Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Δεκέμβρης του ‘44 στην ελληνική λογοτεχνία

Γρά­φει η Ελέ­νη Κακνα­βά­του //

Η δεκα­ε­τία του 1940 ήταν καθο­ρι­στι­κή για την ιστο­ρία μας. Τα συγκλο­νι­στι­κά γεγο­νό­τα που συνέ­βη­σαν κατά τη διάρ­κειά της ενέ­πνευ­σαν πολ­λούς Έλλη­νες- κι όχι μόνο- λογο­τέ­χνες. Πολ­λοί από αυτούς πήραν μέρος στο ηρω­ι­κό έπος της Αντί­στα­σης και μετά διώ­χτη­καν από το αστι­κό κρά­τος  ανηλεώς.

Ο Δεκέμ­βρης του 44, ο ματω­μέ­νος Δεκέμ­βρης, κι αυτά που ακο­λού­θη­σαν ήταν επί­σης πηγή έμπνευ­σης για τη λογο­τε­χνι­κή δημιουρ­γία. Δεκά­δες ποι­ή­μα­τα αλλά και πεζά γρά­φτη­καν από μεγά­λους Έλλη­νες λογο­τέ­χνες, υμνώ­ντας  το μικρό λαό  που πολέ­μη­σε ηρω­ι­κά δίχως σπα­θιά και βόλια .

Το γεγο­νός ότι η άλλη πλευ­ρά δεν έχει τέτοια πολυά­ριθ­μη παρα­γω­γή δεν είναι ανε­ξή­γη­το. Είτε για­τί δεν ήθε­λαν να «πολι­τι­κο­λο­γή­σουν», από  το φόβο δηλα­δή  μήπως χαρα­κτη­ρι­στούν «στρα­τευ­μέ­νοι», πράγ­μα που απε­χθά­νο­νταν,  είτε για­τί ο Δεκέμ­βρης ήταν ο μεγά­λος ταξι­κός αγώ­νας που μπο­ρού­σε να εμπνεύ­σει μόνο  όσους καλ­λι­τέ­χνες τάχθη­καν με την πλευ­ρά  του λαού μας κι όχι της αστι­κής τάξης και των ιμπεριαλιστών. 

 Παρου­σιά­ζου­με  εδώ μερι­κά  απο­σπά­σμα­τα από  ποι­ή­μα­τα και πεζά με θέμα τον ηρω­ι­κό Δεκέμ­βρη του 1944.

  dekembriana17

  1. Γ. Ρίτσου (από τις Γει­το­νιές του κόσμου) 

 

[..] Τι θέλεις, Τζον, εδώ πέρα; Γύρι­σε στην πατρί­δα σου.
Η πατρί­δα σου είναι μεγά­λη, Τζον — είναι όμορ­φη η πατρί­δα σου -
είναι κεί­να τα φώτα στην ομί­χλη — και σε περι­μέ­νει, Τζον, η μάνα σου
Και σερ­για­νά­ει ο Βασι­λέ­ας Ληρ μες στην ομίχλη
Ο Βασι­λέ­ας Ληρ γδυ­μέ­νος το βασι­λι­κό του μεγα­λείο και στο στέμ­μα του
μ’ ένα κλα­δά­κι μονα­χά αγριε­λιάς στα άσπρα μαλ­λιά του, ο Ληρ μες στην
ομί­χλη του Λονδίνου
Ο Ληρ — όχι πια βασι­λιάς — μα κάτι πιό­τε­ρο, Τζον, ο Ληρ άνθρωπος
Ο Ληρ μες στην ομί­χλη του Λον­δί­νου γυρεύ­ο­ντας την Κορδέλλια
Ο Ληρ, Τζον, με τα βρώ­μι­κα γένια του, τυφλός
ψάχνο­ντας με τα δάχτυ­λά του δίχως δαχτυλίδια
ψάχνο­ντας τον αγέ­ρα και την καρ­διά μας να πιά­σει το χέρι της αγάπης
Τυφλός ο Ληρ πλέ­ο­ντας όλος μες στο θάμπος της αγάπης
Και κεί­να τα φώτα στην ομί­χλη φκιά­χνο­ντας ένα φωτοστέφανο
γύρω στ’ αχτέ­νι­στα μαλ­λιά του Ληρ — Κι εμείς αγα­πά­με, Τζον, το Ληρ
Κι ο Βεά­κης έπαι­ξε το Ληρ στα θέα­τρά μας, Τζον,
Ο Βεά­κης, Τζον, που με το φωτο­στέ­φα­νο του Ληρ
κάθε­ται αυτή την ώρα, Τζον, πίσω απ’ τ’ οδό­φραγ­μα της Κυψέλης
Αυτήν την ώρα, Τζον, που ανη­φο­ρά­ει το τανκ σου στην Κυψέλη -
και μεις, Τζον,
πολύ αγα­πά­με την Κορ­δέλ­λια, θαρ­ρώ την αδελ­φού­λα σου
τη λένε Κορ­δέλ­λια. Κι η Κορ­δέλ­λια σε περι­μέ­νει, Τζον,
Να συνε­χί­σε­τε το διά­βα­σμα των στί­χων του Βύρωνα.
Νάτος ο Λόχος, Τζον, του Λόρ­δου Βύρωνα
Ο Λόχος, Τζον, των φοι­τη­τών μπρο­στά στο τανκ σου, Τζον. Δε βλέπεις;

(…)

Ξημε­ρώ­νει. Τα τζά­μια είναι ρόδι­να. Κι η πολι­τεία είναι ρόδινη.
Και τα τανκς του Τζον είναι μαύ­ρα. Και μόνο
οι νεκροί έχουν μεί­νει στους δρό­μους της ρόδι­νης πολιτείας.

dekembriana12

“…Έτσι τέλειω­σε ο Δεκέμ­βρης.  Έρι­ξε ο Λαός τον μπό­γο του στον ώμο
κι έφυ­γε ο Λαός. Δεν τον σηκώ­νει ο τόπος.
Όπου δεν είναι λευ­τε­ριά δεν τον σηκώ­νει ο τόπος.
Τρα­βά­ει πιο πάνου να στή­σει τοπ ταμπού­ρι του.
Έτσι τέλειω­σε ο Δεκέμ­βρης. Η Αθή­να από­μει­νε έρημη.
Κλει­σμέ­να τα γρα­φεία του κόμ­μα­τος, κλει­σμέ­να τα γρα­φεία του ΕΑΜ
Κλει­σμέ­να τα σπί­τια, κλει­σμέ­να τα στό­μα­τα, κλει­σμέ­νες οι καρδιές.
Κατέ­βη­καν οι σημαί­ες απ’ τα μπαλκόνια.
Κι η οδός Στα­δί­ου μετο­νο­μά­στη­κε σε οδό Τσώρτσιλ.
…Οι γει­το­νιές είναι έρη­μες. Είναι γυμνές οι γειτονιές.

Τα σπί­τια είναι καμέ­να. Κεί­νο το ηρώο με τις ασβε­στω­μέ­νες πέτρες
που κου­βά­λα­γαν οι γριού­λες έγι­νε στά­χτη τώρα. Τον ξύλι­νο σταυρό
με τα πολ­λά ονό­μα­τα των λαϊ­κών ηρώ­ων τον κάψαν στην πλατεία.
Μονά­χα το κρά­νος το ελα­σί­τι­κο δεν έλιω­σε στη φλόγα-
από­μει­νε πετα­μέ­νο στο δρό­μο της έρη­μης γειτονιάς.
Μα εμείς θυμό­μα­στε τα ονό­μα­τα… Έβα­λε ο Λαός τού­τα τα ονόματα
στην καρ­διά του… Έτσι νική­σα­με, Τομ, τους Γερμανούς-
με τού­τα τα χέρια της κυρα- Λένης, με τού­τη τη φού­στα της κυρα- Καλής
με τού­τα τα θλιμ­μέ­να αστέ­ρια του Αλέ­κου, με τού­τα τα γαλά­ζια μάτια του Βάσου
με τού­τη τη στά­χτη της Ηλέ­κτρας, με τού­το το χωνί, με τού­το το τραγούδι
με τού­το το χελι­δό­νι, με τού­τα τα αγκά­θια, με τού­τη την ελπί­δα των συντρόφων…
έτσι θα σας νική­σου­με και σας, τους τελευ­ταί­ους εχθρούς μας
για να ανα­σά­νει ο ήλιος μας μέσα στις γει­το­νιές του κόσμου…
δεν κάνα­με τίπο­τα κ. Τσώρ­τσιλ. Τι να σκο­τώ­σεις; Πόσους να σκοτώσεις;
Τού­τη η πολι­τεία δε χαμπα­ρί­ζει το θάνατο…”!

dekembriana11

  1. Ν. Καβ­βα­δία

( γραμ­μέ­νο τις μέρες του ματω­μέ­νου Δεκέμ­βρη του  ’44,  δημο­σιεύ­θη­κε στα Ελεύ­θε­ρα Γράμ­μα­τα 10/8/45)

Στο παι­δι­κό μας βλέμ­μα πνί­γο­νται οι στεριές
Πρώ­τη σου αγά­πη τα λιμά­νια σβηούν κι εκείνα.
Θάλασ­σα τρώ­ει το βρά­χο απ΄ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ’ αγα­πάς: Κόκ­κι­νη Κίνα.

Γιο­μά­τα παν τα Ιτα­λι­κά στην Ερυθρά.
Που­λιά σε αντι­πε­ρι­σπα­σμό- Μαύ­ρη Μανία.
Δόρα­τα μέσα στη νυχτιά παί­ζουν νωθρά.
Λάμπει αρρα­βώ­να στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρε­με­ζί, Νύφη λεβέ­ντρα Ιβηρική.
Ανά­βου­νε του Barrio Chino τα φανάρια.
Σπα­νιό­λοι μου θαλασ­σο­βά­τες και Γραικοί.
Γκρέ­κο και Λόρ­κα-Ισπα­νία και Πασσιονάρια.

Κύμα θανά­του ξαπο­λιού­νται οι Γερμανοί.
Τ’  άρμα­τα ζώνε­σαι μ’ αρχαία κραυ­γή πολέμου.
Κυνή­γι παί­ζου­νε μαχαί­ρι και σκοινί,
Οι κρε­μα­σμέ­νοι στα δεντρά , μπαί­γνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμ­βρη στην Αθή­να και Φωτιά.
Τού­το της Γης το θαλασ­σό­δαρ­το αγκωνάρι,
Λικνί­ζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διά­κο, τον Κολο­κο­τρώ­νη και τον Άρη.

dekembriana15

  1. Μ. Λου­ντέ­μη: Ο Μεγά­λος Δεκέμβρης 

 «..Την Ακρό­πο­λή μας που τη σεβά­στη­καν ο χρό­νος, οι κεραυ­νοί και οι Ούν­νοι την κατα­πά­τη­σαν οι μικροί και ανά­ξιοι σας συμπα­τριώ­τες. Κι εδώ θα το βρο­ντο­φω­νά­ξου­με το μεγά­λο έγκλη­μα! Τον Παρ­θε­νώ­να μας, τον παγκό­σμιο Βωμό, τον έκα­ναν τηλε­βο­λο­στά­σιο. Κι από κει, εκμε­ταλ­λευό­με­νοι το σεβα­σμό μας αντί­κρυ στο Μνη­μείο μας, βομ­βάρ­δι­ζαν με θηριω­δία τα σπί­τια μας. Σωστά! Δεν υπήρ­χε πια απυ­ρό­βλη­το μετε­ρί­ζι. Πώς να αντα­πο­δώ­σου­με τα πυρά; ( Τέτοιαν αναν­δρία δε θα την έκα­νε ούτε ο  Ταμερ­λά­νος!). Είναι η πρά­ξη του βδε­λυ­ρώ­τα­του  φονιά που σε σκο­τώ­νει βάζο­ντας προ­κά­λυμ­μα την πιο προ­σφι­λή σου ύπαρξη».

dekembriana14

  1. Γ. Σφα­κια­νά­κη: Δεκέμ­βρης  ( απόσπασμα)

 Το πολυ­βό­λο άρχι­σε στις δώδεκα
Βάζει καρ­φιά στο φέρε­τρο του κόσμου
Ω μάνα Ελλά­δα! Η νύχτα τρώ­ει τα παι­διά σου Σιωπή…
Κρ… κρ… κρ… κρ… Πριο­νί­ζει ο Δεκέμβρης.

 dekembriana18

  1. Ρ. Μπού­μη Παπ­πά,  Αθή­να- Δεκέμ­βρης 1944

 Είναι η Αθή­να άρρω­στη βαριά
Πριν λίγες ώρες πέτα­ξε τον κεφα­λό­δε­σμό της
Και με σαρά­ντα πυρε­τό βάρε­σε τα ταμπούρ­λα της εξέγερση
Στις πλα­τεί­ες και στους εφτά­ψυ­χους γυμνούς συνοι­κι­σμούς της.
Ανα­μαλ­λιά­ρα ξέστη­θη σαν τ’ άγαλ­μα της τρέλας
Φορώ­ντας τη λευ­τε­ριά από πάνω ως κάτω
Και την τρο­με­ρή σπά­θα της αποκάλυψης
Βαδί­ζει μέσα στου ιστο­ρι­κού Δεκέμ­βρη την ομίχλη
Που σκί­ζουν τα μυδρά­λια κι οι μπόμπες

 dekembriana16

 Ν. Βρετ­τά­κου , 33 μέρες

33 ημέ­ρες

Ο ΛΟΧΟΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ” ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ”

Έτσι έγι­νε τότε στην Ελλάδα.

Και φυσού­σε κεί­νες τις μέρες ένας ισχυ­ρός άνε­μος  από το μέρος της δύσης.
Και προ­βαί­να­νε σύν­νε­φα από το βορ­ρά κι ανε­βαί­να­νε στον ορίζοντα.
Κ’ η ανα­το­λή δε φαινόταν.
Και παρά­ξε­να ρεύ­μα­τα που φαι­νό­ντου­σαν να’  ρχο­νται από το νότο κι απ’ την ανατολή
κι απ΄ τη δύση κι απ’ το βορ­ρά αυλα­κώ­ναν τα σύννεφα.
Κι άνοι­γε το παρά­θυ­ρο κεί­νες τις μέρες κ’ ένιω­θες σπιν­θή­ρες παράξενους
να ηλε­κτρί­ζου­νε τη βαρυ­μέ­νη ατμό­σφαι­ρα πάνω απ΄ την πόλη,
ως μέσα τα σπί­τια κι ως μέσα τα μνήματα.
Κ’ έγι­νε κεί­νες τις μέρες ανα­φο­ρά προς την Αυτών Εξοχότητα…
Και πλημ­μύ­ρι­ζε κεί­νες τις μέρες ο κόσμος τους δρό­μους και κυλού­σε και βόγγαγε.
Και πλή­θαι­νε κάθε μέρα ο κόσμος και κου­λου­ρια­ζό­τα­νε στις πλατείες
και ξεχεί­λι­ζε πάνω στα πεζο­δρό­μια και χτυ­πιό­τα­νε κι άκου­γε η πόλη
το κύμα του και φοβό­ταν τον Κύριο και λυπό­ταν και στέναζε.

Και κατέ­βαι­νε πάλι ο λαός και τους φώνα­ζε κλέφτες.
Είχε πλη­ρώ­σει τη λευ­τε­ριά του με αίμα πολύ.
Και κατέ­βαι­νε πάλι ο λαός και ζητού­σε την τιμή των νεκρών του
και τους φώνα­ζε κλέφτες.
Κι ο Ανώ­τα­τος Νόμος — ο θεί­ος κι ανθρώ­πι­νος που συνα­ντώ­νται στα όρη Σινά
και παίρ­νουν μορ­φή κεραυ­νού και συγκλο­νί­ζουν τα έθνη,
χτυ­πούν τις πηγές τα ποτά­μια χορεύ­ου­νε μέσα στις κοί­τες τους
κι αλλά­ζου­νε διεύ­θυν­ση , άρχι­σε ν’ αστρά­φτει ακα­τά­παυ­στα πάνω
απ’ την πόλη στις 3 του Δεκέμβρη.

Επι­γρα­φές ταραγ­μέ­νες και σύντο­μες συνω­στί­ζο­νταν κεί­νη τη μέρα
κάτω απ’ τα σύννεφα
Και το δάσος τους σάλευε ενά­ντια στον άνεμο.
Κι ο λαός προχωρούσε.
Κι η ενέ­δρα περίμενε.
Και προ­χω­ρού­σε ο λαός κατά πάνω τους, γεν­ναί­ος κι ωραίος
και δίκαιος σαν το Χριστό.
Κι απλώ­νει ο λαός τις παλά­μες του να κλεί­σει τα στό­μια των όπλων,
που προ­βάλ­λο­ντας άξαφ­να έλαμ­ψαν αντί­κρυ στο στή­θος τους.
Και πήρε κεί­νη την ώρα ο λαός ένα φως κι ένα χρώ­μα παράξενο.
Και προ­χω­ρού­σε ο λαός κατα­πά­νω τους κι ανέ­βαι­νε μοιάζοντας
όπως ένας ήλιος που ανάτελλε.

Κι οι ομο­βρο­ντί­ες χτυ­πή­σα­νε την Εκκλη­σία του Έθνους.
Κ’ η θάλασ­σα σείστηκε.
Κ’ η θάλασ­σα μούγγριζε.
Κ’ η στάθ­μη των νερών της ανέβαινε.
Κ’ οι λαβω­μέ­νοι βου­τού­σαν τις σημαί­ες στο αίμα
και πηδώ­ντας απά­νω στα σπα­σμέ­να τους γόνα­τα τις σηκώ­ναν ψηλότερα.
Κι άλλοι πέφτα­νε μπρού­μυ­τα πάνω στην άσφαλτο.
Και τρα­γου­δώ­ντας οι άλλοι τη λευ­τε­ριά και το δίκιο, τους τρά­βα­γαν στις άκρες του δρόμου.
Και ξαπλω­νό­ταν ένας- ένας ανά­σκε­λα, διπλω­νό­ταν στη ματωμένη
σημαία του κ’ έσφιγ­γε τις γρο­θιές του στο στή­θος και πέθαινε.
Κι έτσι βασί­λε­ψε ο ήλιος στις 3 του Δεκέμβρη.
Στις 4 άρχι­σε κιό­λας ν’ αστρά­φτει απά­νω απ’ τα 20 φέρετρα
που πήγαι­ναν  κ’ ερχό­ντου­σαν στην επι­φά­νεια της θάλασσας.
Και φού­σκω­νε το κύμα των ώμων του πλήθους.
Κι απλω­νό­τα­νε το απέ­ρα­ντο κύμα του και πειθαρχούσε
και κύλα­γε στην πλα­τιά λεωφόρο.
Και παρά­σερ­νε μέσα στο ρεύ­μα του κλα­διά από φοί­νι­κες, επιγραφές,
δεκα­νί­κια, μαζί μ’ ένα δάσος από μαύ­ρες σημαίες
που τις φύσα­γε ο άνε­μος και μπερ­δευό­ντου­σαν η μια με την άλλη.
Κι ακου­γό­τα­νε πάλι σε λίγο που βόγ­γα­γε η θάλασσα.
και παρου­σια­ζό­τα­νε πάλι σε λίγο που γύριζε,
μαυ­ρί­ζο­ντας κάτω απ’ τα σύννεφα.
και δια­σταυ­ρω­νό­ντου­σαν κατά κύμα­τα τα ρεύ­μα­τα του λαού
και φου­σκώ­να­νε τα σταυ­ρο­δρό­μια της πόλης.

Και τα σύν­νε­φα ψιχα­λί­ζα­νε στις σφιγ­μέ­νες γροθιές.

***

Κι ο λόχος των φοι­τη­τών ” Λόρ­δος Βύρων” κοι­τώ­ντας τα σύννεφα
γύρευε διέ­ξο­δο μέσα στο μέλλον.
***

Κι ο λόχος των φοι­τη­τών ” Λόρ­δος Βύρων” πολε­μώ­ντας στο κέντρο της πόλης,
απάγ­γελ­νε στί­χους από την ” Κατά­ρα της Αθη­νάς” και σκε­φτό­τα­νε σαν τί θα μπο­ρού­σε να παρη­γο­ρή­σει τον ίσκιο του Μπάι­ρον σε τού­το τον κόσμο.
Κι απα­ντού­σε καγ­χά­ζο­ντας ο Ελγί­νος καθι­σμέ­νος απά­νω στα βαριά πυροβόλα,
που αυλα­κώ­να­νε το σκο­τά­δι με τις τρο­χιές των οβί­δων τους.
Και σε κάθε ομο­βρο­ντία τους φωτι­ζό­τα­νε η Ακρόπολη.
Και δια­κρί­νο­νταν μέσα στη λάμ­ψη τους
να ταρά­ζε­ται σύσ­σω­μος ο Ναός στην κορ­φή της.

Κι ο λόχος των φοι­τη­τών ” Λόρ­δος Βύρων” πολε­μού­σε στο κέντρο της πόλης.

***
Κι ορα­μα­τι­ζό­ντου­σαν , πολε­μώ­ντας, φυτεί­ες απέ­ρα­ντες και πόλεις καινούριες
κ’ εκκλη­σιές και καμπά­νες και­νού­ριες και…
— Χρι­στός Ανέστη!
— Χρι­στός Ανέστη!
Και πολε­μού­σαν χαμογελώντας.
Κ’ οι ομο­βρο­ντί­ες πυκνώ­να­νε από μέρα σε μέρα.
Κι από μέρα σε μέρα πυκνώ­να­νε οι καπνοί και τα σύννεφα
κ’ οι φλό­γες κ’ η σκό­νη από το πέσι­μο των οβίδων
κι από τα σπί­τια που ανατινάζονταν.

***
Και μια τελευ­ταία βρο­χή από βρο­ντές κι από κεραυνούς,
φώτι­σε τα σύν­νε­φα που κρεμιόντουσαν,
και τα οδο­φράγ­μα­τα και τα σπί­τια και τους στρα­τιώ­τες μας
που στε­κό­ντου­σαν όρθιοι ψηλά στα οδοφράγματα.
Κι ύστε­ρα τίποτα.
Κ’ οι γυναί­κες ρωτού­σαν για το λόχο των φοιτητών.
Και παίρ­να­νε σκό­νη απ’ το χώμα στις φού­χτες τους
και τούς φιλού­σαν και κλαίγανε.

Ο ήλιος , σημαία των αδελφιών.
Η σημαία μας.

- Ελευ­θε­ρία ή θάνατος!

Έτσι έγι­νε τότε στην Ελλάδα.

Κ’ οι σημαί­ες μας υπο­χώ­ρη­σαν συντε­ταγ­μέ­νες μες στο σκοτάδι.
Κι όπως υπο­χω­ρού­σα­νε, τις βλέ­πα­με, τη μια τους πίσω απ’ την άλλη
που λάμπα­νε μέσα στη νύχτα.
Και γινή­κα­νε μέρες 33.

***

Και πολε­μού­σα­με πέντε χρό­νια‘ και πολε­μά­με ακόμα.
Και μάς φορού­σα­νε το αγκά­θι­νο στέ­φα­νο του Χρι­στού μέσα στις φυλακές
και μάς το φορά­νε ακόμα.

Μα πάνω απ’ τη λάσπη που περ­πα­τά­νε με τα μαστί­για τους
οι μισθο­φό­ροι της νύχτας,
κι απά­νω απ’ όλες τις φυλα­κές, πολύ πάνω,
ψηλό­τε­ρα από κάθε άλλη φορά.

- Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!

Αδέλ­φια μας όλου του κόσμου.

Η σημαία μας κυμα­τί­ζει ακόμα.

- Ελευ­θε­ρία ή Θάνατος!
(απο­σπά­σμα­τα)

dekembriana13
Μερι­κά από τα πολ­λά έργα που γρά­φτη­καν είναι :

Ν. Παπ­πά , Το αίμα των αθώων

Θ. Πιε­ρί­δη, Ύμνος στην Αθή­να του Δεκέμβρη

Τ. Λει­βα­δί­τη, Δεκέμ­βρης

Γ. Δάλ­λα, Στο οδόφραγμα,

Οι τρεις κι ο μικροΚωνσταντής

Μ. Αξιώ­τη, Αθή­να 1944–45 ( χρονικό)

Εικο­στός αιώ­νας ( μυθιστόρημα)

Δ. Χατζή, Η φωτιά

Ν. Βρετ­τά­κου, Το αγρί­μι              και πολ­λά άλλα.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο