Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο θάνατος ενός λογοτέχνη και ο ρόλος του στην εκμάθηση της Ιστορίας — Ένα αφιέρωμα στον Αντρέ Μπρινκ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Στις 6 Φεβρουα­ρί­ου πέθα­νε ο Νοτια­φρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας Αντρέ Μπρινκ (1935–2015). Μόλις είχε λάβει ένα τιμη­τι­κό ντο­κτο­ρά από το Πανε­πι­στή­μιο της Λου­βέν του Βελ­γί­ου. Στο αερο­πλά­νο της επι­στρο­φής στην πατρί­δα του, τη Νότια Αφρι­κή, άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή αυτός ο φλο­γε­ρός μαχη­τής κατά του απαρτ­χάιτ στο πλευ­ρό του Νέλ­σον Μαντέ­λα. Ο Αντρέ Μπρινκ ήταν καθη­γη­τής αγγλι­κής φιλο­λο­γί­ας στο Πανε­πι­στή­μιο του Κέιπ Τάουν. Έγρα­φε τα βιβλία του σε δύο γλώσ­σες, στα αφρι­κά­ανς (γλώσ­σα της ολλαν­δι­κής κατα­γω­γής λευ­κής μειο­ψη­φί­ας) και στα αγγλι­κά και ήταν ένας των βασι­κών εκπρο­σώ­πων του αφρι­κα­νι­κού λογο­τε­χνι­κού κινή­μα­τος ενά­ντια στην απαρτ­χάιτ «Η γενιά του ‘60». Έγρα­ψε πάνω από εξή­ντα βιβλία με αντια­ποι­κιο­κρα­τι­κό και αντι­ρα­τσι­στι­κό περιε­χό­με­νο, από τα οποία έντε­κα μετα­φρά­στη­καν στα ελλη­νι­κά και κυκλο­φό­ρη­σαν από τις εκδό­σεις «Χατζη­νι­κο­λή». Στο παρόν άρθρο θα στα­θού­με στο βιβλίο Η άλλη πλευ­ρά της Σιω­πής που μιλά­ει για τη Ναμί­μπια και τη γερ­μα­νι­κή αποι­κιο­κρα­τία εκεί.

Λίγα ιστο­ρι­κά γεγονότα

Είναι αλή­θεια ότι μπο­ρού­με να μάθου­με ιστο­ρία, τόπους και τρό­πους από τη λογο­τε­χνία χωρίς να απαι­τού­με ακρι­βή ιστο­ρι­κά στοι­χεία, εφό­σον ο συγ­γρα­φέ­ας σέβε­ται τα βασι­κά γεγο­νό­τα και δεν τα γυρί­ζει ανά­πο­δα για να δημιουρ­γή­σει αντί­θε­τες εντυ­πώ­σεις. Τα βιβλία του Αντρέ Μπρινκ είναι στρα­τευ­μέ­να στην υπό­θε­ση του αντι­ρα­τσι­σμού και της αντια­ποι­κιο­κρα­τί­ας. Θα στα­θού­με σ’ ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα που μας δίνει τη δυνα­τό­τη­τα να γνω­ρί­σου­με από κοντά δύο χώρες σε μια ιστο­ρι­κή συνά­ντη­ση θύμα­τος-θύτη. Η μία ως κατα­κτη­τή, η άλλη ως κατα­κτη­μέ­νη. Η μία ως εκμε­ταλ­λευ­τή, η άλλη ως υφι­στά­με­νη την εκμε­τάλ­λευ­ση: η λιγό­τε­ρο γνω­στή ως αποι­κιο­κρα­τι­κή δύνα­μη Γερ­μα­νία και η Νοτιο­δυ­τι­κή Αφρι­κή. Η Νοτιο­δυ­τι­κή Αφρι­κή, η σημε­ρι­νή Ναμί­μπια, ήταν κάπο­τε γερ­μα­νι­κή αποι­κία. Στον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο η Νότια Αφρι­κή κατέ­λα­βε τη χώρα και η τότε Κοι­νό­τη­τα των Εθνών — πρό­δρο­μος του Οργα­νι­σμού των Ηνω­μέ­νων Εθνών – της ανά­θε­σε τη διοί­κη­ση μέχρι μετά τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, όταν η Νότια Αφρι­κή προ­σάρ­τη­σε τη Ναμί­μπια χωρίς διε­θνή ανα­γνώ­ρι­ση. Τη δεκα­ε­τία του ’60 ξεκί­νη­σε και στη Ναμί­μπια ο εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός πόλε­μος, όπως σε πολ­λές χώρες του λεγό­με­νου «Τρί­του Κόσμου» και όχι μόνο στην Αφρι­κή. Ήταν η επο­χή της διά­λυ­σης του παλαιού τύπου αποι­κιο­κρα­τί­ας. Ο λαός οργα­νώ­θη­κε στη SWAPO (South-West Africa’s People’s Organization: Οργά­νω­ση του Λαού της Νοτιο­δυ­τι­κής Αφρι­κής) που είχε εξε­λι­χθεί από το OPC (Owamboland People’s Congress: Λαϊ­κό Κον­γκρέ­σο της Οού­μπο­λαντ* ) που είχε ιδρυ­θεί το 1957 στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρι­κής. Ο ηγέ­της του ήταν ο Σαμ Νου­γιό­μα που το 1959 είχε εξο­ρι­στεί στην Ταν­ζα­νία όπου τον υπο­δέ­χθη­κε ο Ιού­λιους Νιγιε­ρέ­ρε. Το 1960 δια­σπά­στη­κε και δημιουρ­γή­θη­κε η SWANU (South West African National Union: Νοτιο­δυ­τι­κή Αφρι­κα­νι­κή Εθνι­κή Ένω­ση με βάση τη φυλή των Χερέρο**).Τα στε­λέ­χη της SWAPO έλα­βαν τη στρα­τιω­τι­κή τους εκπαί­δευ­ση στην Αίγυ­πτο του Νάσ­σερ. Το 1966 η στρα­τιω­τι­κή πτέ­ρυ­γα της SWAPO ξεκί­νη­σε έναν ανε­ξάρ­τη­το ανταρ­το­πό­λε­μο. Η στρα­τιω­τι­κή αυτή πτέ­ρυ­γα λεγό­ταν PLAN (People’s Liberation Army of Namibia: Λαϊ­κός Απε­λευ­θε­ρω­τι­κός Στρα­τός της Ναμί­μπια) και είχε ιδρυ­θεί το 1962.

*Το Οουά­μπο­λαντ βρί­σκε­ται στο βόρειο τμή­μα της Ναμίμπιας
** Οι Χερέ­ρο είναι φυλή του νότιου τμή­μα­τος της Ναμί­μπιας. Το 1904 οι Χερέ­ρο και οι Νάμα (ανα­φέ­ρο­νται στο βιβλίο) αφού είχαν εξε­γερ­θεί κατά της αποι­κιο­κρα­τί­ας, σφα­γιά­στη­καν από τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα του Λόταρ φον Τρότ­τα που είχε δόσει εντο­λή «να πυρο­βο­λη­θεί κάθε Χερέ­ρο που τον συνα­ντούν μέσα στα γερ­μα­νι­κά (!) σύνο­ρα» . Ο ΟΗΕ χαρα­κτή­ρι­σε τη γενο­κτο­νία αυτή ως «πρώ­τη γενο­κτο­νία του 20ου αιώ­να» ( η λεγό­με­νη Γενο­κτο­νία της Ναμίμπιας).

Το 1988 η Νότια Αφρι­κή συμ­φώ­νη­σε στον τερ­μα­τι­σμό της διοί­κη­σής της στη Ναμί­μπια στη βάση ενός σχε­δί­ου «ειρή­νευ­σης» του ΟΗΕ για όλη την περιο­χή. Το 1990 η Ναμί­μπια «ανε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­θη­κε» από τη Νότια Αφρι­κή. Με τον τερ­μα­τι­σμό της απαρτ­χάιτ στη Ν. Αφρι­κή το 1994 ο Κόλ­πος των Φάλαι­νων (Walvis Bay) που ήταν κάτω από βρε­τα­νι­κό έλεγ­χο, παρα­χω­ρή­θη­κε κι αυτός στη Ναμί­μπια. Από το 2008 περί­που η Ναμί­μπια κατα­κλύ­ζε­ται από επεν­δυ­τές και διευ­θυ­ντι­κά στε­λέ­χη εται­ριών μεταλ­λευ­μά­των και παρα­γω­γής ουρα­νί­ου απ’ όλο τον κόσμο. Η χώρα αυτή των δύο εκα­τομ­μυ­ρί­ων κατοί­κων ετοι­μά­ζε­ται να γίνει η πρώ­τη χώρα παρα­γω­γής και εξα­γω­γής ουρα­νί­ου στον κόσμο. Πάνω από 8% των παγκό­σμιων απο­θε­μά­των ουρα­νί­ου βρί­σκο­νται στο έδα­φός της. Πλή­θος εται­ριών έχουν εξα­σφα­λί­σει άδειες απο­κλει­στι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης περιο­χών με τερά­στια κοι­τά­σμα­τα ουρα­νί­ου. Και η Ναμί­μπια, όπως τόσες άλλες της εξαι­ρε­τι­κά πλού­σιας σε πρώ­τες ύλες για τις μεγά­λες βιο­μη­χα­νί­ες αφρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου δεν μπο­ρού­σε παρά να γίνει βορά στον μεγά­λο ιμπε­ρια­λι­στι­κό ανταγωνισμό.

Μια λογο­τε­χνία που αποκαλύπτει

Το βιβλίο λοι­πόν του Αντρέ Μπρινκ που επι­κε­ντρώ­νε­ται σ’ αυτήν τη χώρα της αφρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου, το Η άλλη πλευ­ρά της Σιω­πής, δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στις αρχές του 20ου αιώ­να κυρί­ως στη Ναμί­μπια, αλλά και στη Γερ­μα­νία. Το βιβλίο προ­βάλ­λει διεισ­δυ­τι­κά το εποι­κο­δό­μη­μα μιας αποι­κιο­κρα­τί­ας, καθώς και τη σύν­θλι­ψη της ανθρώ­πι­νης αξιο­πρέ­πειας που επι­φέ­ρει αυτή και στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση ιδιαί­τε­ρα της γυναί­κας με πάντα από πίσω το φόντο των οικο­νο­μι­κών σχέσεων.Το κεντρι­κό πρό­σω­πο είναι μια Γερ­μα­νί­δα, η Χάν­να. Η ιστο­ρία της είναι μια ιστο­ρία που την έζη­σαν πολ­λές γυναί­κες «από­βλη­τες» από τη γερ­μα­νι­κή κοι­νω­νία των αρχών του 20ου αιώ­να. Το βιβλίο δεν είναι μονά­χα ένα κατη­γο­ρώ κατά της στυ­γνής αποι­κιο­κρα­τι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης, αλλά και κατά της ταξι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο στη μητρό­πο­λη, την ίδια τη Γερ­μα­νία. Ο συγ­γρα­φέ­ας μας εξη­γεί την πορεία της συγ­γρα­φής του βιβλί­ου. Ξεκι­νώ­ντας από ένα συγκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο και μια ατο­μι­κή ιστο­ρία μαθαί­νου­με το αίσχος ενός ολό­κλη­ρου συστή­μα­τος. Η πρω­τα­γω­νί­στρια τοπο­θε­τεί­ται σε συγκε­κρι­μέ­νο χωρό­χρο­νο και ανε­βαί­νει «πάνω από κάθε ατο­μι­κό­τη­τα και ταυ­τό­τη­τα» με τα λόγια του συγγ­γρα­φέα και γίνε­ται σύμ­βο­λο βάναυ­σης φυλε­τι­κής και ταξι­κής κατα­πί­ε­σης τοπο­θε­τη­μέ­νο στο φόντο μιας εξί­σου βάναυ­σης αποιο­κιο­κρα­τι­κής κατα­λή­στευ­σης. Η εικό­να της πατρί­δας είναι εχθρι­κή και βλο­συ­ρή, ακό­μα και νοση­ρή σε πολ­λές περι­πτώ­σεις. Μέσα από την πορεία της προς τη μεγά­λη συμ­βο­λι­κή εκδί­κη­ση-κάθαρ­ση το μίσος είναι μια φοβε­ρή κινη­τή­ρια δύνα­μη. Η Χάν­να κοι­τά­ζο­ντας το από τα βασα­νι­στή­ρια παρα­μορ­φω­μέ­νο της πρό­σω­πο στον καθρέ­φτη συλ­λο­γά­ται: «…Όχι, ποτέ δεν φαντα­ζό­ταν ότι το μίσος θα ήταν έτσι. Τόσο όμορ­φο. Τόσο μονα­δι­κό. Τόσο καθά­ριο. Τόσο γεμά­το ζωή. Νιώ­θει σαν να είχε πάντο­τε ένα κενό μέσα της, όπου μερι­κές φορές εισέ­βαλ­λαν προ­σω­ρι­νά ο φόβος, ο τρό­μος, η αβε­βαιό­τη­τα και η ανη­συ­χία, άλλες φορές ένα ξέσπα­σμα αγά­πης, ή κάθε είδους ταρα­χώ­δη και σκο­τει­νά συναι­σθή­μα­τα, αλλά κυρί­ως έμε­νε άδειο. Το οποίο τώρα έχει γεμί­σει από αυτό το περί­λα­μπρο μίσος. Είναι σαν μεγε­θυ­ντι­κός φακός που ενώ­νει πολ­λές ακτί­νες φωτός και τις εστιά­ζει με τρο­μα­κτι­κή ακρί­βεια σε ένα μόνο σημείο κάνο­ντάς το να ανα­φλε­γεί, και μέσα σε μια εκπλη­κτι­κή στιγ­μή δίνει κατεύ­θυν­ση και νόη­μα σε όλη της τη ζωή. Καμιά αγά­πη δεν θα μπο­ρού­σε ποτέ να της χαρί­σει αυτό το μίσος…».

brink1

Το «άγιο» μίσος των καταπιεσμένων

Το «άγιο» μίσος λοι­πόν που παρα­γκω­νί­ζει όλες τις χρι­στια­νι­κές αρχές της υπο­κρι­τι­κής αγά­πης που το καθε­στώς συνι­στά και επι­βάλ­λει στο κατα­πα­τη­μέ­νο, ματω­μέ­νο θύμα προς το θύτη του. Το μίσος που έχει θρέ­ψει «δίκαιους» πολέ­μους, ανα­τρε­πτι­κές επα­να­στά­σεις από τους «της γης κολα­σμέ­νους» σαν μονα­δι­κό μέσο για μια καλύ­τε­ρη ζωή. Ο Μπρινκ έχει δει στην πατρί­δα του τη φοβε­ρή εκμε­τάλ­λευ­ση εις βάρος κυρί­ως του μαύ­ρου πλη­θυ­σμού και τη μαζι­κή οργή που ήταν το απο­τέ­λε­σμά της και τη δικαιο­λο­γεί. Έτσι, στο στό­χα­στρο του συγ­γρα­φέα βρί­σκε­ται και η θρη­σκεία και δη το χρι­στια­νι­σμό. Ξεγυ­μνώ­νε­ται αμεί­λι­χτα ο πάστο­ρας Ούλ­ριχ στον οποίο στέλ­νουν τη μικρή ορφα­νή Χάν­να. Μέσα από τις σκη­νές στο πρε­σβυ­τέ­ριο στη διάρ­κεια της δια­μο­νής της Χάν­νας στο ορφα­νο­τρο­φείο στη Γερ­μα­νία ξεπρο­βάλ­λει οδυ­νη­ρά και ξεδιά­ντρο­πα η κατά­χρη­ση της εξου­σί­ας στο όνο­μα του Θεού. Η ζωή της στο ορφα­νο­τρο­φείο «Τα μικρά παι­διά του Ιησού» ήταν θλι­βε­ρή. Οι ξυλο­δαρ­μοί και τα βασα­νι­στή­ρια των παι­διών ήταν καθη­με­ρι­νό φαι­νό­με­νο. Μια καλή δασκά­λα είχε δανεί­σει στη Χάν­να Τα πάθη του νέου Βέρ­τερ του Βόλφ­γκανγκ Γκαί­τε, αλλά η διε­θύ­ντρια απαι­τεί από τη Χάν­να να το κάψει. Η Χάν­να αρνεί­ται και για τιμω­ρία τη στέλ­νουν στον πάστορα…Το κορί­τσι «τα μαζεύ­ει» μέσα της και μετά από διά­φο­ρες δου­λειές σε σπί­τια όπου το ορφα­νο­τρο­φείο στέλ­νει τη Χάν­να υπη­ρέ­τρια και όπου εκτός από μία εξαί­ρε­ση ζει την αισχρή εκμε­τάλ­λευ­ση — ό , τι κατορ­θώ­νει να μαζέ­ψει από «θελή­μα­τα» του κυρί­ου του σπι­τιού της παίρ­νε­ται πίσω με αθέ­μι­τους τρό­πους — απο­φα­σί­ζει τελι­κά να παει στο γρα­φείο που οργα­νώ­νει απο­στο­λές γυναι­κών στην Αφρι­κή. Η Χάν­να τα βλέ­πει αγνά και ρομα­ντι­κά – ονει­ρεύ­ε­ται τους φοί­νι­κες που έχει γνω­ρί­σει από βιβλία – και προ­πα­ντώς θέλει να φύγει, να φύγει, να φύγει από την πατρί­δα που τόσο την πλή­γω­σε και να παει «εκεί που γεν­νιέ­ται ο άνε­μος που κάνει τους φοί­νι­κες να λυγίζουν».

Το όνει­ρο που γίνε­ται εφιάλτης

Η Χάν­να λοι­πόν μαζί με πολ­λές άλλες γυναί­κες επι­βι­βά­ζε­ται στο πλοίο της ελπί­δας προς την Αφρι­κή για μια και­νούρ­για ζωή. Αλλά η Γερ­μα­νία στέλ­νει γυναί­κες εκεί για τις ανά­γκες του αντρι­κού πλη­θυ­σμού της στη Νοτιο­δυ­τι­κή Αφρι­κή. Πάνε σαν νύφες, αλλά αν απορ­ρι­φθούν , τις πάνε στο ίδρυ­μα-φυλα­κή-μπουρ­ντέ­λο Φρά­ου­εν­σταϊν (Frauenstein, «τόπος γυναικών»).
Μετά από ένα ταξί­δι βδο­μά­δων στη θάλασ­σα οι γυναί­κες επι­βι­βά­ζο­νται σε τραί­νο από την πρω­τεύ­ου­σα Βίντ­χουκ στην ενδο­χώ­ρα. Στο ταξί­δι αυτό των 4 ημε­ρών πραγ­μα­το­ποιού­νται βια­σμοί και κάθε λογής ξευ­τε­λι­σμοί των εγκλω­βι­σμέ­νων γυναι­κών. Η Χάν­να, μια κοπέ­λα με σπά­νια αξιο­πρέ­πεια και τόλ­μη, αρνεί­ται να υπο­τα­χτεί στις ορέ­ξεις των αξιω­μα­τι­κών απο­κρού­ο­ντας κάθε προ­σπά­θεια ξευ­τε­λι­σμού. Τελι­κά ακρω­τη­ριά­ζε­ται βάναυ­σα και στέλ­νε­ται παρα­μορ­φω­μέ­νη στο ως άνω ίδρυ­μα. Αφού της έκο­ψαν τη γλώσ­σα, δεν μπο­ρεί ούτε πια να μιλή­σει, αλλά συνεν­νο­εί­ται μέσω μιας φίλης που έχει μάθει να την κατα­λα­βαί­νει . Η Χάν­να πριν φτά­σει στο Φρά­ου­εν­σταϊν, θα πέσει από τη βοϊ­δά­μα­ξα και θα σωθεί από μια φυλή ιθα­γε­νών – τους Νάμα — που τη φρο­ντί­ζει και για­τρεύ­ει τις πλη­γές της. Τη συνο­δεύ­ουν στο Φρά­ου­εν­σταϊν, αλλά η διευ­θύ­ντρια τους ενο­χο­ποιεί για τον ακρω­τη­ρια­σμό της Χάν­νας με απο­τέ­λε­σμα ένα από­σπα­σμα του γερ­μα­νι­κού αποι­κιο­κρα­τι­κού στρα­τού να εξο­ντώ­σει ολό­κλη­ρη τη φυλή (δεί­τε τα ιστο­ρι­κά στοι­χεία, μυθευ­μέ­να και πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δια­πλέ­κο­νται). Σαν αντί­ποι­να γι αυτά που υπο­τί­θε­ται ότι έκα­ναν σε μια λευ­κή οι «άγριοι»!

Το άκρο άωτον της υπο­κρι­σί­ας γίνε­ται σαφές στον ανα­γνώ­στη που έχει δια­βά­σει τί τρά­βη­ξε η Χάν­να από τους αξιω­μα­τι­κούς και στρα­τιώ­τες συμπα­τριώ­τες της στο τραίνο…Οι πραγ­μα­τι­κά πολι­τι­σμέ­νοι είναι οι «άγριοι». Χωρίς αμφι­βο­λία υπάρ­χει στο βιβλίο μια γεύ­ση νοσταλ­γι­κής εξι­δα­νί­κευ­σης της πρω­τό­γο­νης φυσι­κής κατά­στα­σης του ανθρώ­που, όπως τη συνα­ντά­με στη φυλή Νάμα που σε πλή­ρη αντί­θε­ση με τους βάναυ­σους λευ­κούς κατα­κτη­τές είναι αγνή και καλή.

Εκδί­κη­ση και κάθαρση

Η Χάν­να απο­φα­σί­ζει μια μέρα να δρα­πε­τεύ­σει από το Φρά­ου­εν­σταϊν για να αρχί­σει την εκστρα­τεία εκδί­κη­σης και μαζί μ’ αυτή την πορεία κάθαρ­σης. Από τη φυλή Νάμα έχει μάθει να επι­βιώ­νει στην έρη­μο. Οι περι­γρα­φές της ερή­μου είναι γλα­φυ­ρές, σκλη­ρά ποι­η­τι­κές. Προ­φα­νώς ο συγ­γρα­φέ­ας είναι γνώ­στης της περιοχής…Η Χάν­να βρί­σκει συμ­μά­χους, μαύ­ρους και λευ­κούς, κολα­σμέ­νους της γης και σχη­μα­τί­ζει ένα μικρό, πολύ μικρό στρα­τό που συμ­βο­λί­ζει ωστό­σο μια μεγά­λη πρά­ξη αντί­στα­σης. Η γεν­ναία δρά­ση της οδη­γεί τελι­κά στην τιμω­ρία και το δημό­σιο ξευ­τε­λι­σμό του αξιω­μα­τι­κού Μπέλ­κε που τον βρί­σκει μετά από χρό­νια και που σύμ­φω­να με μια είδη­ση στο African Post αυτο­κτο­νεί ματαιώ­νο­ντας έτσι τη δίκη.

Η ψυχο­γρα­φία που δίνει ο συγ­γρα­φέ­ας της εσω­τε­ρι­κής πορεί­ας της πρω­τα­γω­νί­στριας είναι βαθιά και χωρίς σημά­δια ηθι­κο­λο­γί­ας. Αντί­θε­τα , καταγ­γέλ­λε­ται η βαθύ­τα­τη υπο­κρι­σία των Γερ­μα­νών κλη­ρι­κών, είτε μέσα στη Γερ­μα­νία είτε στα ιδρύ­μα­τά τους στην Αφρι­κή. Ο συγ­γρα­φέ­ας έκα­νε έρευ­να, είδε τους κατα­λό­γους των ονο­μά­των του «γρα­φεί­ου» απο­στο­λής γυναι­κών, πήγε και στη Γερ­μα­νία για να εντο­πί­σει τα ίχνη της Χάν­νας. Η πορεία της Χάν­νας μπο­ρεί να ήταν ατο­μι­κή, αλλά ήταν πολ­λές οι «Χάν­να» και μ’ αυτή την έννοια η ιστο­ρία της είναι συλ­λο­γι­κή και κοι­νω­νι­κή. Έμμε­σα τονί­ζε­ται η σημα­σία της ατο­μι­κής ανά­γκης και ικα­νό­τη­τας για εξέ­γερ­ση που για να έχει επι­τυ­χία πρέ­πει να την ακο­λου­θή­σουν οι στρα­τιές των καταπιεσμένων.

Ο ανα­γνώ­στης μπο­ρεί να μάθει πολ­λά δια­βά­ζο­ντας αυτό – και τα άλλα – έργα του Αντρέ Μπρινκ που η προ­σφο­ρά του στα γράμ­μα­τα ήταν εμβληματική.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο