Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαβίλης Λορέντζος: «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει· υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

«Ωραί­ος κι επι­βλη­τι­κός άντρας με τα ξαν­θά του γένια, τα γαλα­νά του μάτια και τη στέ­ρεη κορ­μο­στα­σιά. Όμως παρ’ όλο τον όγκο των εξω­τε­ρι­κών του στοι­χεί­ων και τον περή­φανο αέρα του αρι­στο­κρά­τη, που είχε, είταν άνθρω­πος πολύ σεμνός και προ­σε­χτι­κός στο φέρ­σι­μο και στην κου­βέ­ντα του, σα ντρο­πα­λό κορίτσι».

Μαβί­λης Λορέν­τζος (Λαυ­ρέ­ντιος), γόνος Ισπα­νών ευγε­νών, γεν­νή­θη­κε στην Ιθά­κη όπου υπη­ρε­τού­σε ο πατέ­ρας του στις 6 Σεπτέμ­βρη 1860 και πέθα­νε στις 28 Νοέμ­βρη 1912. Σπού­δα­σε στη Γερ­μα­νία όπου έζη­σε με δια­κο­πή ενός χρό­νου από το 1879–1890.

Mavilis1Το 1896 με την έκρη­ξη της Κρη­τι­κής Επα­νά­στα­σης πολε­μά­ει εθε­λο­ντής στην Κρή­τη. Το 1897 με δικά του έξο­δα σχη­μά­τι­σε σώμα­ε­θε­λο­ντών­πυο πολέ­μη­σε στην  Ήπει­ρο, όπου και τραυ­μα­τί­ζε­ται. Το 1910 εξε­λέ­γη βου­λευ­τής του κόμ­μα­τος των Φιλε­λευ­θέ­ρων του Ελευ­θε­ρί­ου Βενι­ζέ­λου στην ανα­θε­ω­ρη­τι­κή Βου­λή. Ιστο­ρι­κή θα μεί­νει η αγό­ρευ­σή του για την υπε­ρά­σπι­ση της δημο­τι­κής γλώσ­σας όταν συζη­τιό­ταν το άρθρο 107 του συντάγ­μα­τος που είναι σταθ­μός στην ιστο­ρία του γλωσ­σι­κού ζητή­μα­τος. Δια­φώ­νη­σε με τις δύο προ­τά­σεις, για συνταγ­μα­τι­κή κατο­χύ­ρω­ση της καθα­ρεύ­ου­σας και για απα­γό­ρευ­ση μετά­φρα­σης του Ευαγ­γε­λί­ου, που τις θεώ­ρη­σε ανε­λεύ­θε­ρες. Δέχε­ται όμως ότι η γλώσ­σα του λαού πρέ­πει να καλ­λιερ­γη­θεί και να εμπλου­τι­σθεί από «ολό­κλη­ρον την κλη­ρο­νο­μί­αν του παρελ­θό­ντος» και γι’ αυτό υπε­ρα­σπί­ζε­ται με θέρ­μη τη μετά­φρα­ση της Οδύσ­σειας του Πολυ­λά. Σχε­τι­κό με τις γλωσ­σι­κές του από­ψεις είναι το πολε­μι­κό του σονέ­το «Μαλ­λια­ρός».

«ο καθη­γη­τής του Αρσα­κεί­ου κ. Μιχα­λό­που­λος, βου­λευ­τής κι αυτός, να ζητή­σει από τη Βου­λή να καθιε­ρώ­σει μέσα στο σύνταγ­μα για επί­ση­μη γλώσ­σα του έθνους την καθα­ρεύ­ου­σα, τη «γλώσ­σα των νόμων κτλ». Αμέ­σως άνα­ψε φοβε­ρός καυ­γάς μέσα κι έξω απ’ τη Βου­λή. Τότε ο Μαβί­λης έκα­νε την περί­φη­μη αγό­ρε­ψή του για να υπε­ρα­σπί­σει την εθνι­κή γλώσ­σα από την επι­βου­λή των σκο­τει­νών πνευ­μά­των. Όταν ανέ­βη­κε στο βήμα όλη η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ζού­γκλα λού­φα­ξε διά μιας. Σπά­νια στά­θη­κε απά­νου σε κεί­νο το σανί­δι ένα τόσο άψο­γο ήθος, μια τόση πνευ­μα­τι­κή αξιο­πρέ­πεια, μια τόσο υψη­λή συνεί­δη­ση του Χρέ­ους. «Είμαι μαθη­τής και υπήρ­ξα επί πολ­λά έτη φίλος του Πολυ­λά*…». Έτσι άρχι­σε, για να καταλή­ξει σε κεί­νον τον υπέ­ρο­χον αφορισμό»:

…ένε­κα αυτής της προ­τά­σε­ως χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ατι­μω­ρη­τί η γλώσ­σα, την οποί­αν ομι­λεί ο Ελλη­νι­σμός ολό­κλη­ρος από άκρου εις άκρον, από Κερ­κύ­ρας μέχρι του Καυ­κά­σου, χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως χυδαία. Χυδαία γλώσ­σα δεν υπάρ­χει· υπάρ­χου­σι χυδαί­οι άνθρω­ποι, και υπάρ­χου­σι πολ­λοί χυδαί­οι άνθρω­ποι ομι­λού­ντες την καθαρεύουσαν.

«Στις εκλο­γές όμως του 1911 η Κέρ­κυ­ρα δεν τον ξανά­βγα­λε βου­λευ­τή. Και τότες κυκλο­φό­ρη­σε ένα επί­γραμ­μα κανω­μέ­νο από κάποια μέλη του «Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου», που έλεγε:

Ο βρο­ντο­ρί­χτης Δίας
ερί­χτη στας κυρίας.
Και του βολεί.
Μα δε… Βουλή!»

Ο άκαμ­πτος χαρα­κτή­ρας του και το ότι δεν προ­σαρ­μό­στη­κε στο ρεύ­μα της συναλ­λα­γής που επι­κρα­τού­σε, το λεγό­με­νο ρου­σφέ­τι, συντέ­λε­σε στο να μην εκλε­γεί βου­λευ­τής στις επό­με­νες εκλο­γές. Στο Βαλ­κα­νι­κό πόλε­μο του 1912, παρά τα 53 του χρό­νια κατε­τά­γη εθε­λο­ντής λοχα­γός των Γαρι­βαλ­δι­νών ερυ­θρο­χι­τώ­νων. (Ονο­μα­ζό­ταν Γαρι­βαλ­δι­νοί οι εθε­λο­ντές Έλλη­νες και ξένοι από το όνο­μα του αρχη­γού τους, Ιτα­λού στρα­τη­γού, Γαρι­βάλ­δη. Ερυ­θρο­χί­τω­νες λέγο­νταν λόγω του κόκ­κι­νου χιτώ­να που φορού­σαν).  Σκο­τώ­θη­κε στις 28 Νοεμ­βρί­ου 1912 στο χωριό Δρί­σκος, κοντά στα Γιάν­νε­να σε επί­θε­ση των τούρ­κων. Ο Γρη­γό­ριος Ξενό­που­λος εύστο­χα παρα­τή­ρη­σε: «Ο Μαβί­λης στά­θη­κε ένας απ’ τους σπά­νιους εκεί­νους ποι­η­τές που το καλύ­τε­ρό τους ποί­η­μα είναι η ζωή τους».

Ο Λορέν­τσος Μαβί­λης μαζί με το Διο­νύ­σιο Σολω­μό είναι oι κορυ­φαί­οι της εφτα­νη­σιώ­τι­κης ποι­η­τι­κής σχο­λής.  Στο μικρό σε έκτα­ση έργο του ιδιαί­τε­ρη θέση έχουν τα σονέ­τα. Σε ένα από αυτά, στο σονέ­το με τίτλο «Φάλη­ρο» (Ιού­νιος 1911), για πρώ­τη φορά σε ελλη­νι­κό ποί­η­μα ανα­φέ­ρο­νται οι λέξεις αυτο­κί­νη­το, σοφέρ και μπαρ, άγνω­στες μέχρι τότε στον μέσο Έλληνα.

Ο Μαβί­λης είχε μεγά­λη και βαθιά μόρ­φω­ση. Ήξε­ρε ιτα­λι­κά, γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, εγγλέ­ζι­κα, ισπα­νι­κά και σαν­σκρι­τι­κά. Άφη­σε μετα­φρά­σεις από διά­φο­ρες γλώσ­σες (και από σανσκριστικά).

 Φάληρο

Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα· μόνη
εσύ έλει­πες. Αργά κινάω να φύγω,
μα ξάφ­νου στη μπα­σιά του μπαρ ξανοίγω
αυτο­κί­νη­το να γοργοζυγώνει.

M᾿ ελπί­δα στα­μα­τάω. Να το, πλακώνει.
Παρα­με­ρί­ζουν οι άλλοι. Ασει­στος μπήγω
τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
ακό­μα, και ο σοφέρ σου με σκοτώνει.

Αρχο­ντο­πού­λα μ᾿ άφτα­στα πρωτάτα,
με των εφτὰ νησιών τες χίλιες χάρες,
τετρά­ξαν­θη ομορ­φιὰ γαλανομάτα,

του θανά­του δε μ᾿ έπια­σαν τρομάρες -
γλυ­κύ­τα­τες μ᾿ ελιώ­σα­νε λαχτάρες
να συντρι­φτώ κάτω απὸ εσὲ στη στράτα.

Mavilis2

 

Κάποιες μαρ­τυ­ρί­ες από τη θητεία του Λ. Μαβί­λη στους πολέμους

Μιαν μέρα βρι­σκό­τα­νε το σώμα στην κορ­φή του Πε­ριστεριού γεμά­την από βαθειά χιό­νια. Κατά παρά­δο­ξη σύμ­πτω­ση έκα­νε καλόν και­ρό. Ουρα­νός ξάστε­ρος, ήλιος θαμπω­τι­κός. Τα χιό­νι αστρα­πο­βο­λού­σε κι απά­νου στην άπέ­ρα­ντην ασπρά­δα του φαντά­ζα­νε ζωη­ρό­τα­τα τα κόκ­κι­να και τα μπλε της γαρι­βαλ­δι­νής στο­λής (εικό­να των ναπο­λε­ο­ντεί­ων πολέ­μων από το Μεσ­σο­νιέ). Ο Μαβί­λης* κοι­τώ­ντας αυτήν την ομορ­φιά και την καλω­σύ­νη της φύσης, γύρι­σε και είπε μελαγ­χο­λι­κά στον ίδιο νεα­ρό λόγιο :
– Κι όμως εμείς πάμε να σκο­τώ­σου­με ανθρώ­πους και να σκοτωθούμε !
 Κεί­νην τη στιγ­μή είχε ξυπνή­σει μέσα στον πατριώ­τη ο ποι­η­τής κι ο φιλόσοφος.

Μια φορά ο λόχος του είχε μπει σε ένα μικρό χωριου­δά­κι, πριν απ’ αυτόν. Για­τί δεν πήγαι­νε ποτές καβάλ­λα (όπως οι άλ­λοι λοχα­γοί) μα με τα  πόδια, για να υπο­φέ­ρει τις ίδιες ταλαι­πωρίες με τους στρα­τιώ­τες του. Οι στρα­τιώ­τες πέσαν αμέ­σως στο πλιά­τσι­κο. Αλλά από ένα τόσο φτω­χό χωριου­δά­κι τι να πάρου­νε; Καμιά κότα, λίγη μπο­μπό­τα, λίγο ξερο­τύ­ρι. Όταν το έμα­θε ο Μαβί­λης*, στε­νο­χω­ρέ­θη­κε πολύ και ντρά­πη­κε. Δεν ήθε­λε ο δικός του λόχος να κάνει τέτοιες απρέ­πειες. Ας είταν ο λόχος κανε­νός άλλου! Ή του­λά­χι­στο, μια κι είταν ο δικός του, να μην το μάθαι­νε! Μα οι στρα­τιώ­τες του είχαν την ευγέ­νεια να προ­σφέ­ρουν και στο λοχα­γό τους λίγη κότα ψητή. Ο Μαβί­λης* αρνή­θη­κε θυμω­μέ­νος. Και τότε ο Ρώμας γύρι­σε και του είπε γελώντας:
– Μα μήπως η χτε­σι­νή κότα που έφα­γες, είταν αγορασμένη;

 

(Τα απο­σπά­σμα­τα στα εισα­γω­γι­κά είναι από κεί­με­νο του Κώστα Βάρ­να­λη στην «Πρω­ΐα». Οι φωτο­γρα­φί­ες, πλην αυτής που ο Μαβί­λης είναι στρα­τιώ­της — από το περιο­δι­κό «Γράμ­μα­τα» — είναι από τη σει­ρά των εκδό­σε­ων ΣΟΚΟΛΗ «Νεολ­λη­νι­κή ποίηση»)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο