Επιμέλεια Βασίλης Κρίτσας //
Μες στη χρονιά που φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος της, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εύμαρος το βιβλίο του Δημήτρη Κουκουλά «οι Αριστεριστές – ένα γλυκόπικρο χρονικό της μεταπολιτευτικής ουτοπίας μας», όπως σημειώνει στον τίτλο του βιβλίου ο συγγραφέας (που γεννήθηκε το 47’ στη Μεσσηνία, σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και πρωτοεμφανίστηκε στη Λογοτεχνία με το έργο «τα φορτηγά και άλλες ιστορίες», από τις εκδόσεις Απόπειρα). Ανεξάρτητα από τις πολιτικές διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς με την οπτική του συγγραφέα –που ξεκίνησε από τα εξωκοινοβουλευτικά γκρουπούσκουλα, όπως τα χαρακτηρίζει και ο ίδιος, για να καταλήξει με τον καιρό στη μεγάλη αγκαλιά των αναθεωρητών του ΣΥΡΙΖΑ, η «μπροσούρα» αυτή ρίχνει μια τρυφερή ματιά στο παρελθόν του και περιέχει μια σειρά πικάντικες ή αστείες ιστορίες, που κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, πολιτικοποιημένου ή αμύητου. Ακολουθούν κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα από το βιβλίο.
Γιατί εδώ θα πρέπει να πούμε ότι όσο μίκραιναν τα γκρουπούσκουλα, τόσο μεγάλωναν τα πανό και τα σφυροδρέπανά τους. Κάτι καραβόπανα τεράστια και σε πλάτος και σε μήκος. Μόνο η Πανεπιστημίου που είναι φαρδιά χώραγε να τα τεντώσεις, στη Σταδίου και την Ακαδημίας, που είναι πιο στενές, έκαναν τα ρημάδια κοιλιά. Με μακρόσυρτα συνθήματα –μερικά αποτελούσαν περίληψη της νεώτερης πολιτικής ιστορίας- και διάφορα σχέδια και παραστάσεις που έτσι που τα έβλεπες, αύξαιναν οπτικά την ιδέα του βάρους. Οι τροτσκιστές πχ είχαν πάντα ένα πελώριο «4» πάνω στο σφυροδρέπανο –παραπομπή στην κολυμπήθρα τους, την 4η Διεθνή- ενώ οι μαοϊκοί κουβαλάγανε και πέντε τεράστια κεφάλια: Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν, Μαοτσετούγκ. Και ήταν δεμένα αυτά τα καραβόπανα σε χοντρά τετραγωνικά καδρόνια, από αυτά της οικοδομής. Σου έπεφτε η μέση να τα σηκώσεις. Όταν φύσαγε αέρας και τα φούσκωνε –δεν είχανε βγει ακόμα αυτά τα διάτρητα που βάζουνε τώρα- θυμίζανε τις γαλέρες του Κολόμβου. Ενώ τα μαύρα των αναρχικών θυμίζανε πειρατές. Λίγοι και οι σύντροφοι για εναλλαγή, την πλήρωναν οι πιο φιλότιμοι. Και αν λάβουμε υπ’ όψιν την πληθώρα οργανώσεων και ομάδων που βρίσκονταν τότε στους δρόμους, πολλές δισκοπάθειες και μετατοπίσεις σπονδύλων που έχουν έξαρση σήμερα στις ηλικίες των πενήντα και πάνω, ίσως να έχουν τη ρίζα τους σε εκείνα τα χρόνια και σε αυτά τα πανό…
Για τη διάσπαση των δύο μ‑λ κομμάτων, με τον παρόμοιο τίτλο.
Βλέπω στο μετρό της Δάφνης κάτι ασπρομάλληδες γέροντες των κεφαλαίων Μ και Λ. Και ενώ το πέρασμα του χρόνου δεν κρύβεται, σαν να μην πέρασε μια μέρα για τα έντυπα που μοιράζουν. (…) Συμμετέχουν σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, όπως και το έτερον τους ήμισυ, οι θιασώτες των μικρών γραμμάτων, οι οποίοι όμως σταθερά λαμβάνουν τον τριπλάσιο αριθμό ψήφων από τους άλλους. Είναι δεδομένο ότι ένας μεγάλος αριθμός ψηφοδελτίων κατευθύνεται σ’ αυτά τα δύο κόμματα από λάθη που κάνουν οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι του ΚΚΕ μέσα στο παραβάν. Δε βρίσκουν σε ποια τσέπη έχουν βάλει το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο που θέλουν να ρίξουν στην κάλπη και πανικόβλητοι, ψάχνουν μέσα στα άλλα του μάτσου. Και ίσως από εκεί να πηγάζει η σταθερή αυτή ανισότητα των αποτελεσμάτων. Εικάζω, δηλαδή, πως αυτή οφείλεται στο ότι τα γράμματα «μ‑λ» έπονται της λέξης ΚΚΕ και το ρίχνουν οι γέροι πιο εύκολα σαν δικό τους, ενώ τα άλλα τα μεγάλα που πάνε μπροστά, βγάζουνε μάτι και οι γέροι ψυλλιάζονται.
Για τις εκδρομές της πρώιμης Μεταπολίτευσης.
Τις Κυριακές, αμέσως μετά το Πολυτεχνείο και στην αρχή της μεταπολίτευσης, κατεβαίναμε με τον Ηλεκτρικό στο λιμάνι και παίρναμε το βαποράκι για την Κακή Βίγλα της Σαλαμίνας. Πεζοπορία σχίνα και ασφάκες στους διπλανούς πετρώδεις λόφους και ατέλειωτο… βίγλισμα της θάλασσας. Και από το μεσημέρι γραφικό ταβερνάκι με όλα τα πράγματα ντόπια. Ντόπια ψάρια, κοκκάλια, ντόπια μαρούλια, ντόπια ρετσίνα. Μόνο το ρεπερτόριο των παθιασμένων μας τραγουδιών που έπαιρνε τη σκυτάλη δεν ήταν ντόπιο. Και πάντα στην επιστροφή το ίδιο τραγούδι. Μέσα από τα σκουριασμένα γκαζάδικα και τα θεόρατα ποστάλια του ακύμαντου Σαρωνικού, πορφυρόμενοι και εμείς από την κοκκινιά του ηλιοβασιλέματος και ένα Γενικό Έρωτα «…της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν…». Όπου διακριτικά στους υψηλούς τόνους αφήναμε να σολάρει ο Κωνσταντής, ένα παπαδοπαίδι από την Κω με αισθαντική φωνή και εμπειρία ψαλτηρίου. Σεμνός συντηρητικός νεαρός –ανήκε στο κόμμα «Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις»- και πολύ ντροπαλός. Όταν μιλούσε κοκκίνιζε. Και είχε διαρκώς τα μάτια του βουρκωμένα επειδή η Βαγγελίτσα δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του. Τον πειράζαμε και εμείς για τις θέσεις του και για το ότι φοβήθηκε να κατέβει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου αν και φοιτητής του. Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Και φανταστείτε τι έκπληξη ένιωσα όταν λίγο καιρό αργότερα –το ’76 πρέπει να ήταν- υπήρξα μάρτυς μιας… ακραίας σκηνής. Τότε που, όπως είπα, πουλούσαμε την εφημερίδα των απεργών της ΜΕΛ, με αφορμή το μνημόσυνο Παπανδρέου μπροστά στο Α’ Νεκροταφείο. Κάποια στιγμή ακούγονται παλαμάκια ιαχές και συνθήματα από την οδό Αναπαύσεως. Εμφανίζεται αργά-αργά η λιμουζίνα του Ανδρέα Παπανδρέου και μπρούμυτα πάνω στο καπό… ο Κωνσταντής! Είναι πιασμένος με το ένα χέρι από τον δεξιό καθρέφτη και κραυγάζοντας «Α‑ντρέ-ας! Α‑ντρέ-ας!» κουνάει το άλλο σε γροθιά, λίγα εκατοστά απόσταση από το χαμογελαστό πρόσωπο του πίσω από το τζάμι ινδάλματός του! Και μπορεί η σκηνή αυτή να με έριξε εμένα από τα σύννεφα αλλά ποιος διορατικός παρατηρητής θα διανοείτο να υποστηρίξει τότε ότι προοιωνίζονταν την μετέπειτα ιλιγγιώδη ανέλιξή του; Γιατί ξέχασα να πω ότι ο νεαρός αυτός Κωνσταντής λεγόταν Σκανδαλίδης!
Πηγαίναμε μετά μανίας στο σινεμά. Κάποτε μέχρι και τρεις φορές τη βδομάδα. Οι κινηματογράφοι «Στούντιο» και «Αλκυονίδα» ήτανε κάτι σαν δεύτερο σπίτι μας. Έφερναν όλο «ταινίες τέχνης», όπως αποκαλούσαν τότε μια κατηγορία έργων. Μόνο που εδώ ίσχυε ακόμη και μάλιστα σε μέγιστο βαθμό η… καθοδήγηση, που με τόσο κόπο, πολιτικά, προσπαθούσαμε να την ξεφορτωθούμε! Απλά στο ρόλο του ινστρούχτορα βρίσκονταν τώρα οι κριτικοί κινηματογράφου, οι ειδικοί της 7ης τέχνης. Πήγαινε το καπέλωμα σύννεφο. Μας έσερναν από εδώ και από εκεί σαν τα πρόβατα. Διθυραμβικές κριτικές για κάτι «πρωτοποριακές» κουταμάρες. Αριστούργημα, έγραφαν, μην το χάσετε! Αριστούργημα, απαντούσαμε και εμείς εξερχόμενοι, σε κάτι ομοιοπαθείς που περίμεναν απέξω για εισιτήριο και μας ρωτούσαν εναγώνια μήπως και το γλιτώσουν. Παίρνοντας έτσι κι άλλους στο λαιμό μας, παρότι βγαίναμε από την αίθουσα με ένα κενός στην ψυχή μας. Ήμασταν, βλέπεις, έρμαια των κυμάτων της ανασφάλειας και κάποιου απροσδιόριστου φόβου, ανάμεικτου με ντροπή που δεν πιάναμε τα μηνύματα. Όπως αυτό για την έλλειψη των ιδανικών της κοινωνίας, που μας είχαν πει οι κριτικοί πως έκρυβε εκείνη η σκηνή στο «Μπλόου Απ» του Αντονιόνι. Εκεί που ο Ντέιβιντ Χέμινγκς με τη Σάρα Μάιλς παίζουν κάνα 10λεπτο τένις χωρίς μπαλάκι και κινούν απλά τις ρακέτες σε φανταστικά σέρβις, αποκρούσεις και καρφώματα. Βελάξαμε μέχρι να περάσει αυτή η σκηνή. Άσε που πετάγομαι πολλές φορές μέσα στη νύχτα από τον ίδιο εφιάλτη: Ένα πρόσωπο που με κοιτάζει επίμονα με απορία σαν να ζητάει κάποια εξήγηση. Έχω καταλήξει με τα χρόνια πως πρέπει να πρόκειται για κάποιο θύμα μου που με έχει στοιχειώσει. Για κάποιον από αυτούς που με ρωτούσαν πριν το ταμείο, την ώρα που έβγαινα και εγώ τους έλεγα τις μπούρδες, αριστουργήματα.