Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο γέρος και το περιστέρι

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Είχε λίγη ώρα για σκό­τω­μα κι είπε να χαρεί την ανοι­ξιά­τι­κη λια­κά­δα. Διά­λε­ξε ένα παγκά­κι σε μία από τις πλα­τεί­ες του κέντρου, όπου βρί­σκει κατα­φύ­γιο, σαν είδος υπό εξα­φά­νι­ση, η παλιά παρα­δο­σια­κή Αθή­να, που παρακ­μά­ζει, γερ­νά­ει και πεθαί­νει. Χάζε­ψε τις γει­το­νι­κές φιγού­ρες, που ξαπό­στα­ζαν στη σκιά της εκκλη­σί­ας του Παντε­λε­ή­μο­να, ράθυ­μες, καλο­συ­νά­τες, πρό­θυ­μες να ελε­ή­σουν τους πάντες, όσους είχαν ανά­γκη, αρκεί να μη διέ­φε­ραν στο χρώ­μα και τη θρη­σκεία τους.

Το βλέμ­μα κόλ­λη­σε σε μια γλυ­κιά κοπέ­λα, που θα μπο­ρού­σε να είναι κι η Βάσια Πανα­γο­πού­λου στα νιά­τα της, σε εκεί­νη την ται­νία που ονει­ρευό­ταν ξύπνια κι έβλε­πε το Γαρ­δέ­λη με φωτο­στέ­φα­νο, στη θέση του άγιου. Η κοπέ­λα απέ­να­ντί του όμως αγνο­ού­σε τον ωραίο νοε­ρό παραλ­λη­λι­σμό του, ακό­μα και την ται­νία ίσως, λόγω ηλι­κί­ας, κι είχε αφο­σιω­θεί σε ένα περι­στέ­ρι που περ­νού­σε κοντά της προς ανα­ζή­τη­ση τρο­φής, λες και την προ­κα­λού­σε να το πιά­σει, για να ποζά­ρουν για μια κόπια του Πικά­σο, από τον κλα­σι­κό πίνακα.

Και το δικό του μυα­λό όμως ήταν χίλια κομ­μά­τια, μια μικρο­γρα­φία της Γκερ­νί­κα ‑που ελά­χι­στοι τη λένε έτσι- και δεν μπο­ρού­σε να συγκε­ντρω­θεί, για να απο­λαύ­σει το ωραίο. Σα να ενο­χο­ποιού­σε ασυ­νεί­δη­τα τη χαρά και να κατέ­στελ­λε κάθε υπο­ψία της.

Το περι­στέ­ρι κινή­θη­κε λίγο προς τα δεξιά, όπου ένας γέρος κρα­τού­σε ψωμί και το έκο­βε σε ψίχου­λα, για να ταΐ­σει τα που­λιά. Άρτος και θεά­μα­τα, σε διπλα­νά κάδρα, με τη βιο­λο­γι­κή ανά­γκη να υπε­ρι­σχύ­ει, πάντα, της αισθητικής.

Εστί­α­σε  κι αυτός με τη σει­ρά του στο γέρο. Γενι­κά έβλε­πε τη φιλο­ζω­ία ως ομο­λο­γία απο­τυ­χία στις σχέ­σεις με τους ανθρώ­πους, που έχουν σοβα­ρά συγκρι­τι­κά μειο­νε­κτή­μα­τα. Έχουν άπο­ψη, αντιρ­ρή­σεις και δε θα σου δεί­ξουν ποτέ την προ­σο­χή που σου δίνει ένα ζωντα­νό, όταν κρα­τάς την τρο­φή του, εκτός αν φτά­σουν στα όρια της απο­κτή­νω­σης, όπως συνέ­βαι­νε συχνά σ’ αυτή τη γει­το­νιά. Από την άλλη μπο­ρεί να ήταν απλώς η ανά­γκη ενός παπ­πού να συνε­χί­σει να δώσει, να κρα­τη­θεί στη ζωή μοι­ρά­ζο­ντάς την.

Πρό­σε­ξε το στό­μα του που είχε μεί­νει ανοι­χτό, την παι­δι­κή αφέ­λεια στο γερα­σμέ­νο πρό­σω­πο, το συμ­βο­λι­σμό με το σου­σά­μι από το ψωμί που κρα­τού­σε στα χέρια. Υπο­ψιά­στη­κε μια δόση ανέ­με­λης ευτυ­χί­ας πίσω από την εικό­να και ένιω­σε προς στιγ­μήν σαν Αλή Μπα­μπάς που ήθε­λε να την κλέ­ψει, για να τη χαρεί αυτός.

Πάντα θα βρε­θεί όμως μια μικρή λεπτο­μέ­ρεια της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας να σου χαλά­σει έναν ωραίο συλ­λο­γι­σμό. Μια ξερα­κια­νή ασπρο­μάλ­λα, που μπο­ρεί να ήταν κι η γυναί­κα του γερά­κου, από αυτές που υπάρ­χουν για να τους φταί­νε τα πάντα και λες πως δεν “έχουν τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγα­πή­σει”, τον πλη­σί­α­σε και άρχι­σε να του φωνά­ζει, για­τί λες; Επει­δή έρι­χνε τα ψίχου­λα κάτω, σα να λέρω­νε το νοε­ρό, τσι­με­ντέ­νιο τρα­πε­ζο­μά­ντι­λο που είχε στρώ­σει με τόσο κόπο στο μυα­λό της. Κι έστη­σαν έτσι ένα μίζε­ρο, ανού­σιο καβγά, μάλ­λον για να τη σπά­σουν ο ένας στον άλλο, παρά για να βγά­λουν άκρη. Ό,τι έκα­ναν δηλα­δή λίγο πιο πέρα για ένα κομ­μά­τι ψωμί, δυο τρο­φα­ντά περι­στέ­ρια, που ήταν κάπο­τε πιτσου­νά­κια. Αλλά αυτά του­λά­χι­στον είχαν κίνητρο.

-Πού πας χωρίς αγά­πη, στον ήλιο, τη βρο­χή

Ξύπνη­σε από­το­μα από την ονει­ρο­πό­λη­ση με τις φωνές κι ανα­ρω­τή­θη­κε τι μπο­ρεί να είχε ζηλέ­ψει πριν από λίγο σε αυτό το θλι­βε­ρό θέα­μα και σε ένα ανοι­χτό στό­μα, φαντα­σια­κό σύμ­βο­λο του λαού κατά μία έννοια, που κατά­πι­νε αμά­ση­το ό,τι παρα­μύ­θι της Χαλι­μάς του σέρ­βι­ραν οι σαρά­ντα κλέ­φτες και νανού­ρι­ζε την ταξι­κή του συνεί­δη­ση, με εύκο­λες υπο­σχέ­σεις για ένα χαρού­με­νο, παι­δι­κό τέλος.

Και ζήσα­νε οι αστοί καλά, και μη χει­ρό­τε­ρα

Τρα­βηγ­μέ­νος συνειρ­μός, σκέ­φτη­κε μέσα του. Ίσως τελι­κά το μόνο που ζήλε­ψε πραγ­μα­τι­κά να ήταν η ανε­με­λιά που πηγά­ζει από την απου­σία τέτοιων συνειρ­μών, την υπο­χρέ­ω­ση να υπάρ­χει κάποιο νόη­μα σε όλα: τη σκο­τω­μέ­νη ώρα, τα περι­στέ­ρια της πλα­τεί­ας, τον καβγά τους για ένα κομ­μά­τι ψωμί, τους Κατσι­μι­χαί­ους, και τη δεξιά πορεία τους για να το πάρουν. Ένα στό­μα που χάσκει ανοι­χτό, τη σπη­λιά του Αλή Μπα­μπά, το σπή­λαιο του Πλά­τω­να, το πλα­τω­νι­κό ενδια­φέ­ρον του για την κοπέ­λα απέ­να­ντι, που βαρέ­θη­κε να περι­μέ­νει την κίνη­σή του, και είχε φύγει.

Μα δεν είναι όλα σοσια­λι­στι­κός ρεα­λι­σμός σε αυτή τη ζωή, για να έχουν νόη­μα. Πώς να είναι δηλα­δή ρεα­λι­σμός με τόση ανά­γκη για μια διέ­ξο­δο στα παρα­μύ­θια; Και πώς να είναι σοσια­λι­στι­κός εξάλ­λου, χωρίς να έχου­με σοσιαλισμό;

Είδε μπρο­στά του δυο άλλα περι­στέ­ρια να μαλώ­νουν σα μικρά αρπα­κτι­κά, κι ας είναι το σύμ­βο­λο της ειρή­νης. Άνοι­ξε πάλι το κου­τί με τους συνειρ­μούς και άρχι­σε να πλά­θει συμ­βο­λι­σμούς και νοή­μα­τα στο μυα­λό του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο