Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρξ και Ένγκελς για το εθνικό ζήτημα

Γρά­φει ο 2310net //

Με αφορ­μή την επέ­τειο της Επα­νά­στα­σης του 1821 ίσως θα έπρε­πε να μιλή­σου­με λίγο για το ζήτη­μα του έθνους, επι­χει­ρώ­ντας μια συνο­πτι­κή παρου­σί­α­ση της μαρ­ξι­στι­κής θεω­ρί­ας για αυτό.

Καμία συζή­τη­ση για κανέ­να κοι­νω­νι­κό ή πολι­τι­κό φαι­νό­με­νο δεν μπο­ρεί να γίνει χωρίς να υπάρ­χει, έστω και έμμε­ση ανα­φο­ρά στο έργο του Καρλ Μαρξ. Η επιρ­ροή που άσκη­σε και συνε­χί­ζει να ασκεί, τόσο σε θεω­ρη­τι­κούς κύκλους όσο και στην παγκό­σμια πολι­τι­κή ζωή είναι χωρίς προη­γού­με­νο. Είναι προ­φα­νές ότι στις συζη­τή­σεις για το εθνι­κό ζήτη­μα δεν μπο­ρεί να απου­σιά­ζει ο μαρ­ξι­σμός. Παρά το γεγο­νός ότι ο ίδιος ο Μαρξ δεν ασχο­λή­θη­κε συστη­μα­τι­κά με το έθνος, από το σύνο­λο της θεω­ρί­ας του προ­κύ­πτει μια ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κή προ­σέγ­γι­ση του εθνι­κού ζητή­μα­τος. Ο Μαρξ μαζί με τον Ένγκελς αφιε­ρώ­νουν τη ζωή τους στην θεμε­λί­ω­ση μιας θεω­ρί­ας που θα ανα­δεί­ξει τις αντι­φά­σεις του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος και θα συμ­βάλ­λει στην επα­να­στα­τι­κή μετα­βο­λή της κοι­νω­νί­ας, στο πέρα­σμα της ανθρω­πό­τη­τας σε ατα­ξι­κές κομ­μου­νι­στι­κές κοι­νω­νί­ες του μέλ­λο­ντος. Η προ­σέγ­γι­ση του εθνι­κού ζητή­μα­τος από τους δύο στο­χα­στές εντάσ­σε­ται σε αυτό το πλαίσιο.

Ο Μαρξ αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι η ανθρω­πό­τη­τα κινεί­ται με προ­ο­δευ­τι­κή κατεύ­θυν­ση δημιουρ­γώ­ντας αντι­φά­σεις. Η πρό­ο­δος της βασί­ζε­ται στις οικο­νο­μι­κές σχέ­σεις, τις σχέ­σεις παρα­γω­γής. Αυτές ανα­πτύσ­σο­νται διαρ­κώς και λει­τουρ­γούν ως τα θεμέ­λια ολό­κλη­ρης της κοι­νω­νι­κής και πολι­τι­κής ζωής. Οι αντι­φά­σεις που δημιουρ­γού­νται, λόγω του ταξι­κού εκμε­ταλ­λευ­τι­κού χαρα­κτή­ρα των μέχρι τώρα κοι­νω­νιών, έχουν σαν απο­τέ­λε­σμα τη σύγκρου­ση παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων και παρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων και αυτό σημαί­νει ότι η κοι­νω­νία μπαί­νει σε μια επο­χή επα­νά­στα­σης και ριζι­κής κοι­νω­νι­κής μετα­βο­λής. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι η επο­χή που έζη­σαν και ανέ­πτυ­ξαν τη θεω­ρία τους ήταν μια τέτοια επο­χή. Ήταν η επο­χή που ο καπι­τα­λι­σμός έφτα­νε στα όριά του και οι εξε­γερ­μέ­νοι προ­λε­τά­ριοι θα έπαιρ­ναν με επα­να­στα­τι­κό τρό­πο την εξου­σία και θα απάλ­λασ­σαν την ανθρω­πό­τη­τα από τα ταξι­κά δεσμά του καπι­τα­λι­σμού. Ιδιαί­τε­ρα τα πρώ­ι­μα έργα τους, μετα­ξύ των οποί­ων η Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία και το Μανι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, στα οποία υπάρ­χουν σημα­ντι­κές ανα­φο­ρές για το εθνι­κό ζήτη­μα, εμφο­ρού­νται από αυτήν την αισιοδοξία.

Από την μελέ­τη των ανα­φο­ρών του Μαρξ και του Ένγκελς σχε­τι­κά με το εθνι­κό ζήτη­μα, προ­κύ­πτουν δύο αντί­θε­τες τάσεις μετα­ξύ των σύγ­χρο­νων μαρ­ξι­στών. Ορι­σμέ­νοι θεω­ρούν ότι στο έργο τους δεν υπάρ­χει μια συγκρο­τη­μέ­νη θεω­ρία σχε­τι­κά με το έθνος. Ισχυ­ρί­ζο­νται ότι από τις σπο­ρα­δι­κές ανα­φο­ρές τους στο εθνι­κό ζήτη­μα δεν προ­κύ­πτει η διά­θε­σή τους να ασχο­λη­θούν συστη­μα­τι­κά με αυτό. Έτσι χρε­ώ­νουν στον Μαρξ ότι δεν αντι­λή­φθη­κε πλή­ρως τη σημα­σία του εθνι­κού ζητή­μα­τος και ασχο­λή­θη­κε με αυτό επι­δερ­μι­κά στο πλαί­σιο της ευρύ­τε­ρης κρι­τι­κής του στον καπι­τα­λι­σμό. Ως εκ τού­του δεν κατά­φε­ρε να συγκρο­τή­σει μια θεω­ρία για το εθνι­κό ζήτη­μα παρά μόνο μια ιδέα γι’ αυτό.

Από την άλλη, υπάρ­χει η άπο­ψη ότι παρά την μη συστη­μα­τι­κή ενα­σχό­λη­ση με το εθνι­κό ζήτη­μα και τις αντι­φά­σεις που μπο­ρεί να περιέ­χο­νται στο έργο του Μαρξ και του Ένγκελς, υπάρ­χει μια συνε­κτι­κή θεω­ρία για το έθνος. Αυτή σχε­τί­ζε­ται με την έντα­ξη της εξέ­τα­σης του εθνι­κού ζητή­μα­τος στην δια­δι­κα­σία ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού. Αυτή η προ­σέγ­γι­ση στη­ρί­ζε­ται στην προ­τε­ραιό­τη­τα της οικο­νο­μι­κής εξέ­λι­ξης και της επε­ξερ­γα­σί­ας του εθνι­κού ζητή­μα­τος ως ιστο­ρι­κή κατη­γο­ρία που εμφα­νί­ζε­ται στο πλαί­σιο του καπιταλισμού.

Μπο­ρού­με να υπο­στη­ρί­ξου­με ότι στα γρα­πτά τους εμφα­νί­ζε­ται μια συνε­κτι­κή θεω­ρία για το εθνι­κό ζήτη­μα. Η συγκρό­τη­ση μιας θεω­ρί­ας άλλω­στε δεν απαι­τεί απα­ραί­τη­τα την από­δο­ση ορι­σμού για το φαι­νό­με­νο του έθνους. Είναι προ­φα­νές ότι κάτι τέτοιο ποτέ δεν επι­δί­ω­ξε ο Μαρξ. Όμως μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με ότι ο Μαρξ αντι­με­τω­πί­ζει το έθνος ως ένα φαι­νό­με­νο που εμφα­νί­ζε­ται στην συγκε­κρι­μέ­νη ιστο­ρι­κή περί­ο­δο της ανό­δου του καπι­τα­λι­σμού. Συν­δέ­ει δια­λε­κτι­κά το έθνος με την οικο­νο­μι­κή οργά­νω­ση της κοι­νω­νί­ας. Τα δια­κρι­τά εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα που δια­τη­ρεί ο καπι­τα­λι­σμός, παρά τον εγγε­νώς διε­θνή χαρα­κτή­ρα του, οφεί­λο­νται στην αστι­κή κυριαρ­χία. Έτσι προ­κύ­πτει η ανά­γκη για δημιουρ­γία εθνι­κών κρα­τών και το έθνος συν­δέ­ε­ται ανα­πό­σπα­στα με το κρά­τος και απο­κτά την έννοια που του δίνει η αστι­κή τάξη. Η σύν­δε­ση του εθνι­κού ζητή­μα­τος με την οικο­νο­μι­κή βάση της κοι­νω­νί­ας, αλλά και με την πολι­τι­κή εξου­σία, οδη­γεί τον Μαρξ στην σκέ­ψη ότι οι εθνι­κοί αγώ­νες για αυτο­νο­μία μπο­ρούν να συμ­βάλ­λουν στην ενί­σχυ­ση του επα­να­στα­τι­κού αγώ­να του προ­λε­τα­ριά­του.

Προ­φα­νώς όσοι ισχυ­ρί­ζο­νται ότι ο Μαρξ δεν έχει αφή­σει θεω­ρία για το εθνι­κό ζήτη­μα θα περί­με­ναν μια πιο συστη­μα­τι­κή επε­ξερ­γα­σία η οποία θα κατέ­λη­γε πιθα­νόν σε ορι­σμούς και από­λυ­τες προ­τά­σεις. Κάτι τέτοιο δεν υπάρ­χει στον Μαρξ. Το έθνος είναι μέρος της εξέ­λι­ξης του καπι­τα­λι­σμού και ως τέτοιο αντι­με­τω­πί­ζε­ται. Με το ίδιο σκε­πτι­κό μπο­ρεί κανείς να χρε­ώ­σει στον Μαρξ ότι δεν συγκρό­τη­σε θεω­ρία ούτε για το κρά­τος, αφού κι αυτό το ενέ­τα­ξε στο πλαί­σιο της συνο­λι­κής του κρι­τι­κής στον καπι­τα­λι­σμό. Όμως, όπως δεν μπο­ρεί καμία συζή­τη­ση για το κρά­τος να γίνει χωρίς να ανα­γνω­ρι­στεί η θεω­ρία του Μαρξ, έτσι και στο έθνος η συνει­σφο­ρά της θεω­ρί­ας του είναι εξαι­ρε­τι­κά σημαντική.

2310pe2Στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο οι δύο στο­χα­στές παρου­σιά­ζουν την εξε­λι­κτι­κή πορεία του καπι­τα­λι­σμού και τις αντι­φά­σεις που αυτή η ανά­πτυ­ξη προ­κα­λεί. Στην ανα­πτυ­ξια­κή πορεία του καπι­τα­λι­σμού στα­δια­κά απα­λεί­φο­νται, όχι όμως ολο­κλη­ρω­τι­κά, οι εθνι­κές δια­κρί­σεις. Η εργα­τι­κή τάξη δεν έχει καμία θέση σε αυτές τις εθνι­κές συγκρού­σεις, αφού τα συμ­φέ­ρο­ντά της δεν είναι εθνι­κά αλλά ταξι­κά. Συνε­πώς η ανά­δει­ξή της σε εθνι­κή τάξη είναι η προ­ϋ­πό­θε­ση για την ολο­κλη­ρω­τι­κή άρση των εθνι­κών συγκρού­σε­ων. Αυτή είναι, σε πολύ αδρές γραμ­μές, η σκέ­ψη του Μαρξ και του Ένγκελς για το έθνος στην επο­χή του καπι­τα­λι­σμού. Είναι αλή­θεια όμως ότι αυτή είναι μια μάλ­λον ακα­τέρ­γα­στη προ­σέγ­γι­ση που γίνε­ται στα έργα της νεό­τη­τας των δύο στο­χα­στών. Δεν μπο­ρεί κάποιος να αντι­λη­φθεί την ουσία της θεω­ρί­ας τους για το έθνος αν δεν λάβει υπό­ψη την αντι­με­τώ­πι­ση των φαι­νο­μέ­νων της αποι­κιο­κρα­τί­ας και του εθνι­κού αγώ­να για ανεξαρτησία.

Στα δημο­σιο­γρα­φι­κά του κεί­με­να για την βρε­τα­νι­κή κυριαρ­χία στην Ινδία, ο Μαρξ ανα­γνω­ρί­ζει ότι η σκλη­ρό­τη­τα της βρε­τα­νι­κής κυριαρ­χί­ας στην ασια­τι­κή χώρα θα λει­τουρ­γή­σει μακρο­πρό­θε­σμα ευερ­γε­τι­κά, καθώς έτσι θα τεθούν οι βάσεις της καπι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης στην Ινδία, άρα θα τεθούν και οι βάσεις για την ανα­τρο­πή του ίδιου του καπι­τα­λι­σμού. Η Βρε­τα­νία λει­τουρ­γεί σαν το ασυ­νεί­δη­το όργα­νο της ιστο­ρί­ας. Ο Μαρξ επι­κρί­θη­κε έντο­να καθώς θεω­ρή­θη­κε ότι η άπο­ψη του σχη­μα­τί­ζε­ται από έναν ευρω­κε­ντρι­κό τρό­πο σκέ­ψης, που θέτει ως πρό­τυ­πο εξέ­λι­ξης την Ευρώ­πη και τον πολι­τι­σμό της. Όμως η κρι­τι­κή αυτή είναι λαν­θα­σμέ­νη. Ο Μαρξ δεν θεω­ρεί αφη­ρη­μέ­να και ιδε­α­λι­στι­κά ότι η Ευρώ­πη είναι η ανώ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­στι­κή δύνα­μη και τον πολι­τι­σμό της πρέ­πει να ακο­λου­θή­σουν οι άλλοι υπο­α­νά­πτυ­κτοι λαοί. Για τον Μαρξ ο πολι­τι­σμός είναι άμε­ση αντα­νά­κλα­ση των υλι­κών συν­θη­κών ζωής, άρα η Ευρώ­πη μπό­ρε­σε να ανα­πτύ­ξει τον πολι­τι­σμό της σε τέτοιο επί­πε­δο επει­δή οι υλι­κές παρα­γω­γι­κής σχέ­σεις, η οικο­νο­μία της είχε γνω­ρί­σει μεγά­λη ανά­πτυ­ξη. Συνε­πώς το κέντρο δεν είναι η Ευρώ­πη, αλλά η οικο­νο­μι­κή ανάπτυξη.

Για τον Μαρξ το ζήτη­μα του έθνους είναι πάντα συν­δε­δε­μέ­νο τόσο με την κρα­τι­κή εξου­σία όσο και με τον αγώ­να για την επα­να­στα­τι­κή κατά­λη­ψη αυτής της εξου­σί­ας. Ενώ ανα­φο­ρι­κά με το ινδι­κό ζήτη­μα φαί­νε­ται να ανα­γνω­ρί­ζει ότι η βρε­τα­νι­κή κυριαρ­χία θα δημιουρ­γή­σει τις συν­θή­κες ανά­πτυ­ξης ταξι­κού αγώ­να, βλέ­πει με θετι­κό μάτι και την πάλη των εξε­γερ­μέ­νων Ινδών το 1857 υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι τα εθνι­κά κινή­μα­τα αυτά δεί­χνουν να έχουν δυνα­μι­κή τέτοια που μπο­ρεί να συμ­βά­λει στην επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή του καπιταλισμού.

2310pe1

Με τον ίδιο τρό­πο αντι­με­τω­πί­ζει και το ζήτη­μα της Ιρλαν­δί­ας. Παρα­τη­ρεί ότι ο λόγος για τον οποίο η επα­νά­στα­ση στην Αγγλία δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε παρά την οργά­νω­ση του προ­λε­τα­ριά­του, είναι η σχέ­ση κυριαρ­χί­ας μετα­ξύ Αγγλί­ας και Ιρλαν­δί­ας που μετα­φέ­ρε­ται στο προ­λε­τα­ριά­το και κάνει τον Άγγλο να θεω­ρεί τον εαυ­τό του μέρος του κυρί­αρ­χου έθνους, άρα ανώ­τε­ρο από τον Ιρλαν­δό. Έτσι, το αγγλι­κό προ­λε­τα­ριά­το αδυ­να­τεί να αντι­λη­φθεί την εκμε­τάλ­λευ­ση που υφί­στα­ται. Ο Μαρξ αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι λαός που κυριαρ­χεί σε άλλον λαό δεν μπο­ρεί να είναι ελεύ­θε­ρος και επι­ση­μαί­νει ότι καθή­κον του αγγλι­κού προ­λε­τα­ριά­του είναι να στη­ρί­ξει το ιρλαν­δι­κό απε­λευ­θε­ρω­τι­κό κίνη­μα. Δια­πι­στώ­νου­με ότι και εδώ ο Μαρξ εξε­τά­ζει το εθνι­κό ζήτη­μα από την οπτι­κή της συνο­λι­κής πάλης για χει­ρα­φέ­τη­ση των κατα­πιε­σμέ­νων κοι­νω­νι­κών τάξεων.

Αυτή είναι η ουσία της θεω­ρί­ας του Μαρξ και του Ένγκελς για το εθνι­κό ζήτη­μα. Το έθνος εμφα­νί­ζε­ται με την μορ­φή του έθνους κρά­τους στον καπι­τα­λι­σμό. Η ύπαρ­ξη και η εξέ­λι­ξή του είναι δια­λε­κτι­κά συν­δε­δε­μέ­νη με τις εξε­λί­ξεις στην οικο­νο­μι­κή βάση της κοι­νω­νί­ας. Οι αντι­φά­σεις που δημιουρ­γού­νται στην πορεία της ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού γεν­νούν τις δυνά­μεις οι οποί­ες θα ανα­τρέ­ψουν συνο­λι­κά το κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κό αυτό σύστη­μα, μέσω του πολι­τι­κού αγώ­να για την επα­να­στα­τι­κή κατά­λη­ψη της εξου­σί­ας. Η εξου­σία ασκεί­ται στα πλαί­σια του έθνους από το κρά­τος. Το προ­λε­τα­ριά­το δεν έχει δια­φο­ρε­τι­κά εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα σε καμία χώρα. Τα συμ­φέ­ρο­ντα του είναι καθο­λι­κά, ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Το κρά­τος υπάρ­χει για να προ­στα­τεύ­ει τα ιδιαί­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής τάξης. Η εξα­φά­νι­ση της κυριαρ­χί­ας της αστι­κής τάξης θα εξα­λεί­ψει την ανά­γκη ύπαρ­ξης του κρά­τους με την μορ­φή που αυτό έχει στην συγκε­κρι­μέ­νη φάση ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού. Άρα μαζί με την κατά­κτη­ση της πολι­τι­κής εξου­σί­ας από το προ­λε­τα­ριά­το παύ­ει η ανά­γκη ύπαρ­ξης του έθνους κρά­τους και εφό­σον το προ­λε­τα­ριά­το δεν έχει ιδιαί­τε­ρα εθνι­κά συμ­φέ­ρο­ντα οργα­νώ­νει την πολι­τι­κή του εξου­σία σε παγκό­σμια διε­θνι­στι­κή κλί­μα­κα.

Η θεω­ρία των Μαρξ και Ένγκελς για το εθνι­κό ζήτη­μα πηγά­ζει από την δια­λε­κτι­κή ιστο­ρι­κή και υλι­κή εξέ­τα­ση του φαι­νο­μέ­νου. Μονα­δι­κή κηλί­δα σε αυτήν την θεω­ρία απο­τε­λεί η θέση που κάποια στιγ­μή υπο­στη­ρί­ζει ο Ένγκελς σχε­τι­κά με τα ιστο­ρι­κά και μη ιστο­ρι­κά έθνη. Ο Ένγκελς μετα­φέ­ρει την αντί­λη­ψη του Χέγκελ ότι κάποια έθνη, τα οποία δεν κατόρ­θω­σαν να συγκρο­τη­θούν σε κρά­τη είναι μη ιστο­ρι­κά και απο­τε­λούν υπο­λείμ­μα­τα παλαιών εθνών. Αυτά σύμ­φω­να με τον Ένγκελς θα εξα­φα­νι­στούν με την πρό­ο­δο του καπι­τα­λι­σμού καθώς η ύπαρ­ξή τους υπο­δη­λώ­νει καθυ­στέ­ρη­ση. Η θέση αυτή είναι σαφώς λαν­θα­σμέ­νη και πρέ­πει να εκλη­φθεί ως μια κακή παρέν­θε­ση στην κατά τα άλλα ορθή προ­σέγ­γι­ση του εθνι­κού ζητήματος.

Η συζή­τη­ση για το εθνι­κό ζήτη­μα ανα­πτύ­χθη­κε μετα­ξύ των μαρ­ξι­στών στις αρχές του 20ου αιώ­να. Η διά­λυ­ση των αυτο­κρα­το­ριών δημιούρ­γη­σε τις συν­θή­κες για την γέν­νη­ση κινη­μά­των που διεκ­δι­κού­σαν την εθνι­κή τους αυτο­νο­μία κι έτσι προ­έ­κυ­ψε η ανά­γκη για καλύ­τε­ρη και πιο συστη­μα­τι­κή επε­ξερ­γα­σία του εθνι­κού ζητή­μα­τος. Πολ­λοί μαρ­ξι­στές ασχο­λή­θη­καν με το εθνι­κό ζήτη­μα προ­σπα­θώ­ντας να αντι­λη­φθούν τους λόγους της ιδιαί­τε­ρης αυτής ταύ­τι­σης των λαϊ­κών μαζών με την εθνι­κή κοι­νό­τη­τα. Ανά­με­σα σε αυτούς που προ­σπά­θη­σαν να ανα­λύ­σουν και να ορί­σουν το έθνος ήταν ο Αυστρο­μαρ­ξι­στής Όττο Μπά­ου­ερ, ο οποί­ος επι­κέ­ντρω­σε την έρευ­νά του στα πολι­τι­στι­κά στοι­χεία που συν­θέ­τουν μια κοι­νό­τη­τα χαρα­κτή­ρα, η οποία δημιουρ­γεί μια κοι­νή εθνι­κή μοί­ρα. Αυτό για τον Μπά­ου­ερ είναι το έθνος. Από αυτόν τον ορι­σμό του φαί­νε­ται η δια­φο­ρε­τι­κή σε σύγκρι­ση με τον Μαρξ αντί­λη­ψη του έθνους, ως κυρί­ως πολι­τι­στι­κό, ψυχο­λο­γι­κό φαι­νό­με­νο. Ο τρό­πος αντι­με­τώ­πι­σης του έθνους από τον Μπά­ου­ερ προ­κά­λε­σε πολ­λές δια­φω­νί­ες. Μια από αυτές προ­ήλ­θε από την Ιωσήφ Στά­λιν, ο οποί­ος αν και παρα­δέ­χθη­κε ότι ο ψυχο­λο­γι­κός τομέ­ας, η αίσθη­ση δηλα­δή των μελών ενός έθνους ότι ανή­κουν στην ίδια κοι­νό­τη­τα είναι σημα­ντι­κός, τόνι­σε ότι το έθνος για να είναι έθνος θα πρέ­πει να εμφα­νί­ζει ένα σύνο­λο από κοι­νά χαρα­κτη­ρι­στι­κά όπως η γλώσ­σα, η οικο­νο­μι­κή ζωή, το έδα­φος. Αναμ­φι­σβή­τη­τα ο ορι­σμός του Στά­λιν έδι­νε μια πιο πλή­ρη εικό­να σε σχέ­ση με αυτόν του Μπά­ου­ερ, όμως και οι δύο έδει­χναν να παρα­γνω­ρί­ζουν την σημα­σία της συνά­ντη­σης του έθνους με το κρά­τος στην ιστο­ρι­κή περί­ο­δο της αυγής του καπι­τα­λι­σμού. Το έθνος λαμ­βά­νει την συγκε­κρι­μέ­νη του μορ­φή στον καπι­τα­λι­σμό επει­δή ταυ­τί­ζε­ται με ένα κρά­τος, με μια μορ­φή πολι­τι­κής εξου­σί­ας. Πριν από τον καπι­τα­λι­σμό εμφα­νί­ζο­νταν ομά­δες πλη­θυ­σμών οι οποί­ες είχαν κοι­νά χαρα­κτη­ρι­στι­κά όπως αυτά που ανα­φέ­ρει ο Στά­λιν, ή κοι­νό χαρα­κτή­ρα όπως ισχυ­ρί­ζε­ται ο Μπά­ου­ερ. Αυτές οι ομά­δες όμως δεν απο­τε­λούν έθνη αλλά φυλές και είναι αντι­κεί­με­να ανθρω­πο­λο­γι­κών και όχι πολι­τι­κών ερευ­νών. Συνε­πώς για να αντι­λη­φθού­με το έθνος οφεί­λου­με να το εντά­ξου­με στην πολι­τι­κή του διάσταση.

Με αφορ­μή τον αγώ­να της Πολω­νί­ας για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ ανα­πτύσ­σει την θεω­ρία της για το εθνι­κό ζήτη­μα. Υπο­στη­ρί­ζει ότι ο εθνι­κός αγώ­νας δεν μπο­ρεί να γίνει υπό­θε­ση του προ­λε­τα­ριά­του. Στην ανα­πτυ­ξια­κή πορεία του καπι­τα­λι­σμού βλέ­πει να εξα­φα­νί­ζο­νται στα­δια­κά τα έθνη κρά­τη και στη θέση τους να δημιουρ­γού­νται μεγά­λα κρά­τη, ται­ρια­στά με το στά­διο της ανά­πτυ­ξης του καπι­τα­λι­σμού. Κατα­λή­γει να θεω­ρεί πως είναι ουτο­πι­κή η εξαγ­γε­λία για εθνι­κή αυτο­διά­θε­ση καθώς ο καπι­τα­λι­σμός έχει ξεπε­ρά­σει το στά­διο των εθνι­κών κρα­τών. Χαρα­κτη­ρί­ζει το αίτη­μα για το δικαί­ω­μα όλων των εθνών στην αυτο­διά­θε­σή τους ως μετα­φυ­σι­κό και ξένο προς τις αρχές του επι­στη­μο­νι­κού σοσιαλισμού.

Ο Βλά­ντι­μιρ Λένιν απα­ντά στην Λού­ξε­μπουργκ, κατη­γο­ρώ­ντας την για τον ανι­στο­ρι­κό και αντι­δια­λε­κτι­κό χαρα­κτή­ρα της κρι­τι­κής της. Απο­δέ­χε­ται το δικαί­ω­μα όλων των εθνών στην αυτο­διά­θε­σή τους, καθώς τονί­ζει ότι ο αγώ­νας για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία συνι­στά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αγώ­να για κρα­τι­κή αυτο­νο­μία, για ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­ση του εθνι­κού κρά­τους. Ο Λένιν συν­δέ­ει το εθνι­κό ζήτη­μα με την ανά­πτυ­ξη του καπι­τα­λι­σμού, και δια­βλέ­πει, όπως ο Μαρξ στο ιρλαν­δι­κό ζήτη­μα, ότι η εθνι­κή άρα και κρα­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία απο­τε­λεί όρο για την βελ­τί­ω­ση των συν­θη­κών του πολι­τι­κού αγώ­να του προ­λε­τα­ριά­του. Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν πιστεύ­ει ότι το προ­λε­τα­ριά­το οφεί­λει να συμ­με­τέ­χει στους εθνι­κούς αγώ­νες, υπό τους δικούς του όρους, καθώς η εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία συν­δέ­ε­ται άμε­σα με την χει­ρα­φέ­τη­ση του. Αυτή η αντί­λη­ψη, σε συν­δυα­σμό με άλλες ιστο­ρι­κές συν­θή­κες, απο­τέ­λε­σε και το θεω­ρη­τι­κό και πολι­τι­κό υπό­βα­θρο των εθνι­κο-απε­λευ­θε­ρω­τι­κών κινη­μά­των από την Κού­βα ως την Αφρι­κή προ­σφέ­ρο­ντας πολ­λά παρα­δείγ­μα­τα ιστο­ρι­κών αγώ­νων των λαών. Προ­σφέ­ρουν ακό­μα, το ιστο­ρι­κό δίδαγ­μα, ότι η συζή­τη­ση για το εθνι­κό ζήτη­μα δεν πρέ­πει να είναι ταμπού ούτε να αφή­νε­ται να γίνει προ­νο­μια­κός τόπος εθνι­κι­στι­κών και ακρο­δε­ξιών κινημάτων.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο