Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. Λουντέμης: «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ήταν ήσυ­χα και τού­τη τη βρα­διά εδώ στην ταρά­τσα. Κάπου η πόλη βού­ι­ζε πνι­χτά. Από και­ρό σε και­ρό μια κραυ­γή ανέ­βαι­νε ψηλά, ζυγι­ζό­τα­νε τρέ­μο­ντας στο κενό και ξανά­πε­φτε νεκρή. Από πάνω έβρε­χε ψιλό φως ο γαλα­ξί­ας. Στις βαθιές σπη­λιές του βρά­χου κούρ­νια­ζαν λου­φαγ­μέ­να τα που­λιά, και πάνω του ο Παρ­θε­νώ­νας λεύ­κα­ζε σαν κρύ­ος σκελετός.

Η Ρηνού­λα ακού­μπη­σε στο πεζού­λι να ξανα­σαί­νει. Είχαν λυθεί οι αρμοί της με το πηγαι­νέ­λα , απ’ τη νύχτα ως την άλλη τη νύχτα. Το σπί­τι ήταν θεό­ρα­το, κου­ρα­σμέ­νο, τρα­βηγ­μέ­νο παρά­με­ρα απ’ τ’ άλλα μες στην καρ­διά του Λυκα­βητ­τού. Μόνο τού­το το καλο­καί­ρι ξεθά­ρε­ψε να το ζυγώ­σει ένα άλλο αρμα­τω­μέ­νο ακό­μη απ’ τις σκαλωσιές.

Η Ρηνού­λα τρι­γύ­ρι­ζε μέσα στο άδειο σπί­τι σαν παι­δί χαμέ­νο μέσα στο Παρα­μύ­θι. Βίζι­τες δεν περ­νού­σαν στο κατώ­φλι. Η κυρία το μετα­χει­ρι­ζό­τα­νε σαν ξενο­δο­χείο. Και μονα­χά ο κύριος κλει­νό­ταν τα βρά­δια στο σαλό­νι με κάτι φίλους του και χαρτοπαίζανε…χαρτοπαίζανε αστα­μά­τη­τα, ώσπου να χλο­μιά­σουν τα τζά­μια απ’ το πρώ­το φέγ­γος της αυγής.

Ήταν πολ­λές οι δου­λειές σε κεί­νο το σπί­τι, πολύ το κοψο­μέ­σια­σμα‘ κι’ η ψυχή της Ρηνού­λας μ ι ά. Αυτή θα το κου­μα­ντά­ρι­ζε, αυτή θα το συγύ­ρι­ζε. Θα το κανά­κευε σαν το μικρό παι­δί τα κου­κλο­πά­νια του. Το είχε κιό­λας αγα­πή­σει – ίσως για­τί κανείς άλλος δεν το πρό­σε­χε. Τόχε έτσι σα φιλε­νά­δα, σαν εκκλη­σί­τσα που της έκα­νε τάμα τον εαυ­τό της. Και πώς να μην τ’ αγα­πά ύστε­ρα από τόσο ιδρό και τόσο κλά­μα πού­χυ­σε μες στις άδειες κάμα­ρές του; Πηγαι­νορ­χό­τα­νε σα μικρή σαΐ­τα στον αργα­λειό, πέρα – δώθε, πέρα – δώθε…Έμπαινε στις κάμα­ρες, κύλα­γε στην κου­ζί­να, πρό­βα­λε στο μπαλκόνι…Κι ‘ανε­βο­κα­τέ­βαι­νε τη σπει­ρω­τή του σκά­λα, σαν μερ­μη­γκά­κι στο βότσα­λο. Το βρά­δυ ήταν ένα μικρό λεί­ψα­νο‘ κι ανέ­βαι­νε στον ουρα­νό της, στο λευ­κό καμα­ρά­κι της ταρά­τσας, να πεθά­νει. Μα ούτε κι’ αυτό της ήταν βολε­τό. Ο κύριος είχε τα ξενύ­χτια του κάτου. Στρω­νό­τα­νε αντι­κρι­στά με κάτι φίλους του στο τρα­πέ­ζι και τον έπαιρ­νε μαζί τους η αυγή. Είχαν κι’ αυτοί το ίδιο κόψι­μο. Βρα­χνοί, μυρω­δά­τοι κι’ αμί­λη­τοι. Βρι­κο­λά­κια­ζαν όλη τη νύχτα σαν κρι­μα­τι­σμέ­νοι. Είχαν βαθιές ολο­νυ­χτί­ες μπρο­στά στους Ρηγά­δες και στις Ντά­μες σαν τους θρή­σκους μπρο­στά στα κονίσματα…Και τα θυμιά­τι­ζαν, τα θυμιά­τι­ζαν με τα τσι­γά­ρα τους, ως το πρωί.

Ένε­κα που οι κύριοι ήταν αργο­σά­λευ­τοι, ένε­κα που το χαρ­τί τούς ζάλι­ζε, δεν άπλω­ναν το χέρι τους ούτε στο τόσο. Κι’ έπρε­πε να ξενυ­χτά­ει κάπου γύρω τους η Ρηνιώ και νάχει τ’ αφτιά της έτοι­μα, μην την κρά­ξου­νε με το κου­δού­νι, πότε για πιο­τά και πότε για τσι­γά­ρα. Το κου­δου­νά­κι του κυρί­ου την ξετρύ­πω­νε όπου κι’ αν πήγαι­νε να στα­θεί, ακό­μα και στον ουρα­νό της. Παντού είχαν κρε­μα­σμέ­νο κι’ από­να στριγ­γλιά­ρι­κο κου­δού­νι που την έκρα­ζε με τόνο­μά της.

Μα τώρα μπο­ρού­σε να ξανα­σά­νει για καμιά ώρα. Τους τάχε όλα στα χέρια τους. Μπο­ρού­σε ν’ ακου­μπή­σει στο πρε­βά­ζι και ν’ ακού­σει την ανά­σα της Αθή­νας. Να δώσει το νέο της πρό­σω­πο να της το χαϊ­δέ­ψει ο Σαρω­νι­κός. Ν’ ανα­θυ­μη­θεί τα πάθια της. Τους δικούς όλους στο χώμα. Το ξερι­ζω­μέ­νο βιός τους, που τους τόκα­ψε όλο η φωτιά και τα τουφέκια.

Στά­θη­κε βαριά η ζέστη σήμε­ρα. Πνι­γού­ρα. Κι’ ο ήλιος δάγκα­νε σα σκύ­λος. Δίπλα στο για­πί, βού­ι­ζαν ολη­με­ρίς οι χτι­στά­δες και τα μαστο­ρό­που­λα, ανε­βο­κα­τε­βαί­νο­ντας τις σκα­λω­σιές, με λάσπες και μπε­τά. Έχτι­ζαν κι’ άλλη σπι­τα­ρό­να, στε­ρέ­ω­ναν κι’ άλλη σπει­ρω­τή σκά­λα, για να την ανε­βαί­νουν και να λαχα­νιά­ζου­νε κι’ άλλα κου­ρα­σμέ­να ποδαράκια.

Τα βρά­δια κανα­δυό χτί­στες ξενυ­χτέ­ρευαν εκεί για να γλι­τώ­σου­νε τα ναύ­λα – έμε­ναν έεεε…στην άκρη του κόσμου, στην Κοκ­κι­νιά – και στρώ­νου­νταν κάτου απ’ τ’ άστρα και κου­βέ­ντια­ζαν ήσυ­χα ήσυ­χα και λυπη­μέ­να. Είχαν να λένε τα δικά τους. Για το ξερο­φάι , τη σφί­ξη, την ανα­δου­λειά. Έκο­βαν από δω, μερε­μέ­τι­ζαν από κει…το μερο­κά­μα­το μικρό, δεν τάφερ­ναν βόλ­τα. Προ­χτές – λέει – η κερά του ενός, του Γιάν­νη, έπε­σε. « Έχει όγκος», είπαν οι για­τροί. Ανε­βο­κα­τέ­βα, Γιάν­νη, τις ξένες σκά­λες, παρα­κά­λα, βρίσε…τέλος. Έσω­σε και τη βάλα­νε στο « Πολι­τι­κό». Μα τα μωρά γύρι­ζαν στο μαχα­λά σαν τα κου­τά­βια, ώσπου τα συμ­μά­ζε­ψε μια γει­τό­νισ­σα. Ερημιές…

Ήταν μετρη­μέ­νοι άνθρω­ποι. Ρου­φού­σαν το βρά­δυ τα τσι­γά­ρα τους και μελε­τού­σαν τα καθέ­κα­στα του κόσμου. Για­τί τού­το είν’ έτσι και για­τί κεί­νο αλλιώς. Ποιο είναι το πρε­πού­με­νο και ποιο το άδικο.

Τ’ άκου­γε η Ρηνού­λα απ’ την ταρά­τσα της και συφώ­να­γε μαζί τους. « Ναι» έλεγ’ από μέσα της. « Ναι, ναι…κι’ αμ’ πώς!»…Είχαν δίκιο κεί­νες οι φωνές – φωνές μονα­χά ήταν, σου­σού­μια δεν έβλε­πε. Μια φορά όμως ό,τι και να πεις, οι φωνές ήταν γλυ­κιές, κι η Ρηνού­λα έλε­γε μέσα της : π α τ ε ρ ά δ ε ς…

« Έγερ­νε , έτσι, το κεφα­λά­κι της κι’ ήταν σα ν’ ακου­μπά­ει στα γόνα­τα κάποιου απ’ αυτούς με τις φωνές – κει­νού που είχε την πιο βραχνή.

Το εξώφυλλο της δεύτερης έκδοσης (1965)

Το εξώ­φυλ­λο της δεύ­τε­ρης έκδο­σης (1965)

Ήταν ήσυ­χα, λοι­πόν, πολύ ήσυ­χα και τού­τη τη βρα­διά εδώ πάνου στην ταρά­τσα. Η Ειρή­νη είχε σιγου­ρέ­ψει κάτου τις δου­λειές της, κι’ ήρθε κι’ ακού­μπη­σε τους αγκώ­νες στο πεζού­λι, και περί­με­νε ν’ ανέ­βει η δροσιά.

Αντί­κρυ στο για­πί είχαν κι’ από­ψε αϋπνί­ες. Οι μιλιές τους σιγα­νές έσκι­ζαν τα δυό μέτρα που τη χώρι­ζαν κι’ έφτα­ναν καθα­ρές στον ουρα­νό της. Έβα­λε αφτί. Τρεις φωτιές ζυγω­μέ­νες η μια στην άλλη, μιλού­σαν ήσυ­χα και μυαλωμένα.

- Εγώ, έλεγ’ η μεσια­νή φωτιά – ό,τι θέλεις εσύ πες. Και­ρό το πασπα­τεύω στο μυα­λό μου. Οι μανάδες…Τέλεψε. Αν οι μανά­δες σηκώ­σου­νε φωνή, δεν έχει πόλεμο.
— Και για­τί όχι κι’ οι πατε­ρά­δες; απο­κρί­νε­ται η δεύ­τε­ρη φωτιά. Για­τί όχι κι’ οι γυναί­κες; κι’ οι αδερ­φές; Στο χέρι των φτω­χών είναι.
— Έτσι είναι…έτσι. Πρέ­πει να συφω­νή­σεις, Γιάν­νη, λέει σκύ­βο­ντας η μεσια­νή φωτιά.
— Ναι…δε λέω όχι…κάνει η Τρί­τη φωτιά. Μα να λέμε πάλε και την αλή­θεια; Πότε ο φτω­χός πήγε σύμ­φω­να με το συφέ­ρο του;
— Ναι…ναι, Γιάννη…αποσώνει η δεύτερη.

Μα ο Γιάν­νης έσβη­σε. Πέρα­σαν έτσι λίγα λεπτά αμί­λη­τα. Τώρα από­με­ναν μόνες οι δυο φωτιές, να κλεί­νουν η μια στην άλλη το ματάκι.

- Λοιπόν…λέει ξαφ­νι­κά η τρί­τη φωτιά και ξανανάβει.

Μα η Ρηνού­λα δεν πρό­φτα­σε ν’ ακού­σει τη συνέ­χεια. Το κου­δου­νά­κι την έκρα­ξε νευ­ρια­σμέ­νο. Άφη­σε λυπη­μέ­νη την ταρά­τσα της και κατέβηκε.

Μα παράξενο…Οι κύριοι δεν έπαι­ζαν τού­τη τη φορά, κι’ είχαν και λιγο­στέ­ψει. Η Ρηνού­λα έδω­σε λίγο αφτί. Την ίδια κου­βέ­ντα είχαν και κεί­νοι. Τι παρά­ξε­νο. Για­τί μιλούν όλο γι’ αυτό; Π ό λ ε μ ο ς; Αχ το ήξε­ρε τι ήταν ! Ρημά­δι ήταν κι΄ αυτή. Απο­καϊ­δά­κι του πολέ­μου. Την ώρα που δρα­σκέ­λι­ζε το κατώ­φλι πρό­φτα­σε ν’ ακού­σει τα λόγια τους. Μιλού­σε ένας παχύς με σκο­τω­μέ­να κρέ­α­τα, φορ­τω­μέ­νος δακτυ­λί­δια. Τον θυμό­ταν κι’ απ’ άλλες βρα­διές. Είχε κάτι φου­σκω­μέ­να τρι­χω­τά αφτιά και βλέ­φα­ρα μου­ντά και πεσμέ­να. Τον αντί­σκο­βε ο κύριος με τη συνη­θι­σμέ­νη του υγρή προ­φο­ρά χτυ­πώ­ντας δυνα­τά τα σύμ­φω­να. Τέλος από­σω­σε ο άλλος:

- Εν πάση περιπτώσει.…Κι’ όπως και να το κάνεις…μέχρις ότου βρε­θεί κάτι άλλο καλύ­τε­ρο, ο πόλε­μος είναι η μόνη δυνα­τή λύσις.

Η Ρηνού­λα τον κοί­τα­ξε γουρ­λω­μέ­νη. « Τέτοιος είναι ο πόλε­μος!» έκα­νε μέσα της.

Προ­χώ­ρη­σε δει­λά μέσα και στά­θη­κε αντί­κρυ τους.

- Ειρή­νη, έκα­νε ο κύριος οκνά, μα δεν προ­χώ­ρη­σε. Το μάτι του ξεχά­στη­κε πάνω στο μπου­στά­κι της και βάλ­θη­κε να το ψαχου­λεύ­ει. Ένα χρό­νο που την είχε στο σπί­τι του, παρα­δο­μέ­νος στα χαρ­τιά, δεν είχε πάρει τον κόπο να την προ­σέ­ξει. Το ίδιο έκα­ναν κι’ οι άλλοι. Βου­λιαγ­μέ­νοι στις πολυ­θρό­νες τους άρχι­σαν να την κοι­τά­ζουν ρεμ­βά. Πρώ­τη φορά την πρό­σε­ξαν. Κάτω απ’ το λινό της ρού­χο είχε αρχί­σει ν’ ανθίζει.

- Τι να φέρω; ρωτά για να ξεγαν­τζώ­σει από πάνω της τα μάτια του;
— Φέρε…λέει ο κύριος, πάντα ξεχα­σμέ­νος απά­νω της. Η φωνή του δεν κυλού­σε, στέ­γνω­σε. Γάν­τζω­σε στο καρύ­δι του κι’ έπε­σε πίσω.
— Τι;
— Φέρε…ψήσε τρία μπι­φτέ­κια. Κατόπι…Κατέβα στο υπό­γειο. Δεξιά είναι οι μπο­τί­λιες. Ή μάλλον…στάσου να πάμε μαζί.
— Ξέρω! είπε ξαφ­νια­σμέ­νο το Ρηνά­κι. Πάω γω. Ξέρω!

Και τινά­χτη­κε λαφια­σμέ­νη έξω. Πριν βγει πρό­φτα­σε να δει τα μάτια τους να τρέ­χουν σα λιμα­σμέ­να νύχια πάνω στην άδε­τη σάρ­κα της, κι’ ανα­τρί­χια­σε. Πώς να γλυ­τώ­σει ένα μονα­χό απρο­στά­τευ­το άχε­ρο ζωσμέ­νο από τόση αχόρ­τα­γη φωτιά;

Όσην ώρα δού­λευε άκουε πίσω της τις σκε­πα­σμέ­νες μιλιές. Πήγε αυτά που της ζήτη­σαν και τινά­χτη­κε αμέ­σως έξω. Είχε προ­φτά­σει μονά­χα να δει με την άκρη του ματιού της ότι ρίχτη­καν με δίψα στο κρα­σί. Στην κου­ζί­να πάλε­ψε να κατα­λα­γιά­σει την καρ­διά της, και κάτι άρχι­σε να κατα­φέρ­νει. Μα σε λιγά­κι το κου­δού­νι κύλη­σε σα φίδι και την ξανακάλεσε.

Με την πρώ­τη ματιά που έρι­ξε μέσα κατά­λα­βε. Ο αέρας μύρι­ζε βαριά λαγνεία. Άρρω­στη βου­λι­μία έπνι­γε το δωμά­τιο. Η ετοι­μόρ­ρο­πη σάρ­κα ετοι­μα­ζό­τα­νε να επι­τε­θεί, σαν τη σφή­κα που δαγκά­νει και ψοφώντας.

- Ρηνούλα…είπε πνι­χτά ο κύριος.

Πρώ­τη φορά άκου­σε τ’ όνο­μά της χαϊ­δευ­τι­κά μέσα σ’ αυτό το σπίτι.

- Ρηνούλα…ξανάκανε ο κύριος κι’ η φωνή του έτρε­με να λιώσει.
— Τι είναι κύριε;…λέει κρυώνοντας.
— Ρηνούλα…κάνουν τώρα όλοι. Ρηνούλα…έλα να κάτσεις κοντά μας. Έλα Ρηνούλα…εδώ.

Η φωνή τους ήταν τρυ­φε­ρή, γιο­μά­τη θέρ­μη κι’ ανυ­πο­μο­νη­σία. Ο παχύς με το κόκ­κι­νο μάτι έσυ­ρε το βλέμ­μα του κατά την πόρ­τα. « Θα την κλεί­σουν!» σκέ­φτη­κε η Ρηνού­λα και ρίχτη­κε αλα­φια­σμέ­νη πίσω.

- Όχι ! λέει και βρέ­θη­κε στο κατώφλι.

Από κει τους κοί­τα­ξε για τελευ­ταία φορά. Ήταν σαν ερε­θι­σμέ­νοι βού­βα­λοι που βγαί­νουν από βούρ­κο. Της φάνη­κε πως σηκώ­θη­καν ορθοί, με τα πια­σμέ­να τους λαι­μά, και πως χίμη­ξαν απά­νω στο λίγο της κορ­μά­κι βρω­μώ­ντας αίμα και πόθο βαρύ. Ήταν όλο δόντια. Μάτια. Και καπνό.

- Οι λύκοι! Έκα­νε να ξεφωνίσει.

Και ξύπνη­σαν μέσα της οι χει­μω­νιά­τι­κες ιστο­ρί­ες του παπ­πού­λη, για τους λύκους, που χιμού­σαν στα κοπά­δια τους και τάκοβαν…Για τ’ αλα­λη­τά των αρνιών μεσ’ στο πούσι…και για τα αίματα.

Τρε­λή έπε­σε έξω, έτρε­ξε στο διά­δρο­μο, και μπή­κε παρα­ζα­λι­σμέ­νη στην κου­ζί­να. Από κει άρχι­ζε η σπει­ρω­τή σκά­λα. Δεν υπήρ­χε άλλος δρό­μος. Τα λιγνά της πόδια τρέ­χουν, κρο­τούν στα σιδε­ρέ­νια σκα­λιά. Και φτά­νει στον ουρα­νό της. Ακού­μπη­σε στο πεζού­λι κι’ έπια­σε την καρ­διά της. Κοντα­νά­σαι­νε κιό­λα σαν τρο­μαγ­μέ­νο βετού­λι. Έβα­λε αφτί κατά το για­πί. Και ξάφ­νου χλια­ρή άχνα χύθη­κε στην ψυχή της. Οι εργά­τες συνέ­χι­ζαν την ειρη­νι­κή τους κου­βέ­ντα. Αυτοί θα την έσωζαν…Μα πώς να τους το πει; Και η ώρα δεν την έπαιρ­νε. Σε λιγά­κι, σε μια στιγ­μή, οι λύκοι θ’ ανέ­βαι­ναν και στον ουρα­νό της. Να λεκιά­σουν τον κατά­λευ­κο κόσμο της, να βρω­μί­σουν την ανέγ­γι­χτη μοσκο­βο­λιά του.

Με δει­λή, γορ­γο­τρέ­μου­λη φωνού­λα, σίμω­σε στο πεζού­λι. Ετοι­μά­στη­κε να φωνά­ξει, μα ντρά­πη­κε κι’ έβη­ξε. Ο βήχας όμως την ξεθάρ­ρε­ψε κι’ έκα­νε να ξαναδοκιμάσει.

- Μπάρμπα…λέει κλαφτά…Μπαρμπάδες…πστ…πστ!

Η φοβι­σμέ­νη φωνή φτά­νει απέ­να­ντι και τους σταματάει.

Μια φωτί­τσα σηκώ­θη­κε κοκ­κι­νω­πή και προ­χώ­ρη­σε ως το περβάζι.

- Τι είναι; ρωτά ανή­συ­χα. Τι τρέ­χει εκεί; Ποιος φωνάζει;
— Μπάρμπα…λέει ξανά κλα­φτά, φοβά­μαι, εδώ…Θα…Με κυνηγούν.
— Ποιος σε φοβε­ρί­ζει, κόρη μου; Για έλα πιο κοντά να μου το πεις. Τι σου κάνου­νε; Ποιοι;

Οι άλλες δυο φωτιές που σώπαι­ναν παρά­με­ρα τώρα σηκώ­θη­καν. Κίνη­σαν σαν μικρά φανα­ρά­κια κι’ ήρθαν κοντά στην άλλη.

- Τι’ ναι Γιάν­νη; ρωτά η μια φωτιά την άλλη.
— Το κορι­τσά­κι απ’ αντίκρυ…αποκρίνεται η πρώ­τη φωτιά. Κάποιοι κάτι του κάνουν…κάτι το πιλατεύουν.

Η φωνή του κορι­τσιού ξανα­σύρ­θη­κε απ’ αντί­κρυ τώρα σπαραχτικότερη.

- Σώστε με, μπαρμπάδες…Σώστε με…Σώστε με.…γλήγορα!

Οι τρεις φωτιές τινά­χτη­καν ψηλά σαν κόκ­κι­να φεσά­κια σε δια­δή­λω­ση. Ύστε­ρα ένα μαδέ­ρι βρό­ντη­ξε. Κάτι ακού­στη­κε να σέρ­νουν ορμη­τι­κά. Το μαδέ­ρι ήρθε κι’ έστη­σε πλώ­ρη αντί­κρυ της κι’ αμέ­σως μετά – μ’ ένα έι – χοπ! – τόστει­λαν να γεφυ­ρώ­σει τα δυό δώματα.

-Έλα …πού­σαι; ακού­στη­κε η μαλα­κιά φωνή του Γιάν­νη. Μικρό…πούσαι παι­δί μου;
— Εδώ μπάρμπα…λέει κλα­μέ­νη η φωνούλα.
— Πάτα!

Το Ρηνά­κι ζυγιά­στη­κε. Πάτη­σε. Μα ξανά­κα­νε πίσω.

- Κρα­τά­με μείς. Πάτα.

Πάτη­σε. Ένα σκο­τά­δι έγι­νε μεσ’ στην ψυχή της. Τα μάτια της έκλει­σαν. Έσφι­ξε τις μικρές της γρο­θιές κι’ έκα­νε το μεγά­λο δρόμο.

Σ’ ένα λεπτό, μισο­πε­θα­μέ­νη, ήταν στα χέρια τους. Τη δέχτη­καν κεί­νοι σαν που­λί, σα σπλά­χνο δικό τους. Σαν ένα μήνυ­μα τρυ­φε­ρό και βαρυ­σή­μα­ντο. Της σκού­πι­σαν απα­λά τα μάτια, την καλόπιασαν…

- Πού είμαι; …ρωτού­σε κεί­νη, ακό­μα ζαλισμένη.
— Σώπα… Σώπα κόρη μου, της λέει ο μπάρ­μπα Γιάν­νης, μη σκας. Σκού­πι­σε τα ματά­κια σου και πες μας πώς σε λένε;
— Ειρή­νη λέει γορ­γά το κορί­τσι. Σώστε με. Σώστε με…Εκεί…Κείνοι…

Οι εργά­τες είχαν καταλάβει.

- Σώπα, Ρηνάκι…λέει ο γέρος τρυ­φε­ρά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπε­σες στα χέρια της Αργα­τιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι…Τώρα θα σε γλιτώσουμε…

Lountemis 8

…και η περι­πέ­τεια του συγ­γρα­φέα του

Βρι­σκό­μα­στε στα 1956. Λίγα μόλις χρό­νια μετά το τέλος του εμφυ­λί­ου με εκα­το­ντά­δες αρι­στε­ρούς και κομ­μου­νι­στές στις φυλα­κές και τις εξο­ρί­ες. Ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης ήδη βρί­σκε­ται αρκε­τά χρό­νια στην εξο­ρία (από το 1947 που συνε­λή­φθη) Ικα­ρία, Μακρό­νη­σος, Αη – Στρά­της ‚αλλά εξα­κο­λου­θεί να γρά­φει και να καταγ­γέ­λει τις βάναυ­σες συν­θή­κες εγκλει­σμού και εκτο­πι­σμού, την ανυ­παρ­ξία ελευ­θε­ρί­ας και στοι­χειώ­δους δημο­κρα­τί­ας και να αρνεί­ται να υπο­γρά­ψει δήλω­ση. Τα βιβλία του γίνο­νται ανάρπαστα.

Στο διή­γη­μα « Οι λύκοι ανε­βαί­νουν στον ουρα­νό», που περιέ­χε­ται στο βιβλίο Βουρ­κω­μέ­νες μέρες(1953), ο Λου­ντέ­μης σκια­γρα­φεί με μελα­νά χρώ­μα­τα τα αφε­ντι­κά της Ρηνού­λας παρου­σιά­ζο­ντας τα ως χαρ­το­παί­κτες, με κτη­νώ­δη συμπε­ρι­φο­ρά και ψυχρά συναι­σθή­μα­τα με μόνο ενδια­φέ­ρον την καλο­πέ­ρα­σή τους χωρίς κανέ­να ηθι­κό ενδοιασμό.

Η Ρηνού­λα είναι αντι­προ­σω­πευ­τι­κός τύπος κορι­τσιού που ορφά­νε­ψε εξ αιτί­ας του πολέ­μου και κατέ­λη­ξε να δου­λεύ­ει υπη­ρέ­τρια σε ένα πλού­σιο σπί­τι. Ήταν συνη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο τα χρό­νια εκεί­να τα φτω­χά και ορφα­νά κορί­τσια να παρα­δί­νο­νται σε πλού­σια σπί­τια με την ελπί­δα μιας καλύ­τε­ρης ζωής. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές όμως βρί­σκο­νταν αντι­μέ­τω­πα με την κακή μετα­χεί­ρι­ση και την εξα­ντλη­τι­κή δου­λειά. Δεν είναι καθό­λου υπερ­βο­λή ότι πολ­λά από αυτά έπε­φταν θύμα­τα των σεξουα­λι­κών ορέ­ξε­ων των αφε­ντι­κών τους.

Το μικρό κορί­τσι μπρο­στά στον κίν­δυ­νο βια­σμού ζητά­ει τη βοή­θεια των οικο­δό­μων που δου­λεύ­ουν και δια­νυ­κτε­ρεύ­ουν στο απέ­να­ντι από το σπί­τι γιαπί.

«- Σώπα, Ρηνάκι…λέει ο γέρος τρυ­φε­ρά. Σώπα, κόρη μου. Τώρα που έπε­σες στα χέρια της Αργα­τιάς, τώρα σώπα Ερηνάκι…Τώρα θα σε γλιτώσουμε…»

Ο τρό­πος που ο Λου­ντέ­μης προ­βάλ­λει τη συμπε­ρι­φο­ρά των πλου­σί­ων και των εργα­τών – οικο­δό­μων θεω­ρή­θη­κε υπο­νο­μευ­τι­κός και διχα­στι­κός για την ενό­τη­τα του ελλη­νι­κού λαού και κατη­γο­ρή­θη­κε ότι καλ­λιερ­γεί το μίσος ανά­με­σά τους. Οι κατή­γο­ροι υπο­στή­ρι­ξαν ότι ο συγ­γρα­φέ­ας δια­βάλ­λει την αστι­κή τάξη και ανυ­ψώ­νει την εργα­τι­κή μέσα από τα πρό­σω­πα του διη­γή­μα­τος. Οι κατη­γο­ρί­ες επε­κτά­θη­καν και στα άλλα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής Βουρ­κω­μέ­νες μέρες με απο­τέ­λε­σμα ο Λου­ντέ­μης , εξό­ρι­στος και άρρω­στος, να προ­σα­χθεί σε δίκη με την κατη­γο­ρία της αντε­θνι­κής δρά­σης και της εσχά­της προδοσίας.

Ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης παρα­δέ­χθη­κε ότι είναι ένο­χος, όχι όμως για όσα έγρα­ψε για τους φτω­χούς και αδι­κη­μέ­νους ανθρώ­πους αλλά για όσα δεν έγρα­ψε και για τους λόγους που δεν τα έγρα­ψε καθώς ο ίδιος γνώ­ρι­σε, αγά­πη­σε και μοι­ρά­στη­κε μαζί τους χαρές και πίκρες , ταυ­τί­στη­κε με αυτούς και ήταν οι μόνοι που βρέ­θη­καν δίπλα του στις δύσκο­λες ώρες.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κή του αντι­κομ­μου­νι­στι­κού κλί­μα­τος , των αυθαι­ρε­σιών, των προ­κα­τα­σκευα­σμέ­νων κατη­γο­ριών , του φανα­τι­σμού υπήρ­ξε η αγό­ρευ­ση του Εισαγ­γε­λέα που πρό­τει­νε να κατα­σχε­θεί και να κατα­στρα­φεί το βιβλίο Βουρ­κω­μέ­νες μέρες και ο Λου­ντέ­μης να κατα­δι­κα­σθεί σε θάνα­το!. Δείγ­μα μιας επο­χής που η ανθρώ­πι­νη ζωή στη­νό­ταν πολύ εύκο­λα και για ασή­μα­ντη αφορ­μή στον τοίχο.

Η γελοία κατη­γο­ρία εξου­δε­τε­ρώ­θη­κε από μια ακό­μα πιο γελοία από­φα­ση. Αθω­ώ­θη­κε ο συγ­γρα­φέ­ας χωρίς όμως να αφε­θεί ελεύ­θε­ρος αλλά κατα­δι­κά­στη­κε το βιβλίο διό­τι περιεί­χε « αδί­κους αιτιά­σεις κατά του κρα­τού­ντος κοι­νω­νι­κού καθε­στώ­τος» και δια­τά­χθη­κε η δήμευ­ση των αντι­τύ­πων που είχαν κατασχεθεί.

Τρεις μήνες αργό­τε­ρα με νέα δίκη αθω­ώ­θη­κε και το βιβλίο « Βουρ­κω­μέ­νες μέρες» .

Στη Σινάια με τον Στάθη Δρομάζο τη δεκαετία του 1960

Στη Σινάια με τον Στά­θη Δρο­μά­ζο τη δεκα­ε­τία του 1960

1. Το διή­γη­μα είναι το πρώ­το από τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη ‚Βουρ­κω­μέ­νες μέρες, εκδό­σεις Δωρι­κός, Αθή­να 1977, 9η έκδοση

2. Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη δίκη αντλή­θη­καν από το βιβλίο του Λάμπρου Ζιώ­γα, Η δίκη του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη, εκδό­σεις « Ολυ­μπία» Κ. Στρου­μπού­κη (αχρο­νο­λό­γη­το)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο