Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Ζαχαριάδης: Ο κομμουνιστής, σύντροφος στη ζωή και στον αγώνα (Β΄ Μέρος)

Επι­μέ­λεια Νίκος Μότ­τας //

«Το ΚΚΕ ήταν και παρα­μέ­νει το κόμ­μα μου και κανέ­νας δεν μπο­ρεί να το χτυ­πή­σει και να το λερώ­σει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το όνο­μά μου… Το Κου­κου­έ­δι­κο πέρα­σε πολ­λές αντά­ρες και μπό­ρες, όμως να το ξερι­ζώ­σει κανέ­νας δεν μπό­ρε­σε, για­τί αυτό θα σήμαι­νε να ξερι­ζώ­σει τον ίδιο το λαό. Παρό­λες τις δοκι­μα­σί­ες που το ‘δερ­ναν και το δέρ­νουν, το ΚΚΕ είναι αθά­να­το. Το γράμ­μα αυτό το γρά­φω για να βου­λώ­σω το στό­μα σε όλους αυτούς που θα βάλουν τώρα τις φωνές. Με το ΚΚΕ δεν είχα ούτε έχω ανοι­χτούς λογα­ρια­σμούς. Ούτε μπο­ρού­σα ποτέ να ‘χω. Απ’ όλη μου την ψυχή εύχο­μαι σ’ αυτούς που φορ­τώ­θη­καν το πολύ δύσκο­λο έργο να ξανα­στή­σουν το Κου­κου­έ­δι­κο στα πόδια του, να πετύ­χουν από­λυ­τα και ολο­κλη­ρω­τι­κά» — Νίκος Ζαχα­ριά­δης, Τελευ­ταίο γράμ­μα προς την καθο­δή­γη­ση του ΚΚΕ, 28 Ιού­λη 1973.

Διη­γεί­ται η Ρού­λα Κουκούλου:

Ο Νίκος είχε ευρύ­τα­τα ενδια­φέ­ρο­ντα. Είχε πολι­τι­κή τόλ­μη και παλ­λη­κα­ριά πολύ μεγά­λη. Είχε κατα­πλη­κτι­κές πνευ­μα­τι­κές ικα­νό­τη­τες. Τα ‘χασα όταν τον είδα να δου­λεύ­ει, ν’ αφο­μοιώ­νει. Το zaxariadis 5κύριο χαρα­κτη­ρι­στι­κό του ήταν η προ­σή­λω­σή του, η αφο­σί­ω­ση στα ιδα­νι­κά του κομ­μου­νι­σμού και του σοσια­λι­σμού. Η αφο­σί­ω­ση στο Κόμ­μα. Η από­λυ­τη πίστη του στη δύνα­μη του λαού και του Κόμ­μα­τος. Από­λυ­τη. Γι’ αυτό έδει­ξε πάντα του αυτή την αντο­χή. Από δεκα­τεσ­σά­ρων χρο­νών έφυ­γε απ’ το σπί­τι του, ναυ­τερ­γά­της στην Πόλη, ενώ ο πατέ­ρας του μπο­ρού­σε να τον τρέ­φει. Δεκα­ο­χτώ χρο­νών μπή­κε στο Κόμ­μα και σαν ναυ­τερ­γά­της πήγε και στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση κι είδε την αλλα­γή. Μετά στην ΚΟΥΤΒ. Ύστε­ρα ήρθε εδώ, στη νεο­λαία, την ΟΚΝΕ – επι­κε­φα­λής της ΟΚΝΕ Θεσ­σα­λο­νί­κης… Με κατέ­πλησ­σε ο δυνα­μι­σμός του και η απλό­τη­τα του. Ήταν τόσο απλός παρά το δέος που γεν­νού­σε. Σ’ έκα­νε να αισθά­νε­σαι άνε­τα… Μπο­ρού­σες να του μιλάς ανοιχτά.

Τώρα, τα λάθη. Στο τελευ­ταίο του γράμ­μα τ’α­να­γνω­ρί­ζει κι ο ίδιος: «Έκα­να πολ­λά στρα­βά στη ζωή μου, αλλά πάντα αγω­νι­ζό­με­νος». Είχε και αδυ­να­μί­ες προ­σω­πι­κές. Αδί­κη­σε κι αυτός, αλλά πως; Πάντα μαχό­με­νος. Πίστευε ότι έτσι υπη­ρε­τεί το Κόμ­μα. Αυτά που λεν κάποιοι «εγκλή­μα­τα», «ιδιο­τέ­λεια» και λοι­πά δεν είναι έτσι. Όταν πίστευε ότι έπρε­πε να υπε­ρα­σπι­στεί το Κόμ­μα, επι­τί­θο­νταν άγρια. Με τον Παρ­τσα­λί­δη ήταν φίλος. Θυμά­μαι την αγω­νία του ώσπου να ‘ρθει στο βου­νό ο Παρ­τσα­λί­δης. Ύστε­ρα τον πολέ­μη­σε, για­τί είδε τον συμ­βι­βα­σμό. Αλλά και τα λάθη του ακό­μα δεν τα’ κανε μόνος. Ούτε μόνος έκα­νε όλα τα θετι­κά, ούτε μόνος όλα τα αρνη­τι­κά. Η απο­χή από τις εκλο­γές του ’46 ήταν λάθος. Έπρε­πε να δεί­ξου­με στο λαό ότι τα κάνα­με όλα και δεν είχα­με άλλη λύση απ’ το Αντάρ­τι­κο… τον Εμφύ­λιο.… Το «τα όπλα παρά πόδας» επί­σης – αυτό είναι άλλο ένα λάθος. Εγώ ήμουν τότε μαζί του. Δε διαφώνησα… […] 

Ο Γιαν­νού­λης… Άδι­κα εκτε­λέ­στη­κε. Δεν ήταν όμως δική του ιδέα να εκτε­λε­στεί. Ο Μάρ­κος (σ.σ: Βαφειά­δης) το ζήτη­σε… Ήθε­λε να φορ­τώ­σει δικές του ευθύ­νες αλλού ο Μάρκος… […] 

Για το Μαρ­κο; Αν ξέρε­τε όσα ξέρω για το Μάρ­κο. Τον παλιαν­θρω­πι­σμό του. Ο Πασα­λί­δης ήταν καλύ­τε­ρος, ήταν απλά οπορ­του­νι­στής, ναι, αυτό μόνο. Ο Μάρ­κος όμως δεν είχε αρχές. Μπο­ρού­σε να σε πατή­σει… Μιλούν για ερω­τι­κή αντι­πα­λό­τη­τα του Μάρ­κου με το Νίκο, το πάνε για σίριαλ… Εγώ ξέρω πως ο Αβέ­ρωφ στο Φωτιά και Τσε­κού­ρι χαρα­κτη­ρί­ζει το Μάρ­κο «καλό αρχη­γό» κι αυτό εμέ­να μου τα λέει όλα. Ο Αβέ­ρωφ. Όταν τον είδα φωτο­γρα­φία στις εφη­με­ρί­δες το Μάρ­κο πλάι στο στρα­τη­γό Τσα­κα­λώ­το, ο Τσα­κα­λώ­τος ήταν ένας στρα­τη­γός κι ο Μάρ­κος ένα ανθρω­πά­κι. Κι’ απ’ τα γρα­φτά του ακό­μα βγαί­νει η εμπάθεια.

zaxariadis 3

Ήξε­ρα τις αδυ­να­μί­ες του Νίκου. Τις ήξε­ρα. Ήταν από­το­μος, άλλα­ζε δύσκο­λα τη γνώ­μη του, γινό­ταν συχνά επι­θε­τι­κός. Βίαιος και εκρη­κτι­κός για­τί πίστευε πως είχε δίκιο.… Στο τελευ­ταίο του γράμ­μα έγρα­φε: «Έκα­να πολ­λά λάθη. Αδί­κη­σα από πίστη στο Κόμ­μα». Γινό­ταν άδι­κος και σκλη­ρός, ειν’ η αλή­θεια. Το τρα­βού­σε στην άλλη άκρη.

Το 1948 ο Νίκος ήθε­λε συμ­φω­νία με την Αθή­να. Μας στα­μά­τη­σαν οι Αμερικάνοι…

Ήθε­λα να πάω στο Γράμ­μο τον Αύγου­στο του ’49, στη μεγά­λη μάχη. Ο Νίκος είπε: «Να πας, αφού το θέλεις». Όταν γύρι­σα, βρή­κα το Νίκο να μην έχει κοιμηθεί…

Όταν υπο­χω­ρού­σα­με ανα­γκα­στι­κά προς την Αλβα­νία, μας βομ­βάρ­δι­ζαν τ’ αερο­πλά­να… το πυρο­βο­λι­κό… Ο Νίκος έφυ­γε τελευ­ταί­ος απ’ όλους. Τον προ­σπέ­ρα­σαν όλοι. Κι’ όλοι απ’ το Πολι­τι­κό Γρα­φείο ακό­μα. Εκεί­νος έμει­νε και βγή­κε απ’ την Ελλά­δα τελευταίος.

zaxariadis2

Στην προ­σφυ­γιά

Στη Ρου­μα­νία είχα­με ένα διώ­ρο­φο σπί­τι. Εγώ είχα τα λεφτά του σπι­τιού. Ο Νίκος μου είχε πει να μην πάρω το επί­δο­μα της μάνας μωρού – είχε στο μετα­ξύ γεν­νη­θεί ο Σήφης. Μου τελεί­ω­ναν τα λεφτά και του έκα­να τρα­χα­νά. Ο Νίκος δεν έλε­γε τίπο­τε. Ήταν λιτο­δί­αι­τος. Και δεν ντυ­νό­ταν. Είχε μια φανέ­λα κοστού­μι που το είχε πάρει από την Αθή­να στο βου­νό και μετά έξω. Μόνο όταν πήγαι­νε ταξί­δια του ‘λεγα: «Πάρε ένα κοστούμι…». […] 

Του άρε­σαν τα τρα­γού­δια απ’ την Ελλά­δα. «Περ­νούν οι ομορ­φιές», «Γλυ­κά μου μάτια αγα­πη­μέ­να»… Χορεύ­α­με μέσα στο σπί­τι οι δυό μας. Ο Νίκος δεν ήθε­λε να χορεύ­ει δημό­σια… Ακού­γα­με μου­σι­κή… Μιλού­σα­με πολύ για φιλο­λο­γία. Για τον Χικμέτ…

Όταν ήθε­λε να μου φέρει λου­λού­δια, τα ‘βαζε στην τσέ­πη του… Σκε­φτό­μου­να, αλή­θεια, συχνά πόσες γυναί­κες ζουν αυτή την ευτυ­χία… Μου έκα­νε δώρα… Κάπο­τε μου χάρι­σε μια καρ­φί­τσα που έγρα­φε «Λένιν» κι’ εγώ μια φωτο­γρα­φία του Στάλιν…

[…] Έκα­να δου­λειές του σπι­τιού – είχα­με πρό­γραμ­μα. Μου έλε­γε: «Όλη η μέρα είναι αφιε­ρω­μέ­νη στο Κόμ­μα. Μετά οι νύχτες θα είναι δικές μας…».

Ο Νίκος ξεχώ­ρι­ζε δύο, το Νίκο Μπε­λο­γιάν­νη και το Φλω­ρά­κη… Θυμά­μαι μου είπε κάποια στιγ­μή: «Άν ζού­σε σήμε­ρα ο Μπε­τό­βεν, θα έγρα­φε τον Έγκ­μοντ για το Μπελογιάννη».

Ο τελευ­ταί­ος αποχωρισμός

Όταν άρχι­σαν οι απο­στο­λές στην Ελλά­δα, είπα: «Θα πάω κι εγώ». Ήρθα στην Ελλά­δα το 1955… Το ζήτη­σα εγώ και ο Νίκος μου είπε: «Αφού το θέλεις, να πας». Κι’ ακό­μα: «Κοί­τα­ξε να βρεις ένα σπί­τι σίγου­ρο – εσύ ξέρεις».

«Είσαι με τα καλά σου», του λέω, «θα έρθεις στην Ελλά­δα; Αν πια­στείς, τι ζημιά θα κάμεις στο Κόμμα;».

Μου είπε: «Βρες το εσύ κι’ ασ’ το σ’ εμένα…».

Όταν έφευ­γα, ο Νίκος είχε χλο­μιά­σει… Κι εμέ­να ήταν σα να μου κοβό­ταν η καρ­διά μου στα δύο – η μισή έμει­νε στη Ρου­μα­νία και την άλλη μισή την έπαιρ­να μαζί μου…

Έφυ­γα απ’ τη Ρου­μα­νία την επο­μέ­νη της Πρω­το­χρο­νιάς του 1955 – μια μέρα που στά­ζει αίμα η καρ­διά μου όταν τη θυμά­μαι. Το τελευ­ταίο βρά­δυ μεί­να­με μόνοι. Δεν κοι­μη­θή­κα­με όλη τη νύχτα… Στην Ελβε­τία είχα βρει την Ενά­τη του Μπε­τό­βεν και του την είχα φέρει… Έκα­νε σαν παι­δί απ’ τη χαρά του. Εγώ ήθε­λα τη Λίμνη των κύκνων, αλλά δε μπο­ρού­σα να τη βρω σε ρώσ­σι­κη εκτέ­λε­ση, που την προ­τι­μού­σα. Ο Νίκος έστει­λε κρυ­φά στη Βιέν­νη και βρή­κε το δίσκο… Την ακού­σα­με εκεί­νο το βρά­δυ. Ήμα­σταν στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα και ακού­γα­με τη Λίμνη των κύκνων ώσπου ξημέρωσε… […] 

Με απο­χαι­ρέ­τη­σε στη σκά­λα. Κάτω ήταν το αυτο­κί­νη­το. Είχε πάντα στην τσέ­πη του μια χτέ­να απ’ την Ελλά­δα. «Παρ’ την – είναι δική σου… είναι ό,τι πιο δικό μου». Μου την έβα­λε στο χέρι και μου είπε: «Γύρ­να ζωντανή…».

Έφυ­γα αγνώ­ρι­στη. Φορού­σα ένα τελευ­ταίο μοντέ­λο ταγέρ, καφέ και μπεζ, με καπε­λά­κι σπορ. Μοντέ­λο ταξι­διού. Σαν κυρία του δυτι­κού καλού κόσμου. Όλα ασορ­τί. Ασορ­τί παπού­τσια, ασορ­τί τσά­ντα. Ήμουν και ωραία τότε. Στο ταξί­δι μου κόλ­λη­σαν δύο Έλλη­νες – ο ένας αξιω­μα­τι­κός, ο άλλος αρχι­χα­φιέ­δα­ρος απ’ την Αμε­ρι­κή… ΣΙΑ θα ήταν. Μου λεν: «Ελλη­νίς είστε;». Έτσι, «Ελλη­νίς!». Καθα­ρεύ­ου­σα. «Ναι», λέω, «Ελλη­νίς». Χαμο­γε­λού­σαν, χαμο­γε­λού­σαν και μετα­ξύ τους, ήταν σαν να λέγα­νε: «Αυτή είναι εύκο­λη να την πας στο κρε­βά­τι». Που να ήξε­ραν ότι ήμουν η γυναί­κα του Ζαχαριάδη! […] 

Με πιά­σα­νε τον Ιού­λιο του 1955. Η σύλ­λη­ψή μου δημο­σιεύ­θη­κε στην Καθη­με­ρι­νή στις 30 Ιου­λί­ου του 1955.… Σκε­φτεί­τε, πήρα από το Νίκο τη μέρα που με πιά­σα­νε ένα σημεί­ω­μα μικρό: «Σας ζηλεύ­ου­με και σας καμα­ρώ­νου­με». Ήταν για­τί είχα­με κατα­φέ­ρει να μαζέ­ψου­με εβδο­μή­ντα υπο­γρα­φές για την ειρή­νη από σπου­δαί­ες προ­σω­πι­κό­τη­τες, Όταν ήρθαν αυτοί να με πιά­σουν, το ‘βαλα στο στό­μα και το ‘φαγα. Σκε­φτεί­τε, να σε πιά­σουν και την ίδια βρα­διά να φας αυτό το τελευ­ταίο γράμμα…

Εννιά μήνες στην απο­μό­νω­ση στην Ασφά­λεια. Δυό­μι­σι βήμα­τα το κελί… Χιλιά­δες φορές τα πήγα πάνω κάτω… Ούτε να δια­βά­σω τίπο­τα… Εννιά μήνες. Μετά η φυλα­κή μου φάνη­κε απε­λευ­θέ­ρω­ση. Στον ασφα­λί­τη που μου λεγε «Θα πεθά­νεις» έλε­γα «Το Νίκο τον αγαπώ».

Η δεξιά οπορ­του­νι­στι­κή στρο­φή που επι­κρά­τη­σε στο 20ο Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ (Φλε­βά­ρης 1956) και στο διε­θνές κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα είχε άμε­σο αντί­κτυ­πο: Με τις απο­φά­σεις της 6ης Πλα­τιάς Ολο­μέ­λειας (11–12 Μάρ­τη 1956) και της 7ης Πλα­τιάς Ολο­μέ­λειας (18–24 Φλε­βά­ρη 1957) του Κόμ­μα­τος ο Νίκος Ζαχα­ριά­δης καθαι­ρέ­θη­κε και δια­γρά­φτη­κε από μέλος του ΚΚΕ. Πρό­κει­ται για απο­φά­σεις άδι­κες, που συνο­δεύ­τη­καν από ανυ­πό­στα­τες συκο­φα­ντί­ες («αντι­κομ­μα­τι­κό φρα­ξιο­νι­στι­κό αντι­διε­θνι­στι­κό εχθρι­κό στοι­χείο») ενά­ντια στον κομ­μου­νι­στή ηγέ­τη. Τον Ιού­λη του 2011, στο πλαί­σιο της μελέ­της της Ιστο­ρί­ας του Κόμ­μα­τος για την περί­ο­δο 1949–1968, η Πανελ­λα­δι­κή Συν­διά­σκε­ψη του ΚΚΕ ακύ­ρω­σε τις παρα­πά­νω απο­φά­σεις απο­κα­τα­στώ­ντας πλή­ρως το Νίκο Ζαχα­ριά­δη (Δια­βά­στε εδώ την ομι­λία της ΓΓ του ΚΚΕ Αλέ­κας Παπα­ρή­γα στην εκδή­λω­ση της ΚΕ για την απο­κα­τά­στα­ση του Ζαχα­ριά­δη, 2/10/2011).

Για την περί­ο­δο εκεί­νη της καθαί­ρε­σης και δια­γρα­φής του ιστο­ρι­κού ηγέ­τη, καθώς και για όσα ακο­λού­θη­σαν μέχρι το τρα­γι­κό του τέλος στο Σουρ­γκούτ, διη­γεί­ται σχε­τι­κά η Ρού­λα Κουκούλου:

Στη φυλα­κή μου ‘φεραν και διά­βα­σα μια Καθη­με­ρι­νή: «Καθαι­ρέ­θη­κε ο Ζαχα­ριά­δης». Την είχαν αφή­σει επί­τη­δες και με παρα­κο­λου­θού­σαν. Ήμουν στην απο­μό­νω­ση. Μετά το διά­βα­σα και στην Αυγή. Έλε­γα μέσα μου: Να κλεί­σει το κελί να μη με βλέ­πουν. Ύστε­ρα από μισή ώρα με φώνα­ξε η διευθύντρια:

«Τι λέτε γι’ αυτό;».

«Αφού το λέει το Κόμ­μα!» είπα εγώ.

Μετά την καθαί­ρε­ση, μετά την Έκτη Ολο­μέ­λεια δηλα­δή, του έγρα­ψα δύο φορές απ’ τη φυλα­κή… Του έγρα­ψα σαν «φοι­τή­τρια» σε «φοι­τη­τή»: «Ν’ ακούς τους καθη­γη­τές σου. Δεν πει­ρά­ζει που δεν πήγες καλά στις εξε­τά­σεις. Πάντα θα είμαι μαζί σου». Τα πήρε; Ανά­με­σα στην Έκτη Ολο­μέ­λεια και την Έβδο­μη, ανά­με­σα στην καθαί­ρε­ση και τη δια­γρα­φή του δηλα­δή, τα έγρα­ψα. Δεν πήρα ποτέ απά­ντη­ση. Αν δεν τον δια­γρά­φα­νε, θα ήμουν μαζί του πραγ­μα­τι­κά… Μετά που τον διέ­γρα­ψαν κρά­τη­σα από­στα­ση… Δεν πίστε­ψα ότι ήταν εχθρός του Κόμ­μα­τος… Ήταν όμως και τα έξι Κόμ­μα­τα των σοσια­λι­στι­κών χωρών που τον δια­γρά­ψα­νε… (σ.σ: Στην 7η Ολο­μέ­λεια μετεί­χε αντι­προ­σω­πεία διε­θνούς επι­τρο­πής απο­τε­λού­με­νης απο έξι ΚΚ, των ΕΣΣΔ, Ρου­μα­νί­ας, Ουγ­γα­ρί­ας, Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας, Βουλ­γα­ρί­ας και Πολωνίας).

Ήμα­σταν φυλα­κή. Δεν ξέρα­με ακρι­βώς. Σήμε­ρα βλέ­πεις έναν κύκλο μεγά­λο να έχει κλεί­σει: τον κύκλο της αντε­πα­νά­στα­σης. Τώρα βλέ­που­με. Κατα­λα­βαί­νου­με πια. Τους πονού­σε ο Ζαχα­ριά­δης και τον αμαύ­ρω­σαν εντε­λώς. Τον χτύ­πη­σαν περισ­σό­τε­ρο. Ήταν μες στο Κόμ­μα και στο λαό ριζω­μέ­νος. Που ήξε­ρα εγώ μές στη φυλα­κή τί ήταν ο Χρου­στσώφ; Που να φαντα­στώ τι είχε γίνει με το Χρου­στσώφ; Μόνο όταν έμα­θα τι έγι­νε στο Όγδοο Συνέ­δριο και ποιοί βγή­καν Πολι­τι­κό Γρα­φείο… Ήξε­ρα πολύ καλά την παλιαν­θρω­πιά του Βαφειά­δη, ήξε­ρα τον συμ­βι­βα­σμό και τον κλο­νι­σμό του Παρ­τσα­λί­δη που δεν άντε­χε… Με το Χρου­στσώφ δού­λευε ο οπορ­του­νι­σμός στην Ελλά­δα και την Τασκένδη…

Κατη­γό­ρη­σαν το Νίκο για τη στά­ση του προς τον Τίτο. Ότι το «πισώ­πλα­το χτύ­πη­μα» ήταν «απο­κύ­η­μα της φαντα­σί­ας» του Ζαχα­ριά­δη. Δεν είναι έτσι. Ο Τίτο δε μας έκλει­σε τα σύνο­ρα την ώρα που είχα­με τραυ­μα­τί­ες στα φορεία και πέθαι­ναν; Δε μας πίε­ζαν οι τιτοϊ­κοί για «δηλώ­σεις μετα­νοί­ας»; Όσο για τη φρά­ση «ανώ­μα­λο καθε­στώς του Ζαχα­ριά­δη», ο Χρου­στσώφ την επέβαλε.

Τώρα ξέρου­με. Διέ­λυ­σαν τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Χει­ρο­κρό­τη­μα μετά και στον Γκορ­μπα­τσώφ; Γελα­στή­κα­με και εμείς… Τώρα σαρώ­νουν πιά τα πάντα. Δια­λύ­θη­καν πολ­λά Κόμ­μα­τα από μέσα… Κι εμάς; Μας κατη­γο­ρούν ακό­μα δογ­μα­τι­κούς. Σ’ το λέω: μεγα­λύ­τε­ρος δογ­μα­τι­σμός δεν υπάρ­χει απ’ το να πιστεύ­εις ότι οι κοι­νω­νί­ες θα μεί­νουν για πάντα στον καπι­τα­λι­σμό. Θα ‘ρθει ο σοσια­λι­σμός και θα ‘ρθει καλύ­τε­ρος, για­τί τώρα ξέρου­με τα λάθη. Η ζωή δικαιώ­νει. Θέλει μόνο μυα­λό και ανοι­χτά μάτια.

Δε μετά­νιω­σα που τον απο­κή­ρυ­ξα… Το ίδιο θα έκα­νε κι ο Νίκος αν μάθαι­νε ότι με δια­γρά­ψα­νε… Τον λάτρευα, αλλά πριν από τη λατρεία ήταν το Κόμ­μα… Καλύ­τε­ρα να πεθά­νεις παρά να δια­γρα­φείς. Τα πρώ­τα χρό­νια τον έβλε­πα κάθε βρά­δυ στον ύπνο μου. Όμορ­φο και λαμπε­ρό. «Φοβά­μαι μη σε χάσω», του έλε­γα και ξυπνού­σα. Ύστε­ρα έπα­ψα να τον βλέ­πω. Όταν έμα­θα ότι πήγε στην πρε­σβεία (σ.σ: ελλη­νι­κή) και ζήτη­σε να γυρί­σει στην Ελλά­δα, σκέ­φτη­κα: Είναι προ­δό­της. Τώρα το βλέ­πω αλλιώς…

[…] Μετά τη δια­γρα­φή έπα­ψα να του γρά­φω. Κι αυτός το ίδιο θα ‘κανε. Μου ‘στελ­νε το παι­δί, φωτο­γρα­φί­ες… Μου τα κρα­τού­σε η Ασφά­λεια όμως όλα. Κάπο­τε μ’ ενέρ­γειες του Ερυ­θρού Σταυ­ρού μου ‘ρθε ενά­μι­ση χρό­νο μετά ένα πακέ­το γράμ­μα­τα του παι­διού, γραμ­μέ­να όμως από το χέρι του Νίκου. Το παι­δί δε μπο­ρού­σε να γρά­ψει, σχε­δί­α­ζε μόνο. Τα φύλα­γα. Όλα αυτά μου τα πήραν επί χού­ντας… Μου έγρα­φε «κάνα­με αυτό, εκεί­νο, παί­ξα­με»… Του είχα στεί­λει κι εγώ ένα που­λό­βερ απ’ τη φυλα­κή, ήταν μεγά­λο για μένα. Μετά στο Σουρ­γκούτ, στην κηδεία, το είδα… Το φορού­σε ακό­μα, κου­ρε­λια­σμέ­νο… Κι ένα κασκόλ…

Ο τρα­γι­κός επίλογος

Εγώ βγή­κα απ’ τη φυλα­κή, χρό­νια αφό­ρου ο Νίκος ήταν απο­μο­νω­μέ­νος στο Σορ­γκούτ, στις 13 του Οχτώ­βρη του 1973. Όταν ο Χαρί­λα­ος ανέ­λα­βε γραμ­μα­τέ­ας, πήγε σε συνά­ντη­ση με το ΚΚΣΕ. Ήταν ο Σου­σλώφ, ο Πανο­μα­ριώφ, ο Ζαμιά­τιν… Βάζει και το ζήτη­μα του Ζαχα­ριά­δη. «Είναι ένα πρό­βλη­μα μεγά­λο για το Κόμ­μα», τους είπε. «Θα δω όλα τα στε­λέ­χη του Κόμ­μα­τος που δια­γρά­φτη­καν – και το Ζαχα­ριά­δη». Του είπαν: «Όχι το Ζαχα­ριά­δη. Δε νομί­ζου­με πως είναι σωστό να πάει ο γραμ­μα­τέ­ας». Αυτό τον επη­ρέ­α­σε το Χαρί­λαο. Οι Ρώσ­σοι άφη­ναν το Νίκο να πάει όπου θέλει, εκτός από Μόσχα, Λένιν­γκραντ και Τασκένδη.

Ήμουν στην ΚΕ από το ’52 και μέλος του ΠΓ απ’ το ’73, από το Ένα­το Συνέ­δριο. Εγώ με το Ένα­το Συνέ­δριο ανέ­λα­βα τη Δια­φώ­τι­ση απ’ την Ουγ­γα­ρία. Οι Ρου­μά­νοι δε μας ήθε­λαν. Ο Χαρί­λα­ος μου είπε το ’73: «Πρέ­πει να φέρου­με το Νίκο απ’ το Σορ­γκούτ. Θα μας βοη­θή­σει πολύ στη Δια­φώ­τι­ση». Βέβαια για το Νίκο θα ήταν δύσκο­λο να ξανα­γυ­ρί­σει πίσω στις βαθ­μί­δες του Κόμματος…

Ήμα­σταν από την Ελλά­δα λίγοι. Δεν ήθε­λα να πάω μόνη μου στο Νίκο. Μου πέρα­σε η ιδέα, αλλά είπα: πρώ­το το Κόμ­μα κι ύστε­ρα εγώ. Μάθαι­να για τις απερ­γί­ες πεί­νας. Ξανα­λέω όμως: ποτέ δεν πιστέ­ψα­με πως ήταν εχθρός του Κόμ­μα­τος. Κανέ­νας μας. Ο Χαρί­λα­ος έστει­λε το Λου­λέ. Ο Νίκος ήθε­λε όμως να γυρί­σει στην Ελλά­δα – κι ας ήταν δικτα­το­ρία. Το Όγδοο Συνέ­δριο είχε πάρει μιά από­φα­ση να ερευ­νη­θεί αν ήταν χαφιές. Δεν βρή­καν βέβαια τίποτε…

Εγώ περί­με­να να τον φέρει ο Λου­λές. Είχε πάει να τον δει το ’73. Εκεί­νο που με τρώ­ει είναι για­τί δεν πίστε­ψα ότι θ’ αυτο­κτο­νή­σει. Να πάω στο Σορ­γκούτ να τον δω… […] 

Έλε­γα πως θα ξεδια­λύ­νει πρώ­τα με το Κόμ­μα και θα πήγαι­να και εγώ μετά. Είχα­με κάποια καλά μηνύ­μα­τα. Έβλε­πε ο Νίκος πως έγι­νε κάποια αλλα­γή στο Κόμ­μα. Είπε στο Σήφη ότι ήταν θετι­κό αυτό με τον και­νούρ­γιο γραμ­μα­τέα, το Χαρί­λαο. Να ζητού­σα­με απ’ το Νίκο να ‘ρθει στην Ουγ­γα­ρία. Τότε θ’ άνοι­γε κι ο δρό­μος της απο­κα­τά­στα­σης του. Θα βοη­θού­σε και στη Δια­φώ­τι­ση… Ξέρω, θα πικραί­νο­νταν. Ήταν μια λύση όμως σωστή. Τότε δεν πίστε­ψα. Δεκα­ε­φτά χρό­νια είχα να τον δω. Και πως να κανο­νί­σου­με εμείς να πάει στην Ελλά­δα; Αν ερχό­ταν στο Κόμ­μα μαζί μας, θα πήγαι­να κι εγώ να ζήσω μαζί του…

Δεν πίστε­ψα… Ήξε­ρα και τις προη­γού­με­νες απερ­γεί­ες πεί­νας… Κι αυτό, λέω, εκβια­σμός θα είναι. Μου έλε­γε κι ο Σεμεν­κώφ, του Τμή­μα­τος Εξω­τε­ρι­κής Πολι­τι­κής του ΚΚΣΕ, πως ένας που θέλει ν’ αυτο­κτο­νή­σει δεν ορί­ζει την ημέ­ρα από πριν… Ήταν και που δεν ταί­ρια­ζε σε κομ­μου­νι­στή ν’αυ­το­κτο­νή­σει… Δεν είχα δια­βά­σει και το γράμ­μα. Το γράμ­μα αφή­νει μιά ατμό­σφαι­ρα σύν­θλι­ψης και θανά­του. Τρα­γι­κά όλα…

Τίπο­τε μέσα μου από τότε δεν ξεπερ­νιέ­ται. Ξέρω την πίκρα του. Πόσο του κόστι­σαν όλα… τι ήμου­να εγώ γι’ αυτόν…

Ο Λου­λές του είπε: «Εσύ μας ατσά­λω­σες. Εσύ τώρα θα το κάνεις αυτό; Ν’ αυτο­κτο­νή­σεις; Άσε την ελευ­θε­ρία δια­κί­νη­σης, έλα να δεις το Χαρί­λαο – τον αγα­πού­σες σαν το Μπε­λο­γιάν­νη». Κι ο Λου­λές μας το είπε ξεκά­θα­ρα όταν γύρι­σε: «Ο Ζαχα­ριά­δης δε θ’ αυτο­κτο­νή­σει». Για λίγες μέρες χάθη­κε η ζωή του…

«1 Αβγού­στου 1973 — ώρα Αθή­νας 00.01 ‘.

Βγαί­νει ότι ο Λου­λές τόχα­σε το στοίχημα».

Διη­γεί­ται σχε­τι­κά με την τελευ­ταία πρά­ξη του δρά­μα­τος η Ρού­λα Κουκούλου:

Ήμουν ακό­μα στη Βουλ­γα­ρία. Με παίρ­νει τηλέ­φω­νο ο Χαρί­λα­ος: «Ο Νίκος αρρώ­στη­σε βαριά». Του λέω: «Πές μου την αλή­θεια». Μου το ‘πε. Πάω πάνω, λέω στον Κύρο και το Σήφη «τό και τό». Ο Σήφης τότε μου έδω­σε το γράμ­μα. Στο δωμά­τιο κοντά στη θάλασ­σα. Μου το δίνει, το δια­βά­ζω, ήταν το ίδιο που έστει­λε και στην Κεντρι­κή Επι­τρο­πή. Λίγο πιο περι­λη­πτι­κό. Σε δέκα λεπτά φύγα­με. Φτά­νου­με Μόσχα. Έδω­σα το γράμ­μα στους Σοβιε­τι­κούς. Μετά πήγα­με στο Σορ­γκούτ… για την κηδεία.

Δεν ήταν μόνο ένας φυσι­κός θάνα­τος. Ήταν ο πολι­τι­κός θάνα­τος του τόσα χρό­νια. Εκεί στο Σορ­γκούτ, μόνος κι εξό­ρι­στος… Με τόση λάσπη να του ‘χουν ρίξει. Μετά η αυτοκτονία. […] 

Το Σορ­γκούτ… Έντε­κα χρό­νια εκεί… Δεν φαντα­ζό­μου­να… Ένα σπί­τι απο­μο­νω­μέ­νο, ήσαν φύλα­κες βαλ­μέ­νοι γύρω γύρω. Εκα­τό φορές να τον είχαν σε φυλα­κή, σε στρα­τό­πε­δο. Αυτή η απο­μό­νω­ση ήταν φοβε­ρό πράγμα…

Πόσο πολύ αγα­πού­σε την πατρί­δα του… Θα σας πω κάτι συγκι­νη­τι­κό. Φεύ­γο­ντας είχε πάρει ένα σακου­λά­κι χώμα, χώμα ελλη­νι­κό, και τ’ά­φη­σε στο παι­δί, το Σήφη. Του είχε πει: «Άμα πεθά­νω, να μου το βάλεις». Και του το βάλα­με. Για σκε­φτεί­τε. Έτσι, ύστε­ρα από τόσα χρό­νια, έτσι ανταμώσαμε… […] 

Αχ, για­τί να μην ήμουν την 1η Αυγού­στου εκεί… να πάρω το παι­δί και να πάω… Είπε στο Λου­λέ ο Νίκος: «Γέμι­σα πίκρα. Δε μπο­ρώ άλλο».

Είναι μια πλη­γή μου το πως πέθα­νε ο Νίκος. Το ότι δεν πίστε­ψα πως θ’ αυτο­κτο­νού­σε και δεν πήγα είναι μια ανοι­χτή μου πλη­γή… Μετά τη δια­γρα­φή του δεν του έγρα­ψα εγώ – δε μου έγρα­ψε κι εκεί­νος. Αλλά ξέρω πόσο μ’α­γα­πού­σε. Είχε τη φωτο­γρα­φία μου στο σπί­τι του στο Σορ­γκούτ… Πονάω τώρα που τον σκέ­φτο­μαι τις νύχτες… Αυτό που καί­ει είναι ότι δεν πρό­λα­βα, ότι δεν πίστε­ψα πως θ’αυ­το­κτο­νή­σει. Ας πήγαι­να κι ας μην άλλα­ζε τίπο­τε. Να δει ότι πήγα. Να μη φύγει τόσο πικραμένος…

Αντί επι­λό­γου.

Αντί επι­λό­γου γι αυτό το αφιέ­ρω­μα στον ιστο­ρι­κό ηγέ­τη του ΚΚΕ, παρα­θέ­του­με τα λόγια του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σ.Δημήτρη Κου­τσού­μπα στο πολι­τι­κό μνη­μό­συ­νο για την συμπλή­ρω­ση 40 χρό­νων απ’ το θάνα­το του Νίκου Ζαχα­ριά­δη (Αύγου­στος 2013):

«Το τρα­γι­κό τέλος του πριν 40 χρό­νια ακρι­βώς σαν σήμε­ρα κάνει ακό­μα πιο επι­τα­κτι­κή την ανά­γκη για βαθύ­τε­ρη μελέ­τη και γνώ­ση της ιστο­ρι­κής πεί­ρας, της εξα­γω­γής χρή­σι­μων συμπε­ρα­σμά­των για το παρόν και το μέλλον.

Το ΚΚΕ είχε την επα­να­στα­τι­κή τόλ­μη να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την πανελ­λα­δι­κή συν­διά­σκε­ψή του πριν δύο χρό­νια στις δια­δι­κα­σί­ες της οποί­ας, στις συζη­τή­σεις, συμ­με­τεί­χαν όλα τα μέλη του κόμ­μα­τος, όλα τα μέλη της ΚΝΕ σε όλη τη χώρα. Οι απο­φά­σεις της απο­τυ­πώ­θη­καν στον δεύ­τε­ρο τόμο του Δοκι­μί­ου Ιστο­ρί­ας (1949 – 1968) που απο­τε­λεί πραγ­μα­τι­κό εργα­λείο γνώ­σης, βαθύ­τε­ρης μελέ­της για όλους τους αγω­νι­στές που πρέ­πει να το προ­μη­θευ­τούν, ιδιαί­τε­ρα για τη νέα γενιά.

zaxariadis 1

Το ΚΚΕ με την από­φα­ση αυτή απο­κα­τέ­στη­σε στη θέση του Γενι­κού Γραμ­μα­τέα της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής τον ήρωα Νίκο Ζαχα­ριά­δη. Τιμά­με, θα θυμό­μα­στε, εμπνε­ό­μα­στε από τους αλύ­γι­στους της ταξι­κής πάλης».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο