Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οδοιπορικό στο φαράγγι του Φάγγου. 70 χρόνια μετά, ο Άρης ανασαίνει ακόμα εκεί…

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Η πρώ­τη από­πει­ρα να προ­σεγ­γί­σου­με στο φαράγ­γι του Φάγ­γου, έξω από τη Μεσού­ντα Άρτας (χάρ­της), έγι­νε έναν σχε­δόν χρό­νο πριν και ήταν, όπως απο­δεί­χτη­κε, ανα­γνω­ρι­στι­κή. Απρο­ε­τοί­μα­στοι ουσια­στι­κά, χωρίς να γνω­ρί­ζου­με την περιο­χή και το βαθ­μό δυσκο­λί­ας που έχει μια τέτοια απο­στο­λή, και με μόνο εφό­διο τη δίψα να φτά­σου­με μέχρι το συγκε­κρι­μέ­νο σημείο, μπή­κα­με ―χωρίς να είμα­στε βέβαιοι ότι ήταν αυτό― στο αχά­ρα­χτο μονο­πά­τι και αφού δια­σχί­σα­με μερι­κά μέτρα αμφι­βο­λί­ας γυρί­σα­με πίσω.

faragi-fagou26

Είχαν προη­γη­θεί οι παραι­νέ­σεις γνω­στών και φίλων, αλλά και κατοί­κων της Μεσού­ντας (που μας έδι­ναν δια­φο­ρε­τι­κές εκδο­χές της δια­δρο­μής) ότι η πορεία είναι δύσκο­λη και χρειά­ζε­ται οπωσ­δή­πο­τε ντό­πιος οδη­γός που να ξέρει τα κατα­τό­πια. Παρά την απο­γο­ή­τευ­σή μας, τότε, επι­κρά­τη­σε η λογι­κή και δώσα­με υπό­σχε­ση πως με την πρώ­τη ευκαι­ρία θα ξεπλη­ρώ­να­με το μέρος του χρέ­ους μας, που δεν ήταν άλλο από την από­δο­ση τιμής στον Πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, στον τόπο που πότι­σε με το αίμα του και άφη­σε την τελευ­ταία του ανά­σα, λίγο πριν εγκα­τα­λεί­ψει τα εγκό­σμια και περά­σει τα όρια του θρύλου.

faragi-fagou28

Ξεκι­νή­σα­με νωρίς το πρωί από την Κυψέ­λη Άρτας. Ο και­ρός τις δυο προη­γού­με­νες μέρες ήταν βρο­χε­ρός. Αν και είχε προη­γη­θεί ένα μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα χωρίς βρο­χή και οι ανα­κοι­νώ­σεις των μετε­ω­ρο­λό­γων δεν προ­μή­νυαν βρο­χε­ρή μέρα, σε τού­τα τα μέρη, στα χωριά του Δήμου Κεντρι­κών Τζου­μέρ­κων, είναι συχνό το φαι­νό­με­νο όταν πιά­νει βρο­χή να ξεχνά να στα­μα­τή­σει… Η πηχτή σαν γάλα ομί­χλη που συνα­ντή­σα­με λίγο πριν το Βουρ­γα­ρέ­λι, συνη­θι­σμέ­νο φαι­νό­με­νο αυτή την επο­χή, δεν μας ανησύχησε.

faragi-fagou11

Από το Αθα­μά­νιο και πέρα και όσο τα χιλιό­με­τρα προς τη Μεσού­ντα λιγό­στευαν, ένας παι­χνι­διά­ρης ήλιος προ­κα­λού­σε κάθε τόσο με την εμφά­νι­σή του τα σύν­νε­φα που είχαν απλώ­σει ράθυ­μα τα γκρί­ζα πέπλα τους μέχρι εκεί που έφτα­νε το ανθρώ­πι­νο μάτι. Κύρια έγνοια μας η εξέ­λι­ξη του και­ρού, αλλά όχι μόνο αυτή. Στα αυτιά μου ηχού­σαν έντο­να και «προ­κλη­τι­κά» τα κοφτά λόγια των γερο­ντό­τε­ρων, δυο μέρες πριν στο καφε­νείο κάτω από τον πλά­τα­νο, όταν τους ανα­κοί­νω­να τις προ­θέ­σεις μας: «Δεν μπο­ρεί­τε να φτά­σε­τε μέχρι εκεί, είναι δύσκο­λο. Θα γυρί­σε­τε πίσω, όπως κι άλλοι»…

mesoynda

Μπή­κα­με στη Μεσού­ντα. Τα λιγο­στά μαγα­ζιά-καφε­νεία κλει­στά. Κοντο­στα­θή­κα­με μπρο­στά στο μνη­μείο του Άρη, απέ­να­ντι από την πλα­τεία του χωριού. Ψυχή τρι­γύ­ρω. Η φωτο­γρα­φία του Πρω­το­κα­πε­τά­νιου εκεί. Ασά­λευ­τος, δεί­χνει σκε­φτι­κός, υπο­μο­νε­τι­κός, ήρε­μος όπως αυτός που έχει κάνει το καθή­κον του. Μα το βλέμ­μα του σε δια­περ­νά· σαν ένα ηφαί­στειο που κατα­κλύ­ζε­ται από υπό­γειες εκρή­ξεις και καρ­τε­ρά­ει τη στιγ­μή που θα «ξανα­μι­λή­σει»…

faragi-fagou1

Πήρα­με τον στε­νό, ασφαλ­το­στρω­μέ­νο, γεμά­το λαβω­μα­τιές από τις πολ­λές βρο­χές των προη­γού­με­νων μηνών, δρό­μο προς το ποτά­μι. Λίγα, μετρη­μέ­να στα δάχτυ­λα του χεριού σπί­τια σκορ­πι­σμέ­να στην αρι­στε­ρή πλευ­ρά του δρό­μου, κλει­στά τα περισ­σό­τε­ρα και με εμφα­νή τα σημά­δια της ανθρώ­πι­νης απου­σί­ας στις αυλές τους. Σε κάποιο σημείο ο κατη­φο­ρι­κός δρό­μος γίνε­ται χωμά­τι­νος· σημά­δι ότι πλη­σιά­ζου­με. Στα­μα­τά­με λίγα μέτρα πριν την κοί­τη του ποτα­μού. Στα δεξιά μας βρί­σκε­ται μια πέτρα που σημα­το­δο­τεί την είσο­δο στην πλα­γιά του βου­νού, την αρχή του μονο­πα­τιού. Ζωνό­μα­στε τα σακί­δια, οπλί­ζου­με τις φωτο­γρα­φι­κές μηχα­νές και ξεκινάμε.

faragi-fagou2

Μια πρώ­τη ματιά στη μορ­φο­λο­γία του εδά­φους λει­τουρ­γεί απο­τρε­πτι­κά. Τίπο­τα δεν μαρ­τυ­ρά από τα πρώ­τα μέτρα ότι μπρο­στά μας βρί­σκε­ται ένα μονο­πά­τι με αρχή και τέλος. Οι συνε­χείς κατο­λι­σθή­σεις δια­μορ­φώ­νουν ένα σκη­νι­κό που προ­σθέ­τει στην αγριά­δα της φύσης κάποια στοι­χεία ―ελεγ­χό­με­νου― κιν­δύ­νου, ειδι­κά για όσους το άκου­σμα της λέξης «μονο­πά­τι» φέρ­νει στο νου χαραγ­μέ­νες και καλ­λω­πι­σμέ­νες του­ρι­στι­κές δια­δρο­μές σε ειδυλ­λια­κά τοπία. Από τα πρώ­τα κιό­λας μέτρα, ειδι­κά αν είσαι άνθρω­πος της πόλης και η σχέ­ση σου με τη φύση είναι περι­στα­σια­κή, νιώ­θεις την πρό­κλη­ση και το παίρ­νεις απόφαση.

faragi-fagou5

Το ζητού­με­νο από την αρχή ήταν να μην παρεκ­κλί­νου­με της πορεί­ας μας και χάσου­με τον στό­χο. Σε αυτή την προ­σπά­θειά μας στα­θή­κα­με απρό­σμε­να τυχε­ροί. Κάθε λίγα μέτρα, σημά­δια από κόκ­κι­νη και γαλά­ζια μπο­γιά ―που άφη­σαν στους βρά­χους τα μέλη των ορει­βα­τι­κών συλ­λό­γων που επι­σκέ­πτο­νται συχνά την περιο­χή―, μας βοη­θούν να μη χάνου­με τον προ­σα­να­το­λι­σμό μας και να βαδί­ζου­με με σιγουριά.

faragi-fagou4

Για αρκε­τά λεπτά η δια­δρο­μή είναι κατη­φο­ρι­κή, τόσο που σε κάποιο σημείο το ποτά­μι απέ­χει μόλις λίγα μέτρα από εμάς. Από εκεί ξεκι­νά­ει η ανη­φό­ρα, με λίγα δια­στή­μα­τα ενδιά­με­σα περ­πά­τη­μα σε ευθεία γραμμή.

faragi-fagou3

Τα κομ­μά­τια αυτά της δια­δρο­μής είναι λίγα. Εκεί βλέ­πεις μπρο­στά σου να ξεδι­πλώ­νε­ται ευκο­λο­διά­βα­το το μονο­πά­τι που σε κάποιες μεριές είναι σκε­πα­σμέ­νο από την πλού­σια βλά­στη­ση που αντι­κα­θι­στά κυριο­λε­κτι­κά τον ουρανό.

faragi-fagou7

Ο τόπος στε­γνός, κάνει την ανά­βα­ση περισ­σό­τε­ρο ασφα­λή. Το χώμα λιγο­στό, υπο­κλί­νε­ται στο μεγα­λείο της πέτρας, που είναι ο αδιαμ­φι­σβή­τη­τος κυρί­αρ­χος του τοπί­ου. Στα­μα­τά­με κάθε λίγα λεπτά για να πάρου­με φωτογραφίες.

faragi-fagou6

Αυτές τις στιγ­μές συνει­δη­το­ποιού­με ότι οι μόνοι ήχοι που δια­τα­ράσ­σουν την αλλό­κο­τη αυτή γαλή­νη προ­έρ­χο­νται χαμη­λά από το διά­βα των κατα­γά­λα­νων νερών του Αχε­λώ­ου, το πέταγ­μα των εντό­μων, τις βαριές ανά­σες μας και τους χτύ­πους της καρ­διάς μας.

faragi-fagou27

Βαδί­ζου­με χωρίς να γνω­ρί­ζου­με πόσα μέτρα απο­μέ­νουν. Η πλα­γιά γίνε­ται όλο και πιο αφι­λό­ξε­νη. Το έδα­φος εχθρι­κό· σα να θέλει να μας δοκι­μά­σει. Να μας εμπο­δί­σει να συνε­χί­σου­με, ή, να ατσα­λώ­σει τη θέλη­σή μας. Ένα καλά στε­ρε­ω­μέ­νο στο βρά­χο συρ­μα­τό­σκοι­νο βρί­σκε­ται καλού κακού μόνι­μα εκεί.

faragi-fagou10

Σε λίγο τα πόδια μας θα βοη­θη­θούν από τα χέρια. Όπως θα δια­πι­στώ­σου­με στο τέλος της δια­δρο­μής, εκεί­νη τη στιγ­μή δια­νύ­ου­με το πιο δύσκο­λο και σχε­τι­κά επι­κίν­δυ­νο κομ­μά­τι της. Το βάδι­σμα γίνε­ται σκαρ­φά­λω­μα. Το πλά­τους μόλις λίγων εκα­το­στών ανη­φο­ρι­κό μονο­πά­τι περ­νά­ει στην άκρη ενός τερά­στιου φαγω­μέ­νου από το χρό­νο βράχου.

faragi-fagou23

Κάτω από τα πόδια μας, στα αρι­στε­ρά, μόλις λίγα εκα­το­στά από τα χνά­ρια που αφή­νει το πέρα­σμά μας, βρί­σκε­ται το κενό. Η πλα­γιά του βου­νού σα να την έκο­ψε ένα θεό­ρα­το μαχαί­ρι σμί­γει μερι­κές δεκά­δες μέτρα χαμη­λό­τε­ρα με τα ορμη­τι­κά νερά του Αχελώου.

faragi-fagou25

Η ανά­σα κόβε­ται. Σηκώ­νω το βλέμ­μα προς τη μεριά του Μυρό­φυλ­λου (γει­το­νι­κό χωριό του νομού Τρι­κά­λων). Στη στιγ­μή μου έρχο­νται στο μυα­λό οι γρα­πτές αφη­γή­σεις των επι­ζώ­ντων συντρό­φων του Άρη για τα πυρά που δέχτη­καν από εκεί λίγο πριν το τέλος… Άρα­γε που ακρι­βώς να έστη­σαν καρ­τέ­ρι οι πει­να­σμέ­νοι λύκοι; Από πού έβα­ζαν στους απο­φα­σι­σμέ­νους για όλα αντάρτες;

faragi-fagou12

Νιώ­θω, από ένστι­κτο, ότι πλη­σιά­ζου­με «εκεί». Η καρ­διά σα να μη χωρά­ει πια στο σώμα, πάλ­λε­ται με ασυ­νή­θι­στους ρυθ­μούς, δίνει μάχη να ακο­λου­θή­σει τη σκέ­ψη που έχει τη δυνα­τό­τη­τα να προ­πο­ρεύ­ε­ται με ασύλ­λη­πτη ταχύ­τη­τα στο χώρο και το χρό­νο, σα να βάλ­θη­κε να στή­σει ξανά, σε ανα­πα­ρά­στα­ση, το σκη­νι­κό εκεί­νων των τελευ­ταί­ων δρα­μα­τι­κών ωρών της 15–16 Ιού­νη του 1945.

faragi-fagou8

Αφή­νου­με πίσω μας τον βρά­χο. Βαδί­ζου­με τώρα ανά­με­σα σε στέ­ρεα γη. Προ­χω­ρά­με λίγα μέτρα ακό­μα ανά­με­σα σε θάμνους και πυκνή βλά­στη­ση, μέχρι που στο βάθος αντι­κρί­ζου­με κορ­φές από πλατάνια.

faragi-fagou9

Πλη­σιά­ζο­ντας ακού­γε­ται όλο και πιο καθα­ρά ο ήχος του νερού που πέφτει με δύνα­μη στην πέτρα. Οι χτύ­ποι της καρ­διάς πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Λίγο ακό­μα. Εδώ είμα­στε. Καπε­τά­νιο ερχό­μα­στε! Τα πόδια δυσκο­λεύ­ο­νται να δια­νύ­σουν τα τελευ­ταία μέτρα. Ο ιδρώ­τας ανα­κα­τεύ­ε­ται με τη συγκί­νη­ση, τα μάτια θολώνουν.

faragi-fagou17

Στα­μα­τά­με. Μια ρεμα­τιά κόβει από­το­μα το μονο­πά­τι μπρο­στά στα πόδια μας. Στα δεξιά ένα αδιά­βα­το ύψω­μα από το οποίο κατε­βαί­νουν με ορμή τα κρύα νερά του Κοκ­κι­νό­λα­κου που βιά­ζο­νται να σμί­ξουν με τον Αχελώο.

faragi-fagou18

Στ’ αρι­στε­ρά σχη­μα­τί­ζε­ται η γκού­ρα που οδη­γεί στην κοί­τη του ποτα­μού. Τερά­στιοι βρά­χοι ανά­με­σα στα πλα­τά­νια σμι­λε­μέ­νοι με απα­ρά­μιλ­λη τέχνη από το καλέ­μι της φύσης δημιουρ­γούν μικρές λιμνού­λες και ρυά­κια και αλλά­ζουν απο­χρώ­σεις ανά­λο­γα με τα κέφια του ήλιου που μπαι­νο­βγαί­νει στα γκρί­ζα σύννεφα.

faragi-fagou19

Αυτές οι εικό­νες μαζί με τη μονό­το­νη μελω­δία του τρε­χού­με­νου νερού, σε μαγεύ­ουν σαν Σει­ρή­νες· σε καθη­λώ­νουν και είναι ικα­νές να αιχ­μα­λω­τί­σουν τη μνή­μη και να σε απε­λευ­θε­ρώ­σουν από κάθε τι που σε βαραί­νει και σε κρα­τά δεμέ­νο στη γη. Οι φωτο­γρα­φι­κές μηχα­νές τρα­βά­νε αστα­μά­τη­τα, χωρίς όμως να μπο­ρούν να απο­τυ­πώ­σουν με ακρί­βεια αυτό που τα μάτια και οι αισθή­σεις έχουν εκεί­νες τις στιγ­μές το προ­νό­μιο να απολαμβάνουν.

faragi-fagou13

Ακρι­βώς απέ­να­ντί μας, στην άλλη άκρη της ρεμα­τιάς, ένας μεγά­λος βρά­χος στέ­κει επι­βλη­τι­κά και σκιά­ζει με το μπόι του ένα μέρος αυτής της μυστα­γω­γί­ας. Στη βάση του είναι τοπο­θε­τη­μέ­νη μια πέτρι­νη πλά­κα και λίγο ψηλό­τε­ρα ένα κομ­μά­τι μαύ­ρου γρα­νί­τη με χαραγ­μέ­νη στη λεία όψη του τη μορ­φή του Πρωτοκαπετάνιου.

faragi-fagou20

Εδώ, στις 16 Ιού­νη του 1945, έπε­σαν κατα­διω­κό­με­νοι ο Πρω­το­κα­πε­τά­νιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελου­χιώ­της και ο ξακου­στός μαυ­ρο­σκού­φης Τζα­βέλ­λας, ενώ λίγο πιο κάτω, χτυ­πη­μέ­νος από τα βόλια της αντί­δρα­σης, έπε­φτε ο γερο-Κόζια­κας, μέλος της ομά­δας των ανταρ­τών που ακο­λού­θη­σαν τον αρχη­γό μέχρι το τέλος.

faragi-fagou16

Δια­σχί­ζου­με κάθε­τα τη ρεμα­τιά, ανά­με­σα στα ρυά­κια του νερού. Φτά­νου­με στο βρά­χο, ακου­μπά­με, βυθι­ζό­μα­στε στην αγκα­λιά του. Η ανα­πνοή επα­νέρ­χε­ται σιγά σιγά στους συνη­θι­σμέ­νους ρυθ­μούς της. Ένα δρο­σε­ρό αερά­κι παρα­σέρ­νει τα πλα­τα­νο­κλά­ρια και μαζί τις σκέ­ψεις. Στε­κό­μα­στε βου­βοί εκεί στον τόπο της θυσίας.

faragi-fagou15

Με ευλά­βεια ακου­μπά­με λίγα μοσχο­μύ­ρι­στα κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα που φέρα­με από τη Χώσε­ψη (παλιά ονο­μα­σία της Κυψέ­λης Άρτας, τότε που ο Άρης είχε εκεί για ένα διά­στη­μα το αρχη­γείο του), στο μνη­μείο. Η πέτρι­νη πλά­κα είναι σημα­δε­μέ­νη από σκά­για που έρι­ξαν ηλί­θιοι από­γο­νοι των δολο­φό­νων, ή σκέ­τα ηλίθιοι.

faragi-fagou14

Η συζή­τη­ση από τις τελευ­ταί­ες δρα­μα­τι­κές στιγ­μές, γυρί­ζει ανα­πό­φευ­κτα στο τι θα γινό­ταν «αν…», για να κατα­λή­ξει στο τετρά­στι­χο του γνω­στού τραγουδιού:

«…Κεί­νος δε θέλει κλάματα
δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώ­νες και χαρές
αρμα­τω­σιές και βόλια»…

Ο χρό­νος κυλά με την ίδια εκνευ­ρι­στι­κή ταχύ­τη­τα, όπως κάθε φορά που θα ήθε­λες να στα­μα­τή­σει. Τα σύν­νε­φα πυκνώ­νουν. Πρέ­πει να προ­λά­βου­με τη βρο­χή. Στε­φα­νώ­νου­με τη μορ­φή του καπε­τά­νιου με τα λουλούδια.

faragi-fagou24

Στην επι­στρο­φή μάς ακο­λου­θεί η βου­βα­μά­ρα. Οι σκέ­ψεις δια­δέ­χο­νται η μία την άλλη, αλλη­λο­συ­γκρού­ο­νται, ασφυ­κτιούν· ανα­κα­τεύ­ο­νται με τα συναι­σθή­μα­τα που γεν­νά η δικαί­ω­ση για την εκπλή­ρω­ση της απο­στο­λής, με την αίσθη­ση του χρέ­ους που παρα­μέ­νει ανεκ­πλή­ρω­το. 70 χρό­νια μετά η κοι­νω­νία, οι άνθρω­ποι, οι λαοί βαδί­ζουν ολο­τα­χώς προς τα πίσω, σα να έλκο­νται από τα σκο­τά­δια της αυτο­κα­τα­στρο­φής. Η εκμε­τάλ­λευ­ση χρη­σι­μο­ποιεί νέες, απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρες μορ­φές για να επι­βάλ­λε­ται. Εστί­ες πολέ­μων κατα­κλύ­ζουν τον πλα­νή­τη. Όλο και περισ­σό­τε­ρο αίμα αθώ­ων ποτί­ζει τη γη. Ο φόβος φωλιά­ζει στις ψυχές. Η αυτα­πά­τη αλώ­νει τις συνει­δή­σεις. Κι όμως, το αίμα του Πρω­το­κα­πε­τά­νιου δεν στέ­γνω­σε στο φαράγ­γι του Φάγ­γου· η ανά­σα του πάλ­λε­ται ακό­μα εκεί, δίπλα στα ορμη­τι­κά νερά του «Άσπρου». Το αίμα χιλιά­δων αγω­νι­στών και αγω­νι­στριών δεν στέ­γνω­σε στα βου­νά, στις φυλα­κές, στα θυσια­στή­ρια και στους τόπους εξο­ρί­ας. Η ανά­γκη για ζωή λεύ­τε­ρη, ειρη­νι­κή, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση πάλ­λε­ται από ζωντά­νια. Το ίδιο και η ελπί­δα ότι η επι­βί­ω­ση μπο­ρεί να γίνει ζωή αντά­ξια των κόπων των δου­λευ­τά­ρη­δων όλου του κόσμου.

faragi-fagou21

Στα­μα­τή­σα­με στη Μεσού­ντα. Στο καφε­νε­δά­κι δίπλα στη ρεμα­τιά κάτω από τον πλά­τα­νο κατά­κο­ποι, μα τόσο γεμά­τοι, γευό­μα­στε τις ευερ­γε­τι­κές ιδιό­τη­τες του ντό­πιου τσί­που­ρου, με τη συνο­δεία της λαχα­νό­πι­τας που περί­με­νε τόσα χιλιό­με­τρα υπο­μο­νε­τι­κά κρυμ­μέ­νη στο σακίδιο.

faragi-fagou22

Ο και­ρός άνοι­ξε. Τα σύν­νε­φα υπο­χώ­ρη­σαν. Ένας λαμπε­ρός ήλιος άπλω­σε το φως και τη ζεστα­σιά του παί­ζο­ντας με τα χρώ­μα­τα της φύσης και τη διά­θε­ση των ανθρώ­πων. Λίγα μόνο σύν­νε­φα έμει­ναν να σκε­πά­ζουν τις αετο­φω­λιές των Τζου­μέρ­κων, σα να ήθε­λαν να τονί­σουν με την παρου­σία τους την αέναη πάλη του φωτός με το σκοτάδι…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο