Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

« Μην κιοτεύετε! …κι ο Αντρούτσος το ΄21 με πέντε παλικάρια ξεκίνησε…»

Από­σπα­σμα από το μυθι­στό­ρη­μα του Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) Ο Κρα­βα­ρί­της. Δια­βά­στη­κε στην εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης για τον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) στην Ανέ­ζα Άρτας, το Σάβ­βα­το 23 Γενά­ρη 2016 (ανα­λυ­τι­κό φωτο-ρεπορ­τάζ ΕΔΩ). Την εκδή­λω­ση διορ­γά­νω­σαν ο Σύλ­λο­γος Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας, ο Σύλ­λο­γος Γυναι­κών Αμβρα­κι­κού και το ηλε­κτρο­νι­κό περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ.

Το κεί­με­νο διά­βα­σε η δασκά­λα Χρύ­σα Τσιού­τσιου, μέλος του Συλ­λό­γου Δασκά­λων και Νηπια­γω­γών Νομού Άρτας.

kravaritis_exofiloΟι γέροι ξάπλω­σαν από νωρίς, μα δεν μπο­ρού­σαν να κοι­μη­θούν. Η μονα­ξιά, η στε­να­χώ­ρια ― είχαν και­ρό να πάρουν γράμ­μα απ’ το Θανά­ση κι άλλος έλε­γε, πως οι κατα­χτη­τές θα ντου­φε­κί­σουν όλους τους εξό­ρι­στους κι άλλος, πως οι εξό­ρι­στοι με την κατάρ­ρευ­ση έφυ­γαν απ’ τα νησιά ― οι μεγά­λες νύχτες κι από­ψε μια παρα­πα­νί­σια αιτία ― τα γεγο­νό­τα της μέρας ― έδιω­χναν τον ύπνο. Αντί­κρυ απ’ τα χωρά­φια τους, σ’ ένα νησί ανά­με­σα σε γκρε­μούς, ήταν τα κονά­κια του Πικρα­λή. Και τη μέρα δύσκο­λα περ­νού­σε από κει δια­βά­της, όσο για τη νύχτα έπρε­πε να ξέρεις καλά τα κατα­τό­πια, δια­φο­ρε­τι­κά χανό­σουν. Είχε τσα­κί­σει η πού­λια, όταν κόπη­κε το σκυ­λί του Πικρα­λή. Ο γέρος που λαγο­κοι­μό­ταν, ξύπνη­σε κι έβα­λε αυτί. «Ποιος να είναι τέτοια ώρα», είπε μέσα του.

Σηκώ­θη­κε, έσκυ­ψε πάνω απ’ τη φωτιά και συλ­λο­γιό­ταν, τρα­βώ­ντας μηχα­νι­κά γραμ­μές με τη μασιά στη στάχτη.

― Κωστα­ντή! Δεν κοι­μά­σαι; ρώτη­σε η γριά, ανα­με­ρώ­ντας το σκέπασμα.
― Αγρί­ε­ψε ο νους… Και, σα ν’ απα­ντού­σε στους λογι­σμούς του, συνέ­χι­σε. Για­τί ο άνθρω­πος να γερά­ζει; Να ζει, όσο ζει, και να πεθαί­νει νιος.

Η γριά έδε­σε το μαντή­λι, σπρώ­χνο­ντας από κάτω τ’ άσπρα μαλ­λιά, έζω­σε τα γόνα­τα με τα λιπό­σαρ­κα χέρια κι αναστέναξε:
― Αυτό είναι το θέλη­μα του θεού.
Ο γέρος τσού­γκρι­σε τα δαυ­λιά με γινά­τι. Η γριά τον τελευ­ταίο και­ρό σε κάθε κου­βέ­ντα κολ­λού­σε και τη φρά­ση: «Το θέλη­μα του θεού».
― Όλα με το θέλη­μα του θεού γίνο­νται, απά­ντη­σε νευ­ρια­σμέ­να. Με το θέλη­μα του θεού έστει­λε ο Τσι­κνής το παι­δί μας εξο­ρία. Με το θέλη­μα του θεού μάς σκλά­βω­σαν οι γερ­μα­νοί. Με το θέλη­μα του θεού ο Μπαζίνας…
― Μωρέ Κωστα­ντή! Τι κου­βέ­ντες είναι αυτές; Τώρα στα γεράματα!

Ο γέρος μουρ­μού­ρι­σε κάτι μέσα απ’ τα δόντια του και σώπα­σε. Πέρα­σαν δέκα – δεκα­πέ­ντε λεφτά. Τα γαυ­γί­σμα­τα, που είχαν σβή­σει όταν ο δια­βά­της και ο σκύ­λος κατέ­βη­καν στη βαθιά χαρά­δρα, ακού­στη­καν ξανά στη Λακούλα.
― Μπα δαί­μο­να! ψιθύ­ρι­σε ο γέρος ανα­ση­κώ­νο­ντας το κεφά­λι. Εδώ έρχε­ται. Ρίξε κανέ­να τσό­λι καταγής.

bosis_ekdhlosi8942

Η γριά σήκω­σε το παλιό στρώ­μα, ξεκρέ­μα­σε απ’ το παλού­κι ένα χρά­μι, που το είχαν για τους μου­σα­φι­ραί­ους και τις καλές μέρες, και πήρε τη σκού­πα να σκου­πί­σει. Στη γιδο­κα­λύ­βα ακού­στη­καν βήμα­τα. Ο νυχτο­κό­πος πέρα­σε τ’ αλώ­νι, πήδη­σε το πεζού­λι, έφτα­σε στην πόρ­τα και, φωνά­ζο­ντας: «Ε νοι­κο­κυ­ραί­οι! Κοι­μό­σα­στε!» άνοι­ξε μόνος του και μπήκε.

Η μάνα καρ­φώ­θη­κε στον τόπο με τα χέρια τεντω­μέ­να, κρα­τώ­ντας στο ένα τη σκού­πα, και δεν μπο­ρού­σε ούτε να σαλέ­ψει, ούτε να μιλή­σει. Ο πατέ­ρας έκα­με μια κίνη­ση να σηκω­θεί, μα μετά­νιω­σε και γύρι­σε κατά τη φωτιά. Ο Θανά­σης κρέ­μα­σε την κάπα, το όπλο κι ανοί­γο­ντας τα χέρια, αγκά­λια­σε τη μάνα. Τη σήκω­σε, την έσφι­ξε στο στή­θος, ενώ κεί­νη τραύ­λι­ζε μέσα απ’ τους λυγ­μούς: «Παι­δά­κι μου! Θανά­ση!» Την άφη­σε στην πάντα, πλη­σί­α­σε το γέρο, του έπια­σε το χέρι και, σφίγ­γο­ντάς το γερά, το φίλη­σε. Εκεί­νος, για να κρύ­ψει τη συγκί­νη­ση, τον έσπρω­ξε λιγά­κι και φώναξε:
― Γριά! Πού είναι το μαχαίρι;

Το τρό­χι­σε λίγο στην απα­λά­μη, το έβα­λε στα δόντια κι ανα­σκου­μπώ­νο­ντας τα μανί­κια απ’ το που­κά­μι­σο και τη φανέ­λα, ζύγω­σε ένα μοσχα­ρά­κι, που κοι­μό­ταν αμέ­ρι­μνο στη γωνιά.

Ο Θανά­σης, που στην αρχή δεν κατά­λα­βε τι θα γινό­ταν, σαν τον είδε να πιά­νει τη μου­σού­δα του μοσχα­ριού και να του γυρί­ζει το λαι­μό κατά πάνω, με μια δρα­σκε­λιά τον πρόλαβε:
― Πατέ­ρα! Δε θα καθί­σω. Πέρα­σα μια ματιά να σας δω. Φεύ­γω κιόλας.
― Τόσα χρό­νια, ορέ παι­δί!… Μόνα τα σκώ­τια. Σε μισή ώρα…

Ο γέρος αντι­στά­θη­κε κάμπο­σο, μα μπρο­στά στην επι­μο­νή του γιου του υπο­χώ­ρη­σε. Κάθι­σαν στο τζά­κι. Η μάνα κοί­τα­ζε το παι­δί της απ’ το κεφά­λι ως τα πόδια και σφούγ­γι­ζε τα δάκρυα.
― Πει­νάς… Ένα αυγό…
― Όχι.

gia anarthsh

Ο γέρος τον καμά­ρω­σε λίγο και ρώτησε:
― Πότε ήρθες;
― Προχτές.
― Εσείς τους χτυπήσατε;
― Για­τί παι­δά­κι μου! μουρ­μού­ρι­σε η γριά. Αφορ­μή θέλουν…
― Καλά τους έκα­ναν, τη μάλω­σε ο γέρος. Πού ακού­στη­κε να σκλα­βω­θεί το Ελλη­νι­κό. Είχα­τε ζημιές;
― Δυο λαβω­μέ­νους. Ο ένας ξώπε­τσα. Ο άλλος ξεστότερα.
― Άκου­σα, πως είσα­στε καμιά εκατοστή.
― Πού εκα­τό! χαμο­γέ­λα­σε. Λίγοι, πολύ λίγοι…

Η απά­ντη­ση δεν του άρε­σε. Είπε εκα­τό και περί­με­νε να ακού­σει 200 και παρα­πά­νω. Έμει­νε λίγο σκε­φτι­κός, κοι­τά­ζο­ντας τη φωτιά. Ύστε­ρα χτύ­πη­σε τη μασιά στον πυρο­μά­χο με πείσμα.
― Μην κιο­τεύ­ε­τε! Όπως μολο­γούν οι παλια­κοί, κι ο Αντρού­τσος το ΄21 με πέντε παλι­κά­ρια ξεκί­νη­σε. Τι να κάνω! Δε βλέ­πω… Άμα γερά­σει ο άνθρω­πος, γίνε­ται μασκαράς…
― Όρε­ξη να έχεις, όσο για δουλειές…
― Από φαΐ; Αν δυσκολεύεστε…

Ο Θανά­σης από­ρε­σε. Τι ήταν αυτό; Απ’ τη χαρά του ή μήπως ένιω­θε αόρι­στα, πως από δω κι εμπρός κεί­νο το παλιό «ο καθέ­νας για την πάρ­τη του» θα έσβηνε.
― Κι εσείς;
― Αυτά που έχου­με. Θα τα μοι­ρά­σου­με. Ή όλοι ή κανένας.
― Κάτι πήρα­με απ’ τους ιτα­λούς. Ό,τι έχε­τε και δε σας χρειά­ζε­ται και τα ζωντα­νά, τι σας απόμειναν;
― Δυο γίδες, μια αγε­λά­δα και μια προβατίνα.
― Να τα ανα­με­ρί­σε­τε. Φκιά­χτε κανέ­να καλύ­βι στο λόγ­γο. Πόλε­μο θα κάνουμε.
― Καλά λες. Αύριο κιό­λας. Κάνα τουφέκι;
Η γριά σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, ο Θανά­σης γέλασε.
― Τι να το κάνεις; Αφού δε βλέπεις.
― Μακριά δε βλέ­πω. Άμα είναι κοντά και καλά να μη ματιά­σω… Αν σας περσεύει…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο