Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ντοκουμέντο: Όταν η λογοκρισία διέγραφε τους στίχους του Διον. Σολωμού!

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Το ποί­η­μα που καθιέ­ρω­σε τον Διο­νύ­σιο Σολω­μό (8 Απρί­λη 1798 — 9 Φλε­βά­ρη 1857) ως εθνι­κό ποι­η­τή είναι ο «Ύμνος εις την Ελευ­θε­ρί­αν», οι δύο πρώ­τες στρο­φές του οποί­ου έγι­ναν και ο εθνι­κός ύμνος των Ελλήνων.

Ελευ­θε­ρία. Μια λέξη που πάντα προ­κα­λού­σε «αλλερ­γία» σ’ αυτούς που στο όνο­μα του «εθνι­κού συμ­φέ­ρο­ντος» κατα­πα­τού­σαν και κατα­πα­τούν τα δικαιώ­μα­τα και τις ελευ­θε­ρί­ες του λαού και δεν διστά­ζουν να κατα­λύ­σουν και την ίδια τη δημο­κρα­τία ακό­μα (αυτή που κατά τα άλλα επι­κα­λού­νται και… υπε­ρα­σπί­ζο­νται) προ­κει­μέ­νου να μη θιγούν τα ―και αυτά ταυ­τι­σμέ­να με το εθνι­κό― συμ­φέ­ρο­ντά τους… Οι φυλα­κές και τα ξερο­νή­σια της ελλη­νι­κής επι­κρά­τειας ήταν γεμά­τα για δεκα­ε­τί­ες τον 20ο αιώ­να από «εχθρούς της πατρί­δος» και ανά­με­σά τους προ­ε­ξάρ­χου­σα θέση ―ως πιο «επι­κίν­δυ­νοι»― κατεί­χαν οι κομμουνιστές.

Στις φυλα­κές και τους τόπους εξο­ρί­ας ο πόθος για τη λευ­τε­ριά έβρι­σκε διε­ξό­δους και στην καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση. Πολι­τι­στι­κές-καλ­λι­τε­χνι­κές ομά­δες συγκρο­τού­νταν σχε­δόν παντού και δεν ήταν λίγες οι περι­πτώ­σεις όπου ένας κατα­ξιω­μέ­νος καλ­λι­τέ­χνης, φυλα­κι­σμέ­νος ή εξό­ρι­στος και ο ίδιος, ανα­λάμ­βα­νε να «ξυπνή­σει» τις καλ­λι­τε­χνι­κές ανη­συ­χί­ες και δεξιό­τη­τες που έκρυ­βαν σύντρο­φοί του (και που συχνά δεν τις γνώ­ρι­ζαν ούτε οι ίδιοι) και να οργα­νώ­σει την καλ­λι­τε­χνι­κή «παρα­γω­γή».

Οι γιορ­τα­στι­κές κάρ­τες ήταν, εκτός από μια μορ­φή έκφρα­σης των παρα­πά­νω, και μια αφορ­μή για άμε­ση επι­κοι­νω­νία με τους «έξω». «Δου­λεύ­ο­ντας σε συν­θή­κες αντί­ξο­ες, αντλού­σα­με κου­ρά­γιο από την αίσθη­ση της χαράς που δίνα­με στους ταλαι­πω­ρη­μέ­νους από την πολύ­χρο­νη κρά­τη­ση συνε­ξό­ρι­στούς μας. Γρά­φα­με, χαρά­ζα­με, τυπώ­να­με κάρ­τες στον Αη Στρά­τη και αργό­τε­ρα, επί Χού­ντας στη Γυά­ρο και Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζού­με και κρα­τά­με άπαρ­το το αγω­νι­στι­κό μας χαρά­κω­μα!» γρά­φει ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης, ο αγω­νι­στής εικα­στι­κός καλ­λι­τέ­χνης που διδά­χτη­κε τα μυστι­κά της τέχνης και δημιούρ­γη­σε μέρος του έργου του στις πολύ­χρο­νες φυλα­κί­σεις και εκτο­πί­σεις του.

Δεν ήταν μόνο η λέξη ελευ­θε­ρία που «ερέ­θι­ζε» τα εντε­ταλ­μέ­να για τη λογο­κρι­σία όργα­να του κρά­τους, που στις φυλα­κές ήταν η διεύ­θυν­ση και στους τόπους εξο­ρί­ας συνή­θως κάποιος χωρο­φύ­λα­κας (στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση ο διοι­κη­τής του τοπι­κού σταθ­μού)· υπήρ­χαν και άλλες. Όμως όταν βρί­σκο­νταν μπρο­στά στους στί­χους ενός ποι­ή­μα­τος σήμαι­νε κυριο­λε­κτι­κά συνα­γερ­μός! Το όργα­νο δεν πολυ­σκο­τι­ζό­ταν για τις λέξεις και τα νοή­μα­τα· για να έχει το κεφά­λι του ήσυ­χο τρα­βού­σε μια μονο­κο­ντυ­λιά και πήγαι­νε παρακάτω…

Ένα τέτοιο περι­στα­τι­κό λογο­κρι­σί­ας διηγείται(1) ο ζωγρά­φος Ασα­ντούρ Μπαχαριάν.(2) Συνέ­βη το Πάσχα του 1955 στις φυλα­κές της Κέρ­κυ­ρας όπου βρι­σκό­ταν ο ίδιος ως πολι­τι­κός κρατούμενος.

Η ομά­δα ετοί­μα­σε το δείγ­μα της κάρ­τας και το πήγαν στο διευ­θυ­ντή για έγκρι­ση, για να την τυπώ­σουν και να τη μοι­ρά­σουν στους συγκρα­τού­με­νούς τους και να αρχί­σει στη συνέ­χεια η απο­στο­λή στα συγ­γε­νι­κά πρόσωπα.

Το δείγμα της κάρτας που υποβλήθηκε για έγκριση το Πάσχα του 1955. Το μολύβι του λογοκριτή διαγράφει τους στίχους του Διον. Σολωμού και ό,τι μαρτυρά τόπο και χρόνο, και στη θέση τους προσθέτει το… «χριστιανικότερο» ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ. Διακρίνεται επίσης η υπογραφή του λογοκριτή

Το δείγ­μα της κάρ­τας που υπο­βλή­θη­κε για έγκρι­ση το Πάσχα του 1955. Το μολύ­βι του λογο­κρι­τή δια­γρά­φει τους στί­χους του Διον. Σολω­μού και ό,τι μαρ­τυ­ρά τόπο και χρό­νο, και στη θέση τους προ­σθέ­τει το… «χρι­στια­νι­κό­τε­ρο» ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ. Δια­κρί­νε­ται επί­σης η υπο­γρα­φή του λογο­κρι­τή. [Πηγή εικό­νας: Αφιέ­ρω­μα στους Έλλη­νες χαρά­κτες, «Επτά ημέ­ρες», ένθε­το της εφη­με­ρί­δας Καθη­με­ρι­νή, 12/3/1995]

Πάνω στην κάρ­τα δίπλα σε χαρού­με­νες ανθρώ­πι­νες φιγού­ρες , είναι γραμ­μέ­νοι οι στί­χοι του Σολω­μού «Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε/ ανοί­ξε­τε αγκα­λιές ειρη­νο­φό­ρες», από το ποί­η­μα «Η ημέ­ρα της Λαμπρής»(3). Ανα­γρά­φε­ται επί­σης: «Πάσχα 1955, Φυλα­κές Κέρ­κυ­ρας». Ο λογο­κρι­τής δια­γρά­φει με το μολύ­βι του τους στί­χους, και τα στοι­χεία που μαρ­τυ­ρούν τόπο και χρό­νο και προ­σθέ­τει το …«χρι­στια­νι­κό­τε­ρο» ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ! Τι να φοβή­θη­κε άρα­γε η πατρί­δα, δια του εκπρο­σώ­που της;

Το φαι­δρό της υπό­θε­σης έχει και συνέ­χεια. Βλέ­πο­ντας η διεύ­θυν­ση της φυλα­κής τη μαζι­κή παρα­γω­γή καρ­τών δίνει εντο­λή και αρχί­ζουν εξο­νυ­χι­στι­κές έρευ­νες για να εντο­πι­στεί… το παρά­νο­μο τυπο­γρα­φείο, που απο­βαί­νουν άκαρ­πες. Αφού βλέ­πουν ότι με τον εκφο­βι­σμό των κρα­του­μέ­νων δεν βγαί­νει τίπο­τα, χρη­σι­μο­ποιούν την πλά­για οδό, της πονηριάς.

Ένας παμπό­νη­ρος και απ’ τους αρχαιό­τε­ρους δεσμο­φύ­λα­κας προ­σεγ­γί­ζει τον Ασ. Μπα­χα­ριάν και τον καλο­πιά­νει, να παρα­δώ­σουν οι κρα­τού­με­νοι το τυπο­γρα­φείο για ν’ απο­φύ­γουν τις συνέ­πειες που θα ακο­λου­θή­σουν αν ανα­λά­βει την έρευ­να η Ασφά­λεια. Την ώρα που προ­σπα­θεί να… τον νου­θε­τή­σει είναι καθι­σμέ­νος στο κρε­βά­τι του κελιού. Ο Μπα­χα­ριάν αρνεί­ται την ύπαρ­ξη τυπο­γρα­φεί­ου και ο δεσμο­φύ­λα­κας απο­ρεί που τυπώ­νο­νται τόσες κάρ­τες, ενώ ταυ­τό­χρο­να δεί­χνει να χάνει την ψυχραι­μία του. Ο Μπα­χα­ριάν απο­φα­σί­ζει να απο­κα­λύ­ψει το μυστι­κό, για να απο­φευ­χθούν οι συνέπειες.

«Μάθε πως κι εσύ τού­τη τη στιγ­μή τύπω­σες κάρ­τα», του λέει και τον τρα­βά απ’ το κρε­βά­τι. Σηκώ­νει το στρώ­μα, ανοί­γει ένα μικρό κου­τί και βγά­ζει φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νη μια κάρ­τα. Δεί­χνο­ντας, εξη­γεί μετά στο σαστι­σμέ­νο φύλα­κα το σατα­νι­κό μηχα­νι­σμό: Ένα κομ­μά­τι ξύλου ελιάς, με το χάραγ­μα της παρά­στα­σης, μελα­νω­μέ­νη ετο­πο­θε­τεί­το στο κου­τί, στη συνέ­χεια στρω­νό­ταν προ­σε­κτι­κά το χαρ­τί και έκλει­νε από πάνω με ελα­φρύ επί­πε­δο σκέ­πα­σμα. Η αυτο­σχέ­δια αυτή πρέ­σα, με την πίε­ση, τώρα, των οπι­σθί­ων του αγα­θού φύλα­κα, τύπω­νε κάρτες-χαρακτικά.»!(4) Η συνέ­χεια που δόθη­κε στο περι­στα­τι­κό αυτό παρέ­μει­νε άγνωστη.

Η κάρτα του 1957 για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Διον. Σολωμού. Εδώ ο ίδιος στίχος «εγκρίθηκε»…

Η κάρ­τα του 1957 για τα 100 χρό­νια από το θάνα­το του Διον. Σολω­μού. Εδώ ο ίδιος στί­χος «εγκρί­θη­κε»… [Πηγή εικό­νας: Αφιέ­ρω­μα στους Έλλη­νες χαρά­κτες, «Επτά ημέ­ρες», ένθε­το της εφη­με­ρί­δας Καθη­με­ρι­νή, 12/3/1995]

Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι δυο χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1957, με αφορ­μή την επέ­τειο των 100 χρό­νων από το θάνα­το του Διον. Σολω­μού, τυπώ­θη­κε κάρ­τα με χαρα­κτι­κό πορ­τραί­το του ποι­η­τή και τον στί­χο του «ανοί­ξε­τε αγκα­λιές ειρη­νο­φό­ρες», που προη­γου­μέ­νως είχε δια­γρα­φεί. Προ­φα­νώς και η πατρί­δα, ενί­ο­τε, κάνει λάθη…

1,4: «Επτά ημέ­ρες», ένθε­το της εφη­με­ρί­δας Καθη­με­ρι­νή, 12/3/1995. Αφιέ­ρω­μα στους Έλλη­νες χαρά­κτες (επι­μέ­λεια: Κ. Λιό­ντη – Π. Κουνενάκη).

2: Ο Ασα­ντούρ Μπα­χα­ριάν γεν­νή­θη­κε τον Σεπτέμ­βρη του 1924 και πέθα­νε το 1990. Σπού­δα­σε στην Ανω­τά­τη Σχο­λή Καλών Τεχνών. Υπήρ­ξε πολι­τι­κός κρα­τού­με­νος από το 1945 ώς το 1960 σε διά­φο­ρες φυλα­κές της χώρας. Έργα του βρί­σκο­νται στην Εθνι­κή Πινα­κο­θή­κη, στις Πινα­κο­θή­κες Θεσ­σα­λο­νί­κης, Δήμου Αθη­ναί­ων, Ρόδου, στο υπουρ­γείο Πολι­τι­σμού κ.α. Επί­σης έργα του περι­λαμ­βά­νο­νται στην έκθε­ση «Εικα­στι­κές Τέχνες και Αντί­στα­ση» που ξεκί­νη­σε τη Δευ­τέ­ρα 6 Απρί­λη στην Πάτρα.

3: Διο­νύ­σιος Σολω­μός, Η ημέ­ρα της Λαμπρής. Δια­βά­στε το ποί­η­μα εδώ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο