Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Καρβούνης, «Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά…»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Νίκος Καρβούνης (1880-1947) Πηγή φωτογραφίας: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας

Νίκος Καρ­βού­νης (1880–1947)
Πηγή φωτο­γρα­φί­ας: Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστορίας

Στις 17 Φλε­βά­ρη του 1947, έφυ­γε από τη ζωή ο Νίκος Καρ­βού­νης, στο­χα­στής, φιλό­σο­φος, αγω­νι­στής δημο­σιο­γρά­φος και ποι­η­τής· ο βάρ­δος της Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Δικοί του οι στί­χοι του αντάρ­τι­κου ύμνου «Στ’ άρμα­τα, στ’ άρμα­τα» (Βρο­ντά­ει ο Όλυ­μπος) που τρα­γου­δή­θη­κε απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλά­δας από χιλιά­δες αγω­νι­στές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ.

Γεν­νή­θη­κε το 1880 στην Ιθά­κη. Έζη­σε με την οικο­γέ­νειά του μέχρι τα 18 του χρό­νια στη Ρου­μα­νία και επι­στρέ­φο­ντας στην Ελλά­δα άρχι­σε να εργά­ζε­ται ως υπάλ­λη­λος σε εφο­πλι­στι­κό γρα­φείο. Εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στα γράμ­μα­τα με ποί­η­μά του από τις σελί­δες του περιο­δι­κού «Διά­πλα­σις των Παί­δων» και παίρ­νει το πρώ­το βρα­βείο. Στη συνέ­χεια οι περι­στά­σεις τον οδη­γούν να εγκα­τα­λεί­ψει το γρα­φείο και να ασχο­λη­θεί με τη δημο­σιο­γρα­φία, όπου κάνει την εμφά­νι­σή του ο δια­νο­ού­με­νος Καρ­βού­νης και ξεδι­πλώ­νε­ται το ταλέ­ντο του στο γρα­πτό λόγο, ενώ ξεχω­ρί­ζει και για το μετα­φρα­στι­κό έργο του (μετέ­φρα­σε για πρώ­τη φορά στην Ελλά­δα έργα των Γουί­τμαν, Σέλεϊ, Πόε, Μαγιακόφσκι).

«Πόσες φορές δεν κατη­γο­ρή­θη­κε αυτό το επάγ­γελ­μα — ας το πού­με αμέ­σως και ειλι­κρι­νά, όχι πάντο­τε άδι­κα. Είναι πολ­λοί που θεω­ρούν τη δημο­σιο­γρα­φία σαν ένα απλό “πρα­τή­ριο” ειδή­σε­ων. Είναι μια λαθε­μέ­νη, αλλά και πολύ φτη­νή αντί­λη­ψη. (…) Οι ειδή­σεις γεν­νά­νε τα σχό­λια. Και τα σχό­λια είναι λογι­σμός, σκέ­ψη. Είναι του ανθρώ­πι­νου μυα­λού η εισφο­ρά στη μετου­σί­ω­ση της είδη­σης, στο πλά­σι­μο της Ιστορίας».
Νίκος Καρβούνης

Ο Νίκος Καρβούνης (αριστερά) στο βουνό, μαζί με τον λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή

Ο Νίκος Καρ­βού­νης (αρι­στε­ρά) στο βου­νό, μαζί με τον λογο­τέ­χνη Δημή­τρη Χατζή

Εργά­στη­κε στο περιο­δι­κό Σκριπ ως συντά­κτης και στη συνέ­χεια σε έντυ­πα όπως η Εστία, η Πολι­τεία και η Πρω­ία. Πήρε μέρος στους Βαλ­κα­νι­κούς πολέ­μους (1912) και κατέ­γρα­ψε τις εμπει­ρί­ες του σε βιβλίο. Το 1907 με τους Κ. Βάρ­να­λη, Γ. και Φ. Πολί­τη, Ν. Λαπα­θιώ­τη, Ρ. Φιλύ­ρα κ.ά. εκδί­δουν το περιο­δι­κό «Ηγη­σώ». Μετά τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή, όπου ήταν εθε­λο­ντής αντα­πο­κρι­τής, ασπά­στη­κε τον Μαρ­ξι­σμό. Μετά το 1930 συμ­με­τεί­χε σε πολ­λές αντι­φα­σι­στι­κές επι­τρο­πές και τον Απρί­λη του 1934 διώ­κε­ται και δικά­ζε­ται για τον πρό­λο­γο που έγρα­ψε στην «Καστα­νή Βίβλο» (βιβλίο που ο ίδιος μετέ­φρα­σε) που απο­κά­λυ­πτε το σκη­νο­θε­τη­μέ­νο από τους χιτλε­ρι­κούς εμπρη­σμό του Ράιχσταγκ.

Η δικτα­το­ρία της 4ης Αυγού­στου του 1936 τον βρί­σκει να γρά­φει στο Ριζο­σπά­στη με το ψευ­δώ­νυ­μο «Κ. Μαυ­ρο­θα­λασ­σί­της». Συλ­λαμ­βά­νε­ται και εξο­ρί­ζε­ται στη Γαύ­δο. Κατά τη διάρ­κεια του ελλη­νοϊ­τα­λι­κού πολέ­μου διώ­κε­ται από την Ασφά­λεια μαζί με άλλους δια­νο­ού­με­νους, όπως ο Γλη­νός, ο Βάρ­να­λης, ο Κορ­δά­τος κ.ά. Στη γερ­μα­νι­κή κατο­χή φυλα­κί­ζε­ται στο στρα­τό­πε­δο της Λάρι­σας και αμέ­σως μετά την απο­φυ­λά­κι­σή του εντάσ­σε­ται στο ΕΑΜ και ανε­βαί­νει στο βου­νό. Εκεί ανα­λαμ­βά­νει το Γρα­φείο Τύπου της ΠΕΕΑ και το πρώ­το ελεύ­θε­ρο πρα­κτο­ρείο ειδή­σε­ων. Η προ­σφο­ρά του στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση ήταν ιδιαί­τε­ρα σημα­ντι­κή. Ασκη­τι­κός τύπος, αγα­πού­σε την ορει­βα­σία και περ­πά­τη­σε σε πολ­λά ελλη­νι­κά βου­νά. Οι συνά­δελ­φοί του στην εφη­με­ρί­δα τον απο­κα­λού­σαν «δάσκα­λο». Το ίδιο και οι φίλοι του που τακτι­κά τον ακο­λου­θού­σαν για ορει­βα­σία στην Πάρνηθα.

«Ο αγώ­νας είναι η δημιουρ­γι­κή αυτο­βε­βαί­ω­ση της ζωής. Σε στιγ­μές μεγά­λων αγώ­νων ο αλη­θι­νός καλ­λι­τέ­χνης — και προ­πά­ντων του λόγου ο τεχνί­της — δεν μπο­ρεί παρά να είναι κι αυτός αγω­νι­στής. Κάτι παρα­πά­νω, πρω­τα­γω­νι­στής. Είναι ανά­ξιος της Τέχνης λει­τουρ­γός όποιος σε τέτοιες στιγ­μές απο­μο­νώ­νε­ται από τους ομα­δι­κούς αγώνες».
Νίκος Καρβούνης

Ο «δάσκαλος» Ν. Καρβούνης (όρθιος δεξιά) στις κορφές της Πάρνηθας

Ο «δάσκα­λος» Ν. Καρ­βού­νης (όρθιος δεξιά) στις κορ­φές της Πάρνηθας

«Μόνον ο Ν. Καρ­βού­νης μπο­ρού­σε να δώσει αυτόν τον επι­κό ύμνο, με το μονα­δι­κό εκεί­νο συνταί­ρια­σμα των βου­νών. Κι αυτό, για­τί ο ποι­η­τής του παιά­να «Βρο­ντά­ει ο Ολυ­μπος» είχε μια βαθιά γνω­ρι­μιά με τη βου­νί­σια Ελλά­δα. Την είχε ζήσει, αλλά και την είχε δώσει στα γρα­φτά του, στις επι­φυλ­λί­δες και τα τρα­γού­δια του. Είχε αμέ­τρη­τες φορές ακού­σει τον Ολυ­μπο να βρο­ντά­ει. Είχε δει την Γκιώ­να να αστρά­φτει… Και τ’ Αγρα­φα να μου­γκρί­ζουν», θα γρά­ψει στο Ριζο­σπά­στη ο Νίκος Καραντηνός.

Το έργο του εξα­κο­λου­θεί να φωτί­ζει τη σκέ­ψη και να δονεί τις καρ­διές όσων εμπνέ­ο­νται και αγω­νί­ζο­νται για να γίνουν πρά­ξη τα παναν­θρώ­πι­να ιδα­νι­κά της απε­λευ­θέ­ρω­σης του ανθρώ­που από τις αλυ­σί­δες της εκμε­τάλ­λευ­σης, της ειρή­νης και του σοσια­λι­σμού. Ιδα­νι­κά στα οποία ο κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης Νίκος Καρ­βού­νης αφο­σιώ­θη­κε μέχρι το τέλος της ζωής του.

«Ο ηρω­ι­σμός δεν είναι άλλο τίπο­τα παρά η σωστή αντί­λη­ψη της ανα­λο­γί­ας του ατό­μου προς το σύνο­λο. Μια σωστή κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία. Οταν το άτο­μο κατα­λά­βει ότι απο­τε­λεί ένα κύτ­τα­ρο του συνό­λου, δηλα­δή της ανθρω­πό­τη­τας, πεθαί­νει γι’ αυτήν χωρίς να υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, όπως δεν υπε­ρη­φα­νεύ­ο­νται τα κύτ­τα­ρα του ανθρώ­πι­νου οργα­νι­σμού, που κατα­στρέ­φο­νται για να ανα­νε­ω­θεί το σύνολο».
Νίκος Καρβούνης

Μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο και παρα­θέ­του­με τον απο­χαι­ρε­τι­σμό του Από­στο­λου Σπή­λιου, στο Νίκο Καρ­βού­νη,  από τη στή­λη «Σφυ­ριές», που δημο­σιεύ­τη­κε στον Ριζο­σπά­στη στις 19 Φλε­βά­ρη του 1947, δυο μέρες μετά το θάνα­τό του.

Δημοσιογράφοι στην Ελεύθερη Ελλάδα. Από αριστερά: Ν. Καρβούνης, Β. Γεωργίου, Κ. Βιδάλης, Σ. Γρηγοριάδης, Δ. Χατζής. Όρθιος, ο Θ. Χατζής

Δημο­σιο­γρά­φοι στην Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα. Από αρι­στε­ρά: Ν. Καρ­βού­νης, Β. Γεωρ­γί­ου, Κ. Βιδά­λης, Σ. Γρη­γο­ριά­δης, Δ. Χατζής. Όρθιος, ο Θ. Χατζής

“ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ

«…Σ’ αντί­θε­ση με τον αγω­νι­ζό­με­νο Χρι­στια­νό που την περι­μέ­νει προ­σω­πι­κή στον «άλλον κόσμο», η αντα­μοι­βή για τον κομ­μου­νι­στή είναι υπό­θε­ση του ανθρώ­πι­νου είδους και όχι του ατό­μου. Η πίστη στην πρό­ο­δο, στη συνε­χή και αδιά­κο­πη πρό­ο­δο του ανθρώ­που, στο ανέ­βα­σμα της ανθρω­πό­τη­τας προς έναν ήλιο που ο ίδιος προ­σω­πι­κά δε θα δει, αλλά που ο ίδιος θάχει προ­ε­τοι­μά­σει, στα σκο­τει­νά, την ανα­το­λή του ― να τι εμψυ­χώ­νει και τι κρα­τά­ει τον κομ­μου­νι­στή, να το ιδα­νι­κό του κομμουνιστή».
(Αρα­γκόν: «Ο κομ­μου­νι­στής άνθρωπος»).

…Μέσα στα χρό­νια της πρώ­της σκλα­βιάς, από στό­μα σε στό­μα, πολι­τεία σε πολι­τεία, ράχη σε ράχη, ένα τρα­γού­δι αρρε­νω­πό γεμά­το λεβε­ντιά, δύνα­μη κι ανά­τα­ση, δονού­σε κι ανα­φλό­γι­ζε όλη την Πατρί­δα. Το ’χαν «ζωστεί» σαν άλλο, πρό­σθε­το, φλο­γε­ρό φυσε­κλί­κι οι αμέ­τρη­τες φάλαγ­γες του Αγω­νι­ζό­με­νου Έθνους και πολέ­μα­γαν μ’ αυτό στο στό­μα. Ήταν το τρα­γού­δι του· το πιο λογο­τε­χνι­κό τρα­γού­δι της Ελλη­νι­κής Αντίστασης:

Βρο­ντά­ει ο Όλυ­μπος ― αστράφτ’ η Γκιώνα
μου­γκρί­ζουν τ΄ Άγρα­φα ― σειέ­ται η στεριά
στ’ άρμα­τα, στ’ άρμα­τα ― Εμπρός στον Αγώνα
για τη χιλιά­κρι­βη τη λευτεριά…

Τη χιλιά­κρι­βη τη λευ­τε­ριά!.. Γι’ αυτήν αγω­νί­στη­κε σ’ όλη τη ζωή του ο Νίκος Καρ­βού­νης, ο σεβα­στός Σύντρο­φος που χάσα­με. Γι’ αυτήν ανα­λώ­θη­κε, γι’ αυτήν σκόρ­πι­σε, αφει­δώ­λευ­τα, ακού­ρα­στα, κάθε μέρα του, κάθε σκέ­ψη του, κάθε πρά­ξη του ― απ’ την αυγή της ζωής του όταν πολε­μού­σε μαζί με το Μαβί­λη στο Τάγ­μα Γαρι­βαλ­δι­νών στην Ήπει­ρο, ως προ­χθές το από­σπε­ρο που ’γει­ρε κι έσβη­σε , εκεί στο κρε­βά­τι του Νοσο­κο­μεί­ου σαν τον «καλό σπο­ρέα» με τη συναί­σθη­ση ότι έκα­νε ολό­κλη­ρο το καθή­κον του· και δεν υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρη ανθρώ­πι­νη ευτυ­χία απ’ αυτή.

«Για τη χιλιά­κρι­βη τη λευτεριά…»

Ν. Καρβούνης (Σκίτσο του Αντώνη Πρωτοπάτση)

Ν. Καρ­βού­νης (Σκί­τσο του Αντώ­νη Πρωτοπάτση)

Τι πόνο κι αγά­πη για τον άνθρω­πο, για τους ανθρώ­πους, πόση λαχτά­ρα και πίστη έβα­λε μέσα σε τού­το το επί­θε­το ο Καρ­βού­νης: Χιλιά­κρι­βη! Δεν υπάρ­χει τίπο­τα πιο ακρι­βό­τε­ρο, πιο άξιο, να ζήσει, να παλέ­ψει και να πεθά­νει κανείς γι’ αυτό ― απ’ τη λευ­τε­ριά: Δηλα­δή την αξιο­πρέ­πεια των ανθρώ­πων. Για να γίνει κάπο­τε ο άνθρω­πος Άνθρω­πος για τους ομοί­ους του κι όχι λύκος… Γι’ αυτό το ιδα­νι­κό έζη­σε και πέθα­νε ο Καρ­βού­νης. Η πίστη του και η συνέ­πειά του προς αυτό γεμί­ζει, απ’ τη μια ως την άλλη άκρη τη ζωή του ― την καθα­ρή τη διά­φα­νη σαν κρυ­στάλ­λι­νη βου­νί­σια πηγή. Σ’ αυτήν την πηγή έσκυ­ψαν κι ήπιαν και ξεδί­ψα­σαν πολ­λές γενιές Ελλή­νων. Κι ιδί­ως οι νέοι της τελευ­ταί­ας δρα­μα­τι­κής και αγω­νι­στι­κής δεκα­πε­ντα­ε­τί­ας του χρω­στά­νε πολ­λά. Πάρα πολλά.

Σκύ­βου­με κι ασπα­ζό­μα­στε την ασκη­τι­κή, τη φαγω­μέ­νη απ’ τη «μέσα φλό­γα» μορ­φή σου Σύντρο­φε Καρ­βού­νη. Με το τρα­γού­δι σου πάλι στο στό­μα ο Ελλη­νι­κός Λαός συνε­χί­ζει την πορεία: «Βρο­ντά­ει ο Όλυ­μπος ― αστράφτ’ η Γκιώ­να ― μου­γκρί­ζουν τ΄ Άγρα­φα ― σειέ­ται η στε­ριά…» Όλ’ η Πατρί­δα σειέ­ται Μπάρ­μπα – Νίκο. Και θα σειέ­ται ως την ώρα που λαχτά­ρι­σε η ψυχή σου και δεν την είδε. Αλλά αυτό, για έναν κομ­μου­νι­στή, δεν έχει σημασία…”

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο