Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μίμης Βρονταμίτης, ο καπετάνιος που έσωζε ανθρώπινες ζωές στη Μακρόνησο και βοηθούσε τους εξόριστους φαντάρους με κίνδυνο της ζωής του

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Το διή­με­ρο 29 Φλε­βά­ρη – 1 Μάρ­τη του 1948 γρά­φε­ται στη Μακρό­νη­σο μια από τις πιο μαύ­ρες σελί­δες της ελλη­νι­κής ιστο­ρί­ας που συνα­γω­νί­ζε­ται στη φρί­κη τις θηριω­δί­ες των ναζί καταχτητών.

Το προ­σχε­δια­σμέ­νο μακε­λειό αρχί­ζει μετά από προ­βο­κά­τσια (σκη­νο­θε­τη­μέ­νη «ανα­τα­ρα­χή») που στή­νουν μια ομά­δα Αλφα­μί­τες (Αστυ­νο­μία Μονά­δας), όταν τα πολυ­βό­λα από τον Λόχο Διοι­κή­σε­ως αρχί­ζουν να θερί­ζουν τους κρα­τού­με­νους φαντά­ρους. Η επί­ση­μη ανα­κοί­νω­ση του υπουρ­γεί­ου Στρα­τιω­τι­κών κάνει λόγο για 17 νεκρούς και 61 τραυματίες.

Για τον «Γολγοθά». Του Γιώργου Φαρσακίδη, από το λεύκωμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ.

Για τον «Γολ­γο­θά». Του Γιώρ­γου Φαρ­σα­κί­δη, από το λεύ­κω­μα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ.

Την επό­με­νη μέρα σκά­φος του Πολε­μι­κού Ναυ­τι­κού υπό τον συνταγ­μα­τάρ­χη Μπαϊ­ρα­κτά­ρη βάλει αδια­κρί­τως κατά των φαντά­ρων. Οι ακτές, οι πλα­γιές, όλοι οι χώροι όπου κυκλο­φο­ρού­σαν φαντά­ροι γεμί­ζουν πτώ­μα­τα. Κανείς δεν γνω­ρί­ζει τον ακρι­βή αριθ­μό των νεκρών! Ο για­τρός του Α’ τάγ­μα­τος Γεωρ­γι­λά­κος θα βεβαιώ­σει πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα ότι ο ίδιος υπέ­γρα­ψε τα πιστο­ποι­η­τι­κά θανά­του 180 φαντά­ρων. Όμως τα αθώα θύμα­τα του κρά­τους των «εθνι­κο­φρό­νων» είναι πολύ περισσότερα.

Εκεί­νη την επο­χή ο καπε­τάν Μίμης Βρο­ντα­μί­της από τη Τζια, έχει επι­τα­χτεί με το καΐ­κι του «Άγιος Νικό­λα­ος», για το δρο­μο­λό­γιο Λαύ­ριο-Μακρό­νη­σος. Μετα­φέ­ρει καθη­με­ρι­νά κρα­τού­με­νους φαντά­ρους, πολι­τι­κούς εξό­ρι­στους, αξιω­μα­τι­κούς και επι­σκέ­πτες, καθώς και τρό­φι­μα και βαρέ­λια με νερό. Ο ίδιος, τον Ιού­λη του 1987 θα θελή­σει να πετά­ξει από πάνω του το δυσβά­στα­χτο βάρος που κου­βα­λού­σε για τέσ­σε­ρις σχε­δόν δεκα­ε­τί­ες. Ο καπε­τάν Μίμης θα συνα­ντή­σει στο Λαύ­ριο τον Μακρο­νη­σιώ­τη ερευ­νη­τή Φίλιπ­πα Γελα­δό­που­λο και με πόνο ψυχής θα του μιλή­σει για τα 350 πτώ­μα­τα φαντά­ρων που μέτρη­σε φορ­τώ­νο­ντάς τα ο ίδιος στο καΐ­κι του υπό την απει­λή των όπλων και οδή­γη­σε στα ανοι­χτά του Κάβο Ντό­ρο όπου ένστο­λοι του Πολε­μι­κού Ναυ­τι­κού τα παρα­λάμ­βα­ναν και «τα φου­ντά­ρα­νε στο βυθό της θάλασσας»…

Στη Μακρό­νη­σο εκτο­πί­στη­καν δεκά­δες χιλιά­δες φαντά­ροι που στη συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία συμ­με­τεί­χαν στην ΕΑΜι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση και… δεν ενέ­πνε­αν εμπι­στο­σύ­νη στο υπό­δου­λο στους αγγλο­α­με­ρι­κά­νους ιμπε­ρια­λι­στές επί­ση­μο ελλη­νι­κό κρά­τος. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό το από­σπα­σμα από τη δια­τα­γή συγκρό­τη­σης του κολα­στή­ριου της Μακρο­νή­σου (όπως παρα­τί­θε­ται στο βιβλίο του Φ. Γελα­δό­που­λου «Μακρό­νη­σος, Η μεγά­λη σφα­γή του 1948»):

Σκίτσο για τη Μακρόνησο, από τον Ρίζο της Δευτέρας (6/10/1947)

Σκί­τσο για τη Μακρό­νη­σο, από τον Ρίζο της Δευ­τέ­ρας (6/10/1947)

«Απε­φα­σί­σθη ο περιο­ρι­σμός των αρι­στε­ρών στρα­τευ­σί­μων εις ορι­σμέ­να στρα­τό­πε­δα, δια να υπο­στούν απο­το­ξί­νω­σιν, διό­τι κατά την κατο­χήν ήσαν έφη­βοι και λόγω της ηλι­κί­ας των παρε­σύ­ρο­ντο από τα απα­τη­λά συν­θή­μα­τα των ερυθρών»!

Όσοι τον γνώ­ρι­σαν μιλούν για έναν άνθρω­πο με αγνά αισθή­μα­τα για τον συνάν­θρω­πό του. Ο καπε­τάν Μίμης Βρο­ντα­μί­της προ­ερ­χό­ταν από οικο­γέ­νεια με δεξιές κατα­βο­λές και παρά­δο­ση και ο ίδιος ανή­κε ιδε­ο­λο­γι­κά στο χώρο της δεξιάς. Ήταν άνθρω­πος ντό­μπρος, καθα­ρός, ένας μπε­σα­λής εργά­της της θάλασ­σας που ίδρω­νε για να βγά­λει τίμια το ψωμί του. Μετά τη μετα­πο­λί­τευ­ση, όταν οι δικτά­το­ρες Παπα­δό­που­λος και Πατ­τα­κός, που βρί­σκο­νταν εκτο­πι­σμέ­νοι στη Τζια, του προ­τεί­νουν μέσω τρί­του προ­σώ­που να τους φυγα­δεύ­σει ένα­ντι γερής αμοι­βής, τους στέλ­νει την εξής απά­ντη­ση: «Δεν θέλω τα εκα­τομ­μύ­ριά σας. Είμαι τίμιος άνθρω­πος και θα μεί­νω τίμιος σ’ όλη μου τη ζωή».

Την περί­ο­δο που βρί­σκε­ται στη Μακρό­νη­σο (1947–49), οι εικό­νες που αντι­κρί­ζει καθη­με­ρι­νά τον γεμί­ζουν με οργή και αηδία. Δεν μπο­ρεί να συμ­βι­βα­στεί με τις κακου­χί­ες των εξό­ρι­στων, τα μαρ­τύ­ρια της πεί­νας και της δίψας, τους βασα­νι­σμούς, τις δολο­φο­νί­ες, το αίμα των αθώ­ων παι­διών του λαού που τρέ­χει μπρο­στά στα μάτια του. Με τη σφα­γή του Φλε­βά­ρη-Μάρ­τη 1948 απο­φα­σί­ζει να ανα­λά­βει δρά­ση. Βοη­θά­ει με κάθε τρό­πο τους εξό­ρι­στους φαντά­ρους φυγα­δεύ­ο­ντας τραυ­μα­τί­ες στο Λαύ­ριο, προ­μη­θεύ­ο­ντάς τους στα κρυ­φά τρό­φι­μα, νερό και φάρ­μα­κα, κυριο­λε­κτι­κά με κίν­δυ­νο της ζωής του αφού αν τον έπια­ναν τον «περί­με­νε» στο στρα­το­δι­κείο το Γ΄ Ψήφισμα…

Ο καπετάν Μίμης Βρονταμίτης πάνω στο σκαρί του (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη

Ο καπε­τάν Μίμης Βρο­ντα­μί­της πάνω στο σκα­ρί του (Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Η Στρο­φή του Μίμη)

Ο καπε­τάν Μίμης όμως «αδια­φο­ρεί. Σκο­πός του να κάμει το χρέ­ος του σαν άνθρω­πος – στον όποιο άνθρω­πο. Τρό­μος, στη Μακρό­νη­σο κόλα­ση. Σκο­τά­δι σ’ όλη τη χώρα. Σιγή νεκρο­τα­φεί­ου. Έτσι διά­βαι­ναν τα χρό­νια. Επί τέλους φώτι­σε η αυγή. Το χαμό­γε­λο ήρθε πάλι στα χεί­λη του κόσμου. Ο Μίμης ο Βρο­ντα­μί­της, ο θαλασ­σό­λυ­κος, δεν ανέ­χτη­κε άλλο τη φίμω­ση. Φίμω­ση που άλλοι τον υπο­χρέ­ω­σαν. Και μια μέρα, μέσα στο σιδη­ρο­πω­λείο του ΒΕΡΒΕΡΗ, πρό­βα­λε όλο το ηθι­κό του ανά­στη­μα. Άνοι­ξε την καρ­διά του. Τα φανέ­ρω­σε όλα. Διε­λεύ­κα­νε το μεγά­λο, το τρο­με­ρό έγκλη­μα που συντε­λέ­στη­κε στη Μακρό­νη­σο στις 29 Φλε­βά­ρη και 1 Μάρ­τη 1948». (Φίλιπ­πας Γελα­δό­που­λος: «Μακρό­νη­σος, Η μεγά­λη σφα­γή του 1948», εκδό­σεις Αλφειός, 1994).

Μαρ­τυ­ρία για τον Μίμη Βρο­ντα­μί­τη, από τον τραυ­μα­τία στη σφα­γή της Μακρο­νή­σου Βάσο Σαλιάρη

«Εμάς τους δέκα τραυ­μα­τί­ες μάς κατέ­βα­σαν στην παρα­λία. Το κύμα, όμως, σάρω­νε και μες στη θεο­μη­νία κανέ­νας καπε­τά­νιος καϊ­κιού δεν απο­τολ­μού­σε να μας περά­σει στο Λαύ­ριο. Αγω­νία, τι θα απο­γί­νου­με, και οι τραυ­μα­τί­ες να βογκούν και να αιμορ­ρα­γούν. Τότε ένα άφο­βο παλι­κά­ρι, ο καπε­τά­νιος Μίμης, το απο­φά­σι­σε, μας έβα­λε στο αμπά­ρι και ξεκί­νη­σε. Ο καπε­τά­νιος για χάρη μας έπαι­ξε τη ζωή του κορό­να — γράμματα.

Μίμης Βρονταμίτης (φωτογραφία από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου «Μακρόνησος, Η μεγάλη σφαγή του 1948»)

Μίμης Βρο­ντα­μί­της (φωτο­γρα­φία από το βιβλίο του Φίλιπ­πα Γελα­δό­που­λου «Μακρό­νη­σος, Η μεγά­λη σφα­γή του 1948»)

Μαζί μας συνο­δοί δύο για­τροί, ο ανθυ­πο­λο­χα­γός Λεω­νί­δας Γεωρ­γι­λά­κος και ο στρα­τιώ­της Πριό­βο­λος. Η θάλασ­σα σφό­δρα τρι­κυ­μι­σμέ­νη και έτοι­μη να μας κατα­πιεί. Ο καπε­τάν Μίμης, όμως, σωστός θαλασ­σό­λυ­κος, κρα­τού­σε γερά το τιμό­νι. Εμείς σταυ­ρο­κο­πιό­μα­στε. Οι για­τροί σφουγ­γί­ζουν τις πλη­γές μας. Με τα πολ­λά ο Καπε­τάν Μίμης μάς πέρα­σε στο Λαύ­ριο. Είχα­με για την ώρα σωθεί.»

(Συλ­λο­γι­κό έργο: «Μακρό­νη­σος. Ιστο­ρι­κός τόπος. Τόμος Α΄», εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Εποχή)

Η πολύ­τι­μη μαρ­τυ­ρία του καπε­τάν Μίμη Βρο­ντα­μί­τη στον Φίλιπ­πα Γελα­δό­που­λο, για τη σφα­γή της Μακρονήσου

«Πέρα­σαν τόσα πολ­λά χρό­νια, και­ρός πια να τα ειπώ όλα, την αλή­θεια να ειπώ κυρ-Φίλιπ­πα. Έζη­σα, όλα τα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα, στο νησί, το 1948. Ο στρα­τός μας, με είχε επι­ταγ­μέ­νο μαζί με το καΐ­κι μου ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ επί μισθό, οκτώ χιλιά­δες δρχ. το μήνα. Κου­βα­λού­σα από το Λαύ­ριο πέρα στη Μακρό­νη­σο φαντά­ρους, πολι­τι­κούς υπό­δι­κους, νερό σε βαρέ­λια και άλλα. Στο φοβε­ρό ντου­φε­κί­δι του Μάρ­τη 1948, ο Σκα­λού­μπα­κας μου κόλ­λη­σε το πιστό­λι στο κεφά­λι και με απει­λές με διέ­τα­ξε να κου­βα­λάω σκο­τω­μέ­νους φαντά­ρους, πέρα μακριά στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ, στο ξερό­νη­σο Σαν Τζιόρ­τζιο. Στο 3ο τάγ­μα φόρ­τω­να τους νεκρούς φαντά­ρους, που τους εξέ­τα­ζε ο για­τρός Μαλά­μης, κι έγρα­φε στο πιστο­ποι­η­τι­κό θανά­του, τη λέξη ΝΕΚΡΟΣ. Ήτα­νε δίπλα στο για­τρό Μαλά­μη κι άλλοι ακό­μα δυό για­τροί. Τους σκο­τω­μέ­νους φαντά­ρους, τους ταχτο­ποιού­σα­με στρι­μω­χτά στο αμπά­ρι, οι αλφα­μί­τες Χού­μης και Δημη­τρός Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρο­μο­λό­γιο φορ­τώ­σα­με 185 νεκρούς φαντά­ρους. Λέω στο Σκα­λού­μπα­κα, το καΐ­κι δε σηκώ­νει τόσο πρά­μα, είναι πολύ το πρά­μα — θα μπα­τά­ρει το καΐ­κι. Αυτός κου­βέ­ντα δεν έπαιρ­νε, με το πιστό­λι με διά­τα­ξε. Τι να ’κανα; Το πιστό­λι σε παγώνει…

Μίμης και Κώστας Βρονταμίτης  (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)

Μίμης και Κώστας Βρο­ντα­μί­της (Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Η Στρο­φή του Μίμη)

Ανοι­γό­μα­σταν, τη νύχτα, στον ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ. Εκεί στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ, περί­με­νε καρά­βι πολε­μι­κό. Οι ναύ­τες, παίρ­να­νε τους σκο­τω­μέ­νους φαντά­ρους και τους χώνα­νε μέσα σε συρ­μά­τι­να δίχτυα με βαρί­δια και τους φου­ντά­ρα­νε στο βυθό της θάλασ­σας. Αυτό ξανά­γι­νε. Οι νεκροί όλοι — όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτρα­γα έναν — έναν και ήταν 350 φαντά­ροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τρα­γι­κή περι­πέ­τεια που έζη­σα στη ζωή μου.» (Φίλιπ­πας Γελα­δό­που­λος: «Μακρό­νη­σος, Η μεγά­λη σφα­γή του 1948», εκδό­σεις Αλφειός, 1994).

Μια ακό­μα μαρ­τυ­ρία για τον Μίμη Βρο­ντα­μί­τη (από το βιβλίο του Φίλιπ­πα Γελαδόπουλου)

«Αγα­πη­τέ φίλε και σύντρο­φε Φίλιπ­πα Γελα­δό­που­λε. Σου γρά­φω για την τυχαία γνω­ρι­μία μου με τον καπε­τάν Δημή­τρη Βρο­ντα­μί­τη, στο χωριό μου το ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ της Χαλ­κι­δι­κής, το μήνα Μάιο 1975. Ένα από­γευ­μα μπαί­νο­ντας στο εστια­τό­ριο του αδελ­φού μου Πανα­γιώ­τη Γκιώ­τη, σ’ ένα τρα­πέ­ζι κάθο­νταν ο φίλος και συγ­χω­ρια­νός μου Στρα­τής Χάρ­κας Ναυ­τι­κός, με κάποιον άγνω­στον για μένα.

Μίμης Βρονταμίτης (Πηγή φωτογραφίας: Η Στροφή του Μίμη)

Μίμης Βρο­ντα­μί­της (Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Η Στρο­φή του Μίμη)

Έλα να σε κερά­σου­με ούζο, μου λέει. Από δω φίλε, ο καπε­τάν Δημή­τρης Βρο­ντα­μί­της, ήρθε να παρα­λά­βει το καΐ­κι μου τον ΑΓΙΟ ΣΤΕΦΑΝΟ. Εγώ λοι­πόν ευχή­θη­κα στον άγνω­στό μου μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή, Καπε­τάν Δημή­τρη Βρο­ντα­μί­τη, καλο­ρί­ζι­κο και καλο­τά­ξι­δο και μετά του λέω… Από πού είσαι καπε­τά­νιε; και μου λέει. Από τη Τζιά είμαι. Τότε τον ρώτη­σα. Η Τζιά είναι καλό νησί; Για­τί το έχω δει από μακριά, μου φάνη­κε ξερο­νή­σι και ασβε­στό­πε­τρα. Τότε μου λέει. Από που το είδες; Και του είπα. Από την Μακρό­νη­σο. Μου λέει ο καπε­τάν Δημή­τρης Βρο­ντα­μί­της. Έκα­νες στην Μακρό­νη­σο; Και σε ποιό τάγ­μα; Του λέω στο 3ο τάγ­μα και στο 1ο τάγ­μα. Μου λέει: Εμέ­να δεν με γνω­ρί­ζεις; Εγώ είχα το καΐ­κι τον Αη Νικό­λα που σας έφερ­να τρό­φι­μα. Του είπα. Δεν σε γνω­ρί­ζω, για­τί δεν έτυ­χε να βρε­θώ σε αγγα­ρεία στο καΐκι.

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Φίλιππα Γελαδόπουλου

Το εξώ­φυλ­λο του βιβλί­ου του Φίλιπ­πα Γελαδόπουλου

Τότε μου λέει. Ήσουν στα γεγο­νό­τα του Φεβρουα­ρί­ου — Μαρ­τί­ου 1948; και του λέω, πως δεν ήμουν, τότε πού μας σκό­τω­σαν καμιά τρια­κο­σα­ριά! Τότε ο καπε­τάν Δημή­τρης Βρο­ντα­μί­της, πήρε ένα ύφος κάπως αγα­νά­κτη­σης και στα­θε­ρά μου λέει. Για 300 τους είχα­τε; Τότε του λέω. Καπε­τά­νιε μέσα σε κεί­νη την κόλα­ση, ποιος τους είδε; Και ποιος τους μέτρη­σε; Έτσι όλοι υπο­λο­γί­ζα­με. Και τότε λέει: Τους μέτρη­σα έναν — έναν, τους μέτρη­σα έναν — έναν, για να μην τους ξεχά­σω, και ήταν 350 και ήταν 350. Τους πήγαι­να μακριά από τη Μακρό­νη­σο στο ΣΑΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ στο βαπό­ρι που περί­με­νε κι εκεί τους έδε­ναν σε σκου­ρια­σμέ­νες σιδε­ρέ­νιες καδέ­νες και πλε­μά­τια κι έτσι όλους τους σκο­τω­μέ­νους τους φου­ντά­ρι­ζαν στο πέλαγος.

Αυτά μας είπε ο καπε­τάν Δημή­τρης Βρο­ντα­μί­της, που ήρθε στο ΝΕΟ ΜΑΡΜΑΡΑ, ν’ αγο­ρά­σει από τον Στρα­τή Χάρ­κα, το καΐ­κι ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ το μήνα Μάιο 1975.

Νίκος Γκιώ­της
(Θεσ­σα­λο­νί­κη)»

Ο καπε­τάν Μίμης Βρο­ντα­μί­της πέθα­νε στη Τζιά, στις 3 Μάρ­τη του 1992.  Το επί­ση­μο κρά­τος συνε­χί­ζει να απο­σιω­πά το φρι­χτό αυτό έγκλη­μα και να κρα­τά κρυμ­μέ­να στο σκο­τά­δι τα επί­ση­μα στοι­χεία από τα αρχεία του για τη σφα­γή στη Μακρό­νη­σο και για την κατά­λη­ξη των εκα­το­ντά­δων νεκρών. Σαν να μην υπήρ­ξαν ποτέ…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο