μα το’ χω εδώ στο Βρα­χά­τι, που σαπί­ζει δίπλα στα βαρέ­λια) και προ­πα­ντός τη βιβλιο­θή­κη με τις τέσ­σε­ρις τζα­μέ­νιες πόρτες…Όλα αυτά, καθώς και τα κου­ζι­νι­κά, τα σκε­πά­σμα­τα, τα ρού­χα, τα βιβλία, τις κουρ­τί­νες, σε κάθε μας μετά­θε­ση ο πατέ­ρας μου τα τοπο­θε­τού­σε μέσα σε τερά­στιες ξύλι­νες κλού­βες, που είχε φτιά­ξει ο ίδιος και τις είχε αριθ­μή­σει , ώστε να μπαί­νουν πάντο­τε τα ίδια πράγ­μα­τα στις ίδιες κλού­βες, τις κάρ­φω­νε μόνος του, αυτό κρα­τού­σε έως ένα μήνα‘ και το πρωί του ταξι­διού έρχο­νταν οι αχθο­φό­ροι, τις κου­βα­λού­σαν ως το φορ­τη­γό κι από κει στο λιμά­νι – στη Μυτι­λή­νη , στη Σύρο, στον Πει­ραιά, στην Πρέ­βε­ζα, στο Αργο­στό­λι, στην Πάτρα – πλάι στο βαπό­ρι, και μεις βλέ­πα­με το βίν­τσι να σηκώ­νει πότε τη σιφο­νιέ­ρα και πότε το σαλό­νι και σφιγ­γό­ταν η ψυχή μας. Καθώς η κλού­βα, πια­σμέ­νη στα σχοι­νιά ψηλά ψηλά, έτρι­ζε, κάτι έσπα­γε μέσα μου, για­τί ήξε­ρα πως οι καλοί μας φίλοι υπο­φέ­ρα­νε. Και μετά, μέσα στ’ αμπά­ρι. Και πάλι το βίν­τσι, να τα βγά­λει έξω και να τα τοπο­θε­τή­σει ξανά πάνω στο φορ­τη­γό. Και κεί­νη η δια­δρο­μή Πρέ­βε­ζα – Γιάν­νε­να, τι σου λέει; Ένας δρό­μος, τι δρό­μος, μονο­πά­τι, και η μια λακ­κού­βα δίπλα στην άλλη. Μπρος το φορ­τη­γό και πίσω εμείς, στο φορ­τά­κι, και να λέμε, τώρα όλα θα δια­λυ­θούν. Και εν τού­τοις και πάλι στο νέο μας σπί­τι ο πατέ­ρας να ξεκαρ­φώ­νει τις κλού­βες και να κρύ­βει προ­σε­χτι­κά τις σανί­δες με τους αριθ­μούς στο υπό­γειο για την προ­σε­χή μετά­θε­ση. Πόση χαρά ένιω­θα , κάθε φορά, που το έπι­πλο ξανά­παιρ­νε τη θέση του. Βέβαια, είχαν όλα μικρο­τραυ­μα­τι­σμούς, που με τα χρό­νια γίνο­νταν όλο και βαρύ­τε­ροι. Όμως να η βιβλιο­θή­κη είναι ξανά στη­μέ­νη και τώρα βγά­ζου­με από τα ξύλι­να κιβώ­τια τα βιβλία και τα τοπο­θε­τού­με στη θέση τους. Στο κέντρο, στην ωραιό­τε­ρη μεριά, η Μεγά­λη Εγκυ­κλο­παί­δεια Ελευ­θε­ρου­δά­κη, δεμέ­νη με κόκ­κι­νο δέρ­μα και χρυ­σά στοι­χεία, στη ράχη του βιβλί­ου, δεν ξέρω πόσοι τόμοι. Η σει­ρά, με τα ωραία χαρ­το­νέ­νια χρω­μα­τι­στά ξώφυλ­λα: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΥΣΤΑΙ – ΦΑΟΥΣΤ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΛΑΝΔΟΡΜΥ – ΤΑ ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗΝ ΨΕΥΔΗ, κάποιος ΡΕΝΑΝ. Όλος ο Σαίξ­πηρ. Οι λευ­κοί τόμοι ΠΑΠΥΡΟΥ, με τα κλα­σι­κά κεί­με­να. Οι μετα­φρά­σεις των τρα­γι­κών , από το Γρυ­πά­ρη. Ο κόκ­κι­νος τόμος, Διο­νύ­σιος Σολω­μός με πρό­λο­γο Πολυ­λά. Ο μεγά­λος μπλε Παλαμάς…Φτάσαμε, στην Τρί­πο­λη, τους δυο χιλιά­δες τόμους. Είχα ανοί­ξει και τετρά­διο, για τα βιβλία που δάνει­ζα στους φίλους μου, φορ­τι­κά, για­τί μ’ άρε­σε να τους νιώ­θω να δια­βά­ζουν. Το’ χω το τετρά­διο ακό­μα. Τα βιβλία δεν έχω. Κι όσα δε χάθη­καν, από τη μεγα­λο­ψυ­χία μου, τα κλέ­ψα­νε στο Γαλα­τά, όταν το σπί­τι ήταν ακό­μα ερεί­πιο και οι δικοί μου, ανα­γκα­στι­κά, κοι­μό­ντου­σαν αλλού. Τώρα μάς έχουν μεί­νει λίγοι τόμοι από την Εγκυ­κλο­παί­δεια κι ένα ή δυο βιβλία από την πολύ­τι­μη συλ­λο­γή του παπ­πού μου του Μιχα­ήλ με ποι­ή­μα­τα του Λόρ­δου Μπά­υ­ρον κι ένα άλλο για τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση. Τέτοια βιβλία, τερά­στια, εκδό­σεις του περα­σμέ­νου αιώ­να, είχα­με πάμπολ­λα και τα δια­βά­ζα­με κατά προ­τί­μη­ση το χει­μώ­να, που σκο­τεί­νια­ζε νωρίς, με τη λάμπα – τον και­ρό της Κατο­χής – δίπλα στη σόμπα με τα ξύλα.

Στην Πάτρα, το 1937, με τους συμμαθητές του Γκότση και Κοκκινίδη

Στην Πάτρα, το 1937, με τους συμ­μα­θη­τές του Γκό­τση και Κοκκινίδη

Έπει­τα μ’ άρε­σαν τα γραμ­μα­τό­ση­μα. Μ’ άρε­σαν τα χρώ­μα­τά τους, τα παρά­ξε­να γράμ­μα­τα , τα διά­φο­ρα σχέ­δια, φωτο­γρα­φί­ες, ζωγρα­φιές. Τα καθά­ρι­ζα προ­σε­χτι­κά, τα έπλε­να, τα στέ­γνω­να και τα κολ­λού­σα κατά κρά­τος και κατά σει­ρά. Διά­βα­σα αρχι­κώς Ιού­λιο Βερν. Με τον «Δεκα­πε­ντα­ε­τή Πλοί­αρ­χο», το « Γύρο του κόσμου» και τις «20 χιλιά­δες λεύ­γες υπό την θάλασ­σαν», όλα στο­λι­σμέ­να με υπέ­ρο­χες χαλ­κο­γρα­φί­ες, ταξί­δευα με τη φαντα­σία μου σε όλες τις γωνί­ες της γης. Είχα κι έναν Άτλα­ντα και με τα γραμ­μα­τό­ση­μα και την Εγκυ­κλο­παί­δεια δεν ένιω­θα την ανά­γκη από το «Πράγ­μα», για να απο­γειώ­νο­μαι και να φεύ­γω μακριά. Είχα αρχί­σει να παί­ζω στις γει­το­νιές, μα ίσως αυτό ήταν περισ­σό­τε­ρο μια φυσι­κή επι­θυ­μία να τρέ­ξω, να γυμνα­στώ, να χτυ­πή­σω , να κου­ρα­στώ. Και κάπο­τε, ξαφ­νι­κά, άφη­να το παι­χνί­δι στη μέση , δε μ’ ένοια­ζε που φώνα­ζαν τα παι­διά κι έτρε­χα στα γραμ­μα­τό­ση­μα. Μου’ φερ­νε η μαμά ή η δού­λα ψωμί βρε­μέ­νο με ζάχα­ρη ή ψωμί με λάδι, το απο­γευ­μα­τι­νό, κι εγώ βυθι­ζό­μουν στη δου­λειά και στα όνει­ρα. Περί­με­να τον πατέ­ρα να μου δέσει τις πλη­γές, που ήταν μόνι­μες, στα δυο γόνα­τα και κάτω αρι­στε­ρά και δεξιά στους αστρα­γά­λους. Μου’ βαζε οξυ­ζε­νέ , ιώδιο και μια αλοι­φή άσπρη, που μύρι­ζε όμορ­φα , και μετά τον ρωτού­σα για τη ΝΕΑ ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ, λόγου χάρη, που είχε ασυ­νή­θι­στα μακρό­στε­να γραμ­μα­τό­ση­μα, ή και για την ΤΑΝΓΚΑΝΙΚΑ, με τα άγρια θηρία.

Τα παι­διά της γει­το­νιάς, κατά κανό­να, με αντι­με­τώ­πι­ζαν εχθρι­κά. Ήμουν ξένος, μιλού­σα παρά­ξε­να για τα δικά τους αυτιά( οι Γιαν­νιώ­τες γελούν, όταν ακούν τους Μυτι­λη­νιούς, οι Κεφαλ­λο­νί­τες τους Γιαν­νιώ­τες, οι Πατρι­νοί τους κεφαλ­λο­νί­τες και ούτω καθε­ξής). Ο πατέ­ρας μου ήταν «κάποιος» — διευ­θυ­ντής νομαρ­χί­ας! -, η μάνα μου με είχε πάντα καθα­ρό – στοι­χεία οπωσ­δή­πο­τε αρνη­τι­κά. Αλλά κι εγώ παρου­σί­α­ζα προ­βλή­μα­τα, για­τί δεν μπο­ρού­σα να κατα­λά­βω πώς μιλάν και κυρί­ως πώς σκέ­φτο­νται. Η κάθε πόλη, αλλά και η κάθε γει­το­νιά, είχε τα δικά της ήθη, τα παι­διά τα δικά τους παι­χνί­δια, τα καλα­μπού­ρια τους, τον τρό­πο συμπε­ρι­φο­ράς. Έτσι, αισθα­νό­μου­να ευθύς πάνω από αμή­χα­νος: γελοί­ος. Και οι άλλοι το’ πια­ναν και γελού­σαν μαζί μου. Με κορόι­δευαν, ό,τι κι αν έκα­να. Στο τέλος, ύστε­ρα από δυο και τρεις βδο­μά­δες μ’ άφη­ναν να παί­ζω μαζί τους. Όμως πάντα στην τελευ­ταία θέση. Απ’ όλ’ αυτά δεν έλε­γα ποτέ τίπο­τα στους γονείς μου, για­τί τους ντρε­πό­μουν. Εκεί­νο που ένιω­θα είναι ότι ήμουν κου­τός, άσχη­μος και αδέ­ξιος, σε σχέ­ση με τα παι­διά της γει­το­νιάς, που είχαν τον αέρα του ιδιο­κτή­τη και τη σιγου­ριά του εξου­σια­στή. Η γει­το­νιά ήταν δική τους, όπως και η γλώσ­σα ήταν δική τους και ο τρό­πος που παί­ζα­νε και καλα­μπου­ρί­ζα­νε μετα­ξύ τους. Εγώ ήμουν πάντα ο ξένος. Στα Γιάν­νε­να, Αθη­ναί­ος. Στο Αργο­στό­λι , Ηπει­ρώ­της. Στην Πάτρα, Κεφαλ­λο­νί­της και ούτω καθεξής(…)

(…) Στη δική μου περί­πτω­ση, δηλα­δή του παι­διού που ανή­κει σε οικο­γέ­νεια δημο­σί­ου υπαλ­λή­λου, το πολι­τι­στι­κό, πνευ­μα­τι­κό, καλ­λι­τε­χνι­κό και ειδι­κά μου­σι­κό χάος είναι από­λυ­το. Για­τί σε αντί­θε­ση με το παι­δί που μένει μόνι­μα στο χωριό ή στην πόλη και που έχει ένα στα­θε­ρό σημείο ανα­φο­ράς – έστω χαμη­λό και ανε­παρ­κές – το παι­δί που ξερι­ζώ­νε­ται συνε­χώς δεν προ­φταί­νει να αφο­μοιώ­σει τίπο­τα. Γι’ αυτό μίλη­σα για χάος. Για­τί, όταν δεν υπάρ­χει ο απα­ραί­τη­τος χρό­νος, αλλά και τρό­πος , γνω­ρι­μί­ας ενός είδους καλ­λι­τε­χνι­κής έκφρα­σης , τότε δεν έχου­με πρό­σθε­ση πολ­λών γνώ­σε­ων, αλλά κατα­στρο­φή και επο­μέ­νως χάος. Ανα­φέ­ρο­μαι φυσι­κά στα ιδιό­μορ­φα μου­σι­κά είδη , όπως τα ζού­σε τότε ένα νέο παι­δί στη Λέσβο, στην Ήπει­ρο, ή στην Κεφαλ­λο­νιά. Μιλώ για το δημο­τι­κό είδος – το δημο­τι­κό τρα­γού­δι και χορό στην ιδιαι­τε­ρό­τη­τά του. Δεν υπάρ­χει καμιά αμφι­βο­λία ότι το παι­δί του χωριού – ιδιαί­τε­ρα – αφο­μοί­ω­νε πλή­ρως όλο το παρα­δο­σια­κό καλ­λι­τε­χνι­κό οπλο­στά­σιο: τρα­γού­δια, χορούς, παρα­μύ­θια, ζωγρα­φιές. Αυτό, για μένα του­λά­χι­στον, παρέ­με­νε άγνω­στο. Δηλα­δή δε θυμά­μαι ποια ήταν η λαϊ­κή μου­σι­κή ( πιο καλά να πού­με η δημο­τι­κή, για να μην την μπερ­δεύ­ου­με με το λαϊ­κό τρα­γού­δι) της Λέσβου ή της Ηπεί­ρου. Ασφα­λώς, κάπου κάτι θ’ άκου­σα. Όμως δεν έμει­νε χαραγ­μέ­νο μέσα μου τίπο­τα ή σχε­δόν τίπο­τα. Τι έφτα­νε; Το αθη­ναϊ­κό αστι­κό τρα­γού­δι της επο­χής. Τρα­γού­δια καντα­δό­ρι­κα, ευρω­πα­ΐ­ζο­ντα, που κατά προ­τί­μη­ση τρα­γου­δού­σαν στο σπί­τι μας, οι πρό­σφυ­γες της Σμύρ­νης και του Τσε­σμέ. Σπά­νια αυτά που λέμε σήμε­ρα σμυρ­ναί­ι­κα τρα­γού­δια. Ίσως για­τί αυτά τα τρα­γου­δού­σαν «οι φτω­χοί» στις συνοι­κί­ες της Σμύρ­νης, είτε οι «περι­θω­ρια­κοί», και επο­μέ­νως είχαν το στίγ­μα της αμαρ­τί­ας. Τις βυζα­ντι­νές και βυζα­ντι­νί­ζου­σες μελω­δί­ες , μέσα στο σπί­τι και αργό­τε­ρα στην εκκλη­σία. Τις καντά­δες στο Αργο­στό­λι. Και, όπως είπα, κυρί­ως τη μου­σι­κή των δίσκων που διέ­θε­τα και από την οποία, την πιο βαθιά εντύ­πω­ση μού προ­ξέ­νη­σαν, ως φαί­νε­ται, τα βαλς του Στρά­ους και τα αθη­ναϊ­κά ή ευρω­παϊ­κά τρα­γού­δια, σε στυλ καντά­δας, όπως λ.χ., το « Είναι μεσά­νυ­χτα και η φύση ησυ­χά­ζει κι ένας νέος που σπαράζει»(…)

(…) κι αυτά ακό­μα τα ακού­σμα­τα γίνο­νταν , θα’ λεγα, στο περι­θώ­ριο του ελεύ­θε­ρου χρό­νου (δηλα­δή τους εκτός σχο­λεί­ου) που δαπα­νιό­ταν ολο­κλη­ρω­τι­κά στη γει­το­νιά, στο παι­χνί­δι και αργό­τε­ρα(…) στις συμ­μο­ρί­ες και στα επι­κίν­δυ­να παιχνίδια(…)

mik5Πρέ­πει να πω ότι αυτή η ανα­γκα­στι­κή θητεία σ’ αυτές τις τραυ­μα­τι­κές κατα­στά­σεις με κατέ­στη­σε, από τα δέκα μου χρό­νια, στοι­χείο αντι­κοι­νω­νι­κό. Η παθο­λο­γι­κή προ­σή­λω­ση και ενα­σχό­λη­σή μου με τη μου­σι­κή, όπως πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα, στα 1938 -΄39, στον Πύρ­γο της Ηλεί­ας, είχε κατά βάση σαν ψυχο­λο­γι­κό ελα­τή­ριο μια δική μου προ­σω­πι­κή απά­ντη­ση – ένα είδος φυγής, αλλά και απε­λευ­θέ­ρω­σης – από τα ιδε­α­τά τεί­χη που είχα υψώ­σει γύρω μου, αρνού­με­νος ακό­μα και να σερ­για­νί­σω μέσα στην κοι­νό­τη­τα των ανθρώ­πων. Είχα κλει­στεί στο σπί­τι μας και δεν άνοι­γα τα παν­τζού­ρια, παρά μόνο τη νύχτα, για να ανα­σά­νω. Εκεί μέσα ένα ολό­κλη­ρο καλο­καί­ρι πιά­στη­κα, όπως ο πνιγ­μέ­νος από τα μαλ­λιά του, από τη μου­σι­κή, για­τί έτσι πίστευα ότι θα κρα­τη­θώ στην επι­φά­νεια και θα επι­ζή­σω. Αντί­θε­τα από τον προ­νο­μιού­χο νέο συν­θέ­τη της κεντρι­κής Ευρώ­πης, που κολυ­μπά πάνω στη μου­σι­κή παρά­δο­ση, αλλά και στις δυνα­τό­τη­τες, στις προ­ϋ­πο­θέ­σεις που του παρέ­χει το ίδιο το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον, εγώ αισθα­νό­μουν , πέρα από το αισθη­τι­κό μορ­φω­τι­κό χάος που με περιέ­βα­λε και αυτόν τον νόμο της ζού­γκλας, που είχα προ­λά­βει να τον βιώ­σω ως παι­δι­κό παι­χνί­δι και να τον γνω­ρί­σω τόσο καλά, ώστε αρνού­με­νος την κοι­νω­νία των ανθρώ­πων (και των παι­διών) να θεω­ρή­σω τη μου­σι­κή, που εντε­λώς μόνος έπρε­πε να ανα­κα­λύ­ψω, σαν το μονα­δι­κό σωσί­βιο, αν ήθε­λα να συνε­χί­σω να ζω και να περ­πα­τώ όρθιος σε τού­τον τον πλανήτη…]
(απο­σπά­σμα­τα)

Μίκης Θεο­δω­ρά­κης Οι δρό­μοι του Αρχάγ­γε­λου, Αυτο­βιο­γρα­φία, τ.1 Κέδρος 1987

(Οι φωτο­γρα­φί­ες από το βιβλίο)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο