Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. Γιαννουράκου: Η ποίηση θα πρέπει να περπατά χέρι χέρι με τα προοδευτικά τμήματα της κοινωνίας

Το ΑΤΕΧΝΩΣ/Ηρα­κλής Κακα­βά­νης  μίλη­σε με τη Μαριάν­να Γιαν­νου­ρά­κου, μια νέα επι­στή­μο­να (χημι­κός μηχα­νι­κός) που με την πρώ­τη της salpismaποι­η­τι­κή συλ­λο­γή («Για­τί η ποί­η­ση δεν είναι νανού­ρι­σμα η ποί­η­ση είναι σάλ­πι­σμα», εκδό­σεις «Βακ­χι­κόν») κέρ­δι­σε το σεβα­σμό ειδι­κών και μη, και κάλ­λι­στα μπο­ρού­με να την απο­κα­λού­με ποιήτρια.

Η συλ­λο­γή της  είναι ένα σάλ­πι­σμα για να αλλά­ξου­με τον κόσμο. Με το πάθος που φου­ντώ­νει από την αίσθη­ση της αδι­κί­ας, προ­σπα­θεί να συνο­μι­λή­σει με τον άνθρω­πο, με όλους εμάς, βλέ­πο­ντας μας σαν φίλους και συνα­γω­νι­στές για τον ίδιο σκο­πό. Στην ποί­η­σή της θα ανα­γνω­ρί­σου­με δικές μας αγω­νί­ες και κοι­νούς προβληματισμούς.

Μιλή­σα­με με τη Μαριάν­να για την ποί­η­ση, το ρόλο του επι­στή­μο­να, τη ζωή και τις πηγές που τη θρέφουν.

salpisma2

- Στην πρώ­τη σου ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Για­τί η ποί­η­ση δεν είναι νανού­ρι­σμα, η ποί­η­ση είναι σάλ­πι­σμα» εγώ δια­κρί­νω κάποια ποι­ή­μα­τα που έχουν έναν προ­σω­πι­κό χαρα­κτή­ρα, κάποια που περι­γρά­φουν το σύγ­χρο­νο άνθρω­πο και αυτά που αγγί­ζουν τον πυρή­να της κοι­νω­νι­κής μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Μίλη­σέ μας όμως εσύ για την πρώ­τη σου ποι­η­τι­κή συλλογή.

- Τα ποι­ή­μα­τα που επέ­λε­ξα να συμπε­ρι­λά­βω σε αυτή τη συλ­λο­γή είναι ποι­ή­μα­τα που γρά­φτη­καν, στην πλειο­ψη­φία τους, τα τελευ­ταία 5–6 χρό­νια, μέσα στην οικο­νο­μι­κή κρί­ση και τις συνέ­πειές της. Δεν θα γινό­ταν παρά να κατα­γί­νο­νται με θέμα­τα που άμε­σα ή έμμε­σα επη­ρε­ά­ζουν τη ζωή μας, όπως αυτή δια­μορ­φώ­νε­ται σήμε­ρα, θέμα­τα είτε πιο προ­σω­πι­κά ή περισ­σό­τε­ρο κοι­νω­νι­κού χαρα­κτή­ρα αν και νομί­ζω ότι τα δύο μπλέ­κο­νται ανα­πό­φευ­κτα, διαλεκτικά.

- Απο­φεύ­γεις να δώσεις διδα­κτι­κό η καθο­δη­γη­τι­κό χαρα­κτή­ρα στα ποι­ή­μα­τά σου. Περιο­ρί­ζε­σαι σε έναν ρόλο συνο­μι­λη­τή με τον ανα­γνώ­στη σου. 

- Δεν θα έλε­γα ότι απο­φεύ­γω κάτι με αυτόν το συνει­δη­τό χαρα­κτή­ρα που απο­δί­δει το ρήμα… Επι­λέ­γω μάλ­λον, σε αυτή τη συλ­λο­γή να δημιουρ­γή­σω, να συν­θέ­σω έναν καθρέ­φτη. Ο καθρέ­φτης επι­στρέ­φει την εικό­να ανε­στραμ­μέ­νη μα αναλ­λοί­ω­τη. Μπο­ρεί κανείς, αν το θέλει, αν το τολ­μά, να κοι­τά­ξει και να δει και την πραγ­μα­τι­κή εικό­να και τα ψεγά­δια της. Και το να κοι­τά­ξεις κατά­μα­τα τον εαυ­τό σου, τη ζωή σου, την κοι­νω­νία, με όλα τους τα ψεγά­δια, είναι δύσκο­λο, είναι επί­πο­νο, είναι χρο­νο­βό­ρο, μα είναι ο μόνος τρό­πος για να ξεκι­νή­σει.… η κου­βέ­ντα, ο διά­λο­γος.… Και για να διδα­χτού­με κάτι, πρέ­πει πρώ­τα να θέσου­με τα ερω­τή­μα­τα, και για να τα θέσου­με θα πρέ­πει να υπάρ­χει η παρα­τή­ρη­ση πραγ­μά­των που έχου­με μάθει να αγνο­ού­με στην ευθεία ματιά και χρειά­ζε­ται μια ανα­στρο­φή και ανά­κλα­ση για να τα δού­με. Πρό­κει­ται για διά­λο­γο εσω­τε­ρι­κό αρχι­κά, που στη συνέ­χεια εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται και επι­διώ­κει να γίνει επικοινωνία.

- Επει­δή ξέρω ότι δια­βά­ζεις Μπρεχτ, επι­κοι­νω­νείς με την ποί­η­σή του, θα χρη­σι­μο­ποι­ή­σω στί­χους από το ποί­η­μά του «Κακή επο­χή για ποί­η­ση» για την ερώ­τη­σή μου:
        «Μέσα μου μάχονται
        ο ενθου­σια­σμός για τη μηλιά που ανθίζει
        και ο τρό­μος από τα λόγια του μπογιατζή,
        μα είναι το δεύ­τε­ρο μονά­χα που στο γρα­φείο με καθίζει.»
Εσέ­να, τι σε οδη­γεί να γράψεις; 

- Πολύ όμορ­φοι στί­χοι, εξαι­ρε­τι­κό περιε­χό­με­νο… Σίγου­ρα «ο τρό­μος από τα λόγια του μπο­για­τζή»… Αυτή η φωνή που σπά­ει από την αδι­κία που βλέ­πει, που βιώ­νει, από την αδι­κία που απλώ­νε­ται και κάθε­ται σαν ομί­χλη και σκε­πά­ζει ολό­κλη­ρη τη ζωή… Μια αδι­κία που δεν είναι και­ρι­κό φαι­νό­με­νο, ούτε έχει μετα­φυ­σι­κή προ­έ­λευ­ση. Ανθρώ­πι­νη αδι­κία είναι, με αιτί­ες και ενό­χους και λύση.

- Δια­βά­ζο­ντας ποι­ή­μα­τά σου προ­κύ­πτει μία έκπλη­ξη στον ανα­γνώ­στη, δεδο­μέ­νου του νεα­ρού της ηλι­κί­ας σου, για τον τρό­πο που αντι­λαμ­βά­νε­σαι τον ανθρώ­πι­νο πόνο και τον απο­δί­δεις ποι­η­τι­κά με τρό­πο που να έχει μια αξιο­θαύ­μα­στη καθο­λι­κό­τη­τα. Π.χ. στο ποί­η­μα «Συνέ­ντευ­ξη»:
                «Ραγί­ζει ο κόσμος
                Για να μη σπά­σει ο άνθρωπος
                Τον προ­φυ­λάσ­σει κάπως»
που εκφρά­ζει κάθε άνθρω­πο, που πονά βαθιά, για κάποιο λόγο. Αυτός που δεν έχει βιώ­σει τον πόνο, μπο­ρεί να μιλή­σει για πόνο;

- Δεν ξέρω αν μπο­ρεί να μιλή­σει για πόνο κάποιος που δεν τον έχει βιώ­σει, αλλά δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ για­τί να θέλει να το κάνει. Όπως επί­σης, μου είναι δύσκο­λο να φαντα­στώ πως υπάρ­χει άνθρω­πος που δεν έχει βιώ­σει πόνο. Βέβαια, κάθε πόνος δια­φέ­ρει, ως προς την έκτα­ση αλλά και ως προς την επί­δρα­ση που έχει σε κάθε άνθρω­πο. Υπάρ­χει ο πόνος της γέν­νας, πόνος που προ­έρ­χε­ται από κάτι όμορ­φο και δημιουρ­γι­κό, πόνος ζωής. Υπάρ­χει και ο πόνος του απο­χω­ρι­σμού, όποιου απο­χω­ρι­σμού, πόνος βαθύς που σε αλλά­ζει, πάντα σε αλλά­ζει αλλά όχι πάντα προς την ίδια κατεύ­θυν­ση. Κάπο­τε, είναι τόσο έντο­νος ο πόνος που θαρ­ρείς ότι η ανθρώ­πι­νη φύση δεν θα το αντέ­ξει. Ακού­γε­ται στο σπά­σι­μο της φωνής, κυλά­ει στο πρό­σω­πο. Φαί­νε­ται τότε ότι μπρο­στά σε τόσο πόνο, τίπο­τα δεν μπο­ρεί να μεί­νει αρρα­γές. Χωρί­ζε­ται ακό­μη και ο χρό­νος. Λυγί­ζουν όλα για να μη σπά­σει ο άνθρωπος.

- Στο πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής «Εξη­γώ­ντας το για­τί…» καταλήγεις:
                «Κάθε ποί­η­μα παίρ­νει κάτι από τον ποιητή
                Και κάτι από τον αναγνώστη
                Και ύστε­ρα γεννιέται,
                Κι ας έχει υπάρ­ξει πριν,
                Σαν δώρο!»
Για τον ανα­γνώ­στη είναι ένα δώρο το ποί­η­μα. Για τον ποι­η­τή τι είναι, δώρο ή κατάρα;

- Ανά­γκη! Ανά­γκη για κου­βέ­ντα, επε­ξερ­γα­σία, διά­λο­γο.… Κατά­ρα σίγου­ρα όχι. Αυτό με την κατά­ρα μου φαί­νε­ται, να σου πω την αλή­θεια, λίγο ελι­τί­στι­κο.… ότι κάποιος δηλα­δή είναι κατα­ρα­μέ­νος να δημιουρ­γεί κάτι, δεν μπο­ρώ να το συλ­λά­βω.… Εγώ θα έλε­γα ότι είναι ανά­γκη, προ­κύ­πτει ως τέτοια, κάποιες στιγ­μές είναι μεγα­λύ­τε­ρη και κάποιες μικρό­τε­ρη, ανά­λο­γα με τις αιτί­ες που τη γεν­νούν, όπως δηλα­δή και κάθε ανά­γκη. Και αν φτά­σει ένα ποί­η­μα να κοι­νω­νη­θεί από το δημιουρ­γό του σε έναν άλλον άνθρω­πο, τότε προ­κύ­πτουν νέες ιδιό­τη­τες του ποι­ή­μα­τος, αλλά­ζει αξία χρή­σης ας πού­με (όπως ένα δώρο) και γίνε­ται και επι­κοι­νω­νία και διά­λο­γος και έρχε­ται ενδε­χο­μέ­νως να δημιουρ­γή­σει και να καλύ­ψει άλλες ανάγκες.

- Σε κάποια ποι­ή­μα­τα εκφρά­ζε­ται μία μελαγ­χο­λία, μια διά­θε­ση απο­μό­νω­σης, διά­ψευ­ση, όπως στο ποί­η­μα «Φρά­χτης»:
                «Έτσι έφτια­ξε τα τεί­χη του,
                Να μην μπο­ρούν οι εχθροί να πλησιάσουν
                Αλλά ούτε οι φίλοι μπορούσαν.»
Πόθεν και γιατί; 

- Υπάρ­χει μία έμφυ­τη τάση στον άνθρω­πο να προ­στα­τεύ­ε­ται από ό,τι τον πλη­γώ­νει. Ένστι­κτο αυτο­συ­ντή­ρη­σης. Λογι­κό και χρή­σι­μο. Συχνά όμως, και ιδιαί­τε­ρα στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες, αυτή η ενστι­κτώ­δης αντί­δρα­ση ενι­σχύ­ε­ται και γίνε­ται τάση απο­μό­νω­σης. Από κοι­νω­νι­κό ον, ο άνθρω­πος οδη­γεί­ται σε ζωή μονα­χι­κή μες στο πλή­θος. Απο­μο­νώ­νε­ται κανείς σε όλα τα επί­πε­δα. Σε προ­σω­πι­κό επί­πε­δο, κοι­νω­νι­κά, στην εργα­σία, ανα­ζη­τεί ατο­μι­κές διε­ξό­δους σε κοι­νά προ­βλή­μα­τα και χάνε­ται σε ατο­μι­κά αδιέ­ξο­δα που συχνά επι­τεί­νουν και την ίδια την τάση απο­μό­νω­σης. Έτσι, μια χρή­σι­μη συμπε­ρι­φο­ρά όπως είναι η αυτο­προ­στα­σία από κιν­δύ­νους, σε λαν­θά­νου­σα μορ­φή γίνε­ται το ίδιο επι­κίν­δυ­νη με την απου­σία της. Όταν απο­μα­κρύ­νε­ται ο ένας άνθρω­πος από τον άλλον και παρα­μέ­νει κανείς μόνος ως μονά­δα χάνο­νται και τα θετι­κά στοι­χεία ενός κοι­νω­νι­κού συνό­λου, η αλλη­λε­πί­δρα­ση και η εξέ­λι­ξη μέσω αυτής, η συντρο­φι­κό­τη­τα, η αλλη­λεγ­γύη, η βοή­θεια και γενι­κά κάθε ποιο­τι­κό χαρα­κτη­ρι­στι­κό που δημιουρ­γεί­ται εξαι­τί­ας της συνέ­νω­σης πολ­λών μονά­δων σε ένα σύνολο.

 — Γρά­φεις:
Σε ρώτη­σα για­τί πια δεν τρα­γου­δάς και εσύ ψιθύρισες
— Ζωή εκτίω…
Το ζωή εκτίω σημαί­νει απου­σία νοή­μα­τος, περιε­χο­μέ­νου. Μια αίσθη­ση τιμω­ρί­ας. Είναι λοι­πόν η ζωή τιμω­ρία ή μια υπο­χρέ­ω­ση που πρέ­πει να διεκ­πε­ραιω­θεί; Πού οφεί­λε­ται αυτή η αίσθη­ση της ζωής ως τιμω­ρία?  Έχει να κάνει με την εσω­τε­ρι­κή ποιό­τη­τα του καθε­νός ή εξω­τε­ρι­κοί παρά­γο­ντες επηρεάζουν; 

- Στο ποί­η­μα «Απο­χαι­ρε­τι­σμός» γρά­φει ο Ρίτσος:
 «Παντού μπο­ρείς να ταξι­δέ­ψεις και ασάλευτος.
Μονά­χα η τελευ­ταία ακι­νη­σία: αταξίδευτη».
Κάποια πράγ­μα­τα στη ζωή μας δεν μπο­ρού­με να τα αλλά­ξου­με και άλλα είναι πολύ δύσκο­λο να τα αλλά­ξου­με. Μα αυτό δεν είναι δικαιο­λο­γία για να μην το προ­σπα­θού­με. Ακό­μη και όταν εξω­τε­ρι­κοί παρά­γο­ντες, που ενδε­χο­μέ­νως βρί­σκο­νται πέρα από τη σφαί­ρα ελέγ­χου μας (και καθό­λου βέβαια δεν είναι όλοι οι εξω­τε­ρι­κοί παρά­γο­ντες τέτοιοι) μας καθη­λώ­νουν, ή έτσι φαί­νε­ται, καθό­λου στά­σι­μοι δεν χρειά­ζε­ται να μένου­με… Στά­σι­μος ο άνθρω­πος είναι δέσμιος. Ενώ ακό­μη και δέσμιος ο άνθρω­πος, καθό­λου στά­σι­μος δεν χρειά­ζε­ται να είναι. Στά­σι­μος μένει κανείς όταν χάνει το στό­χο του, όχι όταν συνα­ντά εμπό­δια.… Μια οδύσσεια!

- Ποιος είναι ο ρόλος της ποί­η­σης — θα τον αλλά­ξου­με τον κόσμο με την ποί­η­ση; Και πώς βλέ­πεις εσύ τον εαυ­τό σου ως ποιήτρια; 

- Θα τον αλλά­ξου­με τον κόσμο, ναι! Έτσι κι αλλιώς, ίδιος δεν θα μπο­ρού­σε και ούτε θα έπρε­πε να μεί­νει. Δεν θα αλλά­ξει όμως με την ποί­η­ση, ούτε με κάποια άλλη μορ­φή τέχνης. Η ποί­η­ση περ­πα­τά χέρι-χέρι με την κοι­νω­νία. Ίσως όχι με όλα τα κομ­μά­τια της, άλλο­τε με αυτά που τρα­βά­νε προς τα μπρος και άλλο­τε με αυτά που κρα­τά­νε πει­σμα­τι­κά την κοι­νω­νία πίσω. Αν είναι προ­ο­δευ­τι­κή η ποί­η­ση (και πιστεύω ότι το οφεί­λει) θα πρέ­πει να περ­πα­τά χέρι χέρι με τα προ­ο­δευ­τι­κά τμή­μα­τα μιας κοι­νω­νί­ας, να τα εμπνέ­ει και να εμπνέ­ε­ται από αυτά, σε μια διαρ­κή επι­κοι­νω­νία και αλλη­λο­τρο­φο­δό­τη­ση. Μονά­χα έτσι θα μπο­ρέ­σει η ποί­η­ση και φυσι­κά οι ποι­η­τές να επι­τε­λέ­σουν τον κοι­νω­νι­κό τους ρόλο.

- Είσαι μία νέα επι­στή­μο­νας. Στη συλ­λο­γή έχεις ένα σχε­τι­κό ποί­η­μα («Δια­νό­η­ση») όπου ασκείς κριτική:
                «Τόσα μάθα­νε, τόσα ανα­κα­λύ­πτου­νε, μα ένα δε γνωρίζουν:
                Να τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­νε μπο­ρούν και πρέπει,
                Για να κάνουν αυτό που μπο­ρούν και που πρέπει,
                Αντί να πει­θαρ­χούν στα πρέ­πει εκεί­νων που δεν μπορούν.»
Ποιος ο ρόλος της δια­νό­η­σης σήμε­ρα; Με ποια­νού το μέρος είναι; 

- Γενι­κά η δια­νό­η­ση, ως σύνο­λο και παρά τις όποιες εξαι­ρέ­σεις της, φοβά­μαι πως έχει σήμε­ρα αντι­δρα­στι­κό χαρα­κτή­ρα. Κρα­τά με νύχια και με δόντια το παλιό, το ξεπε­ρα­σμέ­νο, το λάθος, το ιστο­ρι­κά τελειω­μέ­νο και στρέ­φει την πλά­τη της στο νέο, το δημιουρ­γι­κό. Βρί­σκε­ται σε παρακ­μή. Φυσι­κά, υπάρ­χουν και οι εξαι­ρέ­σεις μέσα στο γενι­κό κανό­να αλλά μέχρι στιγ­μής είναι απλώς εξαι­ρέ­σεις σκόρ­πιες, δίχως συνο­χή που θα τις ενί­σχυε και θα δημιουρ­γού­σε κάποια τάση ή ρεύ­μα. Είμαι σίγου­ρη ότι αυτό θα αλλά­ξει για­τί (όπως είπα­με) δεν γίνε­ται να παρα­μεί­νει έτσι, και κυρί­ως για­τί το χρεια­ζό­μα­στε να αλλά­ξει. Χρεια­ζό­μα­στε και τα πρω­το­πό­ρα κομ­μά­τια της κοι­νω­νί­ας και την τέχνη που θα ξεπη­δή­σει από εκεί και θα απλω­θεί, σαν κύμα.

- Στα Ερω­τή­μα­τα ανα­ρω­τιέ­σαι που είναι οι Γαλι­λαί­οι του κόσμου. Είναι ο Γαλι­λαί­ος ο τύπος του επι­στή­μο­να που χρειά­ζε­ται ο λαός (οι λαοί) σήμε­ρα; Όταν χρειά­στη­κε φοβή­θη­κε να υπο­στη­ρί­ξει την ανα­κά­λυ­ψή του. Συμβιβάστηκε. 

- Ο Γαλι­λαί­ος, ο επι­στή­μο­νας, έκα­νε μία κορυ­φαία ανα­κά­λυ­ψη. Παρα­τή­ρη­σε την κίνη­ση των δορυ­φό­ρων του Δία και συμπέ­ρα­νε επι­στη­μο­νι­κά ότι οι παλιοί νόμοι περί της κίνη­σης των ουρα­νί­ων σωμά­των, δεν ισχύ­α­νε. Με την ανα­κά­λυ­ψή του, ήλθε ένα βήμα πιο κοντά στην αλή­θεια. Φυσι­κά, μια τέτοια ανα­κά­λυ­ψη δημιουρ­γού­σε ερω­τή­μα­τα για την ισχύ και των υπο­λοί­πων «νόμων» που ίσχυαν δίχως να τίθε­νται σε κρί­ση. Ερω­τή­μα­τα απλά, καθη­με­ρι­νά, για τον ποιος παρά­γει, ποιος καρ­πώ­νε­ται, ποιος έχει την εξου­σία και για­τί.… Ερω­τή­μα­τα που ενο­χλού­σαν.… Ερω­τή­μα­τα που ακό­μη και σήμε­ρα το ίδιο ενο­χλούν και το ίδιο δεν απα­ντώ­νται, το ίδιο επι­κίν­δυ­να είναι.….

Όταν όμως χρειά­στη­κε να υπε­ρα­σπι­στεί την ανα­κά­λυ­ψή του, ο Γαλι­λαί­ος, ακό­μη και με το υψη­λό­τε­ρο κόστος από όλα, αυτό της ζωής του, τότε έκα­με πίσω. Τότε ήταν που ουσια­στι­κά απαρ­νή­θη­κε την επι­στη­μο­νι­κή του ιδιό­τη­τα και τον ρόλο του ως πρω­το­πο­ρία της δια­νό­η­σης. Για­τί το να μην έχει φτά­σει ένας επι­στή­μο­νας σε μια αλή­θεια είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό από το να έχει φτά­σει και να την απαρ­νιέ­ται για­τί δεν είναι «βολι­κή». Στη δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση, έχει απο­λέ­σει την επι­στη­μο­νι­κή του ιδιό­τη­τα και έχει υπο­κύ­ψει σε άλλες αρχές.…

Όσο όμως και αν αυτή του η στά­ση ήταν ένα βήμα πίσω για τον ίδιο, για την επι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα της επο­χής και για την κοι­νω­νία του, η αλή­θεια του τον ξεπέ­ρα­σε, έμει­νε όταν ο ίδιος είχε φύγει. Το δημιούρ­γη­μα απο­κό­πτε­ται κάποια στιγ­μή από το δημιουρ­γό του και γίνε­ται μέρος αυτού/αυτών που μπο­ρούν και θέλουν να το βάλουν σε κίνη­ση, να το πραγματώσουν.

Τα εμπό­δια θα τα προ­σπε­ρά­σει η κοι­νω­νία, ταχύ­τε­ρα ή λιγό­τε­ρο γορ­γά, και το ίδιο θα ξεπε­ρά­σει και αυτούς που τα βάζουν. Θα κρα­τή­σει μόνο όσα χρειά­ζε­ται για να προ­ο­δεύ­σει και να κάνει τα βήμα­τά της που θα τη φέρουν όλο και πιο κοντά στην αλήθεια.

- Λες στο ποί­η­μα Κρυ­ψώ­νες – που εκ πρώ­της δίνει την εντύ­πω­ση ότι εκφρά­ζει προ­σω­πι­κό βίω­μα αλλά μάλ­λον δεν είναι έτσι:
                «Και ποιος μπο­ρεί να απα­ντή­σει στα ερωτήματα
                Δίχως να χάσει κομ­μά­τια του εαυ­τού του
                Η κάθε απά­ντη­ση ένας ακρωτηριασμός
                Η κάθε απά­ντη­ση θάνα­τος μιας αλήθειας
                Περί­τε­χνα κατα­σκευα­σμέ­νης από ψέματα.»
Τελι­κά υπάρ­χει αλήθεια; 

- Ναι. Πιστεύω ότι υπάρ­χει αλή­θεια και πιστεύω ότι είναι μία. Μπο­ρεί να υπάρ­χουν πολ­λές οπτι­κές αλλά μία η αλή­θεια. Άλλω­στε το σημείο της παρα­τή­ρη­σης δε δύνα­ται να αλλά­ξει το αντι­κεί­με­νο της παρα­τή­ρη­σης. Μπο­ρεί μονά­χα να βοη­θή­σει να φωτι­στούν πτυ­χές του.

Ωστό­σο, μεγα­λώ­νο­ντας μαθαί­νου­με ότι μπο­ρεί να υπάρ­χουν πολ­λές αλή­θειες. Η δική μας, των άλλων, η χθε­σι­νή, η σημε­ρι­νή, η αυρια­νή.… Είναι όλα αυτά πολύ «βολι­κά» κατά μία έννοια, κομ­μέ­νες και ραμ­μέ­νες αλή­θειες στα μέτρα κάποιου ψέμα­τος, άλλο­θι, νανού­ρι­σμα.… Για να προ­σεγ­γί­σει κανείς τη μία αλή­θεια, χρειά­ζε­ται να φύγει από το βολι­κό, να θέσει σε κρί­ση «αλή­θειες» που κου­βα­λά­ει χρό­νια (μας τις φορ­τώ­σα­νε από μικρά παι­διά), «αλή­θειες» που έχουν γίνει μέρος μας, που έχου­με φτιά­ξει πάνω τους ζωή. Θέλει ακρί­βεια και επι­μο­νή και δύνα­μη και ειλι­κρί­νεια, μα γίνε­ται. Χρειά­ζε­ται να απαλ­λασ­σό­μα­στε από το νεκρό βάρος που κου­βα­λά­με, να αλα­φρώ­νου­με για να κινού­μα­στε μπρο­στά. Στοι­χεία για αυτή τη διερ­γα­σία, για να δια­πι­στώ­σου­με τις «ψεύ­τι­κες αλή­θειες» που έχου­με φορ­τω­θεί, βρί­σκο­νται παντού, γύρω μας, αρκεί να κοι­τά­ξου­με. Οι κρυ­ψώ­νες τους είναι παντού, μα εντο­πί­ζο­νται εύκο­λα και «δια γυμνού οφθαλμού».…

- Στο ποί­η­μα «Περιε­χό­με­νο» κατα­πιά­νε­σαι με τις λέξεις. Τι είναι οι λέξεις;

- Οι λέξεις είναι τμή­μα­τα μιας γέφυ­ρας, της γλώσ­σας. Για να περά­σεις απέ­να­ντι, να επι­κοι­νω­νή­σεις, χρειά­ζε­ται να επι­λέ­ξεις πολύ προ­σε­κτι­κά τα τμή­μα­τα μιας γέφυ­ρας και να τα συνθέσεις.

- Ποιες είναι οι ποι­η­τι­κές σου επιρροές; 

- Αγα­πώ ιδιαί­τε­ρα και στα­θε­ρά κάποιους σπου­δαί­ους ποι­η­τές και ανθρώ­πους. Ο Ρίτσος, ο Λει­βα­δί­της, ο Βάρ­να­λης, ο Μπρέχτ, είναι πάντα στο μυα­λό και την καρ­διά μου. Οι στί­χοι τους θαρ­ρώ ότι περι­γρά­φουν με εκπλη­κτι­κά ακρι­βή τρό­πο έννοιες και συναι­σθή­μα­τα που αφο­ρούν πολύ κόσμο, πάρα πολύ κόσμο, και εμέ­να μέσα στον κόσμο αυτό.

- Τελειώ­νεις τη συλ­λο­γή με το ποί­η­μα με τίτλο «Ήλιος» που έχει μια ιδιαί­τε­ρη ιστο­ρία. Ποια είναι αυτή; 

- Είναι ένα ποί­η­μα γραμ­μέ­νο για έναν σπου­δαίο άνθρω­πο που χάσα­με τον Αύγου­στο του 2014. Έναν πολύ όμορ­φο άνθρω­πο, που λεί­πει όχι μονά­χα σε όσους τον γνώ­ρι­ζαν αλλά λεί­πει και σε όσους δεν τον γνώ­ρι­ζαν! Ο Τάκης Στά­βε­ρης, πάλε­ψε όλη του τη ζωή για έναν κόσμο καλύ­τε­ρο. Αλύ­γι­στος και ταυ­τό­χρο­να πρά­ος, καλο­συ­νά­τος, γεμά­τος αγά­πη, κατα­νό­η­ση. Ήταν ένας άνθρω­πος που πάλε­ψε για τη γενιά μου, πριν ακό­μη αυτή γεν­νη­θεί, πάλε­ψε μαζί με τη γενιά μου και θα εμπνέ­ει και τις επό­με­νες γενιές στους αγώ­νες τους. «Ήλιος και θησαυ­ρός στο έμορ­φο Παρίσι».

 

(Τα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής «Εξη­γώ­ντας το για­τί», «Φρά­χτης», «Απου­σία Ι» μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε ΕΔΩ και το ποί­η­μα «Βαστί­λες» ΕΔΩ)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο